Άρθρο του 1945!
Περί Αλός
Του Αντιπλοιάρχου
Α. ΓΙΑΓΚΟΥ
Από τα αρχεία της ΕΘΕ (Ελληνική Θαλάσσια Ένωση)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 156,
σ. 6, Οκτ. 1945, ανα. τ. 949, σ. 84. ΟΚΤ. 2012, εκδ.
ΕΘΕ/ΓΕΝ.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της ΕΘΕ.
ΦΩΤΟ: Περί Αλός (Κρίστυ Ε. Ιωαννίδου) |
Ο πόλεμος αυτός
παρουσίασε ένα σωρό τύπους πολεμικών
πλοίων, άλλους γνωστούς από τα παλαιά χρόνια, άλλους εξελιγμένους, μα και
αρκετούς νέους και περίεργους τύπους πλοίων. Δεν θα γράψω υπερβολή αν πω ότι το
Ελληνικό Ναυτικό εκαινοτόμησε και εδώ, γιατί παρουσίασε τον πιο αφάνταστο και
τον πιο πρωτότυπο τύπο πολεμικού σκάφους: Το ιστιοφόρο Ναρκαλιευτικό.
Η ιστορία των
πλοίων αυτών είναι από τις πιο παράξενες μα κι από τις πιο δοξασμένες, μια
ιστορία από εκείνες που δείχνουν τι μπορεί να κάνουν λίγοι ψυχωμένοι άνθρωποι
όταν κινούνται από το Εθνικό φιλότιμο και την αγάπη στην πατρίδα τους.
Τον Απρίλιο του
1941, το Ελληνικό Ναυτικό κατώρθωσε να διασώση ένα μεγάλο μέρος των πολεμικών
πλοίων και να τα μεταφέρη στην Αίγυπτο για να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον
των κατακτητών. Εκεί, στην Αίγυπτο, βρέθηκε το φτωχό Ελληνικό Ναυτικό με τα
παληά του καραβάκια, μπροστά σ’ ένα σωρό καινοφανείς τύπους συμμαχικών
πολεμικών και δεν υπάρχει φυσικώτερο συναίσθημα
από εκείνο που μας έπιασε όλους, του να αποκτήσωμεν και εμείς μοντέρνα
πλοία για να μπορούμε να επιδείξουμε σοβαρά δράσι στον πόλεμο.Σιγά –σιγά βλέπαμε όλα τα στάδια δράσεως του Αγγλικού Ναυτικού και θέλαμε κι εμείς να μη λείψωμε από κανένα και έτσι ενάμισυ μόνο μήνα μετά την κάθοδό μας στην Αλεξάνδρεια, εζητήσαμε να ανακατωθούμε και με την αλιεία ναρκών. Ενώ όμως στους άλλους τύπους πολεμικών οι Άγγλοι δεν εδίστασαν να μας ενισχύσουν αμέσως, στα ναρκαλιευτικά εβρήκαμε μεγάλες δυσκολίες. Αυτό γιατί οι ανάγκες της αλιείας ναρκών εκείνη την εποχή ήταν τόσο σοβαρές και επείγουσες στην Μεσόγειο, ώστε δεν επερίσσευε ούτε ένα ναρκαλιευτικό για να δοθή στο Ελληνικό Ναυτικό.
Τι έπρεπε να γίνη; Να εγκαταληφθή η προσπάθεια; Η λύσις ευρέθη. Λύσις ακραιφνώς Ελληνική, μπαλωματίδικη και με την σφραγίδα της προσωρινότητος, αλλά και από τις λύσεις εκείνες που υπόσχονται σύντομο εξέλιξι. Στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν 4 μεγάλα πετρελαιοκίνητα ιστιοφόρα, 180 μέχρι 220 τόνων, που είχαν κατέβει προς Νότον φεύγοντας την καταστροφήν της Ελλάδος. Επροτείναμε λοιπόν να μετασκευασθούν τα καΐκια αυτά σε ναρκαλιευτικά, να επανδρωθούν με Ελληνικά πληρώματα και να χρησιμοποιηθούν αμέσως.
Θυμάμαι ακόμη ζωντανά την έκφρασι του προσώπου των Άγγλων αρμοδίων, την ώρα που άκουγαν την πρότασί μας: Μας εκύτταξαν λοξά, ειρωνικά θα μπορούσα να πω με δυσπιστία αν θέλετε, και ήταν έτοιμοι να μας ξεκόψουν με ένα «όχι». Ευτυχώς επενέβη ο Διοικητής της Ναρκαλιείας Ανατολικής Μεσογείου πλοίαρχος Σώου, ένας αξιωματικός που αγάπησε ειλικρινώς και μας εξετίμησε όσο λίγοι, ένας άνθρωπος τον οποίον οι Έλληνες ναρκαλιείς θα θυμώμαστε πάντοτε με αγάπη και θαυμασμό, γιατί σ’ αυτόν χρωστάμε την δημιουργία της Ελληνικής ναρκαλιείας, την εκπαίδευσί μας και την μετέπειτα εξαίρετη δράσι των Ελληνικών Ναρκαλιευτικών.
Χάρις στην επιμονή του Αξιωματικού αυτού και στην εμπιστοσύνη που μας έδειξε, η πρωτάκουστη πρότασις έγινε τάχιστα πραγματικότης. Ενάμισυ μόνο μήνα αργότερα το πρώτο Ελληνικό ιστιοφόρο ναρκαλιευτικό ήταν έτοιμο και ακολούθησαν και τα άλλα τρία κατά διάστημα 15 περίπου ημερών.
Στην αρχή τα ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά μας απησχολήθησαν με την αλιεία ναρκών στην περιοχή Αλεξανδρείας, τόσον για να συμπληρώσουν τα πληρώματα και οι Αξιωματικοί την εκπαίδευσή τους στο νεοφανές για το Ελληνικό Ναυτικό έργον της εξουδετερώσεως μαγνητικών και ακουστικών ναρκών , όσο και διότι οι Άγγλοι εξακολουθούσαν να κατέχωνται από φυσικήν δυσπιστίαν , όσον αφορά την επιτυχία και την απόδοσι του πρωτοτύπου Ελληνικού ιστιοφόρου ναρκαλιευτικού και δεν ήθελαν να απομακρύνουν τα πλοία αυτά από το κέντρον.
Το πώς εργάστηκαν τα ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά στην Αλεξάνδρεια είναι κάτι που χαρακτηρίζει το τι μπορεί να αποδώση ο Έλλην ναυτικός όταν θέλει. Όποιος ξέρει τι θα πει να ταξιδεύει κανείς στους διαύλους της Αλεξανδρείας τον χειμώνα με φρέσκο καιρό από το πέλαγος, δεν θα θεωρήση υπερβολή όταν γράφω ότι ώρες – ώρες τα πλοία αυτά επήγαιναν πίσω αντί να προχωρούν και ότι μόνον χάρις στην ναυτικότητα κυβερνητών και πληρωμάτων κατώρθωναν τα ναρκαλιευτικά μας να κρατούνται με τα πανιά μέσα στους διαύλους, ρυμουλκώντας και τα 500 μέτρα του βαρυτάτου καλωδίου αλιείας και να βγάζουν πέρα καθημερινώς την αποστολήν τους.
Εννοείται ότι ξεκινώντας τα ξημερώματα στις 4 κατάφερναν να γυρίζουν στο λιμάνι στις 3 ή 4 το απόγευμα και ότι το πλήρωμα ξεθεωμένο από την πολύωρη κοπιαστική δουλειά δεν είχε ούτε φαϊ, γιατί όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσε να σταθή κατσαρόλα στην υποτυπώδη κουζίνα από τη θάλασσα.
Και να ήταν μόνον αυτό. Είμασταν στην εποχή των καθημερινών εντατικών βομβαρδισμών της Αλεξανδρείας και πριν νυχτώση, κάθε μέρα, όλα τα μικρά σκάφη και κυρίως τα ναρκαλιευτικά διετάσσοντο να αγκυροβολούν σε διάφορα σημεία μέσα κι έξω στο λιμάνι για να κάνουν παρατήρησι πτώσεως ναρκών που μας επόντιζαν οι Γερμανοί από αεροπλάνα αλλ’ ακόμη και δια να γίνωνται εμπόδιο στα τορπιλλοπλάνα και αεροπλάνα καθέτου εφορμίσεως στις επιθέσεις των εναντίων των μεγάλων πολεμικών σκάφών που ήσαν μέσα στο λιμάνι. Έτσι από ώρα 3 ή 4 το απόγευμα που ετελείωνε η ναρκαλιεία, μόνο ελάχιστες ώρες μας μένουν διαθέσιμες , ίσα – ίσα να πλυθούμε και κυρίως ν’ ανεφοδιάσουμε τα πλοία, σε καύσιμα, νερό και τρόφιμα. Προτού βραδυάσει τα ελληνικά ιστιοφόρα έπαιρναν τις θέσεις τους για τη νύχτα και το πλήρωμα έπεφτε να κοιμηθή, ντυμένο εννοείται, για ελάχιστο όμως χρονικό διάστημα γιατί κατά τις 8 ή 9 τη νύκτα ήταν όλοι στο πόδι από τις σειρήνες του συναγερμού. Και άρχιζε η νυκτερινή δουλειά, μερικοί για παρατήρηση πτώσεως ναρκών, άλλοι στα πολυβόλα, οι μηχανικοί στην μηχανή τους έτοιμοι. Και το πανηγύρι αυτό, μέσα στα σφυρίγματα και τις εκρήξεις βομβών και τον δαιμονιώδη θόρυβο των αντιαεροπορικών ξηράς και πλοίων κρατούσε ως αργά, σχεδόν τα ξημερώματα. Ξάπλωμα πάλι στα κρεβάτια για λίγη ώρα και στις 4 το πρωί τα καραβάκια με τα ατσαλένια πληρώματα έβγαιναν από το φράγμα του λιμένος για καθημερινή αλιεία ναρκών.
Και όμως υπήρχε και η ωραία πλευρά, σαν αντιστάθμισμα στον κόπο που κατέβαλαν έμψυχα και άψυχα επάνω στα πλοία αυτά. Εκτός από την αναγνώρισι του έργου που έκαναν, αναγνώρισι που άρχισε να έρχεται πολύ γρήγορα και πολύ συχνά υπό μορφήν επαίνων, συγχαρητηρίων και ευαρεσκειών εκ μέρους ημετέρων και Άγγλων, είχαμε καθημερινώς σχεδόν αφάνταστες ψυχικές ικανοποιήσεις. Εκείνο που λείπει, ας πούμε μάλλον έλειπε, από τον Έλληνα τόσα χρόνια, το πνεύμα του σπόρ, του φιλάθλου, είχε αναπτυχθή εξαιρετικά στα πληρώματα των ιστιοφόρων ναρκαλιευτικών, πληρώματα που έγιναν στα γρήγορα και ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, ήταν τόσο που ο κόπος ξεχνιόταν και η μοναδική μας φροντίς ήταν ποιο καράβι θα σημειώση στο διάγραμμα τις περισσότερες ώρες αλιείας ή τα περισσότερα διανυθέντα μίλλια ή ποιος κυβερνήτης θα έκανε τον ωραιότερο χειρισμό με πανιά.
Συχνά, συχνότατα δύο ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά διετάσσοντο να κάνουν αλιεία κατά ζεύγος στο μεγάλο δίαυλο της Αλεξανδρείας. Οι κυβερνήται τους τα συμφωνούσαν από πριν και όταν έφταναν στο τέλος του διαύλου, εμάζευαν τα καλώδια της αλιείας, έσβυναν τις μηχανές τους και άρχιζε μια ωραία και θεαματική ιστιοδρομία ποιος θα μπη πρώτος με τα πανιά στο λιμάνι. Εννοείται ότι αυτό μας έπερνε περισσότερες ώρες και ήθελε μεγαλύτερη κούρασι, αλλά ποιος τα λογάριαζε μπροστά στον ενθουσιασμό και την ικανοποίησι όταν περνούσε το ένα πλοίο μισό μπαστούνι μπροστά από το άλλο ή του «έκλεβε τον αέρα». Πόσες φορές ένα Ελληνικό ιστιοφόρο ναρκαλιευτικό δεν μπήκε μόνο με πανιά από το δύσκολο φράγμα στο πηγμένο από πλοία λιμάνι της Αλεξανδρείας, έφτανε ως το τέλος του και εκεί με μια υπέροχη θεαματική στροφή έπεφτε δίπλα στην αποβάθρα του 44 όπου ήταν το μόνιμον αγκυροβόλιο μας και πόσες φορές δεν είδα τους Άγγλους του Ναυστάθμου να αφήνουν τα γραφεία τους και να βγαίνουν με τα κιάλια στα παράθυρα για να παρακολουθήσουν με ανυπόκριτο θαυμασμό τους ωραίους χειρισμούς. Θα θυμάμαι πάντοτε την δύσκολη και ωραιότατη στροφή που έκανε ένα ναρκαλιευτικό μας, μόνο με πανιά, μέσα στο λιμάνι μέσα σε ένα στενώτατο χώρο μεταξύ του «Αετού» και της «Κορινθίας» εν ώρα βασιλικής επιθεωρήσεως και την έκφρασι του προσώπου του τότε Υπουργού Ναυτικών Υποναυάρχου Καββαδία που βγήκε από την καμπίνα της βενζινακάτου και έκανε προς το ναρκαλιευτικό κάτι νοήματα χαράς και ικανοποιήσεως, που πολύ έμοιαζαν σαν να τους έστελνε φιλιά.
Όλα αυτά καλά, αλλά εμείς οι Έλληνες είμαστε λαός ανυπόμονος και ασυγκράτητοι όταν μας πιάση ο ενθουσιασμός της επιτυχίας. Έτσι, ενάμισυ μόλις μήνα αφ’ ότου πιάσαμε δουλειά στην Αλεξάνδρεια, εζητήσαμε να μας στείλουν πιο μακριά, σε ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων. Αυτή τη φορά οι Άγγλοι δεν μας κύτταξαν ούτε λοξά, ούτε με δυσπιστία, αλλά κάθισαν στο γραφείο και μας έγραψαν διαταγή πλου και την άλλη μέρας ένα Ελληνικό ιστιοφόρο ναρκαλιευτικό έφυγε για την Μέρσα – Ματρούχ, μια περιοχή που ήταν καθαρή ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων. Εκεί απέδειξαν τα πληρώματα το μέτρον της αντοχής των στην ταλαιπωρία, της περιφρονήσεως στον κίνδυνο και της με πείσμα πραγματικό εργατικότητος και αποδόσεως των. Όλη την ημέρα αλιεία ναρκών δυσκολώτατη και εμποδιζομένη από αεροπορικές επιδρομές. Την νύκτα εκαιγόταν ο κόσμος από τις επιδρομές αεροπλάνων ή τορπιλλικές επιθέσεις από εχθρικές τορπιλλακάτους, αλλά κι αυτά όταν έλειπαν ή σταματούσαν, κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθή στα πλοία από τη θάλασσα, γιατί τα ναρκαλιευτικά αγκυροβολούσαν κάθε νύκτα έξω από το λιμάνι για να προφυλάσσουν την είσοδο από τορπιλλικές επιθέσεις. Προσθέστε σε αυτά την έλλειψι νερού και τροφίμων, την στέρησι κάθε μέσου ψυχαγωγίας αφού στην πρώην ανθούσα πόλι της Μέρσα – Ματρούχ υπήρχαν μόνο δύο σπίτια όρθια, βάλτε ότι η κατάστασις αυτή κρατούσε τρεις και τέσσερις μήνες, έως ότου φθάση η ώρα που οι μηχανές του ναρκαλιευτικού σταματούσαν οριστικώς από βλάβες και έπρεπε το πλοίο να γυρίση στην Αλεξάνδρεια για επισκευή και τότε θα με δικαιολογήσετε όταν έγραψα πάρα πάνω ότι τα πληρώματα ήταν ατσαλένια.
Τρώγοντας έρχεται η όρεξι λέει η παροιμία. Επιτυχία στην επιτυχία, έπαινοι στους επαίνους όλο και μεγάλωναν αι απαιτήσεις μας, για περισσότερη πολεμική δράσι. Έτσι, αφού τα 4 ελληνικά ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά επήγαν ένα – ένα κατά σειρά στην Μάρσα Ματρούχ, επεξέτειναν την δράσι τους σε όλη την κατή της Βορείου Αφρικής και εσκόρπισαν στην Ντέρνα, στο Τομπρούκ, στην Βεγγάζη, στην Τρίπολι, στο Σφαξ. Αξίζει να σημειωθή το κατόρθωμα ενός από τα πλοία αυτά που με τσιμεντοκολλημένο τον έναν κύλινδρο της μηχανής, έβγαλε πέρα χωρίς διακοπή την τεραστία διαδρομή Αλεξάνδρεια – Βεγγάζη.
Στο μεταξύ ο στολίσκος μεγάλωσε. Απέκτησε ακόμα ένα καΐκι και μερικά μικρά ναρκαλιευτικά ρυμουλκουμένης σχεδίας και απλού εκτρεπομένου γρίπου. Τα τελευταία αυτά σκόρπισαν στην Ανατολική περιοχή δηλ. Χάϊφα, Βηρυτό, Τρίπολι Συρίας και Κύπρο και έτσι τα καραβάκια αυτά ξάπλωσαν την ελληνική σημαία σε μια τεραστία έκτασι ακτής, από το Σφαξ μέχρι την Κύπρο, δηλαδή σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν απροσδόκητο, μα και συγκινητικό το θέαμα να μπαίνει κανείς στο πιο απίθανο λιμανάκι της Μεσογείου και να βλέπη ότι η σημαία μας δεν απουσίασε και από κει ακόμη, αφού το μικρό καράβι, στον ιστό του οποίου κυματίζει, έχει αναλάβει την ναρκαλιεία του λιμανιού. Πολλές φορές μάλιστα, όπως στην Τρίπολι της Συρίας, στην Λαοδίκεια και σε μερικά λιμάνια της Κύπρου, το καράβι αυτό ήταν και ο μοναδικός εκπρόσωπος των συμμαχικών στόλων, μόνο πολεμικό μέσα στο λιμάνι.
Νομίζω ότι τα 4 ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά έγραψαν την ωραιότερη σελίδα της ιστορίας τους τον Ιούνιο του 1942, την εποχή της θρυλικής προελάσεως του Ρόμμελ, τότε που ο Ντούτσε, πασών των Ιταλιών, εκαυχάτο ότι σε λίγες ώρες θα είχε το Κάϊρο στην τσέπη του. Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στο Ελ – Αλαμέϊν και λόγοι προνοίας επέβαλλαν να εκκενωθή τάχιστα το λιμάνι της Αλεξανδρείας, από εμπορικά και πολεμικά πλοία, τόσο για να μεταφερθή προσωπικό και πολυτιμότατο υλικό σε ασφαλέστερα μέρη, όσο και να διασωθούν τα πλοία από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς και από το ενδεχόμενο καταλήψεώς των από τον εχθρό.
Έτσι, ένα – ένα τα πλοία εφόρτωναν ό,τι μπορούσαν κι έφευγαν. Όσο πλησίαζε ο Ρόμμελ, τόσο δυνάμωνε ο πυρετός της εκκενώσεως της Αλεξανδρείας. Όλοι έφευγαν προς ασφαλεστέρους τόπους, και όμως κάποιοι έπρεπε να μείνουν και εν ανάγκη να χαθούν. Έπρεπε να μείνουν ναρκαλιευτικά, για να εξακολουθήσουν την αλιεία ναρκών ως την τελευταία στιγμή, γιατί έπρεπε οι δίαυλοι της Αλεξανδρείας να είναι σε κάθε στιγμή απηλλαγμένοι ναρκών, ώστε να μη συμβή δυστύχημα στα πλοία που έφευγαν. Και το έργο αυτό ανετέθη στα ελληνικά ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά που το δέχθηκαν με χαρά, αλλά και με υπερηφάνεια για την εμπιστοσύνη, με την οποία μας περιέβαλλαν τα συμμαχικά ναυτικά. Η διαταγή μας ήταν: «αδιάκοπος αλιεία των διαύλων μέχρι τελευταίας στιγμής και εάν φθάσωμε στο απευκταίον, προσπαθήστε να σώσετε τα πλοία ή βυθίστε τα, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού».
Και η διαταγή αυτή εξετελέσθη κατά γράμμα, χωρίς ευτυχώς να παραστεί ανάγκη να εφαρμοσθή το τελευταίο μέρος της γιατί το Ελ – Αλαμέιν κράτησε. Τρία Ελληνικά ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά στην αρχή, στα οποία προσετέθη και το τέταρτο ο «Γεώργιος», που διεσώθη την τελευταία στιγμή από τα χέρια των Γερμανών στην Μέσα Ματρούχ αλώνιζαν από τα ξημερώματα έως αργά τη νύκτα τους διαύλους της Αλεξανδρείας, καθιστώντας έτσι ασφαλή την αναχώρησι των πλοίων. Όταν νύκτωνε η ναρκαλιεία σταματούσε, τα πλοία έμπαιναν στο λιμάνι να πάρουν καύσιμα, νερό και τρόφιμα και αμέσως μετά αγκυροβολούσαν σε διάφορα σημεία του λιμένος για νυκτερινή επιτήρησι και απόκρουσι αεροπορικών επιθέσεων.
Μέρες και μέρες αυτή η δουλειά και κάθε στιγμή όλο και άδειαζε το λιμάνι της Αλεξανδρείας, ώσπου ήλθε η ώρα που τα 4 Ελληνικά ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά έμειναν μοναδικοί εκπρόσωποι των συμμαχικών στόλων και οι 4 Ελληνικές σημαιούλες τους κυμάτιζαν περήφανες γιατί σ΄ αυτές είχε ανατεθή το πιο τιμητικό, μα και το πιο επικίνδυνο έργο. Και έμειναν εκεί, ούτε ένας ναύτης δεν κλονίστηκε, ούτε ένας δεν ελιποτάκτησε, ενώ όλοι οι άλλοι, Έλληνες και Σύμμαχοι, έφευγαν την καταστροφή, έμειναν μόνα τα καραβάκια με τις Ελληνικές σημαίες και εξακολουθούσαν την δουλειά τους μέχρι την ώρα που ο κίνδυνος απετράπη, ο Ρόμμελ πήρε πάλι τον δρόμο προς δυσμάς και τα πολεμικά των συμμαχικών στόλων άρχισαν ένα –ένα να ξανάρχωνται στην Αλεξάνδρεια. Τότε τα Ελληνικά ξαναπήραν τη θέσι τους, μικρά ανάμεσα στους κολοσσούς, με την συναίσθησι όμως που είχαν επιτελέση το καθήκον τους και ότι ετίμησαν την σημαία τους και το Ελληνικό όνομα. Ευαρέσκειες και έπαινοι ήρθαν αρκετοί, αλλά και καμία εκδήλωσις κομπασμού και του πιο μικρού ναύτου για ότι έκαναν τα πλοία.
Δεν ξέρω αν αυτό που έγινε ήταν κατόρθωμα ή υπερβαίνει την συνηθισμένη αντίληψη καθήκοντος, θα θυμάμαι πάντοτε όμως πόσο η παρουσία των 4 μικρών πλοίων μέσα στο λιμάνι ετόνωσε το ηθικό του Ελληνικού πληθυσμού της Αλεξανδρείας και την χαρά τους όταν, πρωτοβουλία του Διοικητού της υπηρεσίας των ναρκαλιευτικών, επήγαμε ένα πρωί και ξανασηκώσαμε την Ελληνική σημαία στα γραφεία του Έλληνος Αρχηγού Στόλου που είχαν κι αυτά εγκαταληφθή, όπως όλες οι ναυτικές υπηρεσίες της Αλεξανδρείας.
Τώρα τα Ελληνικά ιστιοφόρα ναρκαλιευτικά δεν αποτελούν πλέον μέρος του Ελληνικού Στόλου. Ξανάγιναν καΐκια, μερικά έδρασαν στην υπηρεσία των Κομάντος, άλλα έγιναν βάσεις τορπιλλακάτων και την θέσιν των πήραν μοντέρνα πλοία που ξεκαθαρίζουν σήμερα τα ελληνικά παράλια από νάρκες. Αν δεν έκαναν τίποτα περισσότερο τα πλοιάρια αυτά και τα πληρώματά τους, τουλάχιστον έδειξαν στον κόσμο ότι και χωρίς μέσα οι Έλληνες ναυτικοί μπορούν να αποδώσουν θαυμάσιο έργον, ετόνωσαν την εμπιστοσύνη των Άγγλων στην ικανότητα των Ελλήνων ναρκαλιέων και έγιναν αφορμή να μας δοθή η σειρά των μοντέρνων ωραίων ναρκαλιευτικών που ασχολούνται σήμερα με το έργο της αποκαταστάσεως των Ελληνικών θαλασσίων συγκοινωνιών.
http://perialos.blogspot.gr/2012/11/blog-post_23.html
Το Περί Αλός προτείνει:
Η ΝΑΡΚΑΛΙΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ
ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1944 – 1950 ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΛΑΓΗ. Πιέσατε ΕΔΩΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ Ν/ΘΗ «ΚΑΛΥΨΩ»(Μ64). Η Νύμφη που θηρεύει νάρκες. Πιέσατε ΕΔΩ
ΝΑΡΚΟΘΗΡΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΤΡΗΣΕΙΣ. Πιέσατε ΕΔΩ