Περί
Αλός
Του Κωνσταντίνου Κολιόπουλου
Επίκουρου Καθηγητή Παντείου
Πανεπιστημίου
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος, 580, σελ. 55, Εκδ.
ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΜΑΡΤ-ΜΑΪ 2012.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός
με την έγκριση της «Ν.Ε.»
…Συνέχεια
από το Α΄ ΜΕΡΟΣ
4.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13): Η κορυφαία στιγμή
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν
μια από τις κορυφαίες, αν όχι η κορυφαία, στιγμή του σύγχρονου ελληνικού
κράτους. Μολονότι τα λάθη δεν αποφεύχθηκαν –ποτέ δεν αποφεύγονται·
παραφράζοντας τον Γάλλο Στρατάρχη Τυρέν, «όποιος δεν έχει κάνει λάθη, δεν έχει
κάνει πόλεμο»– η πολιτικοδιπλωματική και στρατιωτική στρατηγική της Ελλάδας
αποδείχθηκαν αποτελεσματικότατες.Μετά την Επανάσταση του 1909, ο ελληνικός Στρατός είχε αναδιοργανωθεί, δίνοντας έμφαση στη βελτίωση της εκπαίδευσης και στην αύξηση του μεγέθους του. Γενικά, η αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών στρατών των χωρών του Βαλκανικού Συνδέσμου (684.000 πεζοί και 9.000 ιππείς για τους συμμάχους έναντι 340.000 πεζών και 6.000 ιππέων για τους Τούρκους [27]) σε συνδυασμό με τη συντονισμένη δράση τους, συνιστούσε το ένα από τα δύο υποστυλώματα τις νίκης των συμμάχων. Το δεύτερο υποστύλωμα ήταν η ελληνική θαλάσσια ισχύς.
Μολονότι ο τουρκικός στόλος ήταν αριθμητικά υπέρτερος του ελληνικού, διαθέτοντας 28 πολεμικά πλοία έναντι 23, [28] η παρουσία του θωρηκτού [29] «Αβέρωφ», πλοίου σύγχρονου, ταχύτερου και ταυτόχρονα δυνατότερου από τα εχθρικά, έδινε στον ελληνικό στόλο την υπεροπλία. Αυτό όμως δεν του εξασφάλιζε αυτομάτως την τακτική επιτυχία ούτε, πολύ περισσότερο, τη στρατηγική αποτελεσματικότητα. Αυτές επήλθαν έπειτα από επιδέξιο χειρισμό του αρχικού στρατηγικού πλεονεκτήματος [30].
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις
5 Οκτωβρίου 1912 και ήδη μέσα στον Οκτώβριο το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε
αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο τόσο του Αιγαίου, όσο και του Ιονίου. Ενώ στο
Ιόνιο ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά, στο Αιγαίο
επισφραγίστηκε μόνο κατόπιν της Ναυμαχίας της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της
Ναυμαχίας της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1912).
Στις ναυμαχίες αυτές ο Ναύαρχος
Παύλος Κουντουριώτης εκμεταλλεύτηκε δυναμικά την υπεροπλία του «Αβέρωφ» χωρίς
να φοβηθεί να αναλάβει ρίσκο· σύμφωνα με την περίφημη ρήση
του, «ουδέν έθνος δύναται να θαλασσοκρατή εφ’ όσον δεν θεωρεί τα πολεμικά πλοία
προωρισμένα να κινδυνεύουν». Από τακτικής απόψεως οι δύο αυτές
ναυμαχίες δεν ήταν αποφασιστικές, παρότι έληξαν με ξεκάθαρη νίκη των Ελλήνων
και με τους Τούρκους να υποχωρούν στα Δαρδανέλια. Κανένα τουρκικό
σκάφος δεν βυθίστηκε, τα τουρκικά πλοία υπέστησαν σοβαρές ζημιές μόνο κατά τη
Ναυμαχία της Λήμνου, ενώ σε κάθε περίπτωση παρέμειναν πλόιμα [31].
Από στρατηγικής όμως απόψεως, επρόκειτο για συντριπτικές νίκες.Ο τουρκικός στόλος δεν ξαναβγήκε στο Αιγαίο για χρόνια (αν όχι για δεκαετίες) και ως εκ τούτου ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι το τέλος του πολέμου [32].
Η απόκτηση του θαλάσσιου ελέγχου από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είχε τρεις πολύ σημαντικές συνέπειες: την απελευθέρωση των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου (πλην των Δωδεκανήσων, που από τον Μάιο του 1912 τελούσαν υπό ιταλική κατοχή), την παρεμπόδιση της μεταφοράς τουρκικών ενισχύσεων στα θέατρα επιχειρήσεων της Μακεδονίας και της Ηπείρου και την ανεμπόδιστη διενέργεια ελληνικών αποβατικών επιχειρήσεων σε ηπειρωτικά εδάφη.
Η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου υπήρξε φυσικό επακόλουθο του θαλάσσιου ελέγχου· από την κατάληψη της Σφακτηρίας από τους Αθηναίους το 425 π.Χ. μέχρι την ανακατάληψη των Φόλκλαντ από τους Βρετανούς το 1982, έχει καταδειχθεί επανειλημμένως ότι αν μια δύναμη εισβολής αποκτήσει και διατηρήσει τον θαλάσσιο (αεροναυτικό) έλεγχο γύρω από ένα νησί, το τελευταίο αργά ή γρήγορα θα καταληφθεί. Τα πιο πολλά νησιά κατελήφθησαν με ελάχιστη ή και καθόλου αντίσταση, αλλά για την κατάληψη της Χίου χρειάστηκαν εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις [33]. Σε κάθε περίπτωση, καθώς οι ελληνικές χερσαίες δυνάμεις μπορούσαν να ενισχύονται και να εφοδιάζονται απρόσκοπτα ενώ οι αντίστοιχες τουρκικές δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, το αποτέλεσμα των επιχειρήσεων ήταν προδιαγεγραμμένο. Παρότι αρχικά τα νησιά του Αιγαίου περιήλθαν ως παρακαταθήκη στις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες θα αποφάσιζαν οριστικά για την τύχη τους και η τελική ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος συντελέστηκε μόλις το 1923, η απελευθέρωση και η εν συνεχεία στρατιωτική κατοχή τους από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπήρξε το καθοριστικό επιχείρημα για την απόδοσή τους στην Ελλάδα.
Ήπειρο έμειναν χωρίς ενισχύσεις και υποστήριξη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η άμυνα των Τούρκων στα εν λόγω θέατρα απέκτησε απελπισμένο χαρακτήρα, με βέβαιη κατάληξη την ήττα.
Οι αποβατικές ενέργειες σε ηπειρωτικά εδάφη ήταν ανέκαθεν ένα όφελος που ο θαλάσσιος έλεγχος πρόσφερε στον κάτοχό του. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, έχοντας να επιδείξουν μια σειρά επιτυχημένων αποβατικών ενεργειών, ξεκινώντας από τις αποβάσεις στο Άγιο Όρος και στη Χειμάρρα τον Νοέμβριο του 1912 και καταλήγοντας στην απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης στις 11 Ιουλίου 1913. Οι ενέργειες αυτές υπήρξαν απτά δείγματα της δύναμης των ελληνικών όπλων και ενίσχυσαν τις ελληνικές διεκδικήσεις στις περιοχές όπου πραγματοποιήθηκαν. Εντούτοις, το διπλωματικό σκηνικό κατά τη σύναψη των συνθηκών ειρήνης δεν επέτρεψε να μεταφραστούν σε πολιτικά οφέλη όσες από αυτές τις στρατιωτικές επιτυχίες είχαν λάβει χώρα στη Δυτική Θράκη και στη Βόρειο Ήπειρο.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αύξησαν κατακόρυφα την ισχύ της Ελλάδας. Κατέστησαν τη χώρα, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, καθοριστική δύναμη στα Βαλκάνια και υπολογίσιμο παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο. Για να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία των ελληνικών νικών στους Βαλκανικούς Πολέμους δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε ποια θα ήταν η πορεία της Ελλάδας και των Ελλήνων αν το αποτέλεσμα αυτών των πολέμων ήταν διαφορετικό. Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό υπήρξε ένας ισχυρός στρατηγικός καταλύτης στο εξαιρετικό μείγμα στρατιωτικής ισχύος, διπλωματικής δεξιοτεχνίας και αποτελεσματικής εκμετάλλευσης ευνοϊκών συγκυριών που κατέδειξε η Ελλάδα την περίοδο 1912-13.
Μια
από τις πρώτες φωτογραφίες του «Γ. Αβέρωφ». ΦΩΤΟ: http://dc345.4shared.com/doc/MOhXUJ8Y/preview006.png
|
5.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία (1917-1922): το μη χείρον
Κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίον η Ελλάδα εισήλθε μόλις το 1917, το ελληνικό Πολεμικό
Ναυτικό δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική συνεισφορά. Μετά την αποτυχία της
εκστρατείας των Αγγλογάλλων στην Καλλίπολη το 1915, δεν υπήρχε περίπτωση
επανάληψης ανάλογου εγχειρήματος από πλευράς Αντάντ
(Entente=Συνεννόηση). Επομένως, το κύριο θέατρο επιχειρήσεων στην περιοχή ήταν
το χερσαίο θέατρο των Βαλκανίων, στο οποίο η μοναδική επίδραση της
θαλάσσιας ισχύος ήταν η διατήρηση του από θαλάσσης εφοδιασμού των χερσαίων
δυνάμεων της Αντάντ – πράγμα δεδομένο λόγω της θαλασσοκρατορίας των
Αγγλογάλλων στη Μεσόγειο. Η εν λόγω θαλασσοκρατορία έκανε τους Τούρκους να
εγκαταλείψουν κάθε σκέψη για αλλαγή της κατάστασης που διαμόρφωσε στο Αιγαίο ο
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, μολονότι ο τουρκικός στόλος είχε ενισχυθεί στην αρχή του
πολέμου από τα γερμανικά πλοία «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου». Στο ελληνικό
Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να πιστωθεί κάποια στρατηγική αποτελεσματικότητα χάρη
στην οριακή συνεισφορά του στον οικονομικό αποκλεισμό της Βουλγαρίας και της
Τουρκίας. Ο οικονομικός αποκλεισμός εμμέσως μόνο έπληξε τη Βουλγαρία, με το να
προκαλέσει δυσαρέσκεια στον πληθυσμό λόγω των –επιτυχημένων– μέτρων που έλαβε η
βουλγαρική κυβέρνηση για τη διαχείριση των στερήσεων που προέκυψαν από τον
αποκλεισμό [35]. Εναντίον της Τουρκίας όμως τα αποτελέσματα του αποκλεισμού
ήταν συντριπτικά, καθώς οι τουρκικές αρχές δεν κατόρθωσαν να λάβουν
αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισής του [36].Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία καταφάνηκαν τα όρια της θαλάσσιας ισχύος. Μετά την αρχική φάση των επιχειρήσεων, όταν δηλαδή άρχισε η προέλαση του ελληνικού Στρατού στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να επηρεάσει την πορεία και την έκβαση των επιχειρήσεων. Η προσπάθειά του να αποκόψει τον διά θαλάσσης εφοδιασμό των κεμαλικών δυνάμεων δεν μπορούσε να έχει επιτυχία, εφόσον οι τελευταίες εφοδιάζονταν από τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς και, από το 1921 και μετά, από τους Γάλλους επίσης [37]. Η υποχώρηση δε του ελληνικού Στρατού έγινε τόσο άτακτα, ώστε είναι δύσκολο να δει κάποιος τι θα μπορούσε να είχε κάνει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό για να την ανακόψει. Αυτό που μπορούσε να κάνει και πράγματι έκανε ήταν να καλύψει και να πραγματοποιήσει την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που κατόρθωσαν να φτάσουν στα παράλια [38].
Ωστόσο, μολονότι οι συνθήκες της Μικρασιατικής Εκστρατείας περιόριζαν τη στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το τελευταίο έχει να επιδείξει μεγάλη στρατηγική συνεισφορά αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε ακόμη μία περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε», ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος που είχε επιβληθεί στο Αιγαίο από τα τέλη του 1912 εξασφάλισε ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να έχει βλέψεις στο Αιγαίο και ότι τα νησιά θα περιέρχονταν οριστικά στην Ελλάδα. Εξαίρεση αποτέλεσαν η Ίμβρος και η Τένεδος, αλλά η παραχώρησή των νησιών αυτών από ελληνικής πλευράς έγινε υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων στα πλαίσια της διευθέτησης του καθεστώτος των Στενών και όχι λόγω της δυνατότητας των Τούρκων να τα καταλάβουν. Χωρίς την ελληνική θαλάσσια ισχύ, οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) πιθανόν να ήταν δυσμενέστερες για την Ελλάδα.
6.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1944): Μαζί με τους μεγάλους
Οι επιχειρήσεις του ελληνικού
Πολεμικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδίως κατά τη
διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, έχουν σε γενικές γραμμές επισκιαστεί από τις
αντίστοιχες επιχειρήσεις του ελληνικού Στρατού.Εντούτοις, η στρατηγική συνεισφορά του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν πολύ σημαντική. Μια ιδιομορφία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ότι το
ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό βρέθηκε εξαρχής σύμμαχο με το πανίσχυρο, αν και στη δεδομένη στιγμή αποδυναμωμένο στη Μεσόγειο, βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό, ενώ στη συνέχεια στον κατάλογο των συμμάχων του προστέθηκε το ακόμη ισχυρότερο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό του προσέδωσε σημαντικά οφέλη έναντι του αντίστοιχου ιταλικού, ενώ στη συνέχεια του πολέμου και μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα, του έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει επιτυχώς σε μια σειρά μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων τις οποίες ουδέποτε φυσικά θα μπορούσε να είχε πραγματοποιήσει μόνο του.
Η σκιά του βρετανικού στόλου της Μεσογείου βάραινε αποφασιστικά πάνω από το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Οι Ιταλοί όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκαν την υλική υπεροχή τους έναντι των Βρετανών (και των Ελλήνων) στη Μεσόγειο, αλλά βρέθηκαν εξαρχής σε υποδεέστερη θέση [39]. Ήδη από τον Ιούλιο του 1940 μια ναυτική συμπλοκή μεταξύ Βρετανών και Ιταλών στα ανοιχτά της Καλαβρίας κατέδειξε τη βρετανική υπεροχή στη θάλασσα και περιόρισε τις κινήσεις του ιταλικού στόλου [40]. Η αεροπορική επίθεση των Βρετανών στο λιμάνι του Τάραντα (11 Νοεμβρίου 1940) κατάφερε βαρύτατο πλήγμα στον ιταλικό στόλο, ουσιαστικά μειώνοντας στο μισό τη δύναμη των θωρηκτών του: Από τα έξι ιταλικά θωρηκτά, ένα βυθίστηκε και άλλα δύο υπέστησαν μεγάλες ζημιές [41]. Τέλος, στη Ναυμαχία του Ταινάρου (28 Μαρτίου 1941) το βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό πρόσθεσε άλλη μια μεγάλη νίκη στο ενεργητικό του, βυθίζοντας τρία βαρέα ιταλικά καταδρομικά και δύο αντιτορπιλικά, εξασφαλίζοντας έτσι οριστικά τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου [42]. Αυτό ήταν το σκηνικό στο οποίο εκτυλίχθηκαν οι ναυτικές επιχειρήσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, η στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν πολύ μεγάλη, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι θεαματικότερες επιχειρήσεις του τελευταίου ήταν ακριβώς αυτές που είχαν τη μικρότερη στρατηγική αποτελεσματικότητα. Έτσι, ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Ναύαρχος Σακελλαρίου, προβαίνει σε καυστικά σχόλια εναντίον των τριών επιδρομών που ελληνικές ναυτικές δυνάμεις μπόρεσαν να διενεργήσουν κατά των ιταλικών θέσεων στην Αλβανία, τη διενέργεια των οποίων αποδίδει στις πιέσεις στρατηγών που δεν καταλάβαιναν πώς λειτουργεί η θαλάσσια ισχύς [43]. Οι βυθίσεις ιταλικών μεταγωγικών από ελληνικά υποβρύχια, μολονότι ήταν σημαντικές τακτικές επιτυχίες και ανύψωσαν το ηθικό του ελληνικού λαού, δεν άλλαζαν το γεγονός ότι οι θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας ήταν αδύνατο έστω και να δυσχερανθούν, πολύ περισσότερο να διακοπούν [44].
Η στρατηγική αποτελεσματικότητα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έγκειται στον καθοριστικό του ρόλο στην κινητοποίηση και υποστήριξη του Στρατού Ξηράς και στην παρεμπόδιση ιταλικών αποβατικών ενεργειών στα ελληνικά εδάφη.
Ο Γ. Μ. Μαριδάκης, Ύπαρχος του
Υ/Β «Πρωτεύς» .
ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος
(Αρ. Συλλογής 99)
|
Η τοποθεσία και η μορφολογία του θεάτρου επιχειρήσεων της Ηπείρου καθιστούσαν ζωτικής σημασίας τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Η μεγάλη επιτυχία της αρχικής κινητοποίησης των ελληνικών στρατευμάτων οφείλεται εν πολλοίς στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και αποτελεί την κυριότερη στρατηγική συνεισφορά του στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Μεγάλο μέρος της μεταφοράς ανδρών και εφοδίων στην πρώτη γραμμή έγινε διά θαλάσσης, και το Πολεμικό Ναυτικό κατόρθωσε να οργανώσει και να κινήσει τις νηοπομπές επιστράτευσης και στρατηγικής συγκέντρωσης χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς απώλειες.
Οι ελληνικές νηοπομπές συνέχιζαν να μεταφέρουν αποτελεσματικά και χωρίς απώλειες εφόδια και ενισχύσεις στο μέτωπο. Μάλιστα, ο βρετανικός στόλος
της Μεσογείου κάλυπτε από απόσταση τις σημαντικότερες ελληνικές νηοπομπές [45].
Η δεύτερη στρατηγική συνεισφορά του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (σε συνδυασμό με την παράλληλη δράση του αντίστοιχου βρετανικού) έγκειται στο ότι δεν επέτρεψε στους Ιταλούς να διενεργήσουν αποβατικές ενέργειες στα ελληνικά εδάφη, κατά το πρότυπο των αντίστοιχων ελληνικών ενεργειών κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο – και πάλι «ο σκύλος δεν γάβγισε». Διενεργώντας τέτοιου είδους αποβατικές ενέργειες οι Ιταλοί θα αύξαναν τις πιθανότητες να εκμεταλλευτούν την υλική υπεροχή του ιταλικού Στρατού έναντι του ελληνικού. Αντιθέτως, η απουσία τέτοιων ενεργειών καταδίκαζε τους Ιταλούς να προσπαθούν να προελάσουν μέσω του ορεινού εδάφους της Ηπείρου, με τα γνωστά αποτελέσματα. Για την ακρίβεια, το αρχικό ιταλικό επιχειρησιακό σχέδιο εναντίον της Ελλάδας προέβλεπε την κατάληψη της Κέρκυρας, ενέργεια που τελικά ματαιώθηκε [46]. Μολονότι ο πρώτος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων εισβολής, Στρατηγός Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα, θεωρούσε εύκολη την κατάληψη της Κέρκυρας, δηλώνοντας ότι το βρετανικό Ναυτικό ήταν απασχολημένο αλλού [47], αυτό προφανώς δεν ίσχυε· η Μάχη του Τάραντα έλαβε χώρα μόλις δύο εβδομάδες μετά την έναρξη των ελληνοϊταλικών εχθροπραξιών, ενώ όπως έχουμε δει, ο βρετανικός στόλος της Μεσογείου επιχειρούσε στα ανοιχτά της Ιταλίας ήδη από το καλοκαίρι του 1940. Το πιθανότερο είναι ότι τυχόν ιταλική αποβατική ενέργεια εναντίον της Κέρκυρας θα είχε καταλήξει σε πανωλεθρία, με το βρετανικό και το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να καταναυμαχούν τα ιταλικά πολεμικά και αποβατικά σκάφη, ενώ ακόμη κι αν οι Ιταλοί είχαν κατορθώσει να καταλάβουν την Κέρκυρα κατά το διάστημα 28 Οκτωβρίου-11 Νοεμβρίου. Μετά τον Τάραντα θα ήταν θέμα χρόνου η ανακατάληψή της με συνδυασμένη επιχείρηση βρετανικών και ελληνικών πλοίων και ελληνικών στρατευμάτων. Η χαριστική βολή στο εγχείρημα της απόβασης στην Κέρκυρα δόθηκε από την παθολογική αντιπάθεια της ηγεσίας του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού προς την ανάληψη ρίσκου και την έλλειψη σχεδιασμού και εμπειρίας των Ιταλών σε αποβατικές επιχειρήσεις [48].
Οι επιχειρήσεις των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας (Απρίλιος-Μάιος 1941) κατέδειξαν ότι πλέον η ναυτική ισχύς –όπως και η χερσαία– δεν μπορούσε να νοηθεί ξέχωρα από την αεροπορική. Οι απώλειες του ελληνικού στόλου από τις γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις τον Απρίλιο του 1941 ήταν πολύ βαριές, ενώ η Μάχη της Κρήτης κατέδειξε ότι η αεροπορική υπεροχή μπορούσε πλέον να επιτρέψει σε έναν εισβολέα να κυριεύσει νησί ακόμη κι αν η θαλασσοκράτειρα Βρετανία διατηρούσε τον θαλάσσιο έλεγχο γύρω από το νησί αυτό.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις των Βρετανών στη Μεσόγειο, όπου σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ διακρίθηκε [49], ενώ μεταξύ άλλων μονάδες του συμμετείχαν στην απόβαση στη Νορμανδία και σε επιχειρήσεις στον Ινδικό Ωκεανό [50]. Ως εκ τούτου, του αναλογεί μερίδιο, ανάλογο της συμμετοχής του φυσικά, στην εν γένει στρατηγική αποτελεσματικότητα των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων.
2000-04-12 ΕΩΣ 20 Το Υ/Β «ΠΡΩΤΕΥΣ»
σε άσκηση στο Αιγαίο. Ανατολή.
ΦΩΤΟ: Γ. ΣΤΕΦΟΠΟΥΛΟΣ
|
7.
Επίλογος
Ο εθνικός χώρος ενδιαφέροντος
είναι ως επί το πλείστον θαλάσσιος. Η καίρια σημασία του θαλάσσιου
(αεροναυτικού πλέον) ελέγχου αυτού του χώρου ήταν ανέκαθεν προφανής και το
παρόν άρθρο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας με το να την επισημαίνει. Η ανάλυση
του παρελθόντος μπορεί να προσαρμοστεί στην εποχή μας συνειδητοποιώντας ότι ο
αεροναυτικός έλεγχος του εθνικού χώρου ενδιαφέροντος είναι σημαντικότατος όχι
μόνο στη στρατιωτική στρατηγική, αλλά και στην υψηλή στρατηγική, δηλαδή στη
χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων ενός κράτους (στρατιωτικών, πολιτικο-διπλωματικών, οικονομικών κ.λπ.) για την
επίτευξη των πολιτικών αντικειμενικών σκοπών του ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης
σύγκρουσης. Η σημασία του εθνικού χώρου ενδιαφέροντος αυξάνεται συνεχώς, τόσο
για οικονομικούς λόγους (ύπαρξη ενεργειακών πόρων) όσο και για στενότερα
στρατηγικούς (πρόσβαση των χωρών της Δύσης στη Μέση Ανατολή). Η ύπαρξη αποτελεσματικών
ελληνικών αεροναυτικών δυνάμεων καθιστά τη χώρα μας ελκυστικό σύμμαχο για ισχυρές
τρίτες χώρες με συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Οι ευκαιρίες υπάρχουν μεν,
αλλά η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο εταίρο στο
αναδυόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η διατήρηση αποτελεσματικών ελληνικών αεροναυτικών
δυνάμεων, παρά την κρίση, είναι ένας απτός τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο. Η πολιτική
βούληση για τη χρήση αυτών των δυνάμεων, αν παραστεί ανάγκη, είναι ένα άλλο
μεγάλο ζητούμενο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
27 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των
Βαλκανικών Πολέμων, 1912-1913 (Αθήνα: Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού,
1987), σ. 260.
28 Για τεχνικά στοιχεία που
αφορούν στο σύνολο του καθενός από τους δύο στόλους, βλ. Zisis Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919 (London and New York: Routledge, 2005), σ. 45-6. Για
αριθμητικά στοιχεία ανά τύπο πλοίων, βλ. Αντιναύαρχος Π.Ν.
ε.α. Ιωάννης Παλούμπης, Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο Ναυτικός Αγώνας
(1912-1913), Β΄ Έκδοση (Πειραιάς: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, 2007), σ. 46-8.
29 Σύμφωνα με τη διεθνή
ορολογία, το Αβέρωφ ήταν θωρακισμένο καταδρομικό (armoured cruiser),
εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων. Ένα θωρηκτό (battleship) τύπου Ντρέντνοτ
(Dreadnought=Ατρόμητος) σαν αυτά που διέθεταν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής
όπως η Βρετανία και η Γερμανία είχε εκτόπισμα τουλάχιστον 18.000 τόνων και
συνήθως 22.000-25.000 τόνων.
30 Για μια συνοπτική περιγραφή
των ναυτικών επιχειρήσεων, βλ. Παλούμπης,
Βαλκανικοί Πόλεμοι, σ. 34-76.
31 Βλ. τις αναφορές του
Κουντουριώτη προς το Υπουργείο Ναυτικών, όπως παρατίθενται στο Ναυτικόν
Μουσείον της Ελλάδος, Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» 1911-2011: Ιστορία και
Τέχνη (Πειραιάς, Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος, 2011), σ. 47-53.
32 Οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν
το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν εξαιτίας της υπεροχής του θωρηκτού «Αβέρωφ». Ας
σημειωθεί δε, ότι οι Ιταλοί κατασκευαστές του θωρηκτού αρχικά είχαν προτείνει
την αγορά του στην Τουρκία η οποία δίστασε, οπότε στη συνέχεια παρενέβη και το
απέκτησε η Ελλάδα· βλ. Ιωάννης Παλούμπης, «Ένας Αιώνας Αβέρωφ», στο Ναυτικόν
Μουσείον της Ελλάδος, Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» 1911-2011, σ. 21. Μετά τους
Βαλκανικούς Πολέμους έγινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παλλαϊκός έρανος και τα χρήματα
που συγκεντρώθηκαν διατέθηκαν για τη ναυπήγηση στη Βρετανία δύο θωρηκτών
Ντρέντνοτ ονόματι «Οσμάν Α΄» (27.500 τόνοι) και «Ρασαντιέ» (23.000 τόνοι). Η
πρόσκτηση αυτών των πλοίων από τους Τούρκους θα είχε ανατρέψει ριζικά την
ελληνοτουρκική ναυτική ισορροπία. Ευτυχώς για την Ελλάδα, τον Αύγουστο του
1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Βρετανοί επιτάξανε τα δύο
αυτά πλοία και τα ενέταξαν στο Πολεμικό Ναυτικό τους με τα ονόματα «Αζενκούρ»
και «Έριν» αντίστοιχα· βλ. Arthur J. Marder, From the Dreadnought to Scapa Flow:
The Royal Navy in the Fisher Era, 1904-1919, Vol. I: The Road to War, 1904-1914 (London: Oxford University Press, 1961), σ. 440. Η
δικαιολογημένη αγανάκτηση των Τούρκων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην είσοδο της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Για
μια ενδιαφέρουσα εκμυστήρευση του Ναυάρχου Κουντουριώτη αναφορικά με τα σχετικά
αντίμετρα που πρότεινε, βλ. τα σχόλια του Αντιναυάρχου ε.α. Α. Κ.
Δημητρακόπουλου, Π.Ν. στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος
μέσα από τα αρχεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Γαλλικού Ναυτικού (Πειραιάς:
Εκδόσεις Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, 1996), σ. 291, υπ. 421.
33 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των
Βαλκανικών Πολέμων, σ. 125-30.
34 Γενικό Επιτελείο Εθνικής
Άμυνας/Ελληνική Επιτροπή Στρατιωτικής Ιστορίας,
Η Μεγάλη Εθνική Εξόρμηση,
1912-1913: Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (Αθήνα: Έκδοση ΓΕΕΘΑ, 1992), σ. 29.
35 Archibald Calquhoun Bell, (1937), A History of the Blockade of
Germany and of the countries associated with her in the great war
Austria-Hungary, Bulgaria, and Turkey, 1914-1918 (London: 1937, πολυγραφημένο), σ. 697- 702.
36 Bell, A History of the Blockade of Germany, σ.
702-3.
37 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομος Ιστορία της
εις Μικράν Ασίαν Εκστρατείας 1919-1922 (Αθήναι: Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας
Στρατού, 1967), σ. 75, 91, 210, 313.
38 Για την περιπετειώδη
μεταφορά της θρυλικής Ανεξαρτήτου Μεραρχίας από το
Ντικελί της Μικράς Ασίας, βλ.
Δημήτριος Αμπελάς, Ανεξάρτητος Μεραρχία: Η Κάθοδος των Νεωτέρων Μυρίων, ανάτυπο
β΄ έκδοσης (Αθήνα: Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη, 1997[1957]) σ. 227-254.
39 Για μια πολύ ενδιαφέρουσα
ανάλυση, βλ. Υποναύαρχος Κ. Α. Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄.
Παγκόσμιον Πόλεμον: Παρατηρήσεις και Διδάγματα (Ανάτυπον εκ της
«Ναυτικής Επιθεωρήσεως», 1954)· βλ. σ. 5-7 για τη σύγκριση των ιταλικών
ναυτικών δυνάμεων με τις αντίστοιχες ελληνοβρετανικές. Για τον αεροναυτικό
συσχετισμό δυνάμεων Ελλάδας-Ιταλίας, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού
και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς) (Αθήνα:
Έκδοση Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1985), σ. 32-4.
40 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν
Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 14- 15· Eric J. Grove, “Andrew Browne Cunningham: The Best Man of the Lot (1883-1963)”, στο Sweetman (ed.), The Great Admirals, σ. 432.
41 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν
Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 16-17. Για το πώς βλέπουν
σήμερα τη Μάχη του Τάραντα οι Βρετανοί, βλ. UK Ministry of Defence, “Navy commemorates 70th anniversary of Battle of
Taranto,” http://www.mod.uk/DefenceInternet/DefenceNews/
HistoryAndHonour/NavyCommemorates70thAnniversaryOfBattleOfTarant
o.htm (έγινε πρόσβαση στις 17
Απριλίου 2012).
42 Αλεξανδρής, Το Ιταλικόν Ναυτικόν
κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 17- 19· Grove, “Andrew Browne Cunningham”, σ. 432-7.
43 Υποναύαρχος Αλέξανδρος Ε.
Σακελλαρίου, Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, β΄ έκδοση
(Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, 1945), σ. 83-86. Οι
Ιταλοί ανέφεραν την πρώτη επιδρομή και δήλωσαν ότι δεν υπέστησαν
ζημιές· Στρατηγός Σεβαστιανός Βισκόντι Πράσκα, Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα
[μετάφραση-επιμέλεια-σχολιασμός Αντιστράτηγος ε.α. Νικόλαος Α. Κολόμβας]
(Αθήνα: Γκοβόστης, 1999), σ. 188. Ο Ναύαρχος Δημήτριος Φωκάς εξαίρει μεν τη
γενναιότητα και τη ναυτική δεξιοτεχνία των ελληνικών αντιτορπιλικών, αλλά
δεν έχει να αναφέρει κάποιο απτό αποτέλεσμα των επιδρομών· Αντιναύαρχος
Δημήτριος Φωκάς, Η Δράσις του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944
(Αθήναι: Έκδοσις Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 1968), σ. 7-8.
44 Τόσο ο Στρατηγός Παπάγος όσο
και ο Ναύαρχος Σακελλαρίου δεν αφήνουν καμία αμφιβολία επ’ αυτού: βλ.
Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, Ο Πόλεμος της Ελλάδος, 1940-1941, ανάτυπο (Αθήνα:
Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1995[1945]), σ. 449·
Σακελλαρίου, Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 84.
45 Η πολυτιμότερη σχετική πηγή
είναι τα απομνημονεύματα του Ναυάρχου Σακελλαρίου· βλ. Σακελλαρίου, Η Θέσις της
Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 79-95, 108. Βλ. επίσης
Αντιναύαρχος ε.α. Κ. Α. Αλεξανδρής, Το Ελληνικόν Ναυτικόν κατά τον Β΄.
Παγκόσμιον Πόλεμον (Αθήναι: Ανάτυπον εκ της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως», 1971), σ.
5· Φωκάς, Η Δράσις του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944, σ. 6-7.
46 Βισκόντι Πράσκα, Εγώ
Εισέβαλα στην Ελλάδα, σ. 112-3, 116-7, 120, 122, 133, 178, 194, 202-5, 261, 276, 283.
47 Βισκόντι Πράσκα, Εγώ
Εισέβαλα στην Ελλάδα, 116-7.
48 Βλ. MacGregor Knox, Hitler’s Italian Allies: Royal Armed Forces, Fascist Regime, and the War of 1940-43 (Cambridge: Cambridge University Press, 2000),
σ. 88, 135-6.
49 Winston S. Churchill, The Second World War, Volume III: The Grand
Alliance (London: Penguin Books, 1985),
σ. 206.
50 Αλεξανδρής, Το Ελληνικόν
Ναυτικόν κατά τον Β΄. Παγκόσμιον Πόλεμον, σ. 8-19· Φωκάς, Η Δράσις του
Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940- 1944, σ. 11-16.