ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ναυτιλία και Εμπόριο: Η οικονομικοκοινωνική τους διάσταση στον παραδοσιακό ελλαδικό χώρο και όψεις τους στη βενετοκρατούμενη Κρήτη (13ος – 17ος αι.)


Α’ ΜΕΡΟΣ

Περί Αλός

Του Γεωργίου Σκαλτσογιάννη
Συνταγματάρχου (ΠΒ)
Του Βασιλείου Αναστασόπουλου
Αντισυνταγματάρχου (ΤΘ)

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 591, σ.σ. 16-33, ΔΕΚ 2014 ΦΕΒ 2015. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»

 

Η ΜΑΚΡΑ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Η οικονομικοκοινωνική διάσταση της ναυτιλίας



Πολεμική Γαλέρα που αποπλέει. J. Furttenbach,
Architectura Navalis, Ulm 1629.
Φώτο: Ναυτική Επιθεώρηση.

Η εμπορική ναυτιλία αποτελεί μία από τις όψεις του υλικού βίου του ανθρώπου και σχετίζεται ιδιαίτερα με τη ναυτιλιακή οικονομική, την εφαρμογή δηλαδή της οικονομικής μεθόδου στον ναυτιλιακό χώρο, την οποία όμως εδώ θα πρέπει να εξετάσουμε ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής και υποδομής ενός κράτους. Συνήθως η επεξεργασία περισσότερο σύνθετων και διεθνούς κλίμακας σχέσεων, που αφορούν τη ναυτιλία, σχετικά με τους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που ρυθμίζουν τη λειτουργία των κυρίων ναυλαγορών και γενικά της ευρύτερης γεωγραφικά ναυτιλίας και της υποδομής της, θα πρέπει φυσικά να θεωρηθούν ως μερικοί από τους κύριους τομείς εργασίας, που αφορούν τη μελέτη της ιστορίας και λειτουργία της ναυτιλίας. Σ’ αυτούς τους τομείς θα πρέπει κανείς να προσθέσει και τη μελέτη των διαρθρωτικών αλλαγών στις κύριες ναυλαγορές και την οικονομική τους σημασία.

Η ναυτιλιακή οικονομική, ως κλάδος, αναπτύχθηκε αργότερα από άλλους κλάδους της εφαρμοσμένης οικονομικής, όπως η δημόσια οικονομική, η αγροτική οικονομική κ.λπ. Παρουσιάζοντας όμως μία σχετικά σύντομη εξέλιξη του κλάδου, κυρίως λόγω: βασικών αλλαγών στο διεθνές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, αύξησης της σημασίας της θαλάσσιας μεταφορικής λειτουργίας, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη, σύντομης δραστηριοποίησης τεχνολογικών αλλαγών στην υποδομή του ναυτιλιακού χώρου, καθώς επίσης και λόγω του κοινωνικού κόστους της παραγωγής των ναυτιλιακών υπηρεσιών.

Κατά κύριο λόγο, πάντως, η κοινωνικοοικονομική δομή ενός κράτους είναι στενά συνδεδεμένη με τη ναυτιλιακή οικονομική. Παρ’ όλα αυτά, η χαλάρωση της πατροπαράδοτης αυτής σχέσης ανάμεσα στην εμπορική ναυτιλία και στην κρατική οικονομία οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου τύπου ναυτιλίας η οποία απασχολεί συντελεστές παραγωγής σε ευρύτερη γεωγραφική βάση. Η διεύρυνση της ναυτιλιακής επιχείρησης της εξεταζόμενης περιόδου έλαβε κατ’ αρχάς μεγάλες διαστάσεις κάτω από συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης, κυρίως βιομηχανικών ειδών και ειδών πρώτης ανάγκης, παράλληλα με φαινόμενα όπως αυτό του θεσμού των σημαιών ευκολίας, που συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας.

 
Ο παραδοσιακός ελλαδικός χώρος
Η ένταξη, όπως προαναφέρθηκε, της εμπορικής ναυτιλίας στην οικονομική δομή ενός κράτους και του ευρύτερου γεωγραφικού του χώρου επιβάλλει, για τον ιδιαίτερα δύσκολο, υπ’ αυτήν την έννοια, ελλαδικό χώρο, την προοπτική τοποθέτησή του στον ευρύτερο χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, ως οργανικού τμήματος της Βυζαντινής και αργότερα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και στη σχέση αυτών με τον περιβάλλοντα μεσογειακό χώρο και αυτόν της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.

 
Βενετία: δυτική παράδοση με ανατολικό προσανατολισμό
Η γνωστή ως Γαληνοτάτη Δημοκρατία (Serenissima Republica) του Αγίου Μάρκου, η οποία άρχισε να συγκροτείται ως τοπική κοινωνία μετά την κάθοδο των Λομβαρδών το 568 και την εγκατάστασή τους στη βόρεια Ιταλία, εντάσσεται χωροχρονικά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο εξέτασης της εμπορικής ναυτιλιακής επιρροής του ελλαδικού χώρου.

Η Βενετία, η οποία υπήρξε από τις σπουδαιότερες πόλεις-κράτη της ιταλικής χερσονήσου, άκμασε από τον 12ο έως τον 17ο αιώνα μέσα από μια ιδιαίτερα ιδιόμορφη γεωγραφική αναγκαιότητα. Η παντελής αρχικά ανυπαρξία ηπειρωτικού εδάφους και η κατ’ επέκταση απουσία της αγροτικής παραγωγής έδωσαν στη Γαληνοτάτη τα οικονομικοπολιτικά εκείνα χαρακτηριστικά τα οποία την οδήγησαν με τον εξ’ αρχής ανατολικό προσανατολισμό της και την κατ’ ανάγκη στροφή της προς τη θάλασσα στο αποκορύφωμα του 16ου αιώνα.



«Ο Ποσειδώνας προσφέρει τον πλούτο της θάλασσας
στη Βενετία, 1748 – 1750». Ο πίνακας απεικονίζει
με αλληγορικό τρόπο τη δύναμη της Δημοκρατίας
της Βενετίας, καθώς ο πλούτος και η εξουσία της
Γαληνοτάτης βασίστηκε στον έλεγχο της θάλασσας.
 Ελαιογραφία του
Giovanni Battista Tiepolo, Doge's Palace, Βενετία.

Μέσα από τη λειτουργία ενός ιδιότυπου αλλά αξιοθαύμαστου πολιτεύματος η πρώιμη άνοδος της αστικής τάξης και της πολιτικής της δύναμης, απόρροια του πλούτου της, δημιούργησε την αναγκαία και όχι μόνο συσσώρευση κεφαλαίων, η οποία επενδυτικά οδήγησε την εμπορική αυτή αριστοκρατία προς τη θάλασσα και την εμπορική ναυτιλία. Η κατάκτηση και η συνακόλουθη ορθολογιστική εκμετάλλευση των γειτονικών της ηπειρωτικών επαρχιών (Terra Ferma), αλλά κυρίως των κτήσεων της στη Δαλματία και στον ευρύτερο παραδοσιακά ελλαδικό χώρο και στην Ανατολή, έδωσαν στη Βενετία τον παροιμιώδη πλούτο και τη μοναδική για ιταλικό κρατίδιο πολιτική επιρροή σε Ανατολή και Δύση.

Η πορεία ανάπτυξης της Βενετίας υπήρξε από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα ανοδική και πολύ γρήγορα απέδειξε στο Βυζάντιο ότι κατείχε πολύ σπουδαία θέση και ότι η αυτοκρατορία θα μπορούσε να στηριχθεί σ’ αυτήν σε δύσκολες στιγμές.

Η συμβολή του βενετικού ναυτικού κατά τον 10ο αιώνα στη διάρκεια των βυζαντινών πολέμων στη Δύση (Σικελία, Τάραντα, Απουλία, Δαλματία) επιβεβαίωσε αυτή την πραγματικότητα και της προσέφερε την αυτοπεποίθηση να διεκδικήσει την αυτονομία της στα πλαίσια πάντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Μέχρι τον 9ο αιώνα οι Βενετοί έμποροι ήταν απλοί μεταφορείς που έφθαναν ως το λιμάνι του Οτράντο. Από τον 10ο αιώνα το βενετικό εμπόριο άρχισε να καταλαμβάνει σημαίνουσα θέση στο εμπόριο Ανατολής και Δύσης, βοηθούμενο και από τρία χρυσόβουλα διατάγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτό του 992 το οποίο άνοιξε ουσιαστικά στον βενετικό εμπορικό στόλο τους θαλάσσιους δρόμους για την Ανατολή, το χρυσόβουλο του 1082 με το οποίο Βενετοί και Βυζαντινοί διαπραγματεύονται πλέον ως σύμμαχοι και, τέλος, το χρυσόβουλο του 1198 με το οποίο αναγνωρίζεται κυρίως η οικονομική κυριαρχία της Βενετίας, επεκτείνοντας το πεδίο δράσης των Βενετών εμπόρων σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της βυζαντινής Ανατολής. Τον 12ο αιώνα η Βενετία προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα. Με τα τρία αυτά χρυσόβουλα και τα προνόμιά τους, αργά αλλά σταθερά οι Βενετοί έμποροι αρχίζουν να ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη και σταδιακά σε όλο τον ηπειρωτικό χώρο με μειωμένους δασμούς και άνοιγμα των περισσοτέρων λιμανιών.

Μέχρι και τις αρχές του 12ου αιώνα το βενετικό εμπόριο τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στα άλλα βυζαντινά λιμάνια ήταν περιπτωσιακό και περιορισμένου ύψους επενδυτικών κεφαλαίων. Μέχρι τα μέσα όμως του ίδιου αιώνα είχε οργανωθεί και αναπτυχθεί χάρη στην αύξηση των επενδυτικών κεφαλαίων.

Η καθιέρωση, διάδοση και βελτιστοποίηση των διαφόρων τύπων εμπορικών συμβολαίων ταυτίζεται με την ανάπτυξη του βενετικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο και την ανάγκη επένδυσης συσσωρευμένου κεφαλαίου. Ο διμερής συνεταιρισμός (Colleganza) του 10ου αιώνα αντικαταστάθηκε σταδιακά τον 11ο αιώνα με τον μονομερή, ο οποίος και επικράτησε, ενώ παράλληλα το θαλασσοδάνειο (Prestito marittimo) και, τέλος, η συντροφιά (Compagnia) ωθούν από τα μέσα του 12ου αιώνα το βενετικό εμπόριο στα ύψη.

Η διείσδυση αυτή οφείλεται και στην εκμετάλλευση διαφόρων συγκυριών, όπως η απαγόρευση από την καθολική εκκλησία σύναψης εμπορικών σχέσεων καθολικών με αλλόθρησκους και η ανυπαρξία του φεουδαρχικού συστήματος στη Βενετία πριν το 1204.

Η έμμεση συμμετοχή τους στην Δ΄ Σταυροφορία και τα εγγενή προβλήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έδωσαν τη δυνατότητα στους Βενετούς να επεκτείνουν την εμπορική δραστηριότητά τους μονοπωλώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών και κινήσεων στην Ανατολή.

Έτσι, λοιπόν, μετά τη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, η Βενετία, γνωρίζοντας καλύτερα τη γεωγραφία της περιοχής, μεθόδευσε τις ενέργειές της για την επιλογή περιοχών οι οποίες θα διευκόλυναν περισσότερο τα εμπορικά της συμφέροντα παρά τη γεωργική παραγωγή. Έντεχνα, λοιπόν, αποσυρόμενοι από τη διεκδίκηση μεγάλων αλλά μη εμπορικών περιοχών, βρέθηκαν να έχουν στην κυριαρχία τους θαλάσσια κομβικά σημεία όπως: Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Κέρκυρα, Ιόνια νησιά, Κορινθιακό κόλπο, Μεθώνη, Κορώνη, Σαλαμίνα, Αίγινα, Κρήτη και Εύβοια, ως κομβικούς σταθμούς στην εμπορική οδό για Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανυπαρξίας διεκδίκησης αυτών των εμπορικών φυσικών σταθμών αποτελεί η Κρήτη, η οποία παραχωρήθηκε στους Βενετούς έναντι ευτελούς χρηματικού ποσού με μια απλή συμβολαιογραφική πράξη.



Ο Λέων της Βενετίας σκέπει
την Κρήτη.
Marco Boschini 1651.
Φώτο: el.wikipedia.org

Παράλληλα με τη θεωρητική αυτή κυριαρχία των Βενετών επί των διαμερισθέντων εδαφών άρχισε και η διαδικασία εγκατάστασης έπ’ αυτών, η οποία, αποκεντρωμένη από τη βενετική διοίκηση της μητρόπολης, επιτεύχθηκε σταδιακά παρουσιάζοντας αρκετές τοπικές ιδιαιτερότητες.

Η αποδιοργάνωση του συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε παρατηρηθεί πολύ πριν από το 1204, και η σχετική αδιαφορία του εντόπιου πληθυσμού για την αλλαγή της κυριαρχίας διευκόλυναν σημαντικά την εγκατάσταση των Βενετών. Από τον 13ο αιώνα η Βενετία άρχισε να παραχωρεί συστηματικά τη βενετική υπηκοότητα (Cittadinanza) κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις σε πρόσωπα τα οποία κατοικούσαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε βενετοκρατούμενες περιοχές ή σε άλλες περιοχές σημαντικές για τα συμφέροντά της. Με τη μέθοδο αυτή η Βενετία αποκτούσε τα μέσα για την τόνωση του πληθυσμού των κτήσεών της, που είχαν δημογραφικό πρόβλημα, για την επέκταση της πολιτικής της επιρροής σε περιοχές που δε βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχό της και για τη δημιουργία πυρήνα πιστών υπηκόων της σε καίρια εμπορικά σημεία.

Αρχικά όμως μπορούμε να πούμε ότι η Βενετία αρκέστηκε στην εγκαθίδρυση της εμπορικής της δραστηριότητας εκμεταλλευόμενη τη μεσολαβητική της τακτική και τις αδυναμίες των άλλων, προσαρτώντας διαδοχικά εδάφη στις κτήσεις της ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις της, επιτυγχάνοντας έτσι να ρυθμίζει για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, άμεσα ή έμμεσα, τις τύχες του ελληνικού κόσμου. Με την παράδοση της Κρήτης το 1211 από τους Γενουάτες τελείωσε για τη Βενετία η περίοδος της κατάκτησης των εδαφών εκείνων που κρίθηκαν ως τα πιο σπουδαία για τα συμφέροντά της και την πιστοποίηση του ανατολικού προσανατολισμού της.

 

ΤΑ ΑΛΛΗΛΟΔΙΑΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Βυζάντιο: ανατολικός χώρος με δυτικές οικονομικές επιβολές

Οι παραδοσιακά βυζαντινές και μετέπειτα οθωμανικές κτήσεις του ευρύτερου μεσογειακού χώρου αποτέλεσαν από τον 10ο αιώνα περίπου στόχο των ιταλικών εμπορικών δημοκρατιών και κυρίως της Γένοβας και της Βενετίας.

Μετά το 1261 ένα νέο κεφάλαιο ξεκίνησε στην ιστορία των βενετοβυζαντινών σχέσεων. Η αναπόφευκτη απώλεια της Κωνσταντινούπολης λόγω των Σταυροφόρων και η παραχώρηση σημαντικών εμπορικών προνομίων στην αντίπαλο πόλη της Βενετίας, τη Γένοβα, υπήρξαν οι αιτίες για να ξεσπάσει η χρόνια υποβόσκουσα αντιπαλότητα των δύο ιταλικών ναυτικών πόλεων. Οι κατά καιρούς βενετογενουατικοί πόλεμοι και η ανάμειξη πολλές φορές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε αυτούς συγκαταλέγονταν στα κυριότερα χαρακτηριστικά της εποχής αυτής και σίγουρα καθόριζαν κάθε φορά την ισορροπία μεταξύ των τριών αυτών κρατών στον ελλαδικό χώρο.

Στις παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης το εμπόριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τόσο το τοπικό όσο και το εξωτερικό εμπόριο είχε περιέλθει στους Ιταλούς, μαζί με τους διάφορους ναυτιλιακούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένης και της ναυπηγικής, η οποία συνεχίσθηκε στις βενετικές και γενουατικές κτήσεις.

Μετά την οθωμανική κατάκτηση μια νέα κοινωνική δομή διαμορφώνεται με σημαντική κοινωνική δραστηριότητα, ανάταση των αγροτικών δραστηριοτήτων και δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη μιας εμπορικής τάξεως. Η πλεονεκτική θέση αυτής της ανερχόμενης τάξης και η εκμετάλλευση της δυνατότητας συσσώρευσης κεφαλαίων και επένδυσης αυτών αρχίζουν να δημιουργούν μια νέα τάξη πραγμάτων. Η Βενετία αρχίζει σταδιακά από τα μέσα του 15ου αιώνα να προβληματίζεται σοβαρά με την εμπορική αυτή δραστηριότητα των μη μωαμεθανικών στοιχείων, και εξασθενημένη από του βενετοτουρκικούς πολέμους του 15ου αιώνα χάνει το μονοπώλιο της Αδριατικής.

Από τα τέλη του 15ου αιώνα και στις αρχές του 16ου αιώνα η επέκταση Οθωμανών υπηκόων σε εξωβαλκανικά εμπορικά κέντρα όπως αυτό της Αγκώνας, υπονομεύει την ιταλική κυριαρχία στο εμπόριο των Βαλκανίων και την Α. Μεσόγειο. Παρ’ όλα αυτά, οι Βενετοί, τουλάχιστον το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, μονοπωλούσαν μαζί με τους Ραγουζαίους το διαμετακομιστικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραμένοντας οι σημαντικότεροι μεσάζοντες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, αποτελώντας, ειδικά οι Βενετοί, αποκλειστικούς προμηθευτές μάλλινων υφασμάτων και άλλων βιοτεχνικών προϊόντων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η αδιαφορία όμως του οθωμανικού κράτους για τις εξαγωγές και την προστασία και προαγωγή της εγχώριας βιοτεχνίας συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας νομικής αντίληψης για τους ξένους υπηκόους, η οποία διαμορφώθηκε έμπρακτα με τις διομολογήσεις. Παρά ταύτα, η Βενετία, η οποία έπαιζε ακόμα σημαντικό ρόλο στο ανατολικό εμπόριο, δεν εμπορεύεται με την προστασία ξένων σημαιών, διατηρώντας σε υψηλά οικονομικά επίπεδα το εμπόριό της.



Ο Χάνδακας, η πρωτεύουσα του «Βασιλείου της Κρήτης».
Χάρτης του Giorgio Corner, 1625. Βενετία, Biblioteca
Nazionale Marcianus it. cl. VI, 75 (8303), 2.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα ένας άλλος εμπορικός αντίπαλος της Βενετίας, οι Άγγλοι, εμφανίζονται στο προσκήνιο. Αν και παλαιότερα η διακίνηση των αγγλικών προϊόντων γινόταν με ιταλικά πλοία (14ος αι.), σταδιακά από τα μέσα του 15ου αιώνα η Αγγλία αρχίζει να εμπορεύεται με δικά της πλοία.

Προς τα τέλη του 16ου αιώνα η εμπορική εικόνα του χώρου επηρεάζεται από την ειρήνη που ακολούθησε τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού των μεσογειακών χωρών και την ιδιαίτερη έλλειψη σιτηρών, προσελκύοντας στη Μεσόγειο όλο και μεγαλύτερο αριθμό εμπόρων της βορειοευρωπαϊκής ναυτιλίας.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα των μεταβαλλόμενων συνθηκών και συγκρουόμενων συμφερόντων η Βενετία αρχίζει προς τα τέλη του 16ου αιώνα να παρουσιάζει πτωτικές τάσεις δεδομένης τόσο της επίσημης οθωμανικής κρατικής παρέμβασης στον χώρο του Αιγαίου και των νησιών, με ενθάρρυνση της αυτόνομης σχεδόν λειτουργίας τους, όσο και της ανεπίσημης εξοοικονομικά εμφανιζόμενης πειρατείας και αναρχίας η οποία συνέβαλε στη δημιουργία νέων αποθεματικών κεφαλαίων στους εντόπιους πληθυσμούς.

Η παρακμή της βενετικής κυριαρχίας, η οποία είχε ήδη αρχίσει όπως είπαμε από την εξάπλωση των Οθωμανών μετά το 1453, γιγαντώθηκε από τους βενετοτουρκικούς πολέμους του 15ου και 16ου αιώνα, από την ανακάλυψη νέων εμπορικών δρόμων έξω από τη Μεσόγειο, καθώς και με την καθιέρωση νέων δρόμων για τις Ινδίες. Κατά τον 17ο αιώνα παράλληλα με την εμφάνιση των παρακμιακών χαρακτηριστικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η επέκταση της αγγλικής και ολλανδικής ναυτιλιακής δύναμης στην Ασία, σε συνεργασία με Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους, είχε καταστροφική επίδραση στη βενετική εμπορική δραστηριότητα. Η γενικότερη οικονομική κρίση της περιοχής κατά τον 17ο αιώνα με την εισροή του φθηνού αμερικάνικου αργύρου προκαλεί την κερδοσκοπία με αντικείμενο τα πολύτιμα μέταλλα βγάζοντας κερδισμένους του Ευρωπαίους εμπόρους του Έλληνες, τους Εβραίους και τους Αρμένιους ως μεσάζοντες.

Η Βενετία, πριν την προσχώρησή της στην Ιερή Συμμαχία, εξακολουθεί να ελέγχει μεγάλο μέρος του διαμετακομιστικού εμπορίου σιτηρών, καφέ και ρυζιού ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο, στη Συρία και σε μεγάλο μέρος του παράκτιου εμπορίου της αυτοκρατορίας.

Έντονη δραστηριότητα την περίοδο αυτή παρουσιάζει η οθωμανική εμπορική ναυτιλία, η οποία όμως δεν επιδίδεται ακόμη σε μακρινά ταξίδια και η δραστηριότητά της περιορίζεται στην ακτοπλοΐα της Μ. Θάλασσας και του Αιγαίου, για τοπική περισσότερο κατανάλωση, ενώ μερικά από τα προϊόντα αυτών των νησιών, όπως κρασί, μετάξι, λάδι, κεραμικά, δημητριακά και μικρή ποσότητα βαμβακερών νημάτων και υφασμάτων, εξάγονται στη Δύση με βενετικά κυρίως πλοία. Το εξαγωγικό εμπόριο στα Ιόνια νησιά, αν και ζωηρότερο, περιοριζόταν κυρίως σε σταφίδα και λάδι.

Γενικά όμως το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα σημειώνεται αισθητή πτώση των κερδών με κύριο αίτιο τους δύο βενετοτουρκικούς πολέμους και η κίνηση στον ηπειρωτικό χώρο περιορίζεται για τους Βενετούς στα μεγάλα λιμάνια όπως αυτά του Μοριά ή ακόμη και του Πειραιά. Η εμπορική δραστηριότητα της Βενετίας δεν είχε διακοπεί εντελώς στην διάρκεια των βενετοτουρκικών πολέμων. Συχνά τα βενετσιάνικα πλοία ταξίδευαν και εμπορεύονταν με ολλανδική, φλαμανδική ή γαλλική σημαία.

Ο 18ος αιώνας αποτελεί για τη Δ. Ευρώπη περίοδο οικονομικής και δημογραφικής αναπτύξεως με επακόλουθο την αυξημένη ζήτηση των βαλκανικών γεωργικών προϊόντων. Αυτό, μαζί με την παράλληλη παρακμή του εμπορίου των ανατολικών περιοχών, λόγω των τοπικών επαναστατικών συγκρούσεων και του επικρατούντος κλίματος γενικότερης ανασφάλειας, οδήγησαν στην αναπόφευκτη μετατόπιση των εμπορικών δρόμων σε ασφαλέστερες περιοχές της Μ. Ασίας και Βαλκανικής, όπου είχε ήδη εντατικοποιηθεί και η παραγωγή εξαγώγιμων γεωργικών προϊόντων.



Άποψη της εισόδου του Ναυστάθμου της Βενετίας
(Arsenal). Ελαιογραφία του Giovanni Antonio Canal,
(ψευδώνυμο: Canaletto), 1732. Ιδιωτική συλλογή,
Web Gallery of Art.

Μετά τη συνθήκη του Küçük Kaynarca (1699) και ιδίως του Passarowitz (1718), οι βόρειοι ηπειρωτικοί δρόμοι ανοίγουν ξανά και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις επαναλαμβάνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στην Ανατολή ευνοώντας
ιδιαίτερα τη Γαλλία, η οποία δραστηριοποιήθηκε έντονα με την εγκατάσταση προξένων σε νευραλγικά εμπορικά σημεία. Έντονος παρουσιάζεται ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός, ο οποίος με την παρουσία των Βενετών και άλλων αυξάνει τις τιμές των προϊόντων προς όφελος των εντοπίων.

Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα τόσο οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ευρώπη όσο και η ρωσική εξάπλωση στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς επίσης και η ενθάρρυνση της πειρατείας από τη γενικότερη αναρχία της πολεμικής περιόδου, εμφανίζουν στο προσκήνιο μια άλλη ναυτική δύναμη, ικανή να διεκδικήσει τη θέση της στη Μεσόγειο, την ελληνική.

Η μετατόπιση των εμπορικών δρόμων, όπως προαναφέρθηκε, έφερε τη Βενετία να μονοπωλεί στις αρχές του 18ου αιώνα το εισαγωγικό εμπόριο των δυτικών παραλίων της Ελλάδος και Αλβανίας. Οι Βενετοί ήταν οι σχεδόν αποκλειστικοί εξαγωγείς καπνών, μαλλιού, κεριού, δημητριακών και ναυπηγικής ξυλείας και αντίστοιχα οι προμηθευτές των περισσοτέρων βιοτεχνικών ειδών που απορροφούσε η περιοχή.

Με τον παρεμβατισμό όμως των Γάλλων από το 1715 με την εγκατάσταση ενός δικτύου προξένων και των Άγγλων αργότερα με τη δυναμική τακτική τους, η θέση της Βενετίας μεταβλήθηκε ριζικά. Το εξαιρετικά παρεμβατικό σύστημα της Βενετίας, το οποίο εμπόδιζε τη συμμετοχή των εμπόρων του Ιονίου στο εξωτερικό εμπόριο, δε στάθηκε ικανό να αντιμετωπίσει τις επενδύσεις εμπόρων των Ιονίων νησιών στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις της δυτικής Ελλάδος και ιδιαίτερα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Βενετικές πηγές του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα αναφέρουν ότι τα Ιόνια νησιά είχαν κάνει επενδύσεις στο 1/3 περίπου των πλοίων του Μεσολογγίου και Αιτωλικού και η ύπαρξη αξιόλογης εμπορικής ναυτιλίας τεκμηριώνεται με αριθμητικούς πίνακες προξενικών βενετικών εκθέσεων, οι οποίες παρουσιάζουν την κατάσταση στον ευρύτερο δυτικό ελλαδικό χώρο.

Συνοψίζοντας, η βενετική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο σηματοδοτήθηκε από την κατοχή της Κρήτης, η οποία εξασφάλισε για τη Γαληνοτάτη τη ναυτική ηγεμονία όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά γενικότερα στη λεκάνη της Μεσογείου, από την κατοχή της Κύπρου, η οποία την έφερε σε επαφή με τον προσοδοφόρο εμπορικό δρόμο της Ασίας, τη μεσολαβητική θέση και κατοχή της Εύβοιας ως
εμπορικού σταθμού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών της με την κεντρική και τη νότια Ελλάδα, καθώς επίσης και με την ενδελεχή κατάληψη των Ιονίων νήσων, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της βενετικής κυριαρχίας επιτρέποντας στη Βενετία να συμμετάσχει μέχρι τέλους στο εμπόριο Δύσης και Ανατολής.

Παρατηρείται, λοιπόν, σταδιακά το φαινόμενο της παράλληλης μετατόπισης προς δυσμάς αφενός μεν των εμπορικών δρόμων αφετέρου δε των κτήσεων της Βενετίας. Η σχεδόν ταυτόχρονη ή με ελάχιστη χρονική διαφορά απομάκρυνση των Βενετών, εμφάνιση και αργότερα αποχώρηση των Οθωμανών παρουσιάζει μια αλληλοδιαπλεκόμενη σχέση με αυτό το οποίο αρχικά αναφέρθηκε ως διαρθρωτικές αλλαγές στις κύριες ναυλαγορές της περιοχής και την οικονομική τους σημασία.

Αλλαγή της κατάστασης ενός εκ των στοιχείων του κύκλου παραγωγή - ζήτηση σήμαινε αυτόματα ανατροπή του status quo των δυνάμεων που την εξυπηρετούσαν.

Κομβικό σημείο αλληλοδιαπλοκής συμφερόντων αποτέλεσε για τους Βενετούς από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας τους στο χώρο το νησί της Κρήτης.

 

 

 

Κοιτώντας τη θάλασσα μέσα από το ενετικό
θαλάσσιο φρούριο (Castello del Molo - Κούλες)
στο λιμάνι του Ηρακλείου ΦΩΤΟ: phileole

ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΙ ΚΡΗΤΗ

Η πρώτη επαφή και η σημασία του υδάτινου στοιχείου

Οι Βενετοί έλκονται από το εμπορικό ενδιαφέρον του νησιού ήδη από τις αρχές του 12ου αιώνα με εμπόριο γεωργικών και κτηνοτροφικών ειδών, παρ’ ότι αργότερα αναφέρεται προγενέστερη επαφή (20 Απριλίου 1058), όταν οι Βενετοί βρίσκουν και μεταφέρουν από την Κρήτη στη Βενετία το λείψανο του Κρητικού Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.

Όταν το 1204 γίνεται η κατανομή των εδαφών με τους Φράγκους, ο πονηρός δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος επωφελήθηκε από την απροθυμία του Βονιφάτιου Μομφερατικού να εμπλακεί στη διαδικασία κατάκτησης της Κρήτης και στις συνεπακόλουθες ναυτικές περιπέτειες και αγόρασε απ’ αυτόν έναντι ευτελούς χρηματικού ποσού τον σημαντικότερο, όπως αποδείχθηκε, εμπορικό κόμβο της Μεσογείου. Η Κρήτη, μαζί με τις άλλες νησιωτικές κτήσεις της Βενετίας, θα δημιουργούσε τη γέφυρα της εμπορικής δραστηριότητας των Βενετών προς την Ανατολή. Το νησί της Κρήτης όμως, το οποίο αποτελούσε πριν από την παραχώρησή της στους Βενετούς, πειρατικό προφανώς κέντρο εξόρμησης με οικονομικά οφέλη για τους Γενουάτες, περιήλθε στα χέρια των Βενετών, μετά από αποφασιστικούς αγώνες με τους Γενουάτες και κατά καιρούς εξεγέρσεις και εστίες αντίστασης, μόλις στις 11 Μαΐου 1217, θέτοντας τέρμα στη βενετογενουατική διαμάχη.

Η μεγάλη απόσταση της Κρήτης από τη μητρόπολη (1-2 μήνες με το πλοίο) οδήγησε τους Βενετούς να εποικίσουν το νησί και σταδιακά περίπου 10.000 Βενετοί άποικοι έφθασαν στο νησί (όσοι περίπου το 1/6 του πληθυσμού της Βενετίας), τεκμηριώνοντας τη σπουδαιότητα που αποδίδετο στην κατοχή της Κρήτης – φυσικά η εποίκιση είχε οικονομικά κίνητρα. Με ένα διοικητικό σχήμα παρεμφερές αυτού του μητροπολιτικού, η Κρήτη οργανώθηκε πολιτικά, διοικητικά αλλά και στρατιωτικά.

Η σημασία της θάλασσας έδωσε από τον 15ο αιώνα την εποπτεία του ναυτικού στον αρχιναύαρχο του βενετικού στόλου (Capitano General da mar), παραχωρώντας του ταυτόχρονα και την πρώτη στην ιεραρχία όλων των αρχών της Κρήτης θέση. Οι άποικοι Βενετοί φεουδάρχες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν επίσης στις γαλέρες ως κυβερνήτες (σοπρακόμιτοι). Τα έντονα και πολυάριθμα επαναστατικά κινήματα τα οποία έλαβαν χώρα τους δύο πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας ενέπλεξαν από νωρίς τον βενετικό στόλο σε ναυμαχίες όπως αυτή κατά την επανάσταση των Σκορδίληδων και Μελισσηνών το 1228, η οποία υποβοηθήθηκε από 33 πλοία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατατζή, ή αυτή του 1296 αντιμετωπίζοντας τον γενουατικό στόλο του ναυάρχου Ντόρια, ο οποίος κατέλαβε και πυρπόλησε τα Χανιά. Από την άλλη πλευρά, στον ευρύτερο χώρο της ναυτιλίας εντάσσονται και τα αίτια της μεγάλης επανάστασης του 1333, η οποία πήρε την αφορμή της όταν ζητήθηκε επιπρόσθετη έκτακτη εισφορά για τη ναυπήγηση και συντήρηση γαλέρων με σκοπό την καταδίωξη πειρατών οι οποίοι είχαν καταστεί μάστιγα των παραλίων από τις αρχές του 14ου αιώνα (1317).



Yδατογραφία της πόλης του Hρακλείου. Στο βάθος
τα όρη Γιούχτας και Ψηλορείτης (παρένθετος
πίνακας από την περιήγηση του Sprαtt T.A.B.,
Travels and researches in Crete I, London 1865).

Νέα αφορμή για επανάσταση στάθηκε η επιβολή νέας φορολογίας από τη Βενετία το 1363 για επισκευές στο λιμάνι του Χάνδακα, με αποτέλεσμα την αποστολή στόλου από τη Γαληνοτάτη με σκοπό την κατάπνιξη του κινήματος των αποστατών.

Οι υπόψη επικαλούμενες αφορμές από τους αποστάτες παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία αν εξετασθούν υπό το πρίσμα της δοθείσας σημασίας για ναυτικά και κατ’ επέκταση οικονομικά θέματα, προκειμένου να δημιουργηθούν τέτοιας έκτασης επαναστατικά κινήματα των οποίων, φυσικά, τα πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στο χώρο των θρησκευτικοκοινωνικών αντιπαραθέσεων.

Το υδάτινο στοιχείο όμως σε συνδυασμό με το γενικότερο πνεύμα συνεργασίας και ειρήνης που επικρατούσε μέχρι την παραμονή της οθωμανικής κατάκτησης οδήγησαν την Κρήτη σε πνευματική και οικονομική ευημερία και θεαματική δημογραφική αύξηση.
ΠΗΓΗ: Περί Αλός http://perialos.blogspot.gr/2015/11/13-17.html
 

Για το Β’ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
 

 

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ


Περί Αλός

Του Ιωάννη Παλούμπη, Αντιναυάρχου ΠΝ εα


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Περίπλους», τ. 90, σ. 44,
ΙΑΝ- ΜΑΡΤ 2015, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.

 



ΦΩΤΟ: Μάνος Γαμπιεράκης

Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες του «Περίπλου» γνωρίζουν τον Νησιολόγο κ. Γεώργιο Γιαγκάκη και έχουν διαβάσει κάποιες από τις 96 τουλάχιστον μελέτες του, που περιστρέφονται, οι περισσότερες, γύρω από τα ελληνικά νησιά. Με κίνδυνο να αποδειχθώ αναξιόπιστος ανέφερα και τον αριθμό των μελετών γιατί τόσες καταμέτρησα στη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Κατά πληροφορίες οι εργασίες του οι συναφείς με την ευρύτερη έννοια της νησιολογίας υπερβαίνουν τις 200 πολλές από αυτές δημοσιεύματα στον περιοδικό και νησιωτικό τύπο.

Είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας (που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω) που έχει ασχοληθεί τόσο επισταμένα με τα νησιά της χώρας μας και έχει αναδείξει την έντονη νησιωτική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αλλά και την πολυνησιακή ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, μαζί με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, οικονομικά, αναπτυξιακά, πολιτικά, στρατηγικά της ιδιαιτερότητας αυτής.

Κύριο εργαλείο στην προσέγγιση για τη συστηματική εξέταση των νησιών, είναι οι πληθυσμιακές απογραφές των κατοικημένων από αυτά. Απογραφές που ξεκινούν το 1861, που θεωρείται ως η πρώτη χρονιά που έλαβε χώρα στην Ελλάδα απογραφή επί επιστημονικών βάσεων, μέχρι την τελείως πρόσφατη του 2011. Η εξέταση των πληθυσμιακών μεταβολών βοηθά στην κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών υπό τις οποίες συντελούνται οι μεταβολές, αλλά συγχρόνως γίνεται απτή και ορατή η επίδραση των ιστορικών περιπετειών της χώρας, πόλεμοι, κύματα προσφύγων, κατοχή, ανταρτοπόλεμος, που ωθούν είτε στη μείωση, είτε στην αύξηση των πληθυσμών των μικρών κυρίως αλλά και των απομεμακρυσμένων νησιών της πατρίδας μας.

Σε ένα ανάτυπο από την εφημερίδα «Σαρωνικός Τύπος», σε μόλις 10 σελίδες μικρού σχήματος, παρατίθεται το νομικό καθεστώς των «βράχων και βραχονησίδων» των ελληνικών θαλασσών, όπως διαμορφώθηκε από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας του MONTEGO BAY της Τζαμάϊκα, το 1982.

Μέσα στα πλαίσια που καθορίζει το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας, νησί, με βάση την σαφή νομική έννοια του όρου ορίζεται ως «μία φυσικά σχηματισμένη περιοχή ξηράς περιβαλλόμενη από νερό, η οποία βρίσκεται πάνω από το νερό κατά την πλήμμη».



Νίσυρος Μανδράκι
ΦΩΤΟ: Dag Magnus Ringås

Ο ορισμός αυτός δεν επιτρέπει νομικά τουλάχιστον τη διάκριση των νησιών σε

συνάρτηση με το μέγεθος, ή με κάποιο άλλο κριτήριο. Κάθε προσπάθεια κατατάξεως των νησιών με διάφορα κριτήρια, μεγέθους, πληθυσμού, οικονομικής ζωής, αποστάσεως από ξηρά κλπ είναι από πλευράς διεθνούς δικαίου αυθαίρετη και απαράδεκτη.

Τα νησιά δικαιούνται, σύμφωνα με το Δίκαιο της θάλασσας, αιγιαλίτιδας ζώνης, (χωρικά ύδατα) συνορεύουσας ζώνης, υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.

Η Σύμβαση του MONTEGO BAY στο άρθρο 121 παράγ. 3 κάνει μόνο μια ειδική πρόβλεψη για τους βράχους, καθορίζοντας ότι «βράχοι που δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη κατοίκηση ή οικονομική ζωή αφ’ εαυτών δεν έχουν ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη». Η διάκριση αυτή θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει ερμηνείες και συζητήσεις, καθώς εισάγει επικίνδυνες ασάφειες.

Κατά συνέπεια η Ελλάδα έχει αυτοδικαίως και εξ αρχής κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου, του Ιονίου, του Λιβυκού, της Αδριατικής και της Λυκίας θάλασσας. Τα δικαιώματα αυτά είναι αποκλειστικά με την έννοια ότι, εάν η χώρα μας δεν τα ασκεί, ουδείς άλλος δύναται να τα ασκήσει χωρίς τη ρητή συναίνεσή της. Επισημαίνεται ότι επί της αιγιαλίτιδας ζώνης το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχία, όχι κυριαρχικά δικαιώματα.

Κάθε λοιπόν φυσικά σχηματισμένο κομμάτι ξηράς που περιβάλλεται από νερό και δεν καλύπτεται κατά την πλήμμη, όσο μικρό κι αν είναι, θεωρείται κατά το Διεθνές Δίκαιο νησί και συντελεί στη διεύρυνση της επικράτειας της χώρας και από αυτή την άποψη είναι πολύτιμο. Κατά συνέπεια οι διάφοροι όροι που χρησιμοποιούνται στην πλούσια περιγραφική ελληνική γλώσσα όπως, νησίς, νησίδιο, νησάκι, μικρόνησος, βραχονησίς, ξερονήσι, μεγαλόνησος, ερημόνησος κλπ στερούνται πρακτικής σημασίας από πλευράς διεθνούς δικαίου της θάλασσας και επιβάλλεται να αποφεύγεται η χρήση τους σε επίσημα κείμενα και σε ομιλίες ως προκαλούσα συγχύσεις και υποβάθμιση της σημασίας του νησιωτικού χώρου.



Κουφονήσι
ΦΩΤΟ: Marie Therese Magnan

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι ο κ. Γιαγκάκης έχει εισαγάγει στις μελέτες και τις ομιλίες του τον όρο «νησαίο έδαφος» με στόχο ακριβώς την αποφυγή χρήσεως των διαφόρων αυθαιρέτων ονομασιών.

Πόσα όμως είναι τελικά τα ελληνικά νησιά ;;;

Είναι ένα μεγάλο ερώτημα στο οποίο δίδονται διάφορες απαντήσεις, ανάλογα με τις εμπειρικές αντιλήψεις αυτού που απαντά.

Μέχρι πρότινος η απάντηση ήταν περίπου 3.200 νησιά εκ των οποίων τα 164 κατοικούνταν, σύμφωνα με την απογραφή του 1951, ενώ η απογραφή του 1981 ελάττωσε τα κατοικημένα σε 141. Το μηχανογραφικό όμως αρχείο της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Ναυτικού περιέχει τα νησαία εδάφη της χώρας ταξινομημένα ανάλογα με το εμβαδόν τους και ανεβάζει τον αριθμό των καταχωρημένων νησιών σε 18.045.

Θεωρώντας ως εξαιρετικής σημασίας το στοιχείο αυτό παραθέτουμε τον πίνακα των θαλασσίων (προσοχή στη διαφοροποίηση υπάρχουν και λιμναία και ποτάμια) νησαίων εδαφών όπως τον έχει συγκροτήσει η Υδρογραφική Υπηρεσία Ναυτικού.

 


Ο ανωτέρω πίνακας προέρχεται από την Βάση Δεδομένων της ΥΥ, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2014, η οποία βρίσκεται υπό αναθεώρηση και ενδέχεται στο μέλλον να διαφοροποιηθεί.

Έχοντας παρουσιάσει ένα μικρό μόνο τμήμα των δραστηριοτήτων και μελετών των σχετικών με τα ελληνικά νησιά θα ήθελα να κλείσω το ενημερωτικό (πιστεύω) αυτό σημείωμα με τη διαπίστωση ότι η οικονομική σημασία των ελληνικών νησιών δεν προσδιορίζεται μόνο από τους πόρους και τις δυνατότητες αναπτύξεως που διαθέτουν τα ίδια, αλλά και από τους πόρους και τις δυνατότητες που μπορούν να προσφέρουν στις σχετικά κοντινές ηπειρωτικές και άλλες περιοχές.

Πέραν όμως της οικονομικής σημασίας των νησιών μας δεν πρέπει να λησμονείται και η μεγάλη σημασία τους από γεωπολιτικής, αμυντικής, ιστορικής, οικολογικής, βιολογικής, πολιτιστικής και εθνικής απόψεως.



Αστυπάλαια.
ΦΩΤΟ: Μάνος Γαμπιεράκης

Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από αυτά προσδιορίζουν τα ακραία σύνορα της πατρίδας μας, σαν μικρές οριακές Ελλάδες, που επεκτείνουν την επικράτεια της χώρας μας στις περιβρέχουσες την ξηρά θάλασσες και προσδίδουν οντότητα στο κράτος και συνάμα πλούτο στους Έλληνες, αναδεικνύοντας τις πραγματικές, βάσει του Διεθνούς Δικαίου, διαστάσεις της, που είναι πολύ ευρύτερες αυτών που σημειώνονται στους συνήθεις απλουστευμένους χάρτες.
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...