Κατασκευή-Τύποι
Σχοινίων
Περί Αλός
Κρίστυ
Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς – Ερευνήτρια
Ναυτικής Ιστορίας
Μέλος Ελληνικού Ινστιτούτου
Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.)
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τ. 971, σ.71
ΣΕΠ.
2014, έκδοση της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών
Ναυτικού
(Ε.Α.Α.Ν.), υποπτευόμενο από ΥΕΘΑ μέσω ΓΕΝ.
ΥΛΙΚΑ/ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Ένα από τα κυριότερα εφόδια των
πλοίων τα οποία ανήκουν στον βασικό εξαρτισμό του σκάφους αποτελούν τα ναυτικά
σχοινιά. Κατασκευάζονται κυρίως από φυτικές ίνες (σκληρές ή μαλακές) ή από
τεχνιτές (συνθετικές) ίνες. Οι ίνες, κατόπιν ειδικής επεξεργασίας [1],
γνέθονται και στρέφονται, συνήθως προς τα δεξιά, για να σχηματίσουν το κλώσμα (σφιλάτσο-yarn). Το
κλώσμα αυτό θεωρείται η βάση για τη δημιουργία σχοινιού.
|
Τρόπος κατασκευής μονόπλοκου
σχοινιού.
ΦΩΤΟ: Φαμηλωνίδης, 2005,
σελ.1.
|
Εν συνεχεία τα κλώσματα στρέφονται
κατά την αντίθετη φορά, από αυτή των ινών, (στη περίπτωσή μας αριστεροστρόφως),
για να δημιουργήσουν το έμβολο
(έμπολο-stand).
Όταν τρία έμβολα πλέκονται δεξιοστρόφως σχηματίζουν ένα δεξιόστροφο μονόπλοκο σχοινί, όπως είναι δηλαδή τα
περισσότερα σχοινιά των πλοίων. Αντιστοίχως τρία έμβολα πλεγμένα αριστερά
σχηματίζουν ένα αριστερόστροφο μονόπλοκο σχοινί (Hawser laid
rope).
Ετούτη η εναλλαγή στροφής (από
δεξιά προς τα αριστερά και τανάπαλιν) από τις ίνες μέχρι το έμβολο και το
σχοινί, είναι απαραίτητη για να εξασφαλίζεται και να διατηρείται η μορφή του
σχοινιού.
Σε περίπτωση που
χρησιμοποιηθούν τέσσερα έμβολα για την δημιουργία σχοινιού τότε αυτά καλούνται εντέταρτα (shroud laid
ropes).
Τα έμβολα, τότε, στρίβονται γύρω από ένα άλλο, πέμπτο έμβολο, το οποίο
παραμένει στο κέντρο συστροφής των τεσσάρων άλλων εμβόλων και καλείται «μήτρα»
ή «φυτίλι» (core).
Τα εντέταρτα σχοινιά παρουσιάζουν μικρότερη αντοχή καθώς και ελαστικότητα από
το μονόπλοκο έντριτο και
χρησιμοποιούνται σπάνια στα πλοία.
Τα μονόπλοκα έντριτα σχοινιά αν
συστραφούν μεταξύ τους με διεύθυνση αντίθετη από αυτήν που έχει σχηματισθεί
καθένα από αυτά σχηματίζουν ένα δίπλοκο
σχοινί (cable
laid
rope).
Τα δίπλοκα σχοινιά παρουσιάζουν
μεγαλύτερη ελαστικότητα από τα μονόπλοκα του ιδίου μεγέθους. Για το λόγο αυτό
χρησιμοποιούνται σε εργασίες όπου η ελαστικότητα κατέχει τον πρώτο ρόλο, όπως
π.χ. στη ρυμούλκηση.
Πλεκτά (plaited ropes) καλούνται
τα σχοινιά των οποίων τα έμπολα αντί να συστρέφονται πλέκονται μεταξύ τους.
Διακρίνονται σε μονής και διπλής πλέξης. Είναι καταλληλότερα για πρόσδεση των
πλοίων γιατί ενώ παρουσιάζουν την ίδια αντοχή με τα μονόπλοκα έντριτα του ιδίου
μεγέθους, έχουν πολύ μεγαλύτερη ευκαμψία και πιάνουν/σφίγγουν καλύτερα στα
τύμπανα των βαρούλκων ή του εργάτη.
Σε γενικές γραμμές, τα καλής
ποιότητας σχοινιά και τα πιο ανθεκτικά, είναι απαραίτητα εκεί που
δημιουργούνται ισχυρές τάσεις και υφίσταται περισσότερη έκθεση στον ήλιο και
στις καιρικές συνθήκες. Αντιθέτως, για τις βοηθητικές εργασίες προτιμώνται τα
σχοινιά δεύτερης ποιότητας (πιο οικονομικά).
|
Τρόπος κατασκευής
συρματόσχοινου. Διακρίνεται
(με μπλε χρώμα) η κύρια μήτρα κατασκευασμένη
από
φυτική ίνα (κάνναβη ή γιούτα).
ΦΩΤΟ: επεξ. από: Φαμηλωνίδης, 2005, σελ.17.
|
ΕΙΔΗ/ΤΥΠΟΙ ΣΧΟΙΝΙΩΝ
ΣΧΟΙΝΙΑ ΑΠΟ ΦΥΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ
Α.
Σχοινιά από σκληρές φυτικές ίνες
Μανίλα
(manila
ropes)
Πολλάκις στην αγγλική ο τύπος
σχοινιού μανίλα απαντάται ως manila
hemp
γνωστό ως «Κάνναβη
Μανίλας». Σε καμία περίπτωση όμως δεν σχετίζονται με την κάνναβη. Αυτή η
σύγχυση ενδεχομένως να δημιουργήθηκε από κάποιους εξερευνητές οι οποίοι
επισκέφθηκαν την Μανίλα και διαπίστωσαν ότι οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν
διαφορετικές φυτικές ίνες ως πρώτη ύλη για τα σχοινιά τους. Καθώς δεν ήταν
βοτανολόγοι κινήθηκαν σύμφωνα με την εμπειρία τους: όλα τα σχοινιά ήταν
φτιαγμένα από κάνναβη, οπότε αυτά που έβλεπαν ήταν απλώς ένα συγκεκριμένο είδος
καννάβινων σχοινιών που χρησιμοποιούσαν στην Μανίλα [2].
Ωστόσο θα πρέπει να αναφέρουμε
ότι υπάρχουν σαράντα εννέα φυτά κάνναβης που αναφέρονται στο Matthews Textile
Fibers (1947) που αντιπροσωπεύουν ίνες από άλλα φυτά εκτός από την κάνναβη (Cannabis
sativa)
[3].
Τα σχοινιά μανίλα κατασκευάζονται
από τις ίνες του φυτού abaca
(Musa textilis). Πρόκειται ένα είδος μπανάνας (βανανέα η υφαντική) που
ευδοκιμεί στην Φιλιππίνες. Έχει κορμό πολύ χονδρό, ύψους μέχρι και 6 μέτρων.
Από τον κορμό παράγονται οι ίνες τις οποίες χρησιμοποιούν για την κατασκευή
σχοινιών, σπάγγου, σάκου και χαρτιού.
Το σχοινί μανίλα είναι
εύκαμπτο, λείο, στιλπνό, αντοχής και με μεγάλη διάρκεια ζωής. Επιμηκύνεται
μέχρι περίπου 15%-16% του μήκους του.
Σχοινιά
Σιζάλ (sisal
ropes)
Κατασκευάζονται από τις ίνες
του φυτού Agave sisalana, το οποίο φέρει καταγωγή από το νότιο Μεξικό, (λιμάνι Γιουκατάν
Sisal, Κόλπος Μεξικού) αλλά καλλιεργείται ευρέως και πολιτογραφήθηκε σε πολλές
άλλες χώρες.
Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου
Πολέμου, όταν άλλες παρόμοιες ίνες ήταν σε έλλειψη για την κατασκευή ναυτικών
σχοινιών, τα σχοινιά σιζάλ αποδείχθηκαν κατάλληλα για τις ναυτικές εργασίες [4].
Η αντοχή του σχοινιού σιζάλ
είναι όμοια με μεσαίας ποιότητας σχοινιού Μανίλας [5]. Είναι στιλπνό αλλά η
επιφάνειά του είναι ανώμαλη γι’ αυτό και η παρατεταμένη χρήση του με γυμνά
χέρια είναι ενοχλητική. Φθείρεται γρήγορα και όταν βραχεί διογκώνεται
περισσότερο από το σχοινί μανίλα. Χρησιμοποιείται σε δευτερεύουσες εργασίες.
Καρυόσχοινα
(coir
ropes)
Πρώτη ύλη των καρυόσχοινων
αποτελούν οι ίνες που υπάρχουν στις φλούδες του κοκοφοίνικα (Cocos nucifera, Κόκος
ο καρυοφόρος). Η αγγλική λέξη για τον κοκοφοίνικα, «coir», προέρχεται από την λέξη «Kayar»
η οποία στην ινδική διάλεκτο Malayalam (Μαλαγιάλαμ) σημαίνει καλώδιο [6].
Την εκτεταμένη χρήση του
κοκοφοίνικα για τα ναυτικά σχοινιά αναφέρουν Άραβες συγγραφείς του 11ου αιώνα
μ.Χ.
Πρόκειται για σκληρά και
δύσκαμπτα σχοινιά με κοκκινωπό χρώμα. Σε θέματα αντοχής χαρακτηρίζονται ως τα
ασθενέστερα από όλα τα σχοινιά [7]. Κύριο πλεονέκτημά τους είναι το μικρό τους βάρος αλλά και ότι είναι τα μόνα σχοινιά που επιπλέουν στη θάλασσα επειδή δεν απορροφούν το νερό και δεν προσβάλλονται από την υγρασία. Επίσης έχουν μεγάλη ελαστικότητα, δηλαδή εκτείνονται σημαντικά πριν κοπούν.
|
Ναυτικά σχοινιά
ΦΩΤΟ: Κώστας
Λαδάς http://kostasladas.blogspot.gr/
|
Β.
Σχοινιά από μαλακές φυτικές ίνες
Καννάβινα
σχοινιά (hemp
ropes)
Κατασκευάζονται από τις ίνες
του στελέχους του φυτού κάνναβη. Μεγάλη χρήση των σχοινιών αυτών παρουσιάστηκε
κατά την Εποχή των Ιστιοφόρων (16ος- μέσα19ου αιώνος) ενώ σήμερα
λόγω της σπανιότητας της πρώτης ύλης και του υψηλού κόστους τείνει να εκλείψει.
Ήταν κεδρωτά (δηλαδή αλείφονταν με κατράμι [8], για να προφυλάσσονται από την
υγρασία) και είχαν την ιδιότητα να μην συστέλλονται σε περίπτωση που βρέχονταν.
Παρά το γεγονός ότι τα κεδρωτά διατηρούνται επί περισσότερο χρόνο, παρουσιάζουν
μικρότερη αντοχή από τα λευκά (ακέδρωτα) καθώς το κέδρωμα καίει τα νήματα.
Προκειμένου να επιτευχθεί η προστασία από την υγρασία διχως όμως να μειώνεται η
αντοχή τους, σήμερα αντί της κεδρίας χρησιμοποιούνται πλέον χημικά
παρασκευάσματα ειδικά για τον σκοπό αυτό.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η
συνήθεια να κεδρώνεται το ναυτικό σχοινί από κάνναβη έχει τις ρίζες του στην
αρχαία Ελλάδα [9].
Βαμβακερά
σχοινιά (cotton
ropes)
Πρώτη ύλη για την κατασκευή
τους, όπως μαρτυρεί και η ονομασία τους, αποτελεί το βαμβάκι. Τα βαμβακερά
σχοινιά υιοθετήθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό κατά τον 19ο αιώνα. Ο φημισμένος
Καναδός Ναυπηγός Donald McKay (September 4, 1810 – September 20, 1880), ο
κατασκευαστής του περίφημου Clipper
“Republic”
εξόπλισε όλα τα πλοία του με βαμβακερά σχοινιά . Ο Πλοίαρχος Brown
δήλωσε ότι στο
ιστιοφόρο Medora
χρησιμοποιήθηκαν βαμβακερά σχοινιά για 28 μήνες και τα βρήκε, σε κάθε
περίπτωση, πολύ καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο τύπο σχοινίου που είχε μέχρι τότε
χρησιμοποιήσει. «Σε υγρό καιρό, επίσης, το
βαμβακερό σχοινί γίνεται πιο εύκαμπτο, ενώ στην παγωνιά δεν είναι τόσο
δύσκαμπτο όπως τα τύπου μανίλα» [10].
Πρόκειται για ένα πολύ μαλακό
σχοινί, κατά κανόνα λεπτό, που όμως εύκολα ρυπαίνεται. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό
έχουν αντικατασταθεί σήμερα από τα ναύλον.
Σχοινιά
Γιούτα (jute)
Κατασκευάζεται από τις ίνες του φυτού γιούτα και συγκεκριμένα
του είδους Corchorus capsularis (Κόρχορος).
Στην αρχαία Ινδία, ιδιαιτέρως στη Βεγγάλη, από τις ίνες του φυτού αυτού
κατασκεύαζαν πάσης χρήσεως σχοινιά για τις οικιακές, κυρίως, εργασίες τους [11].
Λόγω της μικρότερης αντοχής του
από την κάνναβη, χρησιμοποιείται για τις μήτρες των συρματοσχοίνων.
Σχοινιά
από λινάρι (flax)
Κατασκευάζεται από τις ίνες
λιναριού (Linum).
Πρόκειται για ένα πολύ λεπτό σχοινί το οποίο χρησιμοποιείται για ράψιμο
μουσαμάδων και ιστίων (ιστιόραμμα) αλλά και ως βάση για την κατασκευή
μουσαμάδων και λινών ιστίων.
Το λινάρι αποτέλεσε την πρώτη
ύλη για την κατασκευή ιστίων στη Μεσόγειο από το 2000 π.Χ. [12].
|
Δεξιόστροφο μονόπλοκο νάυλον
σχοινί.
|
ΣΧΟΙΝΙΑ ΑΠΟ ΤΕΧΝΗΤΕΣ ΙΝΕΣ
Σχοινιά
από νάυλον
Κατασκευάζονται από ίνες
πολυαμίδης (συντομογραφία ΡΑ). Εφευρέτης και κατασκευαστής του νάιλον είναι η
Αμερικανική Εταιρία Χημικών DuPont (28 Φεβρουαρίου του 1935) η οποία με την
εισαγωγή του νέου αυτού υλικού στην αγορά βοήθησε να παράγουν τις πρώτες ύλες
για αλεξίπτωτα, ναυτικά σχοινιά κι ελαστικά.
Τα σχοινιά από νάυλον είναι
εύκαμπτα, ελαστικά, με μεγάλη αντοχή και δεν επηρεάζονται από την υγρασία. Δεν
επιπλέουν στο νερό και οι ίνες του είναι ευπαθείς με τα οξέα. Οι άκρες του καίγονται
εύκολα. Αυτή η ιδιότητα τους δίνει το πλεονέκτημα, όταν τα άκρα των εμβόλων
κρατηθούν στιγμιαία πάνω από φλόγα, να κλείνουν ομοιόμορφα με αποτέλεσμα να
αποφεύγεται το ξέφτισμα στις άκρες του σχοινιού.
Σχοινιά
από πολυεστέρα (τερυλέν/terylene)
Τα
σχοινιά αυτά έχουν ως πρώτη ύλη την ρητίνη τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου Polyethylene terephthalate (συντομογραφία PET). Η ονομασία «τερυλέν» δημιουργήθηκε τη δεκαετία
του 1940 (από τα στοιχεία της συνθετικής ύλης terephthalic (acid) + ethylene)
και σήμερα δεν απαντάται συχνά.
Έχουν μεγάλη αντοχή κατά την
τριβή τους σε ράουλα ή δέστρες, υπερδιπλάσια αντοχή από εκείνα του τύπου Μανίλα
αλλά μισή από εκείνα του νάυλον. Δεν επηρεάζονται από το βρέξιμο, έχουν
εξαιρετική αντίσταση στα οξέα αλλά όχι στα αλκάλια.
Σχοινιά
από πολυαιθυλένιο (polyethylene ή polythene)
Το πολυαιθυλένιο (συντομογραφία
ΡΕ) είναι το γνωστόν τοις πάσι πλαστικό. Τα σχοινιά
κατασκευασμένα από πολυαιθυλένιο είναι ελαφριά κι επιπλέουν στο νερό. Έχουν
διπλάσια αντοχή από τα τύπου μανίλα και όταν βραχούν απορροφούν πολύ λίγο νερό.
Είναι ανθεκτικά στο φως του ηλίου και την τριβή και είναι ανεπηρέαστα από τα
περισσότερα βιομηχανικά χημικά.
Σχοινιά
από πολυπροπυλένιο (polypropylene)
Το πολυπροπυλένιο (συντομογραφία
PP ) είναι ένα πολυμερές το οποίο γίνεται από το μονομερές προπυλενίου. Είναι
τραχύ και ασυνήθιστα ανθεκτικό σε πολλά χημικά διαλυτικά, οξέα και βάσεις.
Τα σχοινιά που είναι κατασκευασμένα από το υλικό
αυτό θεωρούνται ότι έχουν τα περισσότερα πλεονεκτήματα. Έχουν διπλάσια αντοχή
από τα τύπου μανίλα, οικονομικότερα από τα ναύλον και πολυεστέρα, επιπλέουν στο
νερό και δεν επηρεάζεται η αντοχή τους από την υγρασία. Χρησιμοποιούνται
ευρύτατα στα εμπορικά πλοία.
Επιπροσθέτως υπάρχουν και τα
σχοινιά από ανθρακονήματα (kevlar) ή dyneema τα οποία έχουν εξαιρετική αντοχή.
Λόγω του υψηλού κόστους συνήθως χρησιμοποιούνται σε ειδικές περιπτώσεις [13].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Η ειδική επεξεργασία, όπως
π.χ. λείανση, αφορά μόνο τις φυτικές ίνες.
[2] Ο Hagenbuch υποστηρίζει ότι
η σύγχυση αυτή δημιουργήθηκε από τον Βρετανό εξερευνητή και θαλασσοπόρο James
Cook (1728 –1779). Για το θέμα αυτό διατηρώ επιφυλάξεις. Αφενός ο Cook
φρόντιζε στα ταξίδια του να συνοδεύεται από βοτανολόγους αφετέρου δεν έχω
διασταυρώσει, προς το παρόν, την πληροφορία αυτή με άλλη πηγή. (Hagenbuch,
2006, σελ 2). Από την άλλη υπάρχει η πληροφορία ότι όταν ο Μαγγελάνος έφθασε το
1521 στις Φιλιππίνες είδε τους αυτόχθονες νησιώτες να κατασκευάζουν υφάσματα
από τις ίνες του φυτού Musa textilis (Ghillean – Nesbitt, 2005, σελ. 301).
[3] Ghillean – Nesbitt, 2005, σελ. 296.
[4] Ghillean – Nesbitt, 2005, σελ. 301.
[5] Συγκεκριμένα, η αντοχή τους
είναι μικρότερη κατά 20% από εκείνης των σχοινιών καννάβεως και μανίλας.
(Σδούγκος, σελ. 18)
[6] Ghillean – Nesbitt, σελ. 292.
[7] Κατά τον Σδούγκο, περίπου
το 1/4-1/5 της αντοχής των τύπων μανίλα (Σδούγκος 1986, σελ. 17 ). Κατά των
Φαμηλωνίδη η αντοχή τους είναι περίπου το 1/6 της αντοχής των σχοινιών μανίλα
του ιδίου μεγέθους (Φαμηλωνίδης, 2005 σελ. 5).
[8] κατράμι ή κεδρία: παχύρρευστο,
σκουρόχρωμο, υγρό το οποίο λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων.
[9] Ιωαννίδου, 2007: «Άγκυρες, βαρούλκα και ρεμέτζα στην αρχαία Ελλάδα» σελ. 82. (http://perialos.blogspot.gr/2011/02/blog-post_21.html)
[10] Turner, 1857 σελ. 222
[11] Μεταξύ άλλων ιστορικών
εγγράφων γίνεται αναφορά στο Ain-e-Akbari του Abul Fazal (http://en.wikipedia.org/wiki/Jute)
[12] Ιωαννίδου 2013: «Το ιστιοφόρο μινωϊκό πλοίο. Σύντομη
προσέγγιση στο πλοίο της Θήρας», σελ. 47 (https://www.academia.edu/4325847/_._
) καθώς και στην αγγλική: «The Minoan Sailing Vessel. A quick overview of the “Ship of Thera”» https://www.academia.edu/6439818/The_Minoan_Sailing_Vessel._A_quick_overview_of_the_Ship_of_Thera_
[13] Πριόβολος, 2011.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Δημαράκης, 1995: Αναστασίου Δημαράκη, «Αρμενιστής σκαφών αναψυχής» (Βουλιαγμένη,
1995).
Ιωαννίδου,
2007:
Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, «Άγκυρες, βαρούλκα και ρεμέτζα στην αρχαία
Ελλάδα» περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τεύχος 888, σελ. 82, Σεπτέμβριος 2007,
έκδοση της Ελληνικής Θαλάσσιας Ένωσης / ΓΕΝ.
Ιωαννίδου,
2013: Κρίστυ
Εμίλιο Ιωαννίδου, «Το ιστιοφόρο μινωϊκό
πλοίο. Σύντομη προσέγγιση στο πλοίο της Θήρας», περιοδικό "Ναυτική
Ελλάς", τ.958, σελ. 47,
Ε.Α.ΑΝ. / ΓΕΝ Αύγουστος 2013
Ιωαννίδου,
20014: «Λεξικό
Αρχαίων Ελληνικών Ναυτικών Όρων», (Αθήνα: Historical Quest,
2014)
Κωστάλας, Κωστάλα Ηλία, «Οδηγός Ναυτικής Τέχνης», (Πειραιάς: Σταυριανάκης)
Σδούγκος,
1986: Ζ. Ν.
Σδούγκος, «Ναυτική Τέχνη», (Αθήνα:
Ίδρυμα Ευγενίδου/ΑΔΣΕΝ 1986)
Τριπολίτης-Τριάντης,
2013:
Κωνσταντίνος Τριπολίτης-Γεώργιος Τριάντης, «Ναυτική
Τέχνη Έκτακτες Ανάγκες», (Αθήνα: ΟΕΔΒ, Τεχνικά-Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια,
τομέας Ναυτικός-Ναυτιλιακός, 2013).
Φαμηλωνίδης,
2005: Γεωργίου
Ιωσήφ Φαμηλωνίδη, «Ναυτική Τέχνη»
(Αθήνα: Ίδρυμα Ευγενίδου/ΑΔΣΕΝ 2005)
Ghillean – Nesbitt, 2005:
Ghillean Prance – Mark Nesbitt, eds. «The
Cultural History of Plants» (New York: Routledge, 2005).
Hagenbuch, 2006: Bill
Hagenbuch, “The story of rope”, Rope cord
NEWS THE CORDAGE INSTITUTE (Wayne, Pennsylvania: Cordage Institute, 2006), Vol.
VX, No. 1 page 2.
Matthews-Mauersberger, 1947: J. Merritt Matthews; Herbert R. Mauersberger, «Matthews' Textile fibers : their physical, microscopical, and chemical
properties», (New York: John Wiley and Sons, 1947)
Turner, 1857: J. A.
Turner, “THE COTTON PLANTER'S MANUAL:
BEING A COMPILATION OF FACTS FROM THE BEST AUTHORITIES ON THE CULTURE OF
COTTON; ITS NATURAL, HISTORY, CHEMICAL ANALYSIS, TRADE, AND CONSUMPTION; AND
EMBRACING A HISTORY OF COTTON AND THE COTTON GIN”(New York: C. M. Saxton
and Company, 1857) σελ. 222