Τα τορπιλλοπλάνα
Περί Αλός
Μύρων Θ. Ματσάκης
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Μύρωνος Θ. Ματσάκη,
«Το
Σύγχρονον Πολεμικόν Ναυτικόν», Αθήνα, 1973, σσ. 441-444.
Το Βρετανικό Τορπιλλοπλάνο Sopwith Cuckoo
κατά τη στιγμή που εξαπολύει τορπίλλη σε
δοκιμαστική άσκηση.
ΦΩΤΟ: Imperial War Museums (collection no. 4503-01).
|
Το αεροπλάνον κατέστη ο ιδεώδης
φορεύς της τορπίλλης, διότι, έναντι των τορπιλλοβόλων πλοίων επιφανείας και των
υποβρυχίων, έχει μίαν αναμφισβήτητον υπεροχήν όσο αφορά την ταχύτητα,
ευκινησίαν και ικανότητα να βάλλη την τορπίλλην αυτού εκ του αέρος, εν μέσω των
εχθρικών σχηματισμών, καθ’ οιανδήποτε κατεύθυνσιν.
Η πρώτη δοκιμή τορπιλλοπλάνου εξετελέσθη
το 1911 υπό του Ιταλού μηχανικού Alessandro Guidoni. Ούτος
διέθετεν ένα αεροπλάνο Maurice Farman,
με μηχανήν 80 ίππων, αλλά η προσπάθειά του να ανυψωθή απέτυχε, διότι η φερόμενη
τορπίλλη, καίτοι βάρους μόνον 150 χιλγρμ., ήτο πολύ βαρεία.
Ο πρώτος που ανακάλυψε το σημαντικό ρόλο του
τορπιλοπλάνου Alessandro
Guidoni
(1880-1928).
Η πρώτηπροσπάθεια να ανυψωθή το διπλάνο
του
απέτυχε, διότι η φερόμενη
τορπίλλη ήταν
πολύ βαριά.
Regia Aeronautica (Italian Royal Air Force)
Alessandro Guidoni (1880-1928). ΦΩΤΟ:
it.wikipedia.org/wiki/File:Alessandro_Guidoni.jpg
|
Το βρεταννικόν ναυτικόν
όμως, το 1913, εξετέλεσεν επιτυχώς ένα ανάλογον πείραμα και εις την ναυτικήν
επιθεώρηση του Ιουλίου 1914 ελάμβανεν μέρος ένα τορπιλλοπλάνον με πλωτήρας Short 184. Το
αεροπλάνον τούτο, εφωδιασμένον με ένα κινητήρα Sunbeam, 225 ίππων, ειδικώς κατασκευασθέντα,
ο οποίος ήτο και ο ισχυρότερος εν υπηρεσία τότε κινητήρ αεροπλάνου, ηδύνατο να
φέρη μίαν τορπίλλην των 356 χιλσμ., βάρους 350 χιλιογράμμων και ταχύτητος 23
κόμβων, εις μίαν διαδρομήν ολίγων εκατοντάδων μέτρων. Το Short όμως,
με το φορτίο του, είχεν μία αυτονομίαν μόνον 45 λεπτών πτήσεως, με ταχύτητα 90
χιλιομέτρων. Ένα όμως εκ των αεροπλάνων τούτων, παρά τας περιωρισμένας
δυνατότητάς του, εσημείωσεν την πρώτην επιτυχή τορπιλλικήν επίθεσιν εκ του
αέρος. Την 12ην Αυγούστου 1915, εν εκ των τριών υδροπλάνων του
υδροπλανοφόρου Ben-My-Chree, κατά την εκστρατείαν των
Δαρδανελλίων, ωδηγούμενον υπό του πλωτάρχου Edmonds, ετορπίλλησεν ένα τουρκικόν
μεταγωγικόν πολεμοφοδίων 5.000 τόννων. Ήτο
το πρώτον πλοίον το οποίον εβυθίσθη από τορπίλλην αεροπλάνου. Το πλοίον
τούτο είχε βληθή προηγουμένως υπό τορπίλλης βρετανικού υποβρυχίου και είχεν
προσαράξει. Μια άλλη προσπάθεια προσβολής του αυστροουγγρικού στόλου, τον
Σεπτέμβριο του 1917, εις Cattaro,
δι’ υδροπλάνων φερόντων τορπίλλας, του βρεταννικού ναυτικού, απέτυχεν. Τα
υδροπλάνα δεν ηδυνήθησαν να ανυψωθούν, λόγω ελλείψεως ανέμου. Κατόπιν της
αποτυχίας ταύτης, το βρεταννικόν Ναυαρχείον απεφάσισεν να χρησιμοποιήση ως
τορπιλλοπλάνα αεροπλάνα ξηράς, τα οποία θα ανυψούντο από εξέδρας
αεροπλανοφόρων. Το 1918 η ναυτική βρετανική αεροπορία διέθετεν τορπιλλοπλάνα Shopwith “Cuckoo”,
ταχύτητος 120-140 χιλιομέτρων, τα οποία ηδύνατο να εκτελέσουν πτήσιν 1 1/2
ώρας. Αι φερόμεναι τορπίλλαι ήσαν των 381 χιλσμ. και βάρους 500 χιλγρμ. Μια
εκατοντάς τοιούτων τορπιλλοπλάνων επρόκειτο να εκτελέση επίθεσιν κατά του
γερμανικού στόλου εις τας βάσεις του και το αεροπλανοφόρον Argus
διετέθη δι αυτά. Το σχέδιον όμως δεν επραγματοποιήθη διότι επήλθεν εν τω μεταξύ
η Ανακωχή.
Οι Γερμανοί εχρησιμοποίησαν ως
τορπιλλοπλάνα υδροπλάνα Hansa
Brandenburg ,
οφειλόμενα εις τον μηχανικόν Ernst
Heinkel,
φέροντα δύο κινητήρας συνολικής ισχύος 330 ίππων. Το 1916 διωργανώθη εις Zeebrugge ο
πρώτος στολίσκος τορπιλλοπλάνων, δια την προσβολήν της ναυτιλίας εις την
Μάγχην. Ο στολίσκος ούτος έσχεν την πρώτην αυτού επιτυχίαν έξωθι του Margate, την
9ην Νοεμβρίου 1916, κατά την οποίαν εβυθίσθη ένα μικρόν φορτηγόν. Αλλά μέχριν
του Οκτωβρίου 1917, ότε διελύθη ο στολίσκος, αι διενεργηθείσαι επιτυχείς
επιθέσεις ήσαν ελάχισται. Εντός ενός έτους τρία μόνον φορτηγά εβυθίσθησαν από
τας τορπίλλας των γερμανικών αεροπλάνων. Σπουδαιότερα όμως ήσαν τα αποτελέσματα
εκ της δράσεως αυτής, από απόψεως επιδράσεως επί του ηθικού του αντιπάλου,
διότι οι Άγγλοι, υπερτιμήσαντες τον νέον τούτον κίνδυνον, εθεώρησαν αναγκαίον
να ακινητοποιήσουν επί των ανατολικών ακτών μέγαν αριθμόν καταδιωκτικών και να
εξοπλίσουν δια πολυβόλων και ελαφρών πυροβόλων τα διασχίζοντα την ζώνην ταύτην
εμπορικά πλοία.
Τα τορπιλλοπλάνα άρχισαν
πραγματικώς να αναπτύσσονται μετά τον πόλεμον του 1914-1918, ότε πραγματοποιήθησαν
κινητήρες επαρκούς ισχύος δια να δύνανται να φέρουν τορπίλλες βάρους 700-800
χιλιογράμμων και δια να εξασφαλίσουν την απαραίτητον ταχύτητα και ευκινησίαν
κατά τας επιθέσεις, αι οποίαι διεξήγοντο από αποστάσεις 1.000-2.000 μέτρων,
κατά στόχων οπλισμένων δια πολλών αυτομάτων πυροβόλων, βαλλόντων μέγαν αριθμόν
βλημάτων.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιον Πόλεμον
τα χρησιμοποιηθέντα τορπιλλοπλάνα ήσαν διαφόρων τύπων, τα οποία διηρούντο εις
δύο κατηγορίας: Τα δρώντα εξ αεροπλανοφόρων και τα ορμώμενα εκ βάσεων ξηράς
τορπιλλοπλάνα. Τα πρώτα ήσαν ελαφρά σχετικώς μονοκινητήρια αεροπλάνα ξηράς. Εις
το βρεταννικόν ναυτικόν, το 1939 ήσαν εν
υπηρεσία διπλάνα Fairey
Swordfish με
κινητήρα 900 ίππων. Παρά την μικράν των σχετικώς ταχύτητα (280 χιλιομέτρων κατά
την επίθεσιν), τα αεροπλάνα αυτά προσέφερον μέχρι του 1943 όλως εξαιρετικάς
υπηρεσίας. Το 1941 εδημιουργήθησαν τα διπλάνα Albacore, αλλά τα βρεταννικά
αεροπλανοφόρα αργότερον εφωδιάσθησαν δι αμερικανικών τορπιλλοπλάνων Avenger. Ταύτα
εις το αμερικανικόν ναυτικόν είχον διαδεχθή το 1942 τα Devastators, εν υπηρεσία από του
1939. Τα Avengers ήσαν τριθέσια μονοπλάνα,
συνολικού βάρους 6 τόννων, ανέπτυσσαν ταχύτητα 430 χιλιομέτρων και
εχρησιμοποιούντο επίσης ως αναγνωριστικά. Είχον μίαν αυτονομίαν 2.000 χιλιομέτρων
και ηδύναντο να φέρουν μίαν τορπίλλην των 533 χιλσμ. ή 950 χιλιόγραμμα βομβών.
Κατά το τέλος του πολέμου, το βρεταννικόν ναυτικόν εδημιούργησεν τα Firebrands,
ταχύτητος 575 χιλσμ., με κινητήρα 2.520 ίππων, τα οποία διεδέχθησαν τα Barracuda,
βρεταννικής επίσης κατασκευής.
Τα δρώντα εκ βάσεων εις την
ξηράν τορπιλλοπλάνα είναι μεγαλύτερα και ισχυρότερα. Τα πρότυπα των αεροπλάνων
του τύπου αυτού συνίστων επί μακρόν τα ιταλικά Aerosiluranti ήτοι «εναέρια τορπιλλοβόλα»
και το 1940 ευρίσκοντο εν υπηρεσία εις την διάθεσιν του ιταλικού ναυτικού
μεγάλα τρικινητήρια υδροπλάνα με πλωτήρας, ταχύτητος 475 χιλιομέτρων, συνολικής
ισχύος 2.250 ίππων, δυνάμενα να φέρουν 2 τορπίλλας. Τα αεροπλάνα ταύτα έσχον
πολλάς επιτυχίας εις την Μεσόγειον και πολλά βρεταννικά πολεμικά, εκ των οποίων
το θωρηκτό Nelson
(27 Σεπτεμβρίου 1940) και το καταδρομικόν Liverpool (12 Οκτωβρίου 1940) υπέστησαν
σοβαράς βλάβας.
To Heinkel He 115 ήταν δικινητήριο υδροπλάνο
Τορπιλοπλάνο-βομβαρδιστικό/αναγνωριστικό
το οποίο χρησιμοποιήθηκε από
την γερμανική
Luftwaffe
και τις αεροπορίες άλλων χωρών στον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
A German Heinkel He 115B seaplane on a crane.
ΦΩΤΟ: Royal Air Force Battle of Britain campaign diaries 1940.
|
Η Παράκτιος Διοίκησις της RAF
από του 1940
εχρησιμοποίησεν Beauforts,
δικινητήρια, συνολικής ισχύος 2.000 ίππων και ταχύτητος 450 χιλιομέτρων, κατά
την λήξιν δε του πολέμου τα ευρύτερον χρησιμοποιούμενα ήσαν τα Beaufighters,
δικινητήρια αεροπλάνα πολλαπλής χρήσεως, ταχύτητος 520 χιλιομέτρων, τα οποία
ηδύναντο να φέρουν μίαν τορπίλλην. Τα τορπιλλοπλάνα των τύπων αυτών προσέφερον
πολύτιμους υπηρεσίας κατά τον πόλεμον εναντίον των εχθρικών θαλασσίων μεταφορών
εις την Μάγχην, παρά τας νορβηγικάς ακτάς και εις την Μεσόγειον. Αριθμός εξ
αυτών έλαβον μέρος εις την επίθεσιν κατά των γερμανικών θωρηκτών Scharnhorst
και Gneisenau,
την 12ην Φεβρουαρίου 1942, ότε ταύτα διέσχισαν την Μάγχην εν καιρώ ημέρας δια
να μεταβούν εκ Βρέστης εις τας βάσεις των εις Γερμανίαν. Οι Ιάπωνες
εχρησιμοποίησαν επιτυχώς ως τορπιλλοπλάνα δικινητήρια βομβαρδιστικά Mitsubishi
98, ενώ η Luftwaffe
εχρησιμοποίησεν πολλούς τύπους αεροπλάνων ξηράς και υδροπλάνων. Τα Heinkel
115, εν υπηρεσία
από του 1939, αντικατεστάθησαν από του 1941 υπό των Heinkel 111, ταχύτητος 500 χιλιομέτρων
και βάρους 11 τόννων, ενώ δια τας επιθέσεις εις τον ωκεανόν, εφωδιάσθησαν δια
τορπιλλών μεγαλύτερα αεροπλάνα, ως τα Dornier Do-217 και
τα Focke
Wulf
Kurier,
περί των οποίων εγένετο λόγος ήδη.
Ως τορπιλλοπλάνα
εχρησιμοποιήθηκαν υπό των Συμμάχων κατά τον πόλεμον και βομβαρδιστικά Wellington
και υδροπλάνα Catalina.