ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΕΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ




Περί Αλός

Του Κώστα Θωκταρίδη,
Επαγγελματία δύτη και εκπαιδευτή
και του Άρη Μπιλάλη,
Ερευνητή της Ναυτικής Ιστορίας

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 583, σ. 66, έκδοση ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΔΕΚ2012-ΦΕΒ2013.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της ΝΕ.


Το «Τένεδος» (συλλογή P. Schenk) ΦΩΤΟ: ΝΕ

O όρος «λεία πολέμου» αναφέρεται στην εχθρική περιουσία (πλοία, εξοπλισμό ή εμπορεύματα) η οποία περιέρχεται στην κατοχή του αντίπαλου κατά τη διάρκεια ενός κατά θάλασσα πολέμου.

Η εχθρική αυτή περιουσία μπορεί να ανήκει είτε στο εχθρικό Δημόσιο (π.χ. πολεμικά πλοία, κρατικά εμπορικά, πλοία χρησιμοποιούμενα σε δημόσιους σκοπούς ή τα ευρισκόμενα υπό κρατική εξουσία) είτε στους ιδιώτες του εχθρικού κράτους.

Κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία, τα ελληνικά ιστιοφόρα συνέλαβαν πολλά τουρκικά και αιγυπτιακά ιστιοφόρα. Για παράδειγμα, η κορβέτα «Ύδρα» και η ημιολία «Αθηναΐς» είχαν κυριευθεί κατά τη διάρκεια ναυμαχίας στο Ιόνιο στις 19 Ιουλίου 1827 και ύψωσαν την ελληνική σημαία, συμβάλλοντας στη συνέχεια στον αγώνα. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στα πλοία που αποτέλεσαν λεία πολέμου του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, από την εποχή του ατμού και ύστερα. Το πρώτο λάφυρο πολέμου αυτής της περιόδου αποτέλεσε το υπό τουρκική σημαία επιβατηγό ατμόπλοιο «Γεώργιος». Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, το Μάιο, το «Γεώργιος» εντοπίστηκε να πλέει κοντά στην Τένεδο από τον ατμομυοδρόμωνα «Πηνειός» και το τορπιλοβόλο «14».

Στη νηοψία που ακολούθησε αποκαλύφθηκε ότι το πλοίο μετέφερε πολεμοφόδια και έτσι κατασχέθηκε και οδηγήθηκε στον Πειραιά. Το πλοίο παρέμεινε για αρκετούς μήνες δεμένο στο Ξαβέρι και στη συνέχεια εντάχθηκε στη δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού, λαμβάνοντας το όνομα «Κρήτη». Το διαστάσεων 64 x 8,9 μέτρων επιβατηγό – φορτηγό πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1894 στη Σκωτία για την «Ατμοπλοΐα Αρχιπελάγους» του ελληνικής καταγωγής Οθωμανού υπηκόου Χατζή Δαούτ Φαρκούχ, που είχε την έδρα της στη Σμύρνη. Αρχικά το «Κρήτη» χρησιμοποιήθηκε ως οπλιταγωγό, καθώς και για την προστασία των Ελλήνων σπογγαλιέων στα παράλια της βόρειας Αφρικής. Το 1915 μετετράπη σε υδροφόρο για τις ανάγκες του Ναυστάθμου Σαλαμίνος και μετονομάστηκε «Αύρα» προκειμένου να απελευθερώσει το όνομα Κρήτη για ένα υπό ναυπήγηση αντιτορπιλικό. Χρησίμευσε επίσης ως πλοίο διοίκησης - θαλαμηγός διαφόρων κατά καιρούς διοικητών μοιρών. Στις 23 Απριλίου 1941 το «Αύρα» δέχτηκε αεροπορική επίθεση και προκειμένου να αποφευχθεί η βύθιση του, προσαράχθηκε στον όρμο της Βουλιαγμένης, όπου και το βρήκαν οι δυνάμεις κατοχής. Οι Γερμανοί προχώρησαν στην ανέλκυση του σκάφους και το μετασκεύασαν στο ανθυποβρυχιακό «UJ.2108».

Το πλοίο επλήγη κατά το συμμαχικό βομβαρδισμό της 29ης Σεπτεμβρίου 1944 και βυθίστηκε στο Σκαραμαγκά. Το ναυάγιό του διαλύθηκε περί το 1952.

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αρκετά τουρκικά σκάφη αποτέλεσαν λείες πολέμου. Τα δύο από αυτά καταλήφθηκαν όταν ο στρατός απελευθέρωσε την Πρέβεζα, στις 21 Οκτωβρίου / 3 Νοεμβρίου 1912. Στην τουρκική ναυτική βάση που βρισκόταν εκεί ανακαλύφθηκαν τα τορπιλοβόλα «Antalya» και «Tokad» καθώς και οι μικρές ακτοφυλακίδες «Νο.9» και «Νο.10». Λίγο πριν την παράδοση της βάσης, ο Τούρκος διοικητής είχε διατάξει την αυτοβύθιση και των τεσσάρων σκαφών. Τα εκτοπίσματος 165 τόνων «Antalya» και «Tokad» είχαν ναυπηγηθεί το 1905 στα ναυπηγεία Ansaldo, Armstrong & Cie στο Sestri Ponente και είχαν διαστάσεις 51 x 5,7 μέτρα. Έφεραν οπλισμό από δυο πυροβόλα των 37 χιλιοστών και 2 τορπιλοσωλήνες των 450 χιλ. και είχαν μέγιστη ταχύτητα 26 κόμβων. Το «Antalya» βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, οπότε σύντομα ανελκύστηκε με τη συνδρομή του ναυαγοσωστικού «Constance Grech» (μετέπειτα «Τένεδος»). Οδηγήθηκε στις 14 / 27 Νοεμβρίου στο Ναύσταθμο Σαλαμίνος όπου επισκευάστηκε και πήρε το όνομα «Νικόπολις». Ενεργοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1913 με κυβερνήτη τον Ν. Βότση, τέως κυβερνήτη του τορπιλοβόλου «11» που είχε βυθίσει το τουρκικό θωρακισμένο πλοίο «Feth-i-Boulent» στη Θεσσαλονίκη. Το «Νικόπολις» κατά τον Α´ Βαλκανικό Πόλεμο χρησίμευσε σε περιπολίες και νηοψίες στο Σαρωνικό και το Ιόνιο. Τελικά παροπλίστηκε το 1919 και το 1923 εκποιήθηκε στον εφοπλιστή Πρόδρομο Βαϊάνη, ο οποίος το μετέτρεψε σε υδροφόρο και διατηρώντας το ίδιο όνομα ενεγράφη στο νηολόγιο φορτηγίδων του Πειραιά (υπ.αρ. 1127). Το Μάιο του 1942 το σκάφος πουλήθηκε στην ΑΕ Γ. Μουνδρέας & Αφοί, όμως τον Οκτώβριο του 1944 βυθίστηκε στη Σύρο κατά τη διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού.


Σχέδιο κλάσης «Antalya». ΦΩΤΟ: Bernd Langensiepen &
Ahmet Güleryüz “The Ottoman Steam Navy 1828-1923”
(London: Conway Maritime Press, 1995) p.156.

To έτερο από τα δύο τουρκικά τορπιλοβόλα, το «Tokad», κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επισκευαστεί. Το σκάφος είχε σοβαρές ζημιές από βολές που του είχαν προκαλέσει ιταλικά αντιτορπιλικά στις 16 / 29 Οκτωβρίου 1911, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ναυμαχίας στα ανοιχτά της Πρέβεζας.

Τότε το «Antalya» είχε καταφέρει να διαφύγει με ελαφριές ζημιές, αλλά το «Tokad» επέστρεψε στη βάση του φλεγόμενο και προσαράχθηκε εκούσια κοντά στη Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα ρυμουλκήθηκε στην τουρκική βάση όπου παρέμεινε χωρίς να επισκευαστεί, μέχρι την αυτοβύθισή του. Το ανελκυσθέν σκάφος ρυμουλκήθηκε από το ατμόπλοιο «Ιουλία» στις 16 / 29 Ιανουαρίου 1917 στην Πάτρα και ακριβώς τέσσερις μήνες αργότερα στον Πειραιά. Οι ζημιές στο σκάφος δεν επέτρεψαν την επισκευή του για μάχιμα καθήκοντα και έτσι εκποιήθηκε. Αναφέρεται σε ορισμένες πηγές ότι το σκάφος εντάχθηκε στο Π.Ν. έχοντας μετατραπεί στην υδροφόρα «Τατόι». Όμως τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι το σκάφος πουλήθηκε απευθείας σε ιδιώτες. Το 1935 το σκάφος, εκτενώς μετασκευασμένο, εγγράφηκε στο νηολόγιο φορτηγίδων του Πειραιά (υπ.αρ. 1625) ως υδροφόρα με το όνομα «Πιπίνα» υπό την ιδιοκτησία της εταιρίας Βαϊάνη & Καϊρακτίδη. Το 1941 το «Πιπίνα» βρισκόταν στα Λεμονάδικα του Πειραιά ημικατεστραμένο, προφανώς από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Απριλίου. Παρόλ’ αυτά, το Μάιο του 1942 πουλήθηκε στην εταιρία Γ. Μ. Μουνδρέας & Αφοί, ωστόσο στη συνέχεια παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές προκειμένου να διαλυθεί στο μηχανουργείο Κανέλλου. Προτού όμως ολοκληρωθούν οι εργασίες διάλυσης, το «Πιπίνα» κατεστράφη ολοσχερώς κατά το συμμαχικό βομβαρδισμό τις 11ης Ιανουαρίου 1944.

Λίγο βορειότερα, στην άλλοτε τουρκική ναυτική βάση της Ηγουμενίτσας, βρίσκονταν τα ναυάγια των τορπιλοβόλων «Hamidiye» [1] και «Alpagot».

Και τα δυο είχαν βυθιστεί στις 17 / 30 Σεπτεμβρίου 1911 από τα πυρά ιταλικών αντιτορπιλικών. Το «Alpagot» ήταν παρόμοιο με το «Antalya» έχοντας επίσης ναυπηγηθεί στα Ansaldo το 1904. Στα ίδια ναυπηγεία είχε ολοκληρωθεί το 1902 το μικρότερο «Hamidiye», στο οποίο τον Ιούλιο του 1913 ξεκίνησαν εργασίες ανέλκυσης από το ναυαγοσωστικό «Τένεδος». Πέρα από τις ναυτικές βάσεις στην Ήπειρο, το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό διατηρούσε έναν αριθμό από σκάφη στη βάση της Θεσσαλονίκης.

Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν το παλαιό θωρηκτό «Feth-i-Boulent» το οποίο αποτέλεσε το στόχο της επιτυχημένης τορπιλικής επίθεσης του τορπιλοβόλου «Νο.11» υπό τον Υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση.

Πέρα από αυτό, στη Θεσσαλονίκη εδράζονταν το βοηθητικό «Fuad», το ρυμουλκό «Selanik» που είχε μετατραπεί σε ναρκοθέτιδα και τα εξοπλισμένα
ρυμουλκά «Surat», «Teshilat» και «Κaterin». Κατά την απελευθέρωση της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, στις 27 Οκτωβρίου / 9 Νοεμβρίου 1912, στο λιμάνι της παρέμεναν και τα πέντε τουρκικά σκάφη. Τα ρυμουλκά είχαν στο μεταξύ αφοπλιστεί και υψώσει τη γαλλική σημαία προκειμένου να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Το δε «Fuad», σύμφωνα με τουρκικές πηγές, είχε υψώσει την Ερυθρά Ημισέληνο στις 23 Οκτωβρίου / 5 Νοεμβρίου, δηλαδή λίγες μέρες πριν την αναμενόμενη κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, προκειμένου να αναγνωριστεί ως νοσοκομειακό σκάφος. Το τροχήλατο «Fuad» είχε ναυπηγηθεί το 1865 στα ναυπηγεία Millwall Iron Works στο Λονδίνο ως σκάφος μεταφοράς αλληλογραφίας και μνημάτων (dispatch ship). Είχε εκτόπισμα 1.075 τόνους και διαστάσεις 76,2 x 9,1 μέτρα και έφερε μια ατμομηχανή 200 ίππων που κινούσε τους δυο τροχούς. Το σκάφος έφερε δύο πυροβόλα των 75 χιλιοστών και από το 1908 παρέμενε σταθμευμένο στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με ορισμένες ελληνικές πηγές, το «Fuad» αποπειράθηκε να διαφύγει από τη Θεσσαλονίκη όταν έγινε αντιληπτό από το βοηθητικό εύδρομο «Αρκαδία» και το οπλιταγωγό «Σφακτηρία». Το «Αρκαδία» έριξε αρκετές προειδοποιητικές βολές προκειμένου να ανακόψει το «Fuad» το οποίο υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Κατά μια άλλη εκδοχή, το «Αρκαδία» έβαλε εναντίον ρυμουλκού υπό γαλλική σημαία προκειμένου να του υποδείξει τον ασφαλή δίαυλο για τον κατάπλου στο λιμάνι. Το βέβαιο είναι ότι στις 15 Νοεμβρίου το «Fuad» καταλήφθηκε στη Θεσσαλονίκη από τις ελληνικές δυνάμεις, όταν ανακαλύφθηκε ότι στο σκάφος νοσηλευόταν μόνο ένας τραυματίας. Αργότερα εντάχθηκε στο ελληνικό Π.Ν. και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως «κάτεργο», δηλαδή ως πλωτή φυλακή. Το 1919 παροπλίστηκε και στο τέλος του 1921 ανακοινώθηκε ότι θα διατεθεί προς πώληση. Εκτιμάται ότι ο αγοραστής του προχώρησε στη διάλυσή του.

Όσο για τα τουρκικά ρυμουλκά «Selanik», «Surat», «Τeshilat» και «Katerin» που είχαν υψώσει τη γαλλική σημαία, απέπλευσαν στις 27 Νοεμβρίου / 10 Δεκεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τα Δαρδανέλλια. Στα ανοιχτά της Λήμνου, ελληνικά πολεμικά εντόπισαν τα σκάφη και προέβησαν σε νηοψία αλλά τελικά τους επετράπη να συνεχίσουν την πορεία τους. Όταν την επομένη έφτασαν στα Δαρδανέλλια, ύψωσαν ξανά την τουρκική σημαία και επανεντάχθηκαν στον Τουρκικό Στόλο. Αξίζει να αναφέρουμε πως το «Selanik» συνέχισε να υπηρετεί σε καθήκοντα λιμένος για δεκαετίες και από το 1992 εκτίθεται ως μέρος του μουσείου Rahmi Koc στην Κωνσταντινούπολη.


Το Fuad στη Θεσσαλονίκη (1909). ΦΩΤΟ: Ahmet Güleryüz.
Bernd Langensiepen & Ahmet Güleryüz “The Ottoman
Steam Navy 1828-1923”, (London: Conway
Maritime Press, 1995) p.128.

Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 14 / 27 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια μιας άλλης νηοψίας, το βρετανικό ναυαγοσωστικό «Constance Grech» συνελήφθη στα ανοιχτά της Λήμνου καθώς ήταν ναυλωμένο από την τουρκική κυβέρνηση και βρέθηκε πλήρες πολεμοφοδίων τα οποία συνόδευαν 23 Τούρκοι στρατιώτες. Το πλοίο που είχε ναυπηγηθεί το 1891 ως «Helga» στη Σκωτία, είχε διαστάσεις 43,3 x 4,3 μέτρα και εκτόπισμα 450 τόνων και ήταν μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στον ελληνικό στόλο που δεν διέθετε ναυαγοσωστικά σκάφη. Ευθύς μεταφέρθηκε στον Πειραιά όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία, αλλά λίγες ημέρες αργότερα στάλθηκε στην Πρέβεζα όπου εργάστηκε για την ανέλκυση του «Antalya». Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Π.Ν. και ονομάστηκε «Τένεδος» για να χρησιμεύσει για τον ανεφοδιασμό φάρων και βοηθητικό του Στόλου. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησίμευσε ως ναυαγοσωστικό για να βυθιστεί τελικά στο Σαρωνικό στις 23 Απριλίου 1941 από γερμανική αεροπορική επίθεση. Ανελκύσθηκε τον προσεχή Ιούλιο από τους Γερμανούς που το επισκεύασαν και το μετέτρεψαν στο ανθυποβρυχιακό σκάφος «UJ.2106». Τελικά βυθίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο «UNSPARING», στις 21 Ιουνίου 1944, νότια από το ακρωτήριο Μαλέας.

Επίσης ένα ακόμη λάφυρο των Βαλκανικών Πολέμων ήταν το ξύλινο τροχήλατο ρυμουλκό «Βούρλα». Το σκάφος είχε πουληθεί τον Μάρτιο του 1913 από Εβραίο της Θεσσαλονίκης σε Βούλγαρους και είχε μετονομαστεί «Belomorets» (Αιγαιοπελαγίτης). Στη συνέχεια στάλθηκε στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς) όπου το βρήκαν βυθισμένο οι ελληνικές δυνάμεις όταν την
απελευθέρωσαν. Το ρυμουλκό ανελκύστηκε και εντάχθηκε στη δύναμη του στόλου, αλλά το 1921 είχε ήδη παροπλιστεί.

Σε νηοψία που εκτελέστηκε σε γερμανικό ατμόπλοιο που ναυλοχούσε στον Πειραιά, βρέθηκε μια μεγάλη βενζινάκατος που έφερε την επιγραφή «Constantinople». Εκτιμήθηκε ότι το σκάφος προοριζόταν για να χρησιμοποιηθεί ως ναρκοθέτις ή ναρκαλλιευτικό του τουρκικού Π.Ν., οπότε χαρακτηρίστηκε λεία πολέμου και περιήλθε στο ελληνικό κράτος.

Πέραν των σκαφών που εντάχθηκαν στο Π.Ν., υπήρξαν και άλλα εμπορικά σκάφη τα οποία αποτέλεσαν λεία πολέμου του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.

Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών κατασχέθηκε το υπό τουρκική σημαία επιβατηγό ατμόπλοιο «Itihad» το οποίο βρισκόταν στον Πειραιά. Επρόκειτο για το πρώην ελληνικό «Πριγκίπισσα Σοφία», ναυπήγησης 1883, το οποίο είχε πουληθεί το 1911 στον τουρκοκρητικό Ιμπραήμ Σκουνάκη, αλλά εξαιτίας της ιταλοτουρκικής σύρραξης δεν είχε αποτολμήσει να αναχωρήσει από τον Πειραιά. Στο 937 τόνων πλοίο υψώθηκε η ελληνική σημαία και δόθηκε το προηγούμενο όνομά του, ενώ διατέθηκε για χρήση ως μεταγωγικό. Κατά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, κατασχέθηκε στο λιμάνι το επιβατηγό «Salonique» και πάλι ιδιοκτησίας Σκουνάκη.

Το 1.279 τόνων σκάφος, ναυπήγησης του 1874, οδηγήθηκε στον Πειραιά, έμφορτο με λάφυρα από τον παραδοθέντα Τουρκικό Στρατό. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών και τα δυο σκάφη επεστράφησαν στον Σκουνάκη.

Το Δεκέμβριο του 1912, το ιταλικό φορτηγό ατμόπλοιο «Adriatico» εντοπίστηκε από το βοηθητικό εύδρομο «Μακεδονία» να πλέει στον κόλπο της Αυλώνος, δηλαδή εντός της προκηρυγμένης από το Ελληνικό Π.Ν. ζώνης αποκλεισμού των βορειοηπειρωτικών παραλίων. Εξαιτίας αυτής της παραβίασης, το «Adriatico» κατασχέθηκε ως λεία πολέμου και οδηγήθηκε στην Κέρκυρα όπου το φορτίο του από άλευρα εκφορτώθηκε και το σκάφος αφέθηκε ελεύθερο. Άλλα εννέα [2] εμπορικά ατμόπλοια διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών συνελήφθησαν κατά τον Α´ Βαλκανικό Πόλεμο και το Δημόσιο κατέθεσε αγωγές προκειμένου να κηρυχτούν ως λεία πολέμου. Οι υποθέσεις τους εκδικάστηκαν το Δεκέμβριο του 1911 από
το Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά όλα αποδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσπάθεια κατάληψης της τουρκικής κανονιοφόρου «Trabzon» από το ελληνικό τορπιλοβόλο «14». Τη νύχτα της 9 / 14 Νοεμβρίου το ελληνικό σκάφος έπλευσε στο Αϊβαλή όπου ναυλοχούσε το τουρκικό σκάφος.

Λόγω της πανσελήνου και του θορύβου των μηχανών, το τορπιλοβόλο έγινε αντιληπτό από το τουρκικό πλήρωμα το οποίο εγκατέλειψε το «Trabzon» αφού προηγουμένως άνοιξε τους κρουνούς κατάκλισης. Ευθύς ένα ελληνικό άγημα επιβιβάστηκε στο τουρκικό σκάφος με σκοπό να αποτρέψει τη βύθιση και να επιτραπεί η ρυμούλκηση του πλοίου στη Μυτιλήνη. Ωστόσο αυτό δεν κατέστη δυνατόν και τελικά το τορπιλοβόλο «14» εκτόξευσε μια τορπίλη ενάντια στο βυθιζόμενο «Trabzon» που ανατινάχτηκε.

Με την υπογραφή για τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, τον Αύγουστο του 1913, διοργανώθηκε μια πανηγυρική υποδοχή των επισήμων και των πλοίων του στόλου. Σε αυτή την υποδοχή πήραν μέρος και τα λάφυρα του ναυτικού πολέμου, δηλαδή τα «Fuad», «Belomorets» και «Antalya», τα οποία είχαν αγκυροβολήσει σημαιοστολισμένα στο Φάληρο.

Παρά την καθυστερημένη είσοδο της Ελλάδας στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ελληνικό Π.Ν. συμμετείχε σε αρκετές συμμαχικές επιχειρήσεις. Στις 26 Νοεμβρίου 1918 δύο ελληνικά αντιτορπιλικά μαζί με αγγλικά, γαλλικά πολεμικά εισήλθαν στο λιμάνι της Σεβαστούπολης, όπου κατέσχεσαν ως λείες πολέμου ορισμένα ρωσικά πολεμικά, τα οποία είχαν το τελευταίο έτος περάσει κατά διαστήματα από ουκρανικό, σοβιετικό και γερμανικό έλεγχο.

Ένα από αυτά ήταν το τορπιλοβόλο «Ζvonkyy», το οποίο ως R11 είχε βρεθεί υπό γερμανικό έλεγχο χωρίς όμως να χρησιμοποιηθεί λόγω προβλημάτων στις μηχανές του. Το σκάφος είχε ναυπηγηθεί το 1905 και έφερε κύριο οπλισμό από 2 πυροβόλα των 7,5 εκατοστών και δυο τορπιλοσωλήνες των 45 εκατοστών. Το τορπιλοβόλο παραδόθηκε στο αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και ύψωσε την ελληνική σημαία καθώς μας παραχωρήθηκε από τους συμμάχους ως προσωρινή αντικατάσταση του τορπιλοβόλου «Δόξα» που είχε βυθιστεί το 1917 ενώ επιχειρούσε υπό γαλλικό έλεγχο. Επανδρώθηκε στοιχειωδώς με πλήρωμα που μεταφέρθηκε από το «Πάνθηρ» και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1919 οπότε και επέστρεψε στην Κριμαία εντασσόμενο στο στόλο των «Λευκών». Το Δεκέμβριο του 1920 το σκάφος ακολούθησε τα υπόλοιπα πλοία των «Λευκών» στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν του ασύλου που τους παραχώρησε η Γαλλία παροπλίστηκε στη Bizerta της Τυνησίας. Παρέμεινε εκεί μέχρι που διαλύθηκε το 1930 στη Γαλλία.

Το μόνο πλοίο που κρατήθηκε ως λεία πολέμου κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένα αυστριακό εμπορικό ρυμουλκό το οποίο βρισκόταν ημιβυθισμένο στη Σούδα. Το σκάφος ανελκύστηκε το 1918 και εντάχθηκε στο Π.Ν. λαμβάνοντας το όνομα «Μίλων».

Όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Σμύρνη, στις 2 / 15 Μαΐου 1919, στο λιμάνι της βρέθηκαν ορισμένα σκάφη του τουρκικού στόλου τα οποία δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν: η κανονιοφόρος «Hizir Reis», η ναρκοθέτιδα «Νusret», η ακτοφυλακίδα «Νο.14» και ένα μεταγωγικό. To «Nusret» και το μεταγωγικό απελευθερώθηκαν μετά από λίγες εβδομάδες, αλλά τα δυο άλλα πλοία κρατήθηκαν. Το πιο σημαντικό σκάφος ήταν η κανονιοφόρος «Hizir Reis», ναυπηγημένη το 1912 από τα γαλλικά ναυπηγεία Chantiers & Ateliers de St.Nazaire, με διαστάσεις 54,5 x 8,2 μέτρα και εκτόπισμα 503 τόνων. Το σκάφος κατασχέθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις αλλά δεν εντάχθηκε στο Στόλο. Το 1922 επεστράφη στο τουρκικό Π.Ν. το οποίο συνέχισε να υπηρετεί μέχρι τον παροπλισμό του το 1952. Το 1958 το σκάφος εκποιήθηκε και μετετράπη σε φορτηγό πλοίο.


Καρτ ποστάλ της Σμύρνης με το «Hizir Reis» αριστερά.
Δεξιά εικονίζεται το τροχήλατο επιβατηγό «Ακρόπολις»
και στο βάθος ένα ιταλικό θωρηκτό τύπου
«Cavour». ΦΩΤΟ: ΝΕ

Έκλεισε τη σταδιοδρομία του μάλλον άδοξα, όταν στις 4 Απριλίου 2000 και με το όνομα «Νικτάτ», εξώκειλε στον Κρότωνα της Ιταλίας ενώ μετέφερε 300 παράνομους μετανάστες.

Στο τέλος του Β´ Παγκοσμίου περί τα είκοσι πέντε πετρελαιοκίνητα καταλήφθηκαν σε ελληνικά λιμάνια και περιήλθαν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου ως λείες πολέμου. Τα περισσότερα εκποιήθηκαν σε ιδιώτες πλην ορισμένων που χρησιμοποιήθηκαν από οργανισμούς και υπηρεσίες του Δημοσίου αλλά χωρίς κάποιο να ενταχθεί στο Π.Ν. Τα πιο πολλά από αυτά τα σκάφη ήταν ξύλινα και μικρά αλλά υπήρχαν και ορισμένα σιδηράς κατασκευής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ένα ιταλικό ιστιοφόρο που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στην Ακτή Τζελέπη του Πειραιά, άνευ μηχανής και ιστίων. Το εκτοπίσματος 263 τόνων και διαστάσεων 38 x 8 μέτρων ξύλινο σκάφος περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο ως λεία πολέμου και ονομάστηκε «Ελπίς».

Το 1948 εκποιήθηκε σε ιδιώτες και μετονομάστηκε «Κάρπαθος». Βυθίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1960 λόγω εισροής υδάτων, βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέχα. Μια άλλη περίπτωση ήταν αυτή ενός ξύλινου πετρελαιοκίνητου ιστιοφόρου, το οποίο έφερε το διακριτικό αριθμό «802» και υπηρέτησε το Βουλγαρικό Ναυτικό στην κατεχόμενη ζώνη της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Το εκτοπίσματος 108 τόνων και διαστάσεων 27,4 x 6,7 μέτρων σκάφος, μετονομάστηκε «Έβρος» και παρέμεινε στην ιδιοκτησία του ελληνικού Δημόσιου μέχρι το 1948 οπότε και εκποιήθηκε σε ιδιώτες. Διαλύθηκε στη Λαζαρέττα της Σύρου το 1972.

Από τα λίγα ατμόπλοια που κυριεύτηκαν κατά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ήταν το ιταλικό ναυαγοσωστικό «Cyclops», ναυπήγησης 1905 στη Σκωτία. Το σκάφος διατέθηκε στη νεοσύστατη Διεύθυνση Θαλασσίων Μεταφορών για να ενισχύσει τις ακτοπλοϊκές μεταφορές. To «Κύκλωψ» εκποιήθηκε το 1951 σε ιδιώτες και ως «Νίκος» και κατόπιν ως «Ιτέα» συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι το 1976 οπότε και διεγράφη από το Lloyd’s Register.

Ανάμεσα στα συντρίμμια που άφησαν οι Γερμανοί μετά την αποχώρησή τους από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας, βρέθηκαν και μερικά μικρά σκάφη που μπορούσαν να χρησιμεύσουν στο υπό ανασύσταση Πολεμικό Ναυτικό. Ένα από αυτά ήταν ένα μικρό βοηθητικό σκάφος το οποίο αναφέρεται σε πηγές ως ένα πρώην ιταλικό επιβατηγό, το οποίο είχε πέσει στα χέρια των Γερμανών, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το Σεπτέμβριο του 1943. Εκτιμάται ότι το σκάφος ήταν το 91 κ.ό.χ. ρυμουλκό «Nino Chiesa» ναυπήγησης 1912, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως ναρκαλιευτικό στο Αιγαίο και είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς στη Σύρο.

Κατά τη φυγή τους τον Οκτώβριο του 1944 οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το σκάφος, το οποίο επισκευάστηκε και εντάχθηκε στο Π.Ν. ως «Κίσσα».

Χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προσωπικού από το Πέραμα προς το Ναύσταθμο Σαλαμίνος, μέχρι το 1956. Από αυτό το σκάφος παρέμεινε εθιμικά η ονομασία «Κίσσα» για όλα τα σκάφη που εκτελούν αυτό το δρομολόγιο.

Δύο άλλα σκάφη που περιήλθαν στο ελληνικό Π.Ν. ως λείες πολέμου ήταν δυο γερμανικές ακτοφυλακίδες 70 τόνων, γαλλικής ναυπήγησης.


Η γερμανική ακτοφυλακίδα «GA.70», πρώην γαλλικό
«Petrel 1». ΦΩΤΟ: ΝΕ

Πιθανότατα ήταν τα σκάφη «GA.70» και «GA.71» τα οποία είχαν αρχικά ναυπηγηθεί στη La Ciotat της Γαλλίας το 1933 ως πλοία υποστήριξης υδροπλάνων με τα ονόματα «Petrel 1» και «Petrel 6» αντίστοιχα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του Vichy, το Νοέμβριο του 1942, είχαν περιέλθει σε γερμανικό έλεγχο και είχαν ενταχθεί στον στολίσκο ακτοφυλακής της Αττικής. Το ένα βρέθηκε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνος και μετονομάστηκε «Θάσος» ενώ το άλλο [3] μετονομάστηκε «Αστυπάλαια» και το καθένα έφερε οπλισμό από 2 πυροβόλα των 20 χιλιοστών. Σύντομα όμως, το 1948, παροπλίσθηκαν.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 η γερμανική υδροφόρα «Dresden» απέπλευσε από τον Πειραιά με προορισμό τη Λέρο, ωστόσο βρέθηκε να πλέει κοντά στη Χίο όπου και εντοπίστηκε από τη βρετανική ακταιωρό «ML 836», στην οποία και παραδόθηκε αμαχητί. Το «Dresden» είχε ναυπηγηθεί το 1938 στο Αμβούργο για τη μεταφορά κατεψυγμένων ψαριών, είχε εκτόπισμα 311 τόνων και έφερε μια ντιζελομηχανή 250 ίππων που το κινούσε με ωριαία ταχύτητα 9 μιλίων. Το 1942 είχε χρησιμεύσει για τη μεταφορά καυσίμων προς την κατεχόμενη Κρήτη. Μετά την αιχμαλωσία, το σκάφος μετονομάστηκε «Islay» και εντάχθηκε στη βάση της βρετανικής ακτοφυλακής της Χίου. Το σκάφος θεωρήθηκε βρετανική λεία πολέμου αλλά στις 21 Μαΐου 1946 παραδόθηκε στο ελληνικό Π.Ν. λαμβάνοντας το όνομα «Κρόνος». Χρησίμευσε κυρίως για μεταφορές βενζίνης ως ανεφοδιαστικό του στολίσκου ναρκαλιευτικών και αργότερα έλαβε το διακριτικό «Α-373». Μετετράπη σε πετρελαιοφορτηγίδα τον Ιανουάριο του 1979 λόγω παλαιότητας της μηχανής του και παροπλίστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1991.

Στον άλλοτε ιταλική βάση στο Λακκί της Λέρου, βρέθηκαν μετά το πέρας του πολέμου οι ιταλικές υδροφόρες «Αdda» και «Nera». Και οι δυο είχαν ναυπηγηθεί το 1913-14 στα ναυπηγεία Soc. Esercizio Bacini της Riva Trigoso. Είχαν εκτόπισμα 280 τόνων και διαστάσεις 32 x 6 μέτρα ενώ μια μηχανή 170 ίππων τα κινούσε με ταχύτητα 8 μιλίων/ώρα. Κατά την παράδοση της Λέρου στους Γερμανούς, στις 16 Νοεμβρίου 1943, τα δυο σκάφη εγκαταλείφθηκαν στο Λακκί. Το «Nera» είχε ήδη σημαντικές ζημιές που του προκάλεσε γερμανική αεροπορική επιδρομή στις 5 Οκτωβρίου 1943. Τα δυο σκάφη περιήλθαν στο Π.Ν. και ύψωσαν την ελληνική σημαία το 1948, με το «Nera» να παίρνει το όνομα «Στυμφαλία», ενώ το «Adda» μετονομάστηκε «Καλλιρόη». Η υδροφόρος «Καλλιρόη» υπηρέτησε το στόλο ως το 1965, ενώ η «Στυμφαλία» που αργότερα έλαβε το διακριτικό «Α-472» παροπλίστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1976 και βυθίστηκε ως στόχος στις 18 Σεπτεμβρίου 1978, στο πεδίο βολής Αλεποχωρίου.

Μια άλλη ιταλική υδροφόρα, η «G.R.S. 214», ναυπηγημένη το 1941 και εκτοπίσματος 120 τόνων, ναυλοχούσε στην Πρέβεζα όπου καταλήφθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις το Σεπτέμβριο του 1943. Κατά την αποχώρηση τους, παρέδωσαν το σκάφος στη δημοτική αρχή, η οποία με τη σειρά της το παρέδωσε το Νοέμβριο του 1944 στο Πολεμικό Ναυτικό. Αρχικά το διαστάσεων 27,55 x 5,12 μέτρων σκάφος ονομάστηκε «Πάνθηρ» και χρησίμευσε για τον εφοδιασμό των πλοίων στο Ναύσταθμο Κρήτης. Η μηχανή Ansaldo των 90 ίππων αντικαταστάθηκε από μια μηχανή που απέδιδε 250 ίππους, αλλά η υπηρεσιακή ταχύτητα της υδροφόρου παρέμεινε στα 6 μίλια/ώρα. Τον Ιούνιο του 1952 το σκάφος μετονομάστηκε σε «Υλίκη» προκειμένου να απελευθερώσει το όνομα για ένα εκ των τεσσάρων αντιτορπιλικών τύπου Cannon που παρέλαβε τότε το Π.Ν. Τον Απρίλιο του 1979 εξαιτίας της παλαιότητας της μηχανής του, το «Υλίκη» μετατράπηκε σε φορτηγίδα πόσιμου νερού.


Ιταλική υδροφόρα τύπου GRS, του ιδίου τύπου με το μετέπειτα «Προμηθεύς» (συλλογή Marco Ghiglino). ΦΩΤΟ: ΝΕ

Στις 23 Ιουνίου 1945 ύψωσε την ελληνική σημαία το πετρελαιοφόρο «Marianne», το οποίο επίσης ήταν λεία πολέμου. Εκτιμάται ότι το σκάφος είχε ναυπηγηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’30 στην Ιταλία ως υδροφόρα τύπου «G.R.S. 171» [4]για τις ανάγκες του ιταλικού Π.Ν. και είχε περιέλθει στη γερμανική κατοχή μετά το Σεπτέμβριο του 1943, οπότε και μετονομάστηκε «Marianne». Το σκάφος είχε σκοπίμως βυθιστεί τον Οκτώβριο του 1944 από τους Γερμανούς, κατά την αποχώρησή τους από τον Πειραιά, για να παρεμποδίσουν τη χρήση του λιμένος. Αφού ανελκύστηκε και επισκευάστηκε, εντάχθηκε στο Π.Ν. ως «Προμηθεύς» και αργότερα έλαβε τον διακριτικό αριθμό «Α-374». Το πλοίο είχε χωρητικότητα 500 τόνων, διαστάσεις 38,48 x 7,7 μέτρα και έφερε μια πετρελαιομηχανή η οποία το κινούσε με οικονομική ταχύτητα 5 μιλίων και μέγιστη 7. Χρησίμευσε για τον εφοδιασμό πλοίων και υπηρεσιών εντός των ναυστάθμων Σαλαμίνος και Κρήτης, μέχρι τον παροπλισμό του στις 12 Ιουλίου 1998. Με την πράξη αυτή έκλεισε το κεφάλαιο των σκαφών που υπηρέτησαν στο Πολεμικό Ναυτικό έχοντας κυριευτεί ως λεία πολέμου.
http://perialos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_25.html
 

Βιβλιογραφία:

Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες 1900-1950, Finatec Α. Ε., 2000.
Εφημερίδα Σημαία, 1912-1922
Μανωλάς Σταμάτης, Περί των δικαστηρίων Λειών Πολέμου, περιοδικό Ναυτική Ελλάς, 1955
Ημερολόγιο Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού
Νηολόγιο Πειραιώς
Almanacco Storico delle Navi Militari Ialiane 1961-1995, USMM, 1996
Langenspiepen Bernd & Guleryuz Ahmet, Τhe Ottoman Steam Navy 1828-1923, Conway, London, 1995.
Paul Halpern, The Mediterranean Fleet 1919-1929, Ashgate, 2011.
Lloyd’s Register

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Την ίδια περίοδο το τουρκικό Π.Ν. διέθετε και το καταδρομικό HAMIDIYE που έγινε γνωστό για την επιδρομική αποστολή του σε Αιγαίο και Ιόνιο.
[2] Επρόκειτο για τα αυστριακά «Meran» και «Karlobat», για τα γερμανικά «Αegina», «Merano» και «Euripos», για το γαλλικό «Crimè», για το βελγικό «Zonesia» και για το βρετανικά «Neva» και «Ismailiya».
[3] Καθώς το «GA.70» βυθίστηκε τον Ιανουάριο του 1944 στον Πειραιά κατά τη διάρκεια συμμαχικού βομβαρδισμού, εκτιμάται πως αυτό μετανομάστηκε σε «Αστυπάλαια» αφού ανελκύστηκε και επισκευάστηκε.
[4] Πιθανότατα το σκάφος να ήταν ένα εκ των «G.R.S. 174» και «G.R.S. 176» ναυπηγηθέντα στη Riva Trigoso.


Το Περί Αλός προτείνει:

Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΙΟΝΙΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ. Πιέσατε ΕΔΩ

 

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ ΕΠΤΑ ΝΕΑΡΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ Β΄ΜΕΡΟΣ



Β΄ΜΕΡΟΣ

Περί Αλός

Υπό Αντιναυάρχου ε.α. Π. Κονιάλη

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ της Ναυτικής Ιστορίας»,
τ. 72, σ. 14, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, ΙΟΥΛ-ΣΕΠ 2010.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.

 

…συνέχεια από το Α΄ΜΕΡΟΣ

Από την ημέρα εκείνη συνεχίσθηκαν σχεδόν καθημερινά οι μεσημεριανές αποστολές ταψιών, προς υψίστην μας ικανοποίηση και ενθουσιασμό. Τόση δε ήταν η προσμονή και αγωνία μας για την άφιξη του περιπόθητου ταψιού, που από τις 11 το πρωί αρχίζαμε βάρδιες «οπτήρος» από το σχιστό παραθυράκι του κελιού μας για να εντοπίσουμε τον συμπαθέστατο πιτσιρίκο μόλις ενεφανίζετο στον απέναντι δρόμο, ενώ οι υπόλοιποι περνάγαμε ανυπόμονοι την ώρα μας, με χίλιες - δύο εικασίες για την σύνθεση των αναμενόμενων εδεσμάτων.

Ξαναδιαβάζοντας αυτές τις τελευταίες γραμμές βλέπω ότι αφιέρωσα πολύ χώρο στο πρόβλημα του φαγητού. Η αλήθεια όμως είναι ότι απ’ όλες τις κακουχίες και στερήσεις που υπέστημεν στην φυλακή, η μεγαλύτερη κι εντονότερη ήταν η ακατασίγαστη πείνα, που επιδρούσε περισσότερο όχι μόνο στην σωματική αλλά και στην ηθική μας αντοχή. Γι αυτό και η βοήθεια που μας προσέφερε την κρίσιμη εκείνη εποχή η συμπαθεστάτη Iταλιδούλα θεία μου ήταν αποφασιστική, τόσο για να «στυλωθούμε» όσο και για ν’ αντιμετωπίσουμε θαρραλέα τις συνεχιζόμενες εξαντλητικές ανακρίσεις των Ιταλών, που επέμεναν ν’ ανακαλύψουν διασυνδέσεις μας με «ξένες» μυστικές υπηρεσίες ή υποβρύχια «φαντάσματα» κλπ.

Άλλο –μικρότερο βέβαια– πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν το της εμφανίσεώς μας. Όπως ήταν φυσικό, μετά από τόσο καιρό απλυσιάς και αξυρισιάς, τα μαλλιά μας, είχαν φθάσει στους ώμους μας, τα γένια μας είχαν πάρει διαστάσεις καλογήρων, και οι απανταχού παρούσες ψείρες μας είχαν κυριολεκτικά τρελάνει με τα τσιμπήματά τους. Έτσι, είχαμε καταντήσει κι εμείς λίγο τεμπέληδες και μετά από τόσο καιρό στις φυλακές είχαμε αρχίσει να παραμελούμε την εμφάνισή μας.

Το κακό όμως παράγινε όταν μια ημέρα που μας περνούσαν από την κεντρική πλατεία της Τρίπολης, καθ’ οδόν προς την ιταλική διοίκηση για ανάκριση, μερικοί χαζεύοντες συμπατριώτες μας, μας γιουχάισαν, νομίζοντας πως είμαστε μαυραγορίτες.

Μετά το επεισόδιο αυτό, κόψαμε όσο μπορούσαμε τα μαλλιά και τα γένια μας μ’ ένα ψαλίδι που μας δάνεισαν κρυφά οι φύλακές μας, πλυθήκαμε όπως- όπως με το κατεψυγμένο νερό της φυλακής και όταν βγαίναμε γι’ ανάκριση, φορούσαμε τους ναυτικούς επενδύτες και τις αρβύλες της σχολής, με τα «σιδερένια» τακούνια και βαδίζαμε με κανονικό στρατιωτικό βηματισμό, σαν να πηγαίναμε παρέλαση.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της αλλαγής σκηνικού ήταν εκπληκτικό! Οι Τριπολιτσιώτες, που -ποιος λίγο ποιος πολύ- είχαν μάθει για την παρουσία επτά ηρωικών δοκίμων στις φυλακές, μας ανεγνώρισαν αμέσως και, παρά την έντονη παρουσία των στρατευμάτων κατοχής, δεν δίστασαν να μας χειροκροτήσουν και να μας επευφημήσουν.
Όπως το περιμέναμε, μετά τις εκδηλώσεις αυτές, οι μεταγωγές μας στην Commandatura γινόντουσαν είτε πρωί-πρωί, που ήταν έρημοι οι δρόμοι, είτε με «κουκουλωμένο» φορτηγό.

Με αυτά και πολλά άλλα, που θα έπαιρναν πολλές σελίδες για να περιγράψω, πέρασαν οι δύο μήνες στην Τρίπολη και ήρθε η μεγάλη ημέρα της δίκη μας. Οι
Ιταλοί, λόγω θεατρινίστικης ιδιοσυγκρασίας αλλά και για να εντυπωσιάσουν τους νέους «υπηκόους» τους, προσέδωσαν ιδιαίτερη λαμπρότητα κι επισημότητα στην όλη αυτή υπόθεση, σαν να επρόκειτο για συγκλονιστική δίκη μεγάλων κατασκόπων κι όχι για επτά ασήμαντα νεαρά δοκιμάκια που, απλά, ήθελαν να το σκάσουν για τη Μέση Ανατολή.

Η μεγάλη αίθουσα του στρατοδικείου ήταν ειδικά διακοσμημένη με όλα τα σύμβολα του Ιταλικού μεγαλείου, με προεξέχουσα θέση (πίσω από τον πρόεδρο) δοσμένη σε μια τεράστια χρυσοποίκιλτη εικόνα του λιλιπούτειου φαιδρού βασιλιά Vittorio-Emmanuele.
Γύρω-γύρω ήταν παρατεταγμένοι καραμπινιέροι με τις μεγάλες τους στολές, με την χαρακτηριστική κόκκινη φούντα στα «Ναπολεόντεια» καπέλα τους, ενώ οι πέντε βλοσυροί στρατοδίκες, μ’ επικεφαλής ολόκληρο συνταγματάρχη, μας κοίταζαν με παγερά βλέμματα από την ψηλή έδρα τους. Απέναντί μας καθόταν ο αντισυνταγματάρχης «Βασιλικός Επίτροπος» που με την μπέρτα που φορούσε και το σουβλερό μουσάκι που έτρεφε έμοιαζε να είχε βγει από μεσαιωνικό πίνακα του Βελάσκεζ.
Κοντά στο εδώλιο των κατηγορουμένων καθόταν ένας άγνωστος σε μας νεαρός υπολοχαγός με αστραφτερές μπότες, που –όπως μας εξήγησαν– θα ήταν o συνήγορός μας.

Η όλη θεατρινίστικη αυτή εικόνα συμπληρωνόταν από το πολυπληθές ακροατήριο που, κατά περίεργο τρόπο, οι Ιταλοί είχαν επιτρέψει –ή μάλλον είχαν «επιδιώξει»– να παραστεί στη δίκη. Μεταξύ των παρόντων διακρίναμε τους δύο μπαμπάδες, την χαριτωμένη θεία μου και μερικούς άλλους Τριπολιτσιώτες που γνωρίζαμε «εξ όψεως» από τις συχνές διελεύσεις μας από τους δρόμους της Τρίπολης.

Η διαδικασία άρχισε με την καθημερινή «διακήρυξη» του προέδρου, της οποίας τα πρώτα στομφώδη λόγια ήταν: “Al nome del re dItalia di Lybia di Albania, Imperatore di Etiopia” κλπ. Στην μέση όμως της απαγγελίας αυτής ο βλοσυρός πρόεδρος κοντοστάθηκε κι άρχισε ψιθυριστές διαβουλεύσεις με τον βασιλικό επίτροπο, ο οποίος, κατακόκκινος από το θυμό του, κατακεραύνωνε με χείμαρρο ιταλικών τον ταλαίπωρο συνήγορό μας.

Όπως, με τα πολλά, μας εξήγησαν, κατά την εκφώνηση του ονόματος του βασιλιά-αυτοκράτορα έπρεπε να είχαμε χαιρετίσει κατά τον φασιστικό τρόπο, με υψωμένο το χέρι. Προσέθεσαν ότι με την παράλειψή μας αυτή δείξαμε ασέβεια προς το πρόσωπο του ανωτάτου άρχοντα και ότι η όλη διαδικασία θα επαναλαμβανόταν από την αρχή.

Ανταλλάξαμε μερικές ματιές μεταξύ μας και απαντήσαμε ότι «εμείς δεν χαιρετάμε, ούτε πρόκειται να χαιρετίσουμε κατ’ αυτό τον τρόπο».

Όπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση μας αυτή έκανε -όπως λένε- αίσθηση στο δικαστήριο. Οι μεν στρατοδίκες μας κατακεραύνωναν με απειλητικές ματιές, ενώ το ακροατήριο μας θαύμαζε. Τελικά, βλέποντας ότι τα πράγματα οδηγούντο προς ρήξη (που ασφαλώς θα κατέληγε σε βάρος μας ) βάλαμε λίγο νερό στο κρασί μας και αναθέσαμε στον «Μακιαβέλι» και δικολάβο Νίκο Οικονόμου, που ήξερε και λίγα ιταλικά, να καθησυχάσει τα πνεύματα δηλώνοντας πως δεν είχαμε καμιά πρόθεση να δείξουμε ασέβεια προς τις ιταλικές αρχές αλλά ο κανονισμός μας, που ισχύει ακόμα αφού είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου, προβλέπει για χαιρετισμό υπό σκέπην την λήψη της στάσεως της προσοχής, την οποία και είχαμε λάβει αφού σταθήκαμε όρθιοι.

Επακολούθησαν ζωηρές διαβουλεύσεις μεταξύ στρατοδικών και βασιλικού επιτρόπου, ο οποίος διεκρίνετο από το μαύρο πουκάμισο που φορούσε ότι έπρεπε να ήταν φανατικός φασίστας, και που φαινόταν να ζητάει τουλάχιστον την «κεφαλήν μας επί πίνακι».

Τελικά, επεκράτησαν ωριμότερες σκέψεις κι ο πρόεδρος, χωρίς ν’ απαντήσει στην δήλωσή μας, επανέλαβε την διακήρυξή του από την αρχή, εμείς σηκωθήκαμε απλώς όρθιοι –όπως κι όλοι οι άλλοι παριστάμενοι– και το επεισόδιο εθεωρήθη λήξαν. Μετά ταύτα, ο γραφικός βασιλικός επίτροπος άρχισε την εκφώνηση του κατηγορητηρίου που –γι’ άγνωστο λόγο- ήταν ολόκληρο κατεβατό. Όταν τελείωνε δε την απαγγελία κάθε επί μέρους κατηγορίας, απευθυνόταν στον συνήγορο μας και τον ρωτούσε αν έχει τίποτα να πει. Αυτός ο ταλαίπωρος υπολοχαγίσκος, που σ’ όλη τη δίκη φαινόταν να τα ’χει χαμένα, πεταγόταν σαν ελατήριο από την καρέκλα του, χτυπούσε τα καλογυαλισμένα τακούνια του, κι απαντούσε στερεότυπα μ’ ένα “niente”.

Η επανάληψη αυτής της φαρσο-κωμωδίας είχε αρχίσει να προκαλεί θυμηδία στο ακροατήριο, οπότε, σε μια στιγμή, μετά ένα ιδιαίτερα ηχηρό “niente”, ακούγεται η φωνή του Νικολάκη Συξέρη να λέγει στον συνήγορο: «...μίλα ρε χρυσόστομε!!!».
Τελικά, ο πρόεδρος φαίνεται ν’ αντελήφθη πως για να διατηρήσει την «καλή εικόνα» της δίκης, καλό θα ήταν να ρωτήσει κατ’ ευθείαν και μας, τους άμεσα ενδιαφερόμενους, αν έχουμε τίποτα να πούμε. Εμείς, βέβαια, έχοντες ακόμα νωπές τις οδυνηρές εμπειρίες από εμπλοκές με υποβρύχια - φαντάσματα και ανύπαρκτες μυστικές υπηρεσίες, περιοριστήκαμε να επαναλάβουμε την στερεότυπη σύντομη δήλωση ότι: «Σύμφωνα με την ηθική υποχρέωση που έχει κάθε αιχμάλωτος πολέμου να προσπαθήσει να δραπετεύσει – όπως τούτο αναγνωρίζεται ρητώς από το διεθνές δίκαιο πολέμου –προσπαθήσαμε μόνοι μας να διαφύγουμε προς την Μέση Ανατολή για να επανενταχθούμε στις ένοπλες δυνάμεις».

Σημειωτέον ότι αυτά τα δικολαβικά επιχειρήματα μας τα είχε δασκαλέψει καλά ένας από τους Ιταλούς ανακριτές μας που μας είχε ιδιαίτερα συμπαθήσει. Ήταν έφεδρος υπολοχαγός, πρώην αρχιτέκτων από το Μιλάνο, και ονομάζετο Palomba (τουτέστιν, Ελληνιστί, = περιστέρης). Τόσο δε ήταν το ενδιαφέρον του για την τύχη μας, που καθόταν με τις ώρες και ξεσκάλιζε μπροστά μας, τα διάφορα νομικά βιβλία για να βρει ελαφρυντικά επιχειρήματα που θα ταίριαζαν στην περίπτωσή μας.

Άλλο ένα δείγμα, κι αυτό, της ανθρωπιάς των περισσότερων Ιταλών.


Ξέχωρα από τους 7 συνεργάστηκαν στενά οι:
Κύρος Κουμανάκος (α) και Βασίλης Μητσάκος (β).
ΦΩΤΟ: Περίπλους. ΕΠΕΞ: Περί Αλός.

Παρ’ όλα όμως αυτά τα επιχειρήματα μας και την μάλλον καλή εντύπωση που κάναμε στην δίκη, η τύχη μας ήταν προφανώς προαποφασισμένη. Έτσι χωρίς άλλα χασομέρια, ο πρόεδρος, μετά από σύντομες δήθεν διαβουλεύσεις με τους στρατοδίκες, μας κήρυξε παμψηφεί ενόχους και μας κατεδίκασε επιεικώς, τους μεν μεγαλύτερους σε ηλικία (Οικονόμου και Λύττα) σε 8μηνη φυλάκιση, τους δε άλλους πέντε μικρότερους σε 6μηνη φυλάκιση. Αυτό σήμαινε ότι μετά την αφαίρεση των 4 μηνών που είχαμε ήδη περάσει υπό προφυλάκιση, μας έμεναν λίγοι μόνο ακόμη μήνες για να εκτίσουμε όλη την ποινή μας.

Μόλις γυρίσαμε στην φυλακή, μάθαμε ότι την άλλη κιόλας ημέρα θα φεύγαμε με τραίνο για την Αθήνα, με προορισμό τις φοβερές φυλακές Αβέρωφ.

Το πρώτο εκείνο βράδυ της επιστροφής μας στην Αθήνα (θα ήταν αρχές Μαρτίου του 1942) το περάσαμε, όπως -όπως, στα άδεια και κατεψυγμένα γραφεία του τμήματος, προσπαθώντας να βολευτούμε πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες. Εκεί κάπου ανακαλύψαμε κι ένα ξεκλείδωτο τηλέφωνο κι αμέσως αποκαταστήσαμε επαφή με φίλους και φιλενάδες. Την άλλη μέρα, πάντως, οι πολύ εξυπηρετικοί και πρόθυμοι χωροφύλακες, υπό την καθοδήγηση του συμπαθούς μας και γραφικού διοικητού τους ταγματάρχου Πολύκαρπου (πάντα ντυμένου με άψογη στολή και καλογυαλισμένες μπότες) μας μετέφεραν σ’ έναν ευρύχωρο θάλαμο, στο δεύτερο πάτωμα ενός ξεχωριστού οικίσκου που χρησιμοποιείτο ως θεραπευτήριο. Εκεί μας εγκατέστησαν επτά ράντσα, με όλα τα λοιπά χρειώδη, κι έτσι, για πρώτη φορά μετά την σύλληψή μας στο Γύθειο βρεθήκαμε σ’ ένα σχετικά άνετο και καθαρό περιβάλλον.

Για μεγάλη μας τύχη, διοικητής της χωροφυλακής στην Αθήνα ήταν ο συνταγματάρχης Ντάκος, πατέρας του συμμαθητού μας Τάσου Ντάκου, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να μας βοηθήσει παντοιοτρόπως. Μια δε από τις μεγαλύτερες εξυπηρετήσεις που μπορούσε να μας κάνει ήταν ότι ρύθμισε, την άλλη μέρα κιόλας, να πάμε για μερικές ώρες στα σπίτια μας, αφού δώσαμε τον λόγο μας ότι θα γυρίσουμε έγκαιρα στο τμήμα.

Η χαρά μου όταν, μετά τόσες περιπέτειες και κακουχίες, πάτησα πάλι το πόδι στο κατώφλι του σπιτιού μας, δεν περιγράφεται!

Η πρώτη, βέβαια, μέριμνα ήταν να κληθεί ο κουρέας της γειτονιάς, που μετά από ένα γενναίο κούρεμα και ξύρισμα μ’ επανέφερε κάπως στην κανονική μου όψη. Επακολούθησε καυτό μπάνιο, με πολλά χέρια σαπουνάδας και άλλων παρασκευασμάτων για να εκδιωχθούν οι ψείρες, μετά απήλαυσα το σπιτικό φαγητό που τόσο πολύ ονειρευόμουνα στη φυλακή και που με τόσους κόπους και δυσκολίες – λόγω κατοχής - είχε κατορθώσει να ετοιμάσει η μητέρα μου.

Όταν ολοκληρώθηκαν οι σπιτικές αυτές περιποιήσεις και καθίσαμε με τους γονείς μου να τα πούμε, περίμενα, με ιδιαίτερη ανησυχία, να τ’ ακούσω για τα καλά για την μυστική μου δραπέτευση και για όλες τις ταραχές και αγωνίες που τους έβαλα.

Περιέργως, δεν μου είπαν απολύτως τίποτα, ούτε που έκαναν κουβέντα για το πως και γιατί το έσκασα κρυφά από το σπίτι.

Όπως αργότερα κατάλαβα, από ανταλλαγές αναλόγων εμπειριών με τους υπόλοιπους της παρέας, και οι άλλοι γονείς ετήρησαν την ίδια στάση, πράγμα που αποδείκνυε ότι θα ήταν όλοι συνεννοημένοι για ν’ ακολουθήσουν την ίδια φρόνιμη τακτική.

Έτσι, επιστρέψαμε όλοι την ίδια ημέρα, στο τμήμα Μεταγωγών, αγνώριστοι από τους ευπρεπισμούς και τα πλυσίματα, έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε όσα φοβερά και τρομερά είχαμε ακούσει για τις φυλακές Αβέρωφ.

Οι μέρες όμως περνούσαν και, προς μεγάλη μας αγαλλίαση, δεν βλέπαμε να γίνεται καμία κίνηση για την μεταγωγή μας.
Όπως σύντομα μάθαμε, οι σύντονες ενέργειες που είχαν αναλάβει οι γονείς μας προς πάσαν κατεύθυνσιν είχαν τελεσφορήσει, με αποτέλεσμα να σκαλώσουμε μονίμως στο τμήμα Μεταγωγών, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε επί τους παρόντος χώρος για μας στις φυλακές Αβέρωφ, και να περάσουμε εκεί τους υπόλοιπους μήνες της ποινής μας.

Κατόπιν τούτου, οργανώσαμε ωραία και καλά την ζωή μας στον ευρύχωρο θάλαμό μας, όπου μας έφερναν και κάθε μεσημέρι φαγητό από το ναυτικό νοσοκομείο, που είχε τότε εγκατασταθεί προσωρινά σε κάποια κλινική της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Κάθε εβδομάδα είχαμε και επισκεπτήριο κατά το οποίο, εκτός από τους γονείς μας, ερχόντουσαν τακτικά και μας επισκέπτοντο ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι φίλοι και φίλες.

Σε μια απ’ αυτές τις επισκέψεις, είχε έρθει κι ο μακαρίτης συμμαθητής μας Αιμίλιος Σβώλος, ο οποίος –όπως πάντα καλά οργανωμένος– είχε φέρει μαζί του ένα φορητό pick-up κι αρκετές πλάκες γραμμοφώνου με χορευτικούς ρυθμούς της εποχής. Αμέσως, με την ένθερμη συμμετοχή και των κοριτσιών που συνόδευαν τον Αιμίλιο, στήθηκε αυτοσχέδιο party και υπό τους ήχους των tango, blues και swing, το ρίξαμε σε τρελό χορό.
Εκείνη την ώρα διάλεξαν να μας επισκεφθούν και μερικοί από τους γονείς μας, οι οποίοι μόλις άνοιξαν την πόρτα του θαλάμου και είδαν το γλέντι που γινόταν, την ξανάκλεισαν διακριτικά και απήλθαν.

Από τότε, κι επί πολλά χρόνια, είχαν να μας το λένε ότι ενώ αυτοί, πάντα ανήσυχοι για την μελλοντική μας τύχη, ήρθαν να μας δώσουν κουράγιο, αντ’ αυτού μας είδαν να ξεφαντώνουμε.

Για να εξηγούμεθα, όλα βέβαια δεν ήταν τόσο ρόδινα όπως τα περιγράφω στο κατάλυμά μας αυτό του τμήματος μεταγωγών. Εκείνη την εποχή (χειμώνας του ’42) η πατρίδα μας περνούσε τη χειρότερη περίοδο κατοχής, κατά την οποία η ακατασίγαστη πείνα, το ιδιαίτερα δυνατό κρύο που έκανε εκείνο το χειμώνα και οι τόσες άλλες στερήσεις και κακουχίες έκαναν κυριολεκτικά θραύση ανάμεσα στον ταλαιπωρημένο πληθυσμό.

Το θέαμα μεγάλου αριθμού νεκρών εγκαταλελειμμένων στους δρόμους της Αθήνας είχε γίνει πια καθημερινό, συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ τα καροτσάκια του δήμου που τους περιμάζευαν μόλις προλάβαιναν ν’ απαλλάξουν την πρωτεύουσά μας από τις φρικιαστικές αυτές παρουσίες.

Ένα από τα σημεία περισυλλογής, όπου έφερναν συχνά τους σωρούς αυτών των νεκρών γι’ αναγνώριση και στη συνέχεια προώθηση στα νεκροταφεία, ήταν και το τμήμα Μεταγωγών και μάλιστα ο χώρος όπου εναπόθεταν τα πτώματα ήταν ακριβώς κάτω από τον θάλαμό μας.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όπως οι σανίδες του πατώματος πλάι στο ράντσο μου έχασκαν σε πολλά σημεία, μπορούσα, σκύβοντας, να βλέπω τους αποσκελετωμένους από την πείνα νεκρούς, αραδιασμένους μερικά μέτρα κάτω από εκεί που κοιμόμουνα. Τόση όμως ήταν, την φοβερή εκείνη εποχή, η εξοικείωσή μας με την ιδέα του θανάτου που -ειλικρινά – συνήθισα – αν μπορώ να το πω έτσι – στο φρικαλέο αυτό θέαμα και δεν μου έκανε εντύπωση.


Ο Αντιναύαρχος Πάτροκλος Κονιάλης κατά την απονομή των
θυρεών στους Βετεράνους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σ.Ν.Δ.
στις 29 Νοεμβρίου 2007. ΦΩΤΟ: http://www.sa-snd.gr/f_2007.htm

Αυτή ακριβώς η αντίθεση μεταξύ της φρίκης και του τρόμου που προκαλούσε ο πόλεμος και της υποσυνείδητης αντίδρασης του κόσμου να επιδιώκει, με κάθε τρόπο, να διασκεδάζει για να ξεχνάει τα όσα υπέμενε, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των χρόνων εκείνων της κατοχής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά κι όπου αλλού είχε περάσει η λαίλαπα του πολέμου. Έτσι πέρασε ο καιρός και μπήκε η άνοιξη, οπότε, μίαν ωραίαν πρωίαν - όπως λένε - στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδος, η ήρεμη ζωή μας στο θεραπευτήριο - αναπαυτήριο διακόπηκε ξαφνικά με την άφιξη ενός βλοσυρού Ιταλού λοχαγού, ο οποίος –χωρίς περιστροφές– μας διέταξε να ετοιμασθούμε γι’ αναχώρηση για την Ιταλία, όπου θα μεταφερόμασταν ως όμηροι.

Από καιρό, βέβαια είχαμε μάθει ότι κυρίως οι Γερμανοί και δευτερευόντως οι Ιταλοί είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν ομήρους, σαν απειλή αντιποίνων εναντίων των αντιστασιακών οργανώσεων, που είχαν αρχίσει τότε να κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν πέρασε, όμως, ποτέ από το μυαλό μας ότι θα περιλαμβανόμαστε κι εμείς, τα δοκιμάκια, στο σκληρό αυτό μέτρο.

Ήταν σαν να έπεσε πραγματικός κεραυνός κι από εκεί που κάναμε σχέδια πως θα περνούσαμε ο καλοκαιράκι μας, βρεθήκαμε να ετοιμαζόμαστε για στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Το ίδιο, κιόλας, βράδυ έγινε επείγουσα συγκέντρωση γονέων κι ελήφθησαν αποφάσεις για σύντονες ενέργειες προς όλες τις γνωστές και μη κατευθύνσεις, με την ελπίδα μήπως μεταπεισθούν οι Ιταλοί.

Παράλληλα, αρχίσαμε και τις προετοιμασίες μας για το μακρινό μας ταξίδι προς το άγνωστο. Επιστρατεύτηκαν οι ναυτικοί μας σάκοι, τους οποίους γεμίσαμε με τα προικιά μας και τους παρατάξαμε, σαν τακτικοί δόκιμοι, μπροστά στα ράντσα μας, με αποτέλεσμα το δωμάτιο μας να πάρει την μορφή θαλάμου της Σχολής Δοκίμων.

Κι εκεί που είχαμε πάρει πλέον την απόφαση και περιμέναμε στωικά την αναχώρησή μας, καταστρώνοντας παράλληλα και χίλια-δυο απίθανα σχέδια δραπετεύσεως από το πλοίο που θα μας μετέφερε στην Ιταλία, κατέφθασαν ένα πρωί μερικοί καραμπινιέροι και μας πήγαν, μ’ ένα φορτηγάκι, στην Ιταλική Στρατιωτική Διοίκηση (commando tappa) που ήταν εγκατεστημένη στο κτίριο της γωνίας Αμερικής και Πανεπιστημίου (εκεί που αργότερα ήταν η αντιπροσωπεία της Siemens).

Μετά από μακρά και αγωνιώδη αναμονή, μας οδήγησαν σ’ ένα επιβλητικό γραφείο, όπου ένας κομψός Ιταλός συνταγματάρχης μας έβγαλε ένα λογύδριο, πολύ επαινετικό για τον πατριωτισμό και ηρωισμό μας, και μας ανακοίνωσε ότι οι ιταλικές αρχές, εκτιμώντας αυτή μας την πράξη –έστω κι αν εστρέφετο εναντίον τους– και λαμβάνοντας υπ’ όψη το νεαρόν της ηλικίας μας, απεφάσισαν να μας αφήσουν ελεύθερους.

Μη πιστεύοντας στ’ αυτιά μας ψελλίσαμε τις ευχαριστίες μας, χαιρετίσαμε μ’ ελαφρά υπόκλιση της κεφαλής –κι όχι φασιστικά όπως μας είχαν και πάλι υποδείξει– και απήλθαμε.

Πάντως, έξω από την πόρτα του γραφείου, ο υπασπιστής του Συνταγματάρχου μας διευκρίνισε– με περισσή σαφήνεια κι έμφαση– ότι η απόλυσή μας αυτή και η
ρητή δέσμευσή μας να μην αποπειραθούμε ξανά να δραπετεύσουμε, τελούσε υπό την εγγύηση της ασφάλειας των οικογενειών μας, οι οποίες και θα υφίσταντο τις συνέπειες κάθε τυχόν επαναλήψεως του εγχειρήματός μας.

Όταν πια βγήκαμε στην οδό Αμερικής και οι Ιταλοί σκοποί δεν έκαναν καμία κίνηση για να μας συγκρατήσουν, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, και, για λίγο, τα είχαμε χαμένα. Γρήγορα, όμως, συνήλθαμε και σκορπίσαμε αστραπιαίως (μήπως και μετανιώσουν οι Ιταλοί), τραβώντας, ο καθένας μας, για τη θαλπωρή του σπιτιού του.

Πως έγινε αυτό το θαύμα, ποτέ δεν το έμαθα. Άκουσα, μόνο, ότι μέχρι κι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός συνηγόρησε για την απελευθέρωσή μας, όπως επίσης και ο θείος του Κωστή, ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Άγις Ταμπακόπουλος, που κινήθηκε δραστήρια σε υψηλά επίπεδα.

Κατά βάθος, όμως, τώρα μετά από τόσα χρόνια, τείνω να πιστέψω πως ο πραγματικός λόγος της απρόσμενης μεταστροφής των Ιταλών πρέπει ν’ αναζητηθεί και στην αιώνια cherchez la femme.

Όσο μυθιστορηματική κι αν φαίνεται αυτή η άποψη, νομίζω ότι επιβεβαιώνεται από το παρακάτω περιστατικό: Ένα μήνα περίπου μετά την απελευθέρωσή μας, η μητέρα μου, αφού μ’ έπεισε να βάλω τα καλά μου, με πήρε από το χέρι και, χωρίς πολλές εξηγήσεις, μου είπε ότι θα επισκεφθούμε κάποιο πρόσωπο, στο οποίο οφείλουμε πολλά.

Επήγαμε σ’ ένα διαμέρισμα κάποιας πολυκατοικίας σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, το οποίο απ’ έξω μεν δεν έδειχνε τίποτα το ιδιαίτερο, μέσα όμως ήταν υπέρπολυτελές. Προχωρήσαμε σ’ ένα σαλόνι με βαριά έπιπλα, βελούδινες κουρτίνες κι άπειρα μαξιλαράκια, επάνω στα οποία ήταν ξαπλωμένη, εν είδει Μαντάμ Ρεκαμιέ, μία κυρία, όχι και πολύ νέα αλλά με πλούσια προσόντα και ηδυπαθή – όπως λένε - χαρακτηριστικά. Ανταλλάξαμε μερικές ασήμαντες κουβέντες, ήπιαμε κι ένα βερμούτ και απήλθαμε.

Γυρίζοντας σπίτι μας, η μητέρα μου, μού συνέστησε να μην πω τίποτα, σε κανένα, για την επίσκεψή μας αυτή, και πρόσθεσε μόνο ότι αυτή η κυρία βοήθησε πολύ για την αίσια έκβαση της περιπέτειάς μας.

Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, η μητέρα μου, μου εκμυστηρεύτηκε ότι η περί ης ο λόγος ήταν γνωστή κυρία της Αθηναϊκής κοινωνίας –ή μάλλον του “demi monde”, όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι– η οποία κατά την κατοχή είχε διατελέσει φιλενάδα του στρατηγού Geloso, Ανωτάτου Διοικητού των Ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα.

Αυτά, για να μαθαίνουμε από που κρέμονται, καμιά φορά, οι τύχες των μεγάλων ανδρών.

Έτσι έληξε η πρώτη μας αυτή περιπετειώδης –και θα προσέθετα κάπως παιδαριώδης– προσπάθεια διαφυγής προς την Μέση Ανατολή, η οποία, παρά την ατυχή της κατάληξη, είχε και την καλή της πλευρά, με την έννοια ότι οι σκληρές εμπειρίες που αποκτήσαμε μας φάνηκαν χρήσιμες αργότερα κατά τις δύσκολες ημέρες που περάσαμε στον πραγματικό πλέον πόλεμο.

Σε ό,τι αφορούσε τον περιορισμό που μας επεβλήθη από τους Ιταλούς, να μην αποπειραθούμε ξανά να δραπετεύσουμε υπό την απειλή αντιποίνων κατά των οικογενειών μας, είμαστε τυχεροί που δεν κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, αφού το καλοκαίρι του 1943, με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, απαλλαχθήκαμε πλέον απ’ αυτή τη δέσμευση.

Έτσι με την συνδρομή της επίσημης οργάνωσης της Ελληνικής κυβέρνησης του εξωτερικού, βοηθούμενης, βεβαίως και από μυστικούς αντιπροσώπους της στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατορθώσαμε κατά τους επόμενους μήνες, να διαφύγουμε τμηματικά προς την Μέση Ανατολή, δια της οπωσδήποτε ασφαλούς οδού, μέσω Τουρκίας, και να πραγματοποιήσουμε τ’ όνειρό μας για συνένωση με το μαχόμενο πολεμικό μας ναυτικό.
http://perialos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_19.html



Το Περί Αλός προτείνει:

Η ΔΙΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΝΑΥΑΡΧΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ όπως την διηγήθηκε ο ίδιος… Πιέσατε ΕΔΩ
 
 

 
 
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...