Περί Αλός
Δαυΐδ Αντωνίου
Φιλoλόγου - Επιτίμου Διδάκτωρος
Παν/μίου Ιωαννίνων - Ιστορικού της Εκπαίδευσης
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Περίπλους»,
τεύχος 63, σελ. 40, ΑΠΡ. –
ΙΟΥΝ. 2008. Έκδοση
του
Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος. Αναδημοσίευση
στο
Περί Αλός με την έγκριση του Ν.Μ.Ε
ΦΩΤΟ: Nick Ifantis |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ: Εισήγηση
στην Ε΄ Πανελλήνια Συνάντηση Ναυτικών Μουσείων, που πραγματοποιήθηκε σε Πειραιά
– Ύδρα (8-10 Οκτωβρίου 2004), με θέμα: «Εμπορική Ναυτιλία - Πολεμικό Ναυτικό:
Τα Ιστορικά Αρχεία».
Το κείμενο της εισήγησης (η
οποία αφιερώθηκε στη μνήμη του αντιναυάρχου Λιμενικού Σώματος Ξενοφώντος
Αντωνιάδη, ενός ανθρώπου που με τις υπηρεσιακές του ενέργειες και την έντονη
αρθρογραφία του συνέβαλε αποφασιστικά
στην εδραίωση και ανάπτυξη της ναυτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα) στηρίζεται σε
πρωτογενείς πηγές, δεν συνοδεύεται όμως από υποσημειώσεις, επειδή κρίθηκε
σκόπιμο να διατηρήσει τα προφορικά του στοιχεία, αλλά και επειδή
έχει προδρομικό χαρακτήρα καθώς η ναυτική εκπαίδευση με απασχολεί εκτενέστερα
σε ειδική μελέτη που ετοιμάζω και που τμήμα της αποτελεί η πρόσφατη δημοσίευσή
μου «Συμβολή στην εκπαιδευτική ιστορία της Κεφαλληνίας: Το ναυτικό σχολείο
Αργοστολίου (1867-1881), Κεφαλληνιακά Χρονικά 9 (1999-2003) 301-342.
Αρχίζω με την παρατήρηση ότι, ενώ
για την ναυτιλία γενικότερα και τη εξέλιξή της έχουν γραφτεί πάρα πολλές
μελέτες, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αντιθέτως απουσιάζουν ή υπάρχουν
ελάχιστες εργασίες για τη ναυτική εκπαίδευση, τη θεωρητική δηλαδή διδασκαλία
και κατάρτιση των ναυτικών, και κυρίως των στελεχών του Εμπορικού Ναυτικού
(πλοιάρχων, μηχανικών, ασυρματιστών κ.ά.), η οποία στην εξέλιξή της συμπεριέλαβε
και την πρακτική της επί πλοίων εφαρμογής.
Η ιστορία της ναυτικής
εκπαίδευσης, τμήμα της γενικότερης ναυτικής ιστορίας, μας μεταφέρει πολύ πίσω
στον χρόνο, έχοντας βέβαια την αφετηρία της στην πλώρη των καραβιών, το
μεγαλύτερο σχολείο ναυτικής εκπαίδευσης. Κυρίως όμως ο όρος «ναυτική
εκπαίδευση» παραπέμπει σε σχολεία, σχολές παροχής θεωρητικών ναυτικών γνώσεων,
σχολές που ξεκινούν από τον 18ο αιώνα (με διδασκαλία ναυτικών μαθημάτων στη
Σχολή της Χίου και με τη Σχολή της Ύδρας) και φτάνουν ως τις μέρες μας με τις
Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού (ΑΕΝ) και τα Κέντρα Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού
Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ)· σχολές που ως την καθιέρωση του ατμού εκπαίδευαν μόνο
εμποροπλοιάρχους για ιστιοφόρα και στη συνέχεια για ατμόπλοια, αλλά αργότερα
και μηχανικούς και ασυρματιστές και άλλες βασικές ειδικότητες, παρέχοντας τις
–υπαγορευόμενες από τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη– πλέον εξειδικευμένες
θεωρητικές ναυτικές γνώσεις.
Αλλά, για να μιλήσουμε για
Αρχεία ναυτικής εκπαίδευσης, είναι, νομίζω, απαραίτητο να παρουσιάσουμε
προηγουμένως ένα συνοπτικό περίγραμμα της ναυτικής εκπαίδευσης, κυρίως από το
1833 και μετέπειτα, όταν πλέον το νεοελληνικό κράτος αρχίζει να οργανώνεται
συστηματικά.
Η ιστορία, λοιπόν, της ναυτικής
εκπαίδευσης μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη από το 1833
μέχρι το 1930 και η δεύτερη από το 1930 μέχρι σήμερα.
Α΄
Πρώτη Περίοδος (1833-1930)
Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει
όλες γενικώς τις διεργασίες που σημειώθηκαν σχετικώς με τη ναυτική εκπαίδευση
και τα προβλήματά της μέχρι το 1930, μέχρι δηλαδή την ίδρυση της Ναυτικής
Σχολής της Ύδρας.Στον δημοσιευόμενο πίνακα έχω καταγράψει: α) Όσες δημόσιες ναυτικές σχολές ιδρύθηκαν και λειτούργησαν (ή και δεν λειτούργησαν παρά την ίδρυσή τους) μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, καθώς ως το 1930 δεν λειτούργησε καμία άλλη δημόσια σχολή. Το γενικό συμπέρασμα για όλες αυτές είναι ότι –με ελάχιστες εξαιρέσεις– δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τον σκοπό της ίδρυσής τους, να προσελκύσουν τους υποψηφίους εμποροπλοιάρχους (γιατί μόνο αυτούς εκπαίδευαν), ναυτικούς εν ενεργεία στην πλειονότητά τους, οι οποίοι δεν έδειχναν πρόθυμοι να «καθήσουν στα θρανία», αλλά προτιμούσαν είτε ιδιώτες ναυτοδιδασκάλους και σχετικά συγγράμματα (όσοι μπορούσαν να διαβάζουν) είτε κυρίως τη «γέφυρα» κοντά σε πεπειραμένους καπετάνιους και στη συνέχεια
έδιναν τις απαραίτητες εξετάσεις για την απόκτηση του διπλώματος.
Παρά την ύπαρξη πολύ καλών
ναυτοδιδασκάλων (Ιορδάνης Μαυρομμάτης, Γεώργιος Γιαννακός, Δημήτριος Ζαγοράς,
Ιωάννης Κοκκίνης, Ευθύμιος Καβάσιλας, Παν. Λυκιαρδόπουλος κ.ά.) τα ναυτικά
σχολεία δεν ευτύχησαν στo έργο τους. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικά τα όσα
είπε, λίγο μετά τη διάλυσή τους, στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας:
«εκ ναυτοδιδασκάλων ουδεμία
πρακτική ωφέλεια προέκυπτεν, ανάλογος της δι’ αυτούς δαπάνης, ουδείς
κανονισμός περί των διδασκομένων μαθημάτων υπήρχεν, ουδέν πρόγραμμα, ουδεμία δ’
εποπτεία εξησκείτο παρείχετο μόνον το δικαίωμα, εις μίαν άκραν του Ελληνικού
Σχολείου ο ναυτοδιδάσκαλος να διδάσκη όσους μαθητάς ήθελον να ακούσωσι το
μάθημα τούτο· ήτο άρα παρωδία ναυτικής εκπαιδεύσεως».
β) Ιδιώτες ναυτοδιδασκάλους και
γ) ναυτικές σχολές και φροντιστήρια τόσο για πλοιάρχους όσο και για
μηχανικούς και ασυρματιστές, που είχαν αναλάβει το έργο της παροχής θεωτηρικών
περί τη ναυτική γνώσεων.
Από την άλλη μεριά, η κρατική
μέριμνα είχε ως αντικείμενα:
• τη συστηματοποίηση των
αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας·
• τον έλεγχο της ιδιωτικής
ναυτικής παιδείας·
• και την επιδίωξη ίδρυσης
δημόσιας ναυτικής σχολής.
Β’
Δεύτερη Περίοδος (1930 μέχρι σήμερα)
ΦΩΤΟ: Περί Αλός |
Η δεύτερη περίοδος (από την
ίδρυση της Σχολής της Ύδρας μέχρι τις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού - ΑΕΝ) έχει
ως κύριο γνώρισμα την ενεργό παρουσία του κράτους και τη συστηματικότερη
αντιμετώπιση της εκπαίδευσης των ναυτικών. Μέχρι όμως τα μέσα της δεκαετίας του
1950 και πάλι τον πρώτο λόγο έχει η ιδιωτική πρωτοβουλία με τις σχολές
μηχανικών και ραδιοτηλεγραφητών, καθώς το κράτος δεν έχει προχωρήσει –εκτός από
την ίδρυση της σχολής της Ύδρας– σε ουσιαστικές κινήσεις.
Από το 1954 όμως αρχίζει η
συστηματική κρατική παρουσία ύστερα από τις δίκαιες αξιώσεις της ελληνικής
ναυτιλίας για τη δημιουργία δημόσιων ναυτικών σχολών ικανών ν’ ανταποκριθούν
στις σύγχρονες απαιτήσεις και την τεχνολογική εξέλιξη.
Η κρατική αυτή παρουσία
συντονίστηκε από δύο κεντρικούς φορείς: Τα υπουργεία Εμπορικής Ναυτιλίας και
Παιδείας και παρουσιάζεται –σε γενικές γραμμές– στον επόμενο πίνακα:
Συνοπτικά, τα βασικά
χαρακτηριστικά της περιόδου είναι τα ακόλουθα:
Α) Ως προς τη δημόσια ναυτική
εκπαίδευση.
1) Δημιουργία εκτεταμένου
δικτύου ναυτικών σχολών για όλες τις ειδικότητες και τους βαθμούς των
αξιωματικών Ε.Ν.
2) Καθιέρωση της εναλλασσόμενης
εκπαίδευσης (σχολή - θαλάσσια υπηρεσία).
3) Συνεχής ανασύνταξη της
διατύπωσης των προσόντων για τα αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας.
4) Συνεργασία με ΥΠΕΠΘ για τα
μέσα ναυτικά σχολεία (γυμνάσια-λύκεια-ΤΕΕ κ.λ.π.).
5) Διαδικασίες συγχώνευσης των
αξιωματικών διαφόρων προελεύσεων.
6) Καθιέρωση του τριπτύχου
ναυτικής εκπαίδευσης: Προπαίδευση - Εκπαίδευση
- Επιμόρφωση.
7) Προσαρμογή των προγραμμάτων στις
διεθνείς συμβάσεις που επιβάλλουν συγκεκριμένα και υψηλά πρότυπα εκπαίδευσης
των ναυτικών.
8) Επιδίωξη ένταξης των
Ακαδημιών Ε.Ν. στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και άρση των αντιρρήσεων του ΥΠΕΠΘ.
Β) Ως προς την ιδιωτική ναυτική
εκπαίδευση.
Βασικό χαρακτηριστικό είναι η
αρχική προσπάθεια προσαρμογής και στις διαδοχικές αλλαγές με στροφή προς τη Νέα
Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση και ο τελικός μαρασμός και εξαφάνισή της.
Περνώ τώρα στο θέμα την
Αρχείων.
Τα Αρχεία που αφορούν τη
ναυτική εκπαίδευση έχουν σχέση με τον φορέα της, που –όπως είπαμε– είναι κυρίως
δύο: τα υπουργεία Ναυτικών (Ναυτιλίας από το 1936) και Παιδείας, αλλά και
για μικρό χρονικό διάστημα (1917-1925) το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Θα
πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό να τονίσουμε, ότι το Υπουργείο Ναυτικών είχε και
έχει αποκλειστικά και την αρμοδιότητα καθορισμού των προσόντων και του τρόπου
εξέτασης των υποψηφίων στελεχών του Εμπορικού Ναυτικού. Ως προς το Υπουργείο Παιδείας, μέχρι το 1954 –με εξαίρεση την περίοδο 1867-1882 που είχε την ευθύνη της ναυτικής εκπαίδευσης– δεν είχε καμιά ουσιαστική
ανάμιξη στα της ναυτικής εκπαίδευσης και η μόνη συμβολή του περιορίστηκε στην περιστασιακή μισθοδοσία των ναυτοδιδασκάλων. Από το 1954 όμως –όπως
καταγράφηκε στον σχετικό πίνακα– έκανε αισθητή την παρουσία του με τα ναυτικά γυμνάσια, λύκεια, ιδιωτικά και δημόσια και την εποπτεία του (ως το 1977) επί των ιδιωτικών σχολών μηχανικών και ραδιοτηλεγραφητών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα
παραπάνω, καταγράψαμε σε σχετικό πίνακα όσα κατά τη γνώμη μας αποτελούν Αρχεία
Ναυτικής Εκπαίδευσης. Επισημαίνουμε ότι ερμηνεύοντας διασταλτικά τον όρο
«Αρχεία Ναυτικής Εκπαίδευσης» προσθέσαμε την κατηγορία «Ειδικά», διότι
νομίζουμε ότι από την αναδίφηση σε αυτά μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμες για τη
ναυτική εκπαίδευση πληροφορίες.
Από τους τίτλους και μόνο του
Πίνακα διαπιστώνουμε το εύρος των τεκμηρίων που πρέπει να εντοπιστούν και
να μελετηθούν, ώστε να καταστεί δυνατή η συγκέντρωση όλου εκείνου του αρχειακού
υλικού, το οποίο στηρίζει τη συγγραφή της ιστορίας της ναυτικής εκπαίδευσης.
ΦΩΤΟ: Περί Αλός |
Αλλά πολλά από αυτά τα Αρχεία (όπως
για παράδειγμα των Υπουργείων και των Σχολών) είναι ακόμη «κλειστά» στην
έρευνα, καθώς δεν έχουν καταγραφεί αναλυτικά και ταξινομηθεί, εργασία που σε
αυτή τη φάση είναι πρώτης προτεραιότητας.
Και ως προς αυτό το τελευταίο,
νομίζω ότι μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο το θεσμοθετηθέν Ινστιτούτο
Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας, του οποίου σκοπός είναι –μεταξύ άλλων– και η
έρευνα και μελέτη της ναυτικής εκπαίδευσης. Πιστεύω ότι, εφόσον λειτουργήσει με
την προβλεπόμενη από τον νόμο νομική μορφή του ΝΠΙΔ (πράγμα που συνεπάγεται
λειτουργική ευκινησία και διοικητική ανεξαρτησία), με σωστό προγραμματισμό θα
εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για
τη μελέτη της ναυτικής εκπαίδευσης και τη συγγραφή της ιστορίας της.
Η συνάδελφος κ. Μάχη Παΐζη -
Αποστολοπούλου στην πρόσφατη μελέτη της «Η Εμπορική και Ναυτική Σχολή
Όθωνος Α. Σταθάτου, Ιθάκη 1907-1914. Νέα στοιχεία από το σωζόμενο αρχείο της»
(Ιθάκη 2007) [σύνοψη της οποίας παρουσίασε σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε
στην Κεφαλονιά τον Μάιο του 2004-βλ. Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών
(έκδ.), Επτανησιακά Ιδρύματα –
Κληροδοτήματα (19ος αι. – 1953) Η πνευματική - πολιτισμική και κοινωνική
συμβολή τους. Πρακτικά Συνεδρίου (Κεφαλονιά 7-9 Μαΐου 2004), Αργοστόλι 2007, σ.
387-400], μη εντοπίζοντας στη δική μου εργασία «Τα προγράμματα της Μέσης
Εκπαίδευσης (1833-1929)», τ. 1-3, Αθήνα - ΙΑΕΝ, 1987- 1989 αναφορά στη Σχολή
Σταθάτου και στο πρόγραμμα σπουδών της, συμπεραίνεται ότι η «παράλειψη» αυτή
οφείλεται στο ότι «ίσως ο συγγραφέας θεωρεί πως δεν εντάσσεται [η Σχολή] στη
Μέση αλλά στην «Ανώτερη» Εκπαίδευση. (σελ. 38).
Απαντώντας στην παραπάνω
παρατήρηση της συναδέλφου διευκρινίζω ότι το υλικό που περιέχεται στην εργασία
μου «αποτελείται από τους ιδρυτικούς νόμους των διαφόρων τύπων σχολείων,
δημόσιων ή αναγνωρισμένων […]. (Πρόλογος, τ. 1ος, σ. 9), και επομένως τόσο η
Σχολή Σταθάτου, ως ιδιωτική, όσο και αρκετές άλλες, επίσης ιδιωτικές, –αν και
εντασσόμενες στη Μέση Εκπαίδευση– δεν αναφέρονται σε αυτά. Τέλος, σημειώνω ότι
αναλυτική αναφορά στις δημόσιες και ιδιωτικές ναυτικές σχολές γίνεται στην υπό
εξέλιξη εργασία μου «Η ναυτική εκπαίδευση στην Ελλάδα».
http://perialos.blogspot.gr/2013/06/blog-post.html
Το Περί Αλός προτείνει: