Α΄ΜΕΡΟΣ
Περί Αλός
Του Υποναυάρχου Ε. Βλάση ΠΝ
ε.α.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος, 569, σελ. 63, Εκδ.
ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ. 2009.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός
με την έγκριση της «Ν.Ε.»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ανατρέχοντας κανείς σε βιβλία ή
έντυπα που αφορούν το Πολεμικό Ναυτικό και αναφέρονται σε ιστορικά θέματα, της
περιόδου της Ελληνικής Επαναστάσεως και των πρώτων χρόνων του ανεξάρτητου Ελληνικού
Κράτους, διαπιστώνει μεγάλη έλλειψη πηγών.
Χαρακτηριστικά στους προλόγους
κάποιων βιβλίων αναφέρεται:
«…Δεν είχε συνεπώς διασωθή
τίποτε σχεδόν από την ιστορίαν της πρώτης περιόδου της ζωής του Ελληνικού Β.
Ναυτικού…» ή «…Εκ γενομένων ερευνών προς συγγραφήν μελέτης τινός, δεν κατέστη
δυνατή η ανεύρεσις κειμένου, περιλαμβάνοντος ονόματα μετά συνοπτικού ιστορικού
…των πάσης φύσεως πλοίων …».
Απάντηση στις ανωτέρω
διαπιστώσεις, δίνει σχετική σημείωση των Γενικών Αρχείων του Κράτους ότι «…Το
Αρχείον του Αγώνος και το Καποδιστριακόν κατεστράφησαν διαμελισθέντα, πωληθέντα
με την οκάν, και μικρόν μόνον ποσόν αυτών διεσώθη…»
Τα ανωτέρω έχοντας υπ’ όψη μου,
θεώρησα ότι ο εντοπισμός κάποιων ιστορικών στοιχείων εκείνης της περιόδου,
που αφορούν το Π.Ν., αποτελούσε εξαιρετική εύνοια της τύχης.
Τούτο συνέβη όταν σε πρόσφατη
έρευνα του μικρού Καποδιστριακού Αρχείου, των κατά τα άλλα πλούσιων Αρχείων του
Νομού Κερκύρας, εντόπισα αναφορά του Γραμματέα επί των Ναυτικών Βιάρου
Καποδίστρια προς τον νεώτερο αδελφό του και Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη
Καποδίστρια, με ημερομηνία 8 Απριλίου 1830.
Στην αναφορά αυτή υπάρχουν
συνημμένοι πίνακες συνθέσεως του Εθνικού Στόλου με αρκετές λεπτομέρειες.
Κρίθηκε απαραίτητο να
πραγματοποιήσω μικρή έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα στοιχεία αυτά
ήταν ήδη γνωστά, σε όσους κατά καιρούς είχαν ασχοληθεί με την Ναυτική ιστορία.
Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι στα διάφορα βιβλία ή έντυπα που είχαν
εκδοθεί κατά καιρούς από το Π.Ν. ή από Αξιωματικούς του Π.Ν. και άλλους
ιστορικούς, υπάρχουν λεπτομερέστερα στοιχεία συνθέσεως του Εθνικού Στόλου
κυρίως από το 1833 και μετά. Για το 1830, υπάρχει μόνον ένας πίνακας των
ονομάτων και των τύπων των πλοίων.
Ο ίδιος πίνακας περιλαμβάνεται
και στο εξαιρετικό βιβλίο του τότε Αρχιπλοιάρχου Κ. Παΐζη – Παραδέλη με τίτλο
«Τα πλοία του Ελληνικού Π.Ν. 1830-1979». Επισημαίνεται ότι ο ίδιος ο συγγραφέας
με παρρησία αναγνωρίζει τις κάποιες ελλείψεις, που ενδεχομένως παρουσιάζουν οι
πηγές του.
Αυτή η σχετική έλλειψη
δημιούργησε την ανάγκη να συνταχθεί το παρόν κείμενο, με τα νεότερα στοιχεία τα
οποία συγκεντρώθηκαν, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτόν να συμπληρωθούν κάποια από
τα ιστορικά κενά που υπάρχουν στην ιστορία του Π.Ν.
KEΦAΛAIO A΄
Δημιουργία
του Ελληνικού κράτους
Προκειμένου ο αναγνώστης να
σχηματίσει πληρέστερη εικόνα των συνθηκών μέσα στις οποίες οργανώθηκε ο Εθνικός
Στόλος του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, χρήσιμη θα ήταν μία συνοπτική
ιστορική ανασκόπηση των τελευταίων ετών της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Όταν κανείς ακούει για την
Ναυμαχία του Ναβαρίνου, στο μυαλό του έρχεται αυτομάτως η ολοκλήρωση της
Επαναστάσεως του 1821 και η απελευθέρωση της Ελλάδος. Βέβαια η πραγματικότητα
δεν είναι ακριβώς έτσι. Οπωσδήποτε όμως η ναυμαχία αυτή αποτέλεσε έναν από τους
σημαντικούς σταθμούς της επαναστάσεως, την οποία και διέσωσε από την
διαφαινόμενη κατάπνιξή της. Γι’ αυτό δικαίως η 20η Οκτωβρίου 1827
έχει γραφεί με χρυσά γράμματα στην Ελληνική ιστορία και με σεβασμό εορτάζεται
κάθε χρόνο η επέτειός της. Αλλά πώς εξελίχθηκε η κατάσταση, ώστε οι Συμμαχικοί
Στόλοι να συναντήσουν και να καταναυμαχήσουν τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό
Στόλο;
Περιληπτικά μπορούμε να
αναφέρουμε τα κυριότερα γεγονότα των τελευταίων ετών της Ελληνικής
Επαναστάσεως.
Μετά τις επιτυχίες των Ελλήνων
κατά τα πρώτα έτη της Επαναστάσεως, ακολούθησε, κυρίως από το 1825, εμφύλιος
σπαραγμός με αποτέλεσμα να αρχίσει ο εκφυλισμός της όλης προσπάθειας.
Η Ναυμαχία του Ναβαρίνο. Πίνακας του George Phillip Reinagle, 1828.
National Maritime Museum, Greenwich,
London ΦΩΤΟ: prints.rmg.co.uk
|
Όσον αφορά την εξέλιξη των
επιχειρήσεων, το κυριότερο χτύπημα ήταν η απόβαση του Αιγυπτιακού στρατού στην
Πελοπόννησο και η άλωσις του ενός φρουρίου μετά το άλλο. Μετά δε την κατάληψη
του Ναβαρίνου στα μέσα του 1825, ο Ιμπραήμ πλέον άρχισε να κινείται προς τα
ενδότερα της Πελοποννήσου.
Υπήρξε τότε μία γενική
κατάπτωση του ηθικού και όλα τα ένοπλα τμήματα τρέπονταν σε φυγή, χωρίς πουθενά
να προβάλουν αντίσταση. Κατά την αποχώρησή τους οι Έλληνες κατάκαιαν όλη την
συγκομιδή, ενώ παράλληλα τα στρατεύματα του Ιμπραήμ άρπαζαν ότι ήταν χρήσιμο.
Η Πελοπόννησος άρχισε να
ερημώνεται, τα δε Ελληνικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμία
βοήθεια δεδομένου ότι ευρίσκοντο ουσιαστικά εν διαλύσει.
Οι δυσάρεστες εξελίξεις
συνεχίζονταν. Στις 22 Απριλίου 1826 ακολουθεί η άλωσις του Μεσολογγίου. Σε όλες
τις περιοχές επικρατεί αναρχία, ενώ η πειρατεία βρίσκεται σε μεγάλη άνθηση.
Οι Τούρκοι μετά τις
επανειλημμένες επιτυχίες τους αποφασίζουν να κινηθούν πλέον προς την Αττική με
κύριο στόχο να καταλάβουν την Αθήνα. Ο Πειραιάς και η γύρω περιοχή της Αττικής
ερημώνονται από τους Έλληνες οπλαρχηγούς, προκειμένου να καταστήσουν δύσκολη
την συντήρηση των εχθρικών στρατευμάτων. Χιλιάδες φυγάδες από την Αττική και
Βοιωτία συσσωρευμένοι στην Σαλαμίνα, και στερούμενοι στέγης, τροφής και νερού
παρακολουθούσαν με αγωνία τα συμβαίνοντα στην απέναντι ακτή. Εύκολη επομένως
ήταν για τους Τούρκους η άφιξη και η έναρξη της πολιορκίας των Αθηνών.
Βρισκόμαστε πλέον στις αρχές
του 1827 και η επίδραση των ξένων στα Ελληνικά πράγματα είναι σε έξαρση.
Παράλληλα στο εσωτερικό η αναρχία έχει εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό, όπως και το
αμοιβαίο μίσος μεταξύ των φατριών. Τα κρατικά ταμεία είναι σχεδόν άδεια, καθ’
όσον οι πηγές έχουν περιορισθεί μόνον εις τα εκ του εξωτερικού βοηθήματα και
δάνεια. Όλα τείνουν να υποτάξουν την Ελληνική Κυβέρνηση στις ξένες δυνάμεις,
των οποίων η παρέμβαση αρχίζει να εκδηλώνεται.
Ο Καραϊσκάκης με τα λίγα
στρατεύματα που διοικεί, αποτελεί την τελευταία ελπίδα της Στερεάς. Τότε όμως
εμφανίζονται στο προσκήνιο νέοι αρχηγοί των Ελληνικών δυνάμεων, ο λόρδος Κόχραν
ως αρχιναύαρχος και ο σερ Τσώρτς ως αρχιστράτηγος. Και ο μεν Τσώρτς ήταν
παλαιός φίλος των Αρματολών και Κλεφτών με καλές προθέσεις, ο οποίος όμως δεν
απέκτησε ποτέ άμεση αντίληψη της καταστάσεως. Αντίθετα ο Κόχραν, ο οποίος είχε
αναμιχθεί σε νεαρή ηλικία σε ύποπτες και τυχοδιωκτικές περιπέτειες, δεν
φημιζόταν για την επαγγελματική του ικανότητα. Επί πλέον αμφότεροι ήταν εκτός
Ελληνικής νοοτροπίας και κυρίως εκτός της τακτικής την οποία εφάρμοζαν με επιτυχία
οι Έλληνες κατά των Τούρκων όλα τα προηγούμενα χρόνια, και η οποία
ανταποκρινόταν στην μορφολογία της περιοχής των επιχειρήσεων.
Διότι οι στρατιωτικοί της
Δύσεως ήταν συνηθισμένοι σε πολυπληθείς δυνάμεις και μάχες εκ παρατάξεως, ενώ
οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον δόλο, την ενέδρα και τον νυχτοπόλεμο. Όπως δε
αναφέρει στο βιβλίο του « Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει» ο ιστορικός Κ. Σάθας
«…η Ελληνική τακτική χαρακτηρίζεται ως έργον ευφυΐας μάλλον, ή γενναιότητος ».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί η προσπάθεια απελευθερώσεως της πολιορκημένης Ακροπόλεως των Αθηνών.
Φθάνοντας η πληροφορία ότι ο
Αιγυπτιακός στόλος απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια, ο Τσώρτς αποφασίζει να δώσει τέλος
στην πολιορκία των Αθηνών. Τότε εκδηλώνεται σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ
Καραϊσκάκη και Τσώρτς. Ο γηραιός και πολύπειρος στρατηγός είχε την άποψη ότι,
τιθέμενος αυτός επί κεφαλής, τα στρατεύματα θα έπρεπε να κινηθούν υπό την κάλυψη
της μορφολογίας του εδάφους και των δασών της περιοχής. Αντίθετα ο Τσώρτς
θεωρούσε ότι έπρεπε να κινηθούν ταχέως από το Φάληρο κατ’ ευθείαν προς την Ακρόπολη, διερχόμενοι την
γυμνή και άδενδρο πεδιάδα.
Δυστυχώς σ’ αυτήν την κρίσιμη
φάση, σε μία μικροσυμπλοκή φονεύεται ο Καραϊσκάκης. Τότε πλέον ο Τσώρτς
αποφασίζει να εφαρμόσει το δικό του σχέδιο για την απελευθέρωση της Ακροπόλεως.
Το ατυχές αυτό σχέδιο και η κακή εφαρμογή του είχε σαν αποτέλεσμα την διάλυση
και καταστροφή της Ελληνικής στρατιάς αλλά και την απώλεια της εμπιστοσύνης των
στρατευμάτων προς τους αλλοδαπούς ηγήτορες.
Ακολουθεί η συνθηκολόγηση της
φρουράς της Ακροπόλεως, παρά την ευψυχία την οποία είχε επιδείξει κατά την
διάρκεια της πολιορκίας. Συγχρόνως δε καταλαμβάνεται από τον Κιουταχή ολόκληρη
η Στερεά, την οποία προ ολίγου είχε απελευθερώσει ο Καραϊσκάκης.
Πλέον ολόκληρη η Στερεά και το
μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου ευρίσκεται στα χέρια των Τούρκων. Η Κόρινθος
κινδύνευε να πολιορκηθεί και μόνο το Ναύπλιο απέμενε ως το έσχατο καταφύγιο. Το
Ναύπλιο εθεωρείτο δύσκολο να καταληφθεί από τους Τούρκους, δεδομένου ότι δεν μπορούσε
να αποκλεισθεί από την πλευρά της θαλάσσης, εφ’ όσον υπήρχαν τα Ελληνικά πλοία
και παρέμενε η Ύδρα ελεύθερη.
Ο κίνδυνος όμως και για την
Ύδρα, κάθε μέρα γίνεται μεγαλύτερος. Ήδη ο Τουρκο-αιγυπτιακός Στόλος κινείται
στις Ελληνικές θάλασσες ενώ τα Ελληνικά πλοία υπό τον Κόχραν δεν φαίνονται
ικανά να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η Επανάσταση πνέει τα λοίσθια. Αγγλία,
Γαλλία και Ρωσία αποφασίζουν να δράσουν και στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφουν την
συνθήκη του Λονδίνου. Τα κυριότερα σημεία της συνθήκης αυτής είναι τα ακόλουθα:
- Εφαρμογή άμεσης ανακωχής.
- Οι Έλληνες θα θεωρούσαν τον
Σουλτάνο ανώτατο κύριο και θα πλήρωναν στην Πύλη ετήσιο φόρο.
- Θα εκλέγουν δική τους
Διοίκηση, στην οποία η Πύλη θα έχει μία προσδιορισμένη ψήφο.
- Τα όρια στην Στερεά και τα
νησιά του Αιγαίου, που θα υπαχθούν στο νέο κράτος, θα καθορισθούν αργότερα.
- Η εφαρμογή της συνθήκης θα
είναι υπό την εγγύηση των ανωτέρω Δυνάμεων.
Στη συνθήκη αυτή υπήρχε και
μυστικό πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε τα ακόλουθα:
- Εάν κάποιος εκ των
αντιμαχομένων (Ελλήνων – Τούρκων) δεν αποδεχθεί την ανακωχή, οι Δυνάμεις θα
χρησιμοποιή- σουν κάθε μέσον (επομένως και βία) για την εφαρμογή της.
- Προς τούτο αποστέλλουν άμεσα
στην περιοχή Ναυτικές Δυνάμεις για την επιβολή της συνθήκης.
Από την ενέργεια αυτή γίνεται
φανερό ότι οι τρεις Δυνάμεις είχαν αποφασίσει την δημιουργία ανεξαρτήτου
Ελληνικού κράτους.
Με το μυστικό δε πρωτόκολλο
φανέρωναν την σταθερότητα των αποφάσεών τους.
Η Τουρκία βέβαια, γνωρίζοντας
ότι άλλες δυνάμεις, όπως η Αυστρία, δεν συμφωνούν με την απόφαση αυτή, δεν
αποδέχεται την συνθήκη του Λονδίνου. Γίνεται εμφανής πλέον η ανάγκη προσφυγής
σε μέτρα καταναγκασμού, εάν οι Δυνάμεις θέλουν πράγματι την εφαρμογή της. Απλώς
προσπαθούν η Ευρωπαϊκή αντίδραση να περιοριστεί αποκλειστικά σε ναυτική
ενέργεια και να μην οδηγηθούν σε γενικευμένη σύρραξη με την Τουρκία.
Ερωτηματικά θα μπορούσαν να
διατυπωθούν για τα αίτια που οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις, εκείνη την περίοδο,
σε ενέργειες υπέρ των Ελλήνων.
Προφανώς ήθελαν να διατηρήσουν σφαίρες
επιρροής στην περιοχή, κάθε χώρα για τον εαυτό της. Αλλά υπήρχε και ένας άλλος
σοβαρός λόγος. Δέχονταν πιέσεις από Φιλελληνικές οργανώσεις και κυρίως από
οικονομικούς παράγοντες των χωρών τους, οι οποίοι είχαν χορηγήσει δάνεια στην Ελληνική
Διοίκηση και προφανώς ενδιαφέρονταν για την επιστροφή τους. Και για τον λόγο
αυτόν θα έπρεπε η Ελλάδα να υπάρχει σαν κράτος.
Αυτό λοιπόν, πολύ συνοπτικά,
ήταν το στρατιωτικοδιπλωματικό πλαίσιο όταν ο συμμαχικός Στόλος Άγγλων, Γάλλων
και Ρώσων συναντά τον Τουρκοαιγυπτιακό στο Ναβαρίνο. Ο Στόλος μάλιστα αυτός ετοιμάζονταν
να αποπλεύσει τις επόμενες μέρες, για να καταλάβει πλέον ολόκληρη την
Πελοπόννησο και τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Επιχείρηση η οποία εάν επετύγχανε,
θα είχε σαν αποτέλεσμα τον ενταφιασμό της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ακολουθεί η γνωστή ναυμαχία
στις 20 Οκτωβρίου 1827. Ο Ναύαρχος Κόδριγκτων, αρχηγός του συμμαχικού Στόλου, αποδεικνύει
την αποφασιστικότητα και ικανότητά του και αυτό συντελεί στην διάσωση της
φυλλορροούσης Επαναστάσεως.
Βέβαια στο Ναβαρίνο δεν
καταστράφηκε ολοσχερώς το Οθωμανικό Ναυτικό, διότι αρκετά ισχυρά Τουρκικά
πλοία, βρίσκονταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη. Το σκληρό όμως αυτό μάθημα,
αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα για το γόητρο της Οθωμανικής ηγεσίας. Παράλληλα στην
Ευρώπη, τις Δυνάμεις οι οποίες συμμετείχαν στην ναυμαχία, άρχισε να απασχολεί ο
περαιτέρω χειρισμός μίας ενέργειας και ενός αποτελέσματος για τα οποία δεν ήταν
επαρκώς προετοιμασμένοι.
Και το μεγάλο ερωτηματικό ήταν
η στάση την οποία θα κρατούσε ο Σουλτάνος. Θα θεωρούσε την ναυμαχία αυτή ως
κήρυξη πολέμου; Οι πληροφορίες που άρχισαν να φθάνουν καθησύχασαν τις
Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ο μουσουλμανισμός έκλινε παντού την κεφαλή προ του
πεπρωμένου.
Αντίθετα οι Έλληνες που
αναθάρρησαν, προσπαθούν να ανακάμψουν και να επανακτήσουν όσα το τελευταίο
διάστημα είχαν απολέσει. Ήδη λίγες μέρες μετά το Ναβαρίνο αρχίζει η πολιορκία
της Χίου από Ελληνικές δυνάμεις. Επιπόλαια οργανωμένη και χωρίς επαρκή
υποστήριξη, η επιχείρηση αποτυγχάνει μετά από λίγους μήνες πολιορκίας.
Η ανησυχία των ξένων δυνάμεων
για τα Ελληνικά πράγματα και κυρίως για την στάση των Τούρκων, εξακολουθεί να
εντείνεται. Πρέσβεις των δυνάμεων αυτών σπεύδουν τον Νοέμβριο του 1827 στον
Σουλτάνο προκειμένου να τον πείσουν να αποδεχθεί και να εφαρμόσει την συνθήκη
του Λονδίνου της 6 Ιουλίου 1827. Η απάντησή του όμως είναι αρνητική και οι
πρέσβεις αναγκάζονται να αποχωρήσουν. Υπό αυτές τις δυσχερείς συνθήκες,
αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της Ελλάδος ο Καποδίστριας αφικνούμενος στην
Ελλάδα στα μέσα Ιανουαρίου 1828.
Στις 7 Φεβρουαρίου γίνεται στον
Καθεδρικό ναό της Αίγινας η εγκατάστασή του, ως Προέδρου της Ελληνικής
Πολιτείας.
Χαρακτηριστικό του ανδρός είναι
η εντολή την οποία έδωσε για την πραγματοποίηση της τελετής αυτής. «Πάσα πομπή,
είπε, συνεπαγομένη δαπάνας, είναι ασυμβίβαστος προς την δυστυχή κατάστασιν της Πατρίδος.
Αν δυνάμεθα να διαθέσωμεν χρήματα τινά, έχωμεν πολλάς πληγάς να επουλώσωμεν».
Μία σύγκριση της νοοτροπίας του
Καποδίστρια, με τα έργα των σημερινών ηγετών. Ο Καποδίστριας άρχισε αμέσως τις προσπάθειες,
για να δημιουργήσει και να διοικήσει ένα κράτος του οποίου οι οικονομικοί πόροι
ήταν ανύπαρκτοι. Η Στερεά και η Πελοπόννησος, οι οποίες είχαν υποστεί πλήρη
καταστροφή από τον Ιμπραήμ, δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν οικονομικά, ενώ τα
πλούσια νησιά του Αιγαίου είχαν ήδη εξαντλήσει τα πλούτη τους, διαθέτοντας αυτά
για την κάλυψη των αναγκών των πρώτων χρόνων του αγώνα.
«Ο Μιούλης καταναυμαχεί τον
εχθρικό
στόλο στην Κω», έγχρωμη
λιθογραφία του Peter von
Hess.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
|
Παράλληλα η Τουρκία, παρά την
πίεση που της ασκείται για την εφαρμογή της συνθήκης του Λονδίνου και κυρίως
για την επιβολή ανακωχής και την εκκένωση της Πελοποννήσου, δεν δείχνει σημεία
υποχώρησης.
Εξ’ άλλου η Ρωσία αρχίζει να
εκνευρίζεται από την συμπεριφορά της Τουρκίας ως προς το Ελληνικό ζήτημα, αλλά
και από ενέργειες κατά των Ρωσικών συμφερόντων. Καθιστά δε εμφανές, ότι εάν δεν
ενεργήσουν από κοινού και οι τρεις Δυνάμεις, θα ενεργήσει μόνη της. Έτσι στις
14 Απριλίου 1828 η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
Από τις πρώτες συνέπειες του
πολέμου αυτού είναι η, με σύμφωνο γνώμη και των τριών Δυνάμεων, απόβαση
δυνάμεων στην Πελοπόννησο υπό την ηγεσία του Γάλλου Στρατηγού Μαιζών. Με την
ισχυρή αυτή στρατιωτική πίεση, αλλά και τις σοβαρές επιπτώσεις στην μαχητική
ικανότητα της στρατιάς του, την οποία μάστιζαν συνεχείς ασθένειες, ο Ιμπραήμ
αναγκάζεται να αποχωρήσει στις 27 Σεπτεμβρίου 1828, σε κατάσταση όμως τέτοια,
ώστε να λεχθεί ότι «ουδέποτε στρατιά κατέλειπε κατακτηθείσα γην εν οικτροτέρα
καταστάσει».
Μετά την αποχώρηση του Ιμβραήμ,
αρχίζει η παράδοση ή κατάληψη των διαφόρων φρουρίων της Πελοποννήσου. Τα φρούρια
Ναβαρίνου, Μεθώνης, Κορώνης και η Πάτρα παραδίδονται. Το Ρίο αντιστέκεται αλλά
καταλαμβάνεται από τους Γάλλους την 1 Νοεμβρίου 1828.
Ο Καποδίστριας με μεγάλη
ικανοποίηση βλέπει τις Γαλλικές δυνάμεις να εμπλέκονται ενεργά στον αγώνα των
Ελλήνων, και να απελευθερώνονται περιοχές για τις οποίες η διπλωματία δεν είχε
λάβει ακόμη σαφή θέση. Πάντως οι Γαλλικές δυνάμεις, υπό την πίεση των συμμάχων
τους, περιορίζουν την δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο.
Τότε όμως οι Ελληνικές
δυνάμεις, μετά τα ατυχή αποτελέσματα του προηγουμένου έτους και τις απώλειες
που είχαν υποστεί, αρχίζουν πάλι να δραστηριοποιούνται και κινούνται προς το
Αντίρριον το οποίο καταλαμβάνουν στις 25 Μαρτίου 1829. Στις 2 Μαΐου η Ναύπακτος
και στις 17 το Μεσολόγγι συνθηκολογούν και παραδίδονται στον Κυβερνήτη της
Ελλάδος. Έτσι όλη η περιοχή Ρίου- Αντιρρίου, η οποία αποκαλείτο τότε μικρά
Δαρδανέλια, βρίσκεται πλέον στα χέρια των Ελλήνων.
Εν τω μεταξύ οι Ρωσικές
δυνάμεις προελαύνουν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία περνάει δύσκολες ώρες. Η
κύρια προσπάθειά της, επικεντρώνεται πλέον στην αντιμετώπιση της Ρωσικής
απειλής. Η Αδριανούπολη πολιορκείται και εάν καταληφθεί και αυτή, τότε οι Ρώσοι
θα μπορέσουν να κινηθούν ελεύθερα προς την Κωνσταντινούπολη.
Τον Σεπτέμβριο του 1829 τα
Τουρκικά στρατεύματα αποχωρούν από την Αττική κινούμενα προς υπεράσπιση της
Αδριανουπόλεως. Όμως εγκλωβίζονται στον Ελικώνα (κοντά στη Λειβαδιά) και
αδυνατούν να συνεχίσουν την πορεία τους. Εξαγοράζουν όμως την ελεύθερη
υποχώρηση τους, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στους Έλληνες όλων των οχυρών θέσεων
της Ανατολικής Ελλάδος.
Η Πύλη πλέον αναγνωρίζει την
ήττα της και στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφεται η συνθήκη της Αδριανουπόλεως.
Με την συνθήκη αυτή, μεταξύ των άλλων, η Τουρκία αναγνωρίζει και επισήμως τις αποφάσεις
των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, όσον αφορά το Ελληνικό ζήτημα, δηλαδή τους όρους της
συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουλίου 1827 οι οποίοι έχουν ήδη αναφερθεί.
Η Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια
αιματηρών αγώνων, αναγνωρίζεται επισήμως ως ανεξάρτητο κράτος, με όρια ίσως
μεγαλύτερα από όσα ήλπιζε.
Αρχίζουν όμως τώρα άλλου είδους
προβλήματα. Αρχίζει ο ανταγωνισμός των Δυνάμεων αυτών, για τον έλεγχο του
νεοσύστατου κράτους. Προσπάθειες καταβάλλονται από κάθε δύναμη να προωθήσει τον
δικό της εκλεκτό, ως ηγεμόνα της Ελλάδος.
Στο μεταξύ όμως ο Καποδίστριας
εξακολουθεί να κρατά το πηδάλιο της Πολιτείας, προσπαθώντας να οργανώσει και να
εξοπλίσει το διεθνώς πλέον αναγνωρισμένο αυτό κράτος, για το οποίον οι κίνδυνοι
εξακολουθούν να υπάρχουν. Τα οικονομικά είναι άθλια, το μίσος μεταξύ ηγετών της
Επαναστάσεως είναι έντονο και καταλήγει μεταξύ των άλλων σε αδελφοκτόνο
συμπλοκή, στο λεγόμενο κίνημα του Πόρου το 1831, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα
την βύθιση πλοίων του Εθνικού Στόλου.
Ακολουθεί η δολοφονία του
Καποδίστρια. Έτσι η ελεύθερη Ελλάδα, στα πρώτα της βήματα χάνει τον ηγέτη
εκείνον, ο οποίος σίγουρα θα την οδηγούσε σε σύντομο χρόνο στην ανάπτυξη και
την ευημερία.
Είναι φαίνεται η μοίρα της
Ελλάδας, κάθε φορά που αρχίζει μία ανοδική πορεία κάτι να συμβαίνει και να την
γυρίζει χρόνια πίσω.
KEΦAΛAIO
B΄
Ο
Εθνικός Στόλος του 1830
Από την έναρξη της Ελληνικής
Επαναστάσεως και παρά τις τεράστιες δυσκολίες που υπήρχαν, η Ελληνική Διοίκηση
προσπάθησε να οργανώσει ένα στοιχειώδες κράτος και να δημιουργήσει Ένοπλες
Δυνάμεις, οι οποίες να μπορέσουν να διατηρήσουν και να αυξήσουν τις
απελευθερωμένες περιοχές.
Τα προβλήματα ήταν πολλά και τα
συμφέροντα των μεγάλων Δυνάμεων, εκείνης της εποχής, μεγάλα. Οι θέσεις τις
οποίες κρατούσαν οι Δυνάμεις, προφανώς δεν ήταν σταθερές και εξαρτώντο από τις
μεταξύ τους σχέσεις, από τις σχέσεις τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά
και τις πιέσεις που ασκούσαν οι διάφοροι διεθνείς οικονομικοί παράγοντες.
Η Ελληνική Διοίκηση μη έχοντας
σοβαρά έσοδα από μία ρημαγμένη χώρα, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε υποστεί
τα πάνδεινα, έχει απόλυτη ανάγκη των δανείων από το εξωτερικό.
Ένα μεγάλο μέρος των δανείων
αυτών χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση και την συντήρηση του Ελληνικού Στόλου,
ο οποίος στην αρχή αποτελείτο κυρίως από πλοία τα οποία ανήκαν σε ιδιώτες.
Σιγά-σιγά όμως άρχισε, η αγορά πλοίων από το εξωτερικό ή η ναυπήγηση άλλων
μικρότερων στην Ελλάδα. Από το 1833 δε, η ναυπήγηση πλοίων στα ναυπηγεία του
Πόρου.
Όπως είναι γνωστό, ο Εθνικός
Στόλος δημιουργήθηκε επισήμως το 1827, με σχετικό ψήφισμα της Γ΄ Εθνικής
Συνελεύσεως των Ελλήνων στην Τροιζήνα. Αλλά τότε η Ελλάδα δεν αποτελούσε κράτος
ανεξάρτητο και αναγνωρισμένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία. Μετά
όμως τα όσα διαδραματίστηκαν, από την ναυμαχία του Ναβαρίνου μέχρι την συνθήκη
Αδριανουπόλεως, η Ελλάδα αποτελεί πλέον, από τα τέλη του 1829, ανεξάρτητο
κράτος.
Επομένως η καταγραφή των πλοίων
του Εθνικού Στόλου, από τον τότε Αρχιπλοίαρχο Κ. Παΐζη-Παραδέλη, με έναρξη το
1830 έχει ουσιαστική σημασία. Επί πλέον δε ίσως διότι από τότε κατόρθωσε να
εντοπίσει επίσημα ιστορικά στοιχεία, που αφορούσαν κυρίως το Π.Ν.
Δυστυχώς από τα πρώτα του
χρόνια το Πολεμικό Ναυτικό, με όποια μορφή και όποια ονομασία και αν είχε,
αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα τα οποία επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη του,
και τα οποία περιληπτικά θα έπρεπε να αναφερθούν, έστω και εάν μερικά από αυτά
εκδηλώθηκαν μετά το 1830.
Από τα μεγαλύτερα προβλήματα
υπήρξε η πειρατεία, της οποίας η αντιμετώπιση ήταν δυσχερής, αφ’ ενός μεν διότι
τα Εθνικά πλοία είχαν σαν κύρια αποστολή την αντιμετώπιση του Τουρκικού Στόλου
και την υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων, αφ’ ετέρου δε διότι πληρώματα
ορισμένων Εθνικών πλοίων δεν είχαν μεγάλη δυσκολία να αλλάξουν καθεστώς και να
μετατρέψουν τα πλοία τους σε πειρατικά.
Ενδεικτικά αναφέρεται η
περίπτωση της Βελού ΓΩΡΓΩ η οποία τον Οκτώβριο του 1832 ενώ είχε σταλεί με άλλα
πλοία στην Ν. Πελοπόννησο για την αντιμετώπιση πειρατών, μεταπήδησε και αυτή σε
πειρατικό.
Και όμως η πειρατεία επηρέαζε
σημαντικά την στάση των Μεγάλων Δυνάμεων καθ’ όλη την διάρκεια της
Επαναστάσεως.
Αποτελούσε δε σοβαρό επιχείρημα
σε όσους διαφωνούσαν με την δημιουργία ανεξαρτήτου Ελληνικού κράτους. Αυτοί ισχυρίζονταν
ότι με την μείωση του δυναμικού του Τουρκικού Στόλου λόγω της δράσεως των
Ελληνικών πλοίων, η πειρατεία θα δρούσε ανεξέλεγκτη. «…και τότε προς ποίαν αρχή
θα μπορούσε να παραπονεθεί κανείς για να εύρει το δίκιο του;»
Άλλο σοβαρό πρόβλημα, του
νεοσύστατου Ναυτικού, ήταν η δυσχέρεια επιβολής κανόνων πειθαρχίας σε πληρώματα πλοίων τα οποία έχυναν το αίμα τους, για να
ελευθερωθεί η πατρίδα τους. Επομένως οι ατίθασοι αυτοί χαρακτήρες δεν ήταν
εύκολο να δεχθούν ηγεσίες που δεν προέρχονταν από τις τάξεις τους, ούτε να
αλλάξουν συνήθειες και έθιμα ετών.
Ενδεικτική και πάλι είναι η
περίπτωση του Βρικίου ΝΕΛΣΩΝ του οποίου το πλήρωμα στασίασε το 1834 διότι
αρνήθηκε να βγάλει το παραδοσιακό νησιώτικο ένδυμα της εποχής και να φορέσει ναυτική
στολή η οποία είχε πρόσφατα εφαρμοστεί με Β. Διάταγμα.
Τέλος, ένα άλλο γεγονός το
οποίο επηρέασε άμεσα το ηθικό και αποδυνάμωσε το Πολεμικό Ναυτικό ήταν το
κίνημα του Πόρου το 1831. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες απλώς θα αναφέρουμε
ότι στις αρχές του 1831 είχαν φουντώσει οι έριδες και οι αντιδράσεις κατά του
Καποδίστρια τον οποίο προσπαθούσαν να εμποδίσουν να κυβερνά σαν μοναδικός
ρυθμιστής των Ελληνικών θεμάτων. Η Ύδρα, η Μάνη, η Βορειοδυτική Πελοπόννησος
και σημαντικός αριθμός νησιών του Αιγαίου διατηρούσαν ουσιαστικά πλήρη
ανεξαρτησία απέναντι στη Κυβέρνηση.
Οι Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
Ανδρέας Μιαούλης, Α. Κριεζής, Μ. Τομπάζης κλπ ήταν μεταξύ των ηγετών του
κινήματος, οι οποίοι κατέλαβαν ορισμένα πλοία του Στόλου. Ο Καποδίστριας
προφανώς αντέδρασε. Ο διχασμός έκανε και πάλι το θαύμα του. Αποτέλεσμα υπήρξε η
επικράτηση των Κυβερνητικών Δυνάμεων, αλλά με αρκετές ανθρώπινες απώλειες και
την ανατίναξη την 1 Αυγούστου 1831 κάποιων Εθνικών πλοίων με απόφαση του Α.
Μιαούλη.
Μεταξύ των πλοίων αυτών η Φρεγάτα/Δίκροτο
ΕΛΛΑΣ με 64 κανόνια και η Κορβέτα ΥΔΡΑ. Πράγματι τραγικά γεγονότα.
Για το Β΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ
πιέσατε ΕΔΩ…