Αγαπητοί μου συνεπιβάτες,
Αυτές τις ημέρες δεν θα εστιάσω στο κλέος του Ελληνικού Γένους, και δη του Ελληνικού Ναυτικού στα χρόνια της Επαναστάσεως. Θα βροντοφωνάξω ΖΗΤΩ πλην όμως θα αναφερθώ σε κομμάτια της Ιστορίας που δεν θα πρέπει να αγνοούμε, ούτε να τα αφήνουμε ευγενικά στο περιθώριο. Τούτα τα κομμάτια, διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα, απαιτούν την προσοχή μας και μας καλούν να αναλάβουμε ευθύνες, κάθε φορά που η άγνοια και ο ατομικισμός επιβάλλουν να γράφουν την δική τους ιστορία.
Ας μην επικαλούμαστε αποκλειστικώς τις ομορφότερες εικόνες της εποχής λόγω των ηρώων που τις δόξασαν, γιατί δεν ήταν όλοι ήρωες ούτε είχαν όλοι το ψυχικό σθένος να αγωνισθούν δίχως να λιποψυχήσουν μπροστά στο οθωμανικό σπαθί. Εξάλλου πάντοτε ο Έλλην ανάμεσα στο θάρρος, την πίστη και το φόβο έβρισκε και χώρο να στριμώξει το ατομικό συμφέρον, που άλλοτε ως αίσθημα, μεταξύ άλλων, απλώς αναπνέει, κι άλλοτε τον κατακλύζει. Κι όταν συμβαίνει το δεύτερο, η πραγματική απειλή εξουδετερώνεται και, δίχως να αντιληφθεί το πώς και το γιατί, βρίσκεται κατόπιν των γεγονότων με την πλαστή πεποίθηση ότι όλα συνέβησαν ένεκα συνομωσίας ή ότι «ήτανε θέλημα Θεού».
Στα χρόνια της Επαναστάσεως, λοιπόν, κατά τις πρώτες εκστρατείες, το πνεύμα που επικρατούσε στον ελληνικό στόλο ήταν η απειθαρχία, η ανυποταξία και η απείθεια κυβερνητών και πληρωμάτων. Όπως αναφέρει ο ναύαρχος Κ. Α. Αλεξανδρής: «αι έριδες αύται δις διαρκούντος του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος κατέληξαν εις πραγματικόν εμφύλιον-πόλεμον, η κυριοτέρα δε συνέπεια τούτου από της απόψεως του Ναυτικού ήτο η κατασπατάλησις των χρημάτων των δανείων χωρίς να δοθή το αναλογούν δια την συντήρησιν της ναυτικής δυνάμεως μέρος»[1].
Η αντίληψη ότι «χαρίζω τα πάντα ακόμα και την ίδια μου τη ζωή υπέρ της πατρίδος» δεν έβρισκε πάντοτε προσοδοφόρο έδαφος, αφού καθείς αγωνιζόταν αλλά θα έπρεπε να εξασφαλίζει και τα έξοδα της ημέρας για να θρέψει την οικογένειά του. Για παράδειγμα, η χρήση των πυρπολικών που τόσο έχουν υμνηθεί στην Ιστορία, είχε τεράστιο κόστος αν υπολογίσει κανείς πέραν της δαπάνης της μετατροπής τους (του εκάστοτε πλοίου δηλ. σε πυρπολικό) το κόστος επίσης της αυξημένης μισθοδοσίας στα πληρώματά τους και την αποζημίωση προς τους κατόχους τους. Σε αυτή την περίπτωση εάν δεν καταβαλλόταν ο ανάλογος μισθός / αποζημίωση δεν πραγματοποιείτο η Αποστολή. Πέραν όμως των προβλημάτων σχετικά με το οικονομικό ζήτημα υπήρχε και το μείζων αιώνιο πρόβλημα των Ελλήνων που αφορά φυσικά στο «ποιός άρχει».
Έριδες, διενέξεις, πισώπλατα χτυπήματα μεταξύ ημών αποτελούσαν και θα αποτελούν κερκόπορτες, για τους επίδοξους κατακτητές που επιθυμούν να μας κερδίσουν σε μια «ναυμαχία» ακονιτί.
Δεν θα κατατείνω δόλιχο τον λόγο μου ούτε θα βομβαρδίσω με αμέτρητες σχετικές αναφορές ιστορικών και βιβλιογραφίες. Αυτές τις ημέρες επιθυμώ πραγματικά να τις εορτάσω, να υμνήσω τους ήρωες αλλά και να υπενθυμίσω ορισμένες συνέπειες πράξεων των προγόνων μας που δεν ήταν όλες αξιέπαινες.
Επέλεξα να κλείσω με ένα απόσπασμα του Ακαδημαϊκού Διονυσίου Κόκκινου, που σε κάθε του λέξη εμπεριέχει σύγχρονες αλήθειες και προβληματισμούς που, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να συλλογιστούμε και να μας προτρέψει να αναλάβουμε όλοι μας, καθείς από την πλευρά του, τις ευθύνες μας. Αν δεν σας κουράζει η παλαιότητα της γραφής, τότε αξίζει πραγματικά την προσοχή σας:
«…Ενώ λοιπόν κατά το μεταξύ της 6ης και 8ης Ιουνίου (σ.σ. του 1821) διάστημα οι πλοίαρχοι του ελληνικού στόλου, του ευρισκομένου πλησίον των Ψαρών, δεν κατώρθωναν να συνεννοηθούν και εσυζητούσαν επί ζητημάτων σχετικώς προς την αρχηγίαν, οι ναύται ηξίωσαν να επιστρέψουν εις τα νησιά των. Οι πλοίαρχοι δηλαδή ευρέθησαν προ στάσεως, δια την οποίαν δεν έγινεν εξαιρετικός λόγος τότε, διότι μέχρι της εποχής εκείνης ήσαν συνηθισμένοι εις τοιαύτας απειθαρχίας πληρωμάτων.
Οι πλοίαρχοι βεβαίως έπταιαν δια τας μεταξύ των εκδηλωθείσας τότε αντιζηλίας, αι οποίαι ίσως επέτρεψαν να εκδηλωθεί ζωηροτέρα η διάθεσις των πληρωμάτων να επιστρέψουν εις τας πατρίδας των. Αλλ’ από της στιγμής που προεβλήθη η αξίωσις αυτή τρόπος επαναφοράς της τάξεως δεν υπήρχεν. Η κατηγορηματική υπόσχεσις των Αρχών της Ύδρας ότι θ’ απεστέλλετο εις τον στόλον η μισθοτροφοδοσία δεν έφθανε δια να τους συγκρατήση. Και τα πλοία επέστρεψαν εις την Ύδραν και τας Σπέτσας, όπου οι περισσότεροι ναύται απεβιβάσθησαν και κατηυθύνθησαν εις τα σπίτια των.
Κατ’ ουσίαν ο ελληνικός στόλος κατά τας ημέρας εκείνας είχε διαλυθή και αν ο τουρκικός εξήρχετο έξαφνα από τα Στενά δεν θα εύρισκε πουθενά την παραμικράν αντίστασιν. Ήρχισε να φαίνεται λοιπόν από τότε η ανάγκη ισχυράς προσωπικότητος δια την αρχηγίαν των ναυτικών δυνάμεων, ανθρώπου ικανού να δημιουργήση εκ των αναρχουμένων στοιχείων πραγματική υπηρεσίαν στόλου.»[2]
Το παραπάνω απόσπασμα δίνει μια σαφή εικόνα της καταστάσεως που επικρατούσε στον στόλο μερικούς μήνες μετά την έναρξης της Επαναστάσεως.
Σήμερα 190 έτη μετά ας αφήσουμε τις προσωπικές έριδες και με οδηγό το παρελθόν να εστιάσουμε στην αντιμετώπιση της απειλής που προέρχεται από την επιθετικότητα του νέο-οθωμανικού ναυτικού.
Με σεβασμό για τον ένδοξο αγώνα,
Κρίστυ
[1] Κ. Α. Αλεξανδρή: Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-29., κεφ. Ζ΄, σελ. 158-161, Έκδοσις Ναυτικής Επιθεωρήσεως 1930 (ανατύπωσις 1976).
[2] Διονυσίου Α. Κόκκινου: Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, 1974.