Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΠΟΛΕΜΟΥ.
Ναυάρχου Κ. Α. Αλεξανδρή.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ.Α. Αλεξανδρή:
Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του Υπέρ Ανεξαρτησίας
Αγώνος 1821-29, κεφ. Ζ, σελ. 158, Έκδοσις
«Ν. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΣ»1930, Ανατύπωσις 1976.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (φωτ. http://www.library.thinkquest.org/) |
Το ζήτημα τούτο, ως σχετιζόμενον με την ψυχολογίαν των πρωτεργατών του Αγώνος, επιτρέπει επέκτασιν, δεν πρόκειται όμως να θίξωμεν παρά μόνον μία πλευράν αυτού. Αύτη δε είναι η σχετική προς την διαλυτικήν πράγματι επίδρασιν, ην ήσκησεν επί της ναυτικής ισχύος της Ελλάδος το βασικόν ελάττωμα του εθνικού ημών χαρακτήρος, τουτέστιν η τάσις προς διχονοίας και διαιρέσεις. Η τάσις αύτη, αποτέλεσμα του ατομιστικού πνεύματος και της απροθυμίας προς συνεργασίαν και συντονισμόν προσπαθειών, υπήρξεν από αιώνων δυστυχώς εν των κυρίων χαρακτηριστικών της φυλής μας.
Η επίδρασις αυτής επί των ναυτικών επιχειρήσεων του Αγώνος υπήρξεν άμεσος και έμμεσος. Και η μέν άμεσος εξεδηλώθη πλειστάκις υπό μορφήν ανυποταξίας και απειθίας Κυβερνητών και πληρωμάτων με συνεπείας κατά το μάλλον ή ήττον σοβαράς, η δε έμμεσος δια της εγκαταλείψεως του Ναυτικού παρά της Κεντρικής Διοικήσεως, ως εκ της απασχολήσεώς της με τας εμφυλίους εν Πελοποννήσω έριδας.
Ως εν τη αφηγήσει είδομεν, αι έριδες αύται δις διαρκούντος του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος κατέληξαν εις πραγματικόν εμφύλιον πόλεμον, η κυριοτέρα δε συνέπεια τούτου από της απόψεως του Ναυτικού ήτο η κατασπατάλησις των χρημάτων των δανείων χωρίς να δοθή το αναλογούν δια την συντήρησιν της ναυτικής δυνάμεως μέρος. Αν λάβη τις υπ’ όψιν, ότι εν στρατιωτικόν σώμα, και δη εξ ατάκτων αποτελούμενον, ως κατά το πλείστον ήσαν τα συγκροτούντα τον στρατόν της Επαναστάσεως, δύναται επί τέλους να κινηθεί και άνευ ρευστού χρήματος εφ’ όσον έχει πυρομαχικά και βασίζεται δια την διατροφήν του εις τους πόρους της χώρας, ενώ εν πλοίον αδυνατεί να κινηθεί άνευ ωρισμένων εφοδίων, πυρομαχικών και τροφίμων, αντιλαμβάνεται αμέσως, διατί αι ανάγκαι του Ναυτικού ήσαν επιτακτικώτεραι. Δεν είναι όμως μόνον τούτο. Διότι εις τα έξοδα συντηρήσεως και κινήσεως των πλοίων, πρέπει να προστεθούν και τα έξοδα των επισκευών, καθώς και τα ουχί ευκαταφρόνητα έξοδα της εκάστοτε μετατροπής πλοίων εις πυρπολικά των αποζημιώσεων προς τους κατόχων των και της ηυξημένης μισθοδοσίας, ήτις εδίδετο εις τα πληρώματά των. Ταύτα πάντα απετέλουν ποσά σημαντικότατα, ως άλλως τε εξάγεται εκ των εις διάφορα σημεία της αφηγήσεως δοθέντων αριθμών, τα ποσά δε ταύτα ηντλήθησαν σχεδόν αποκλειστικώς κατά τα τέσσερα πρώτα έτη εκ των αποθεμάτων των πλουσίων εφοπλιστών των τριών ναυτικών νήσων, ελάχιστα δε εκ των επιβληθεισών εις τας νήσους του Αιγαίου φορολογιών και ακόμη ολιγώτερα εκ του Δημοσίου Ταμείου. Κατόπιν των ανωτέρω είναι προφανές το πόσον η εις τας εμφυλίους εν Πελοποννήσω έριδας κατασπατάλησις των χρημάτων των δανείων συνετέλεσαν εις τον περί τα τέλη του 1824 σημειωθέντα κάματον και την εκ τούτου διάλυσιν των ναυτικών δυνάμεων, εις ην κυρίως ωφείλετο η επιτυχία της εις Πελοπόννησον αποβάσεως του Ιμβραήμ.
Αρκεί η ανάγνωσις μιας από τας αλλεπαλλήλους αναφοράς τας παρά του Ναυάρχου Μιαούλη προς τους Προκρίτους της Ύδρας απευθυνθείσας κατά τα έτη 1824 και 1825, δια να καταδείξη τον πόνον του ανδρός εκείνου δια τα δεινά, άτινα έβλεπεν επερχόμενα λόγω της παντελούς εκ μέρους της Κεντρικής Διοικήσεως εγκαταλείψεως του Ναυτικού, της οφειλομένης κυρίως εις την παρά των εμφυλίων ερίδων απορρόφησιν πάσης φροντίδος και πάσης ζωτικότητος. Ιδού μερικά αποσπάσματα εκ της από 11ης Μαΐου 1825 αναφοράς:
«Τώρα όμως με ποίον στόλον, με ποία μέσα, με ποίον σχέδιον να κάμωμεν αυτό το θαύμα; Φευ! Εις την αθλιότητά μας!………….
Χρεωστείτε και η ευγενία σας να παραστήσετε εις την Σ. Διοίκησιν αυτήν μας την κατάστασιν και να την κάμετε να γράψει σφοδρά και να μας παρακινήση οπωσούν εις το χρέος μας…….. Τι κακόν είναι τούτο δια τον Θεόν; Αν δεν επιμεληθήτε να το μετριάσετε καν, τίποτε μην περιμένετε από την ανύπαρκτον ταύτην θαλάσσιον δύναμίν μας».
Υποδεικνύουσα δε περαιτέρω την ανάγκην συγκεντρώσεως των προσπαθειών προς διάσωσιν του Ναυαρίνου και την ανάγκην ενισχύεως του Στόλου δια πυρπολικών, κατέληγεν η αγωνιώδης αύτη επίκλησις του Ναυάρχου ως εξής:
«και παρακαλούμεν περί τούτου να γράψετε πάλιν εις την Σ. Διοίκησιν, η οποία δεν πιστεύω να μην γνωρίζη καλύτερα από ημάς το μέγεθος του εδώ κινδύνου και της χρείας του Στόλου, να συνεργήση εις την σωτηρίαν του Έθνους, καθώς φωνάζει όλος ο κόσμος».
Δυστυχώς, ούτε αι επικλήσεις του Μιαούλη, ούτε το φάσμα του επερχομένου κινδύνου ίσχυον να αποστρέψωσι τας αντιμαχομένας φατρίας από του αδελφοκτόνου σπαραγμού, όταν δε τέλος απεφάσισαν αύται να δώσωσι τας χείρας προς αντιμετώπισιν του κινδύνου, ήτο πολύ αργά, διότι ο Ιμβραήμ είχε στερεώς εγκατασταθή εν Πελοποννήσω. Ακριβώς τούτο είναι εν εκ των χαρακτηριστικωτέρων σημείων του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος, ως εικονίζον τας συνεπείας της φοβεράς νόσου της διχονοίας, ήτις εμφωλεύουσα εις τον εθνικόν μας χαρακτήρα από των αρχαιοτάτων χρόνων της ιστορικής εμφανίσεως της Ελλάδος μέχρι και της προσφάτου ιστορίας του Παγκοσμίου Πολέμου, απετέλεσε πάντοτε την βασικήν αιτίαν των μεγαλυτέρων μας εθνικών συμφορών. Και εν τη προκειμένη περιπτώσει –όπως και εις πλείστας άλλας – η τιμωρία υπήρξε πράγματι σκληρά, διότι ολίγον έλειψε να καταδικασθή εις αποτυχίαν ολόκληρος ο Αγών και να αποβούν εις μάτην οι τόσοι ηρωισμοί και αι τόσαι θυσίαι. Διότι είναι σχεδόν βέβαιον, ότι άνευ της παρεμβάσεως των Δυνάμεων και του παρ’ αυτών εξαναγκασμού του Ιμβραήμ, πρώτον μεν δια της εν Ναυαρίνω καταστροφής του Στόλου του, είτα δε και δια της αποβάσεως της Στρατιάς του Μαιζώνος, να εγκαταλείψη την Πελοπόννησον, η Ελληνική Επανάστασις θα κατεστέλλετο τελειωτικώς, ή το πολύ θα περιωρίζετο εις μικράς τινας απομεμακρυσμένας αλλήλων εστίας, τούτο δε ωφείλετο αποκλειστικώς εις την εισβολήν του Ιμβραήμ, την επιτυχούσα χάρις εις την εγκατάλειψιν και την παράλυσιν του Ελληνικού Στόλου.
Μια, όχι ολιγώτερον θλιβερά, συνέπεια της εγκαταλείψεως και του μαρασμού, εις ον αφέθη να περιέλθη το Ναυτικόν τω 1825, ήτο καθώς είδομεν και η τρομακτική ανάπτυξις της πειρατείας εν τω Αιγαίω, η εκ της οποίας προσγενομένη υλική και ηθική ζημία εις την Επανάστασιν υπήρξε τεραστία. Τούτο βεβαίως δεν είναι ορθόν να αποδώση τις εις τας εν Πελοποννήσω έριδας, δύναται όμως και ενταύθα ο προσεκτικός παρατηρητής να διϊδη, εντός της επιθυμίας του πλουτισμού, ως κίνητρον την εις την πειρατείαν απασχολήσεως την τάσιν προς ανεξάρτητον ενέργειαν και ανυπακοήν, ήτις συνετέλεσεν εις την ανάπτυξιν της πειρατείας, όσον και η εκ της βαθμιαίας ελαττώσεως των πλοίων του Στόλου ανεργία και δυστυχία του πληθυσμού των ναυτικών νήσων.