ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ, ΣΤΟΝ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Του Κωνσταντίνου Κυρίμη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορικές Σελίδες»,
τ.13, σελ. 18, Αμυντική Γραμμή, Μάρτιος 2007.
ΦΩΤΟ: http://www.hotlinecy.com/ |
Η Ισπανία στις φλόγες
Η έντονη πόλωση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς που επικρατούσε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930 στην Ισπανία, οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε εμφύλια σύρραξη. Τον Φεβρουάριο του 1936, τα ενωμένα κόμματα της αριστεράς κερδίζουν με μικρή διαφορά τις εκλογές. Σχεδόν αμέσως, ξεσπούν βίαιες ταραχές σε όλη την Ισπανική επικράτεια. Το αποτέλεσμα ήταν πλέον αναπόφευκτο.
Στις 17 Ιουλίου του 1936, ξεσπάει ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Οι Εθνικιστές του Στρατηγού Φράνκο επιχειρούν σειρά πραξικοπημάτων σε ένα πλήθος από πόλεις. Οι επίσημες κυβερνητικές δυνάμεις των Δημοκρατικών (όπως αυτοαποκαλούνταν οι αριστεροί) αντιστέκονται σθεναρά και κανείς δεν ελπίζει σε μια σύντομη νίκη. Είναι η αρχή σε μια σειρά εχθροπραξιών που θα βυθίσουν την Ισπανία στις φλόγες, μέχρι και το 1939, όταν και θα επικρατήσει η πλευρά των εθνικιστών.
Η κατάσταση του Ναυτικού, στις απαρχές του πολέμου.
Η έναρξη του πολέμου βρήκε τις δύο παρατάξεις σχεδόν ισοδύναμες, όσον αφορά στις χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις. Όμως στο Ναυτικό, η υπεροχή των Δημοκρατικών ήταν συντριπτική : με εξαίρεση τα θωρηκτά (κάθε πλευρά είχε από ένα), διέθεταν τριπλάσια καταδρομικά, ενώ παρέτασσαν 11 αντιτορπιλικά (έναντι μόνον ενός των αντιπάλων τους). Στα πλοία μεσαίου εκτοπίσματος και στα βοηθητικά, η κατάσταση ήταν ελαφρώς πιο ισορροπημένη, αλλά οι Δημοκρατικοί διέθεταν επιπλέον 12 υποβρύχια, το σύνολο δηλαδή των υποβρυχίων του Ισπανικού στόλου.
Παρά την τεράστια ποσοτική διαφορά, ποιοτικοί και άλλοι παράγοντες, ευνοούσαν τους Εθνικιστές. Είχαν στον έλεγχό τους δύο από τους τρεις μεγάλους ναυστάθμους, ελέγχοντας έτσι τα στενά του Γιβραλτάρ. Μάλιστα, στον Ναύσταθμο του El Ferrol καταλήφθηκαν ανέπαφα δύο ετοιμοπαράδοτα βαριά καταδρομικά που σύντομα ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Επίσης, σχεδόν το σύνολο των ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών του πάλαι-ποτέ ενωμένου στόλου, ήταν ακραιφνώς συντηρητικών καταβολών και έτσι τελικώς οι Δημοκρατικοί έφτασαν να έχουν υπό την κατοχή τους πλοία, δίχως όμως το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για να τα κυβερνήσει. Αναγκαστικά λοιπόν, οι Δημοκρατικές δυνάμεις κατέφευγαν συχνά στις τάξεις του εμπορικού ναυτικού για να αντλήσουν ανθρώπινο δυναμικό, κάτι που απέβη εντελώς άτοπο στην διακυβέρνηση πολεμικών σκαφών.
Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς αξιωματικοί που απέμειναν στο πλευρό των Δημοκρατικών, θεωρούνταν από την ηγεσία ως «πιθανοί αυτομόλοι» και αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, τυγχάνοντας συχνά αυστηρού ελέγχου αν όχι περιορισμού. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή πολιτικών κομισάριων και «επιτροπών ναυτών» (σύνηθεις κομμουνιστικές πρακτικές) στη διοίκηση των πλοίων, μετέτρεπε τα μέσα σε «αργοκίνητες μαούνες» που ακροβατούσαν ανάμεσα σε άπειρους κυβερνήτες και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ιδιαίτερα στα υποβρύχια, σκάφη κατ’εξοχήν απαιτητικά στην διακυβέρνηση, η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα προβληματική.
Σε μεταγενέστερη φάση του πολέμου, επιχειρήθηκε μια «εισαγωγή» κυβερνητών από τη Ρωσία (υπό το καθεστώς «συμβούλων») αλλά η όχι-ιδιαίτερα-θερμή ανταπόκριση της οποίας έτυχαν από τα ισπανικά πληρώματα, μείωσε στο ελάχιστο την όποια προσφορά τους.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, και τα 12 υποβρύχια των Δημοκρατικών, δεν πέτυχαν ούτε μία βύθιση εχθρικού πλοίου.
Η σημασία της χρήσης των ναυτικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου. Η έκβαση των χερσαίων επιχειρήσεων δεν φαινόταν να ωφελεί τους Εθνικιστές και ως μόνη λύση φάνταζε για αυτούς, η «Αφρικανική Στρατιά». Αυτή έδρευε στην Ισπανική ηγεμονία του Μαρόκου, αποτελείτο από 30.000 άνδρες, εξαιρετικά αξιόμαχους, καλά εκπαιδευμένους και φανατικά πιστούς στον Φράνκο. Η αποβίβασή τους στην Ισπανική ενδοχώρα, θα έδινε τεράστια ώθηση στις επιχειρήσεις των Εθνικιστών.
Στόχος του ναυτικού του Φράνκο ήταν να μπορέσουν, μέσω διαδοχικών νηοπομπών, να περάσουν την πολυάριθμη δύναμη σε κάποιο λιμάνι της νότια Ισπανίας. Αντίθετα, οι ναυτικές δυνάμεις των Δημοκρατικών, είχαν ως κύρια αποστολή να αποτρέψουν κάθε προσπάθεια μετακίνησης της «Αφρικανικής Στρατιάς» προς το νότο της χώρας.
Τελικώς, οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να πετύχουν το συγκεκριμένο στόχο τους. Σύντομα μάλιστα, έχασαν κάθε ευκαιρία να ελέγξουν την στρατηγική περιοχή του πορθμού του Γιβραλτάρ, ενώ μια σειρά από αποτυχημένες επιχειρήσεις στις νότιες ισπανικές ακτές, περιόρισαν τη δράση του Δημοκρατικού στόλου στις νοτιοανατολικές ακτές.
Όμως κάθε μήνας που περνούσε, ήταν προς το συμφέρον των Δημοκρατικών, που κέρδιζαν χρόνο για την εκπαίδευση των πληρωμάτων τους. Έτσι, παρουσιάστηκε η ανάγκη να χτυπηθεί ο στόλος των Δημοκρατικών το συντομότερο δυνατό. Μια ανάγκη όμως, που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από τον ακόμα αδύναμο στόλο των Εθνικιστών. Εκεί χρειάστηκε η επέμβαση των συμμάχων του Φράνκο.
Η Ιταλική εμπλοκή.
Από την αρχή του πολέμου, η Ιταλία ενίσχυσε στρατιωτικά τις δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο. Τόσο στην ξηρά, όσο και στον αέρα ή την θάλασσα, η συνδρομή του Μπενίτο Μουσολίνι ήταν καθοριστική, ποσοτικά και ποιοτικά.
Και ενώ κάλλιστα οι Ιταλοί στρατιώτες μπορούσαν να βαπτισθούν «Ισπανοί» (τηρώντας έστω και τυπικά τα προσχήματα της ουδετερότητας), κάτι τέτοιο σίγουρα δεν ίσχυε στον πόλεμο των υποβρυχίων, καθώς ουδείς τορπιλισμός Δημοκρατικού στόχου δεν μπορούσε αποδοθεί στους Ισπανούς Εθνικιστές, μιας και δεν διέθεταν ούτε ένα υποβρύχιο.
Όμως, καθώς ο πόλεμος έβαινε προ κλιμάκωση, το προσχήματα τηρούνταν ολοένα και λιγότερο, με αποτέλεσμα τη συμμετοχή ιταλικών υποβρυχίων σε αποστολές κατά του στόλου των Δημοκρατικών. Ήδη από τον Οκτώβρη του 1936, η παρουσία των Ιταλικών υποβρυχίων στις Ισπανικές θάλασσες δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, αλλά φυσικά ούτε και άγνωστο στις υπηρεσίες πληροφοριών των συμμάχων των Δημοκρατικών.
Τουλάχιστον 58 διαφορετικά Ιταλικά υποβρύχια, έδρασαν στην Ισπανία μεταξύ 1936-39.
Οι Γερμανοί επεμβαίνουν δυναμικά.
Μπορεί η ιδεολογική συγγένεια Φράνκο-Χίτλερ να ανάγκασε τον δεύτερο να συνδράμει τον πρώτο στις πολεμικές επιχειρήσεις, όμως ο Γερμανός δικτάτωρας δεν ήταν (αρχικά τουλάχιστον) πεπεισμένος ότι ο Φράνκο είχε σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό καθιστούσε τον Φύρερ ιδιαίτερα επιφυλακτικό όσον αφορά στην βοήθεια που ήταν διατεθειμένος να παρέχει στους Ισπανούς.
Εξάλλου, Βρετανία και Γαλλία πίεζαν σθεναρά το Βερολίνο να μην προχωρήσει σε αποστολή πολεμικού υλικού στους Ισπανούς Εθνικιστές, γιατί κάτι τέτοιο θα ξεκίναγε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια σκακιέρα.
Συνήθως, οι Γερμανοί περίμεναν (αν όχι «επεδίωκαν») ένα κίνητρο, ώστε να δικαιολογήσουν την όποια επιθετική ενέργειά τους. Όπως το 1937, όταν το θωρηκτό-τσέπης Admiral Scheer βομβάρδισε το ισπανικό λιμάνι της Almeria ως αντίποινα για την αεροπορική επιδρομή αεροσκαφών της Δημοκρατικής αεροπορίας στο «αδελφό-πλοίο» του, Deutschland.
Επίσης, ενώ δεν δίσταζαν να διαθέσουν προς χάρη του Φράνκο «μη-φονικά» όπλα (όπως μεταφορικά αεροσκάφη Ju-52 για την μεταφορά στρατιωτών), αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την προοπτική αποστολής αμιγώς επιθετικών-όπλων, όπως τα υποβρύχια.
Εντούτοις, το Γερμανικό επιτελείο έβλεπε το Ισπανικό θέατρο επιχειρήσεων ως μια έξοχη ευκαιρία για να δοκιμάσει νέα όπλα και να πειραματιστεί σε νέες τακτικές. Ο πόλεμος των υποβρυχίων (καθότι μοντέρνα και πρωτοποριακά όπλα), αποτελούσε ζήτημα τιμής για τη γερμανική ηγεσία και σε καμία περίπτωση δεν θα άφηναν την Ιταλία να τον διευθύνει ή να τον εξελίξει.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, η συνεχώς αυξανόμενη εμπλοκή των Ιταλών, σχεδόν είχε καταστήσει την Ιταλία «προστάτιδα όλων των συντηρητικών δυνάμεων», στα μάτια πολλών κρατών ή ηγετών. Ένα status-quo που σε καμία περίπτωση δεν ταυτιζόταν με τις φιλοδοξίες του Τρίτου Ράιχ και των εκπροσώπων του, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Μουσολίνι έναν επικίνδυνο «μνηστήρα».
Έτσι, όταν αποφασίστηκε η αποστολή των υποβρυχίων, δεν γνωστοποιήθηκε στους Ισπανούς, αλλά ανακοινώθηκε με τη δέουσα επισημότητα στους Ιταλούς. Η πρόθεση των Γερμανών ήταν να δείξουν σαφέστατα στη σύμμαχο (αλλά και ανταγωνίστρια) Ιταλία, ότι το Τρίτο Ράιχ δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί ένα μη-πρωταγωνιστικό ρόλο.
Επίσης, η ολοένα και δυναμικότερη εμπλοκή των Σοβιετικών (υπέρ των Δημοκρατικών), καθιστούσε ορατό πλέον τον κίνδυνο μιας μελλοντικής κομουνιστικής-Ισπανίας, κάτι που θα σήμαινε ένα άκρως επικίνδυνο γείτονα, στη «γειτονιά» της Γερμανίας και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Ρώσους, να «πατήσουν πόδι» στην Ευρώπη, σε μια περιοχή μάλιστα που οι Γερμανοί θεωρούσαν ως προέκταση του ζωτικού τους χώρου (“Lebensraum”).
Αρχικώς υιοθετήθηκε μια πιο μετριοπαθή στάση. Το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό έστειλε στην Ισπανία το απόσπασμα ‘Nordsee’ («Βόρεια Θάλασσα») ως οργανικό τμήμα της «Λεγεώνας του Κόνδορα». Το προσωπικό της αποσπάσματος αυτού, ανέλαβε ρόλο συμβούλων και εκπαιδευτών σε θέματα ναρκοπολέμου, επικοινωνιών και χρήσεως ναυτικών όπλων.
Τελικώς, παρά τους αρχικούς δισταγμούς ορισμένων γερμανικών κύκλων, σύντομα υιοθετήθηκε μια πιο «δυναμική στάση» που κορυφώθηκε με την αποστολή ακόμα και πολεμικών υποβρυχίων, παρόλο που για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η εμπλοκή του συγκεκριμένου είδους σκάφους συνιστούσε κατάφορη μαρτυρία ότι ξένες δυνάμεις συντάσσονταν ανοιχτά στο πλευρό του Φράνκο.
Η επιχείρηση “Ursula” αποφασίζεται.
Η ιδέα του «βαπτίσματος του πυρός» των γερμανικών υποβρυχίων (U-Boats) στις θάλασσες της Ισπανίας, ανήκει στον αρχηγό της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Abwehr), Wilhelm Von Canaris.
Αρχικώς, η πρότασή του αντιμετώπισε την άρνηση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (OKM- Oberkommando der Marine) Guenther Grusse, εντούτοις σε περίπτωση που μελλοντικές νίκες των Ισπανών Εθνικιστών καθιστούσαν μια εντονότερη γερμανική παρουσία δικαιολογημένη, αποφασίστηκε να ετοιμαστεί ένα προσχέδιο επιχειρήσεων.
Όταν τελικά οι συνθήκες ωρίμασαν, οι Γερμανοί αποφάσισαν την αποστολή υποβρυχίων. Σκόπευαν να εκμεταλλευτούν τόσο τη διακριτικότητα που παρείχε η δράση των υποβρυχίων (όντας δύσκολο να αποκαλυφθούν), όσο κυρίως την Ιταλική αδιαλλαξία. Δηλαδή, το Γερμανικό ναυτικό αποσκοπούσε σε μια διακριτική δράση που ακόμα και αν αποκαλυπτόταν, θα έστρεφε τις υποψίες στους Ιταλούς που είχαν πλέον αρχίσει ανοικτά να παραβιάζουν την υποτιθέμενη ουδετερότητά τους.
Το σχέδιο καταστρώθηκε και έλαβε την κωδική ονομασία «Ursula», από το όνομα της κόρης του διοικητή του στόλου των υποβρυχίων, αρχιπλοίαρχου Doenitz.
Η εποπτεία της οργάνωσης ανατέθηκε στον Αρχηγό Στόλου (Flottenschef) Hermann Boehme.
Το πρώτο θέμα, ήταν η επιλογή του τύπου υποβρυχίων που θα στελνόταν στην Ισπανία. Ήταν σαφές ότι έπρεπε να ήταν σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος, ικανά για μακριά ταξίδια. Έτσι, αναμφίβολη επιλογή ήταν τα νεότευκτα σκάφη κλάσης VII (συγκεκριμένα VII-A). Τα συγκεκριμένα σκάφη υπήρχαν διαθέσιμα μόνο στις τάξεις του 2ου Στολίσκου Υποβρυχίων. Ο 2ος Στολίσκος είχε θεωρητική δύναμη δέκα υποβρυχίων. Καθότι όμως οι παραδόσεις του τύπου συνεχίζονταν την στιγμή που η επιχείρηση είχε αποφασιστεί, μόνο 5 πλοία ήταν διαθέσιμα (με το 5ο να είναι υπό παράδοση). Έτσι από τα 4 σκάφη που μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τη δεδομένη χρονική περίοδο, αποφασίστηκε η αποστολή των 2 στην Ισπανία. Τελικώς, επιλέγησαν τα U-33 και U-34. Στα πλαίσια της νέας τους αποστολής, έλαβαν τις κωδικές ονομασίες ΤΡΙΤΩΝ και ΠΟΣΕΙΔΩΝ (αντίστοιχα).
Μετά την επιλογή των μέσων, σειρά είχε το έμψυχο δυναμικό. Τα πληρώματα που θα συμμετείχαν, υποχρεώθηκαν να ορκιστούν ότι δεν θα αποκάλυπταν την αποστολή, για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κατέστη σαφές, ότι τυχόν προδοσία του όρκου αυτού, θα επέσυρε την ποινή του θανάτου. Επίσης, οι παλαιοί κυβερνήτες των υποβρυχίων καθαιρέθηκαν (προσωρινώς) και στην θέση τους ορίσθηκαν δύο άλλοι, από τους εμπειρότερους που υπήρχαν στις τάξεις των γερμανικών U-Boats. Τελικώς, επιλέχθηκαν οι Kurt Freiwald & Harald Grosse, και οι δύο έμπειροι και σεβαστοί στους συναδέλφους τους. Στους νέους κυβερνήτες επετράπη να φέρουν μαζί τους από έναν ακόμα αξιωματικό έκαστος (από το προηγούμενο πλήρωμα που διοικούσαν) ώστε να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα στη διακυβέρνηση των σκαφών τους.
Οι οδηγίες των Γερμανών επιτελών, ήταν σαφείς : πρώτη προτεραιότητα ήταν η διακριτικότητα και η διατήρηση της μυστικότητας. Τα υποβρύχια θα παρέμεναν σε βύθιση καθ’όλη την διάρκεια της ημέρας ενώ, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, θα αναδύονταν για να επαναφορτίσουν τις μπαταρίες τους και να ενημερώσουν τη βάση τους, χρησιμοποιώντας σύνθετους κρυπτογραφικούς κώδικες. Σε περίπτωση που έπρεπε να γίνει αναγκαστική ανάδυση υπό το φως της ημέρας ή αν τα υποβρύχια γίνονταν αντιληπτά, θα ύψωναν την Αγγλική σημαία, για λόγους παραπλάνησης. Για πρόσθετη μυστικότητα, δεν ενημερώθηκαν ούτε οι ίδιοι οι Ισπανοί του Φράνκο.
Για λόγους συντονισμού και αποφυγής φίλιων πυρών, οι Ιταλοί ενημερώθηκαν για τις ζώνες ευθύνης των γερμανικών U-Boats. Οι Ιταλοί καλούνταν να παρέχουν υπηρεσίες διοικητικής μέριμνας (μέσω της βάσης La Maddelena στη Σαρδηνία) σε περίπτωση έκτακτης ή σοβαρής μηχανικής βλάβης. Και πάλι όμως, πριν τα γερμανικά υποβρύχια εισέλθουν στον Ιταλικό θαλάσσιο χώρο, θα ύψωναν την Ιταλική σημαία ενώ τα πληρώματα θα έφεραν Ιταλικές στολές.
Φυσικά σε κάθε περίπτωση, τα πλοία δεν θα έφεραν εθνόσημα ή πάσης φύσης διακριτικά.
Οι κανόνες εμπλοκής για τα U-33 & U-34, ήταν εξίσου αυστηροί : επιτρεπόταν να πλήξουν μόνο αμιγώς Ισπανικά πολεμικά σκάφη και όχι σκάφη χωρών «ουδέτερων» ή έστω φίλιων προς τους Δημοκρατικούς. Πριν από κάθε απόπειρα τορπιλισμού, οι κυβερνήτες έπρεπε να είναι απόλυτα σίγουροι για την εθνικότητα του στόχου, ο οποίος θα επιτρεπόταν να τορπιλισθεί μόνο νυχτερινές ώρες.
Tα U-Boats εν δράσει.
Τα δύο υποβρύχια απέπλευσαν από τη ναυτική βάση του Wilhelmshaven τη νύχτα μεταξύ 20-21 Νοεμβρίου του 1936. Η επίσημη θέση του γερμανικού ναυτικού, ήταν ότι τα πλοία αναχωρούσαν για την «Εκπαιδευτική Άσκηση Ursula».
Περνώντας τα στενά του Γιβραλτάρ, δίχως να γίνουν αντιληπτά από τους Ισπανούς συμμάχους τους, έφτασαν στις ζώνες ευθύνης τους και ήδη από τα τέλη του μήνα, ξεκίνησαν τις επιχειρησιακές περιπολίες. Η αντι-υποβρυχιακή άμυνα των Δημοκρατικών ήταν βεβαίως ανύπαρκτη, καθώς γνώριζαν ότι οι δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο δεν διέθεταν υποβρύχια. Όμως οι προκλητικές εμφανίσεις των Ιταλικών υποβρυχίων που επιχειρούσαν προηγουμένως στην ίδια περιοχή, είχαν «πονηρέψει» τους Δημοκρατικούς ναυτικούς επιτελείς.
Μάλιστα μετά από βολή Ιταλικού υποβρυχίου κατά ελαφρού καταδρομικού των Δημοκρατικών, ανασύρθηκαν κομμάτια από Ιταλική τορπίλη. Το γεγονός προκάλεσε μεν διπλωματικό επεισόδιο, αλλά έδωσε στους Γερμανούς την ασφάλεια, ότι κάθε δικό τους πλήγμα θα αποδίδετο αμέσως στα «προκλητικά» Ιταλικά υποβρύχια.
Ο δύσκολος «φάκελος εμπλοκής» (αυστηρώς νυχτερινές βολές εναντίον ταχέως κινούμενων στόχων) των U-Boats, μείωνε αισθητά την πιθανότητα επιτυχών προσβολών. Εξάλλου, κατά τη συγκεκριμένη εποχή, οι δυνατότητες των τορπιλών ήταν αρκετά περιορισμένες και ακόμα βρίσκονταν υπό εξέλιξη.
Οι περισσότερες βολές που έγιναν κατά την διάρκεια της επιχείρησης κατέληγαν σε αστοχία. Το γεγονός ότι ορισμένα Ισπανικά αντιτορπιλικά έφταναν ακόμα και την ταχύτητα των 38 κόμβων, μείωνε περισσότερο τις πιθανότητες επιτυχίας. Ακόμα όμως και σε περίπτωση ακίνητων στόχων, δεν ήταν πάντα εύκολο να αναγνωριστεί μετά βεβαιότητας η εθνικότητά τους, συνεπώς εγκαταλείπονταν. Δεν ήταν όμως λίγες και οι φορές, όπου εύκολοι στόχοι δεν τορπιλίζονταν καθώς στη γύρω περιοχή υπήρχαν «ουδέτερα» πλοία που ενδεχομένως να καταδίωκαν τα U-Boats και να τα αναγνώριζαν.
Τα υποβρύχια ανακαλούνται. Τορπιλισμός του υποβρυχίου C-3.
Τα μηδαμινά αποτελέσματα της επιχείρησης προβλημάτισαν την ηγεσία των Γερμανών. Σύντομα αντιλήφθηκαν ότι ρίσκαραν πολλά, αποκομίζοντας ελάχιστα οφέλη. Έτσι, με διαταγή του υπουργού Αμύνης Von Blomberg, στις 10 Δεκεμβρίου 1936 η επιχείρηση «Ursula» ακυρώθηκε και τα πλοία αποφασίστηκε να επιστρέψουν στην έδρα τους.
Ενώ επέστρεφαν (σε βύθιση καθώς ήταν μεσημέρι) και ευρισκόμενα κοντά στην Malaga, ο κυβερνήτης του U-34 διέκρινε την σιλουέτα ενός υποβρυχίου, να πλέει προς τη ναυτική βάση του Δημοκρατικού Ναυτικού. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές για να μην εκτελεσθεί επιθετική ενέργεια. Ήταν μέρα, η αποστολή είχε ήδη ακυρωθεί, στην παρακείμενη ακτή βρίσκονταν δεκάδες πλοία του εχθρού, ενώ κάμποσα μικρότερα σκάφη περιπολούσαν στη γύρω περιοχή. Με τόσα «αδιάκριτα» μάτια τριγύρω, θα ήταν σχεδόν αυτοκτονία για το U-34 ακόμα και να επιχειρήσει να κάνει χρήση του περισκόπιού του, καθώς η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη και ο σωλήνας του θα εντοπίζονταν εύκολα.
Όμως, το γερμανικό πλήρωμα δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να επιστρέψει «άκαπνο» στην βάση του, έτσι –παραδόξως- έβαλε με μια τορπίλη κατά του Δημοκρατικού υποβρυχίου “C-3”. Η βολή έγινε σχεδόν στα τυφλά και κυριολεκτικά υπό-πίεση. Όμως, συχνά η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς και έτσι λίγα λεπτά αργότερα το C-3 βυθιζόταν αφού είχε πρώτα κυριολεκτικά κοπεί στα δύο. Οι μόνοι διασωθέντες ήταν δύο ναύτες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα αδειάζοντας ένα κάδο απορριμμάτων και ένας -ομολογουμένως τυχερός- αξιωματικός, από τους 38 που βρίσκονταν μέσα στο σκάφος.
Το πρώτο ανακοινωθέν που εξέδωσε η Δημοκρατική κυβέρνηση, έκανε λόγο για «τορπιλισμό από αγνώστου εθνικότητας υποβρύχιο». Αντιθέτως, η επίσημη αναφορά του ναυτικού, απέκλεισε το ενδεχόμενο αυτό. Ως κύριο επιχείρημα προέβαλε το γεγονός, ότι η έκρηξη ήταν ασυνήθιστα υποτονική και δεν συνοδευόταν από πίδακα νερού περίπου 60 μέτρων ( και οι δύο, βασικές ενδείξεις πλήγματος από τορπίλη ). Βασιζόμενη στα ίδια επιχειρήματα, απέριψε το σενάριο της κατά-λάθος-έκρηξης αποθηκευμένης τορπίλης ή πρόσκρουσης σε νάρκη. Η βύθιση του C-3 έμοιαζε με άλυτο μυστήριο.
Μεταγενέστεροι εμπειρογνώμονες και αναλυτές, υιοθέτησαν ως επικρατέστερο σενάριο, η τορπίλη που εβλήθη από το U-34, να προσέβαλε τον στόχο της, δίχως όμως να σκάσει (κάτι όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστο). Προφανώς όμως, πέτυχε το χώρο των συσσωρευτών, προκαλώντας σχεδόν άμεσα την (υποτονική αλλά θανάσιμη) έκρηξή τους.
Το δε C-3 ανευρέθη 70 μέτρα κάτω από την θάλασσα, στο σημείο που αποτελεί πλέον τον υγρό τάφο του, το 1998. Την ανακάλυψη έκανε ένας ιδιώτης, ενώ επιβεβαιώθηκε και επισήμως από το Ισπανικό πολεμικό ναυτικό. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν σχέδια για την ανέλκυσή του.
Τελικώς, τα U-Βoats U33 & U34, επέστρεψαν στην βάση τους στις 21 Δεκεμβρίου. Η διακυβέρνηση παραδόθηκε στους προηγούμενος κυβερνήτες τους, ενώ οι κυβερνήτες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση, παρασημοφορήθηκαν. Βέβαια τα μετάλλια επιδόθηκαν με το πέρας του Ισπανικού Εμφυλίου, ώστε να μην διαρρεύσει η μυστική αποστολή.
Η συνέχεια του Ναυτικού Πολέμου στην Ισπανία.
Στις αρχές του επόμενου Φεβρουαρίου, η βάση της Malaga περιήλθε στον έλεγχο των Εθνικιστών, τερματίζοντας κάθε ελπίδα ελέγχου του Γιβραλτάρ (και εν γένει του ναυτικού πολέμου) από την πλευρά των Δημοκρατικών.
Η κλιμακούμενη προκλητικότητα των Ιταλικών υποβρυχίων, είχε ως αποτέλεσμα την σφοδρότατη διπλωματική αντίδραση της Γαλλίας και την Βρετανίας, με αποτέλεσμα την ανάκληση της δράσης τους. Στην πράξη όμως, τα Ιταλικά υποβρύχια συνέχισαν να υποστηρίζουν τις ναυτικές επιχειρήσεις των Εθνικιστών, καθώς δύο από τα πιο σύγχρονα «πουλήθηκαν» στον στρατηγό Φράνκο. Σε αντίθεση με τα υποβρύχια των Δημοκρατικών, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα και αποτελεσματικά, καθ’όλη την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου.
Σημαντικός πολλαπλασιαστής δύναμης για τους Εθνικιστές, στάθηκε η καθέλκυση (στον ναύσταθμο του El Ferrol) των ολοκαίνουργιων βαρέων καταδρομικών Canarias και Baleares που αποτέλεσαν και την αιχμή του δόρατος του Ναυτικού του Φράνκο.
Όμως, η αθρόα ενίσχυση του Δημοκρατικού ναυτικού με σκάφη προερχόμενα από την Σοβιετική Ένωση, άρχισε να ανατρέπει τις ισορροπίες. Ο υπερβάλλον ζήλος των Ιταλών εκδηλώθηκε πάλι και κλιμακώθηκε με ανοιχτές επιχειρήσεις αντιτορπιλικών. Τα Ιταλικά αντιτορπιλικά χτυπούσαν αδιάκριτα. Μάλιστα, σε μία περίπτωση, προσέβαλαν και ουδέτερα Αγγλικά σκάφη. Αυτό είχε ως γεγονός μια μίνι-ναυμαχία Ιταλικών και Αγγλικών πολεμικών, που με τη σειρά της ανάγκασε τους Ιταλούς να (ξανά)σταματήσουν την ανοιχτή εμπλοκή τους στον ναυτικό πόλεμο.
Συνοψίζοντας.
Η επιχείρηση “Ursula” αποτελεί μία από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές της Γερμανικής εμπλοκής στον Ισπανικό Εμφύλιο. Τα υποβρύχια που πήραν μέρος σε αυτήν, ήταν πολύ λίγα σε αριθμό και η δράση τους περιορισμένη.
Αναμφισβήτητα, η όποια εμπλοκή τους σε καμία περίπτωση δεν στάθηκε καταλυτική για την έκβαση των επιχειρήσεων στο θαλάσσιο μέτωπο. Η παρουσία των U-Βoats ήταν μάλλον συμβολική και ως στόχο δεν είχε την προβολή ισχύος αλλά την διαμήνυση συγκεκριμένων πολιτικών και διπλωματικών μηνυμάτων.
Ενδεικτικό είναι το ότι καθ’όλη τη διάρκειά της, εβλήθησαν μόνο 4 τορπίλες, εκ των οποίων μόνο μία βρήκε τον στόχο της.
Βεβαίως αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, να δοκιμάσει τα νέα του όπλα και να πειραματιστεί με μεθόδους κρούσεως και τεχνικές απόκρυψης. Τα συμπεράσματα και η εμπειρία που εξήχθησαν, συνέβαλαν ουσιαστικά στην επιτυχημένη δράση των U-Boats κατά το Β’ Π.Π.
Η βραχύβια (περίπου 1 μηνός) επιχείρηση μπορεί να μην απέδωσε τα αναμενόμενα, όμως πέτυχε στο να διατηρήσει την μυστικότητά της. Τα όσα γνωρίζουμε σήμερα, είδαν το φως της δημοσιότητας με το πέρας του Β’ Π.Π., όταν Γάλλοι αξιωματικοί που ερευνούσαν τα αρχεία του Kriegsmarine (Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό), βρήκαν τυχαία τον φάκελο με όλες τις σχετικές λεπτομέρειες.
Ιστορική σημασία της επιχείρησης
Για τον ιστορικό μελετητή, η συγκεκριμένη επιχείρηση αποτελεί την απαρχή μιας κατάστασης που θα σημαδέψει την έκβαση του επερχόμενου «Μεγάλου Πολέμου» (Β’ Π.Π.). Οι συνθήκες που οδήγησαν στη Γερμανική θαλάσσια εμπλοκή στην Ισπανία, αποτελούν προάγγελο γεγονότων που θα διαδραματίζονταν στην Βαλκανική χερσόνησο, μισή δεκαετία μετά. Η φιλοδοξία του Μπενίτο Μουσολίνι, να αποτελέσει «άξιο πόλο» (αν όχι «πρωταγωνιστή») στο σύμφωνο του Άξονα, συχνά μετουσιωνόταν σε «θεαματικές» επεμβάσεις, εμπλοκές και πρωτοβουλίες, που συνήθως θορυβούσαν (αν όχι «εξαγρίωναν») τον έτερο πόλο (Γερμανία). Οι εν-θερμώ ενέργειες των Ιταλών, σε συνδυασμό με την άτυπη κόντρα των δύο δικτατόρων, ανάγκασαν τη Γερμανία να εμπλακεί στις θαλάσσιες επιχειρήσεις της Ισπανίας, με έναν τρόπο που ουδέποτε επεδίωκε.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε όταν το 1940, η μεγαλομανία του Ντούτσε, στοχοποίησε την Ελλάδα. Όπως στην Ισπανία, έτσι και στο μέτωπο της Ηπείρου, η παρορμητικότητα των Ιταλών, η μονομερής και αιφνίδια απόφαση για εισβολή στην χώρα μας, (αλλά και η αυτήν την φορά, ολέθρια έκβασή της), οδήγησε σε μια εμπλοκή της Γερμανίας, που σαφώς είχε χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον Χίτλερ ως ανεπιθύμητη και περιττή.
Μόνο που σε αντίθεση με την περίπτωση της «Επιχείρησης Ursula», η «Επιχείρηση Marita» (δηλαδή η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα), καθυστέρησε κατά πολύ την στρατηγικής-σημασίας γερμανική «εξόρμηση προς Ανατολάς». Εν τέλει, η εισβολή στην Ρωσία ξεκίνησε πολύ αργότερα απ’ότι είχε αρχικά σχεδιαστεί και η έλευση του παγωμένου Ρώσικου χειμώνα, σηματοδότησε της αρχή του τέλους για το Τρίτο Ράιχ.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω επιχείρηση, στάθηκε ασήμαντη από τακτική/στρατηγική πλευρά, αλλά κατέδειξε ορισμένα ιδιαίτερα-ευάλωτα σημεία στην Γερμανο-Ιταλική συμμαχία, κάτι που αργότερα θα αποδεικνυόταν εκ-νέου, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Πηγές :
- http://www.uboat.net
- http://www.sharkhunters.com
- http://www.wikipedia.org
- http://www.canaris.dk
- http://www.karldoenitz.com
- http://goliath.ecnext.com/coms2/summary_0199-567044_ITM
- http://ubootwaffe.net
- http://www.uboatwar.net
- http://www.uboataces.com
- http://ahoy.tk-jk.net/macslog/TheSinkingoftheSpanishRep.html
- http://www.memoriahistorica.org/alojados/periquete/paginas/c3.html
ΜΑΘΕΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ένας παγκόσμιος πόλεμος σε μικρογραφία.
Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σύγκρουση επικράτησε να αποκαλείται «Ισπανικός Εμφύλιος» στην πράξη αποτέλεσε μια ιδεολογική διελκυστίνδα μεταξύ συντηρητισμού / εθνικισμού (σε διάφορες “αποχρώσεις”») και σοσιαλισμού/κομμουνισμού/αναρχισμού. Το σύνολο των ανεπτυγμένων κρατών του πλανήτη, ενεπλάκησαν στον πόλεμο αυτό, είτε μέσω απλής οικονομικής και διπλωματικής αρωγής, είτε με πιο δυναμικό τρόπο : με την αποστολή πολεμικών συμβούλων ή και πλήρως εξοπλισμένων εκστρατευτικών σωμάτων.
Οι εθνικιστές ενισχύθηκαν κυρίως από την φασιστική Ιταλία (Corpo Truppe Volontarie) και τη ναζιστική Γερμανία (Legion Condor), ενώ δεν έλειψαν και εθελοντές με ανάλογο πολιτικό υπόβαθρο από χώρες, όπως η Ιρλανδία ή η Αμερική.
Πολύ μαζικότερη ήταν η προσέλευση ξένων εθελοντών στο πλευρό των Δημοκρατικών. Στρατολογούμενοι κυρίως από τα εκάστοτε εθνικά Κομουνιστικά Κόμματα (αλλά και μεμονωμένοι εθελοντές), έφτασαν να αριθμούν 60.000 στρατιώτες από δεκάδες χώρες, όπως Ρωσία, Γαλλία, Σκανδιναβία, Πολωνία. Εκτιμάται ότι πάνω από 50 διαφορετικές εθνότητες, πλαισίωναν τις τάξεις του Δημοκρατικού στρατού.
Παρά το πλήθος των εθελοντών και στις δύο πλευρές, οι περισσότερες χώρες επίσημα δήλωναν ουδετερότητα, επέβαλαν εμπάργκο πώλησης οπλισμού (παρόλο που αυτό «έσπαγε» ιδιαίτερα συχνά) και περιορίστηκαν στην παροχή τροφίμων, φαρμακευτικών προμηθειών και ενίοτε διπλωματικής υποστήριξης σε κάποια εκ των δύο παρατάξεων. Ακόμα και το Βατικανό δεν έμεινε αμέτοχο στην σύγκρουση, παρέχοντας ηθική (και όχι μόνο) στήριξη στους βαθύτατα-θρησκευόμενους οπαδούς του Φράνκο.
U-Boats.
Με τον «αγγλικοποιημένο» όρο U-Boat, εννοείται η γερμανική λέξη U-Boot. Προέρχεται από συντόμευση της φράσης “Untresee Boot” δηλαδή «υποθαλλάσιο πλοίο» (κοινώς : υποβρύχιο).
Ο όρος περιγράφει αποκλειστικά τα γερμανικά υποβρύχια που έδρασαν κατά τους δύο πρώτους παγκοσμίους πολέμους (ενώ χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για τα Αυστριακά υποβρύχια του Α’ Π.Π. ).
Στην Γερμανία όμως, ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα και στις μέρες μας για να περιγράψει οποιοδήποτε υποβρύχιο, οποιασδήποτε χώρας, οποιασδήποτε χρονικής περιόδου.
Κύρια αποστολή τους ήταν η ναυτική απαγόρευση και η κρούση εχθρικών νηοπομπών. Πρωτίστως στο στόχαστρό τους ήταν νηοπομπές που κατευθύνονταν από την Αμερική με αποστολή την ενίσχυση των ευρωπαϊκών συμμάχων των Η.Π.Α..
Η ιδιαίτερα επιτυχημένη δράση τους τα κατέστησε σχεδόν θρυλικά. Διακρίθηκαν κυρίως στην λεγόμενη «Μάχη του Ατλαντικού», ενώ ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δήλωσε ευθαρσώς ότι «τον φόβιζε η απειλή των U-Boat».
Η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος χρήστης υποβρυχίων κατά τον Β’ Π.Π. κατασκευάζονταν πάνω από 1150 σκάφη.
Υποβρύχιο κλάσης “C”.
Η έναρξη του πολέμου βρήκε το Δημοκρατικό ναυτικό να διαθέτει 12 υποβρύχια, οργανωμένα σε δύο στολίσκους. Ο πρώτος στολίσκος διέθετε 6 υποβρύχια κλάσης “Β” ενώ ο δεύτερος έξι νεώτερα και μεγαλύτερου εκτοπίσματος, κλάσης ”C”.
Η σχεδίαση της συγκεκριμένης κλάσης είχε γίνει από τον Ολλανδικό οίκο Holland Boat, ενώ κατασκευάστηκαν (κατόπιν αδείας) σε Ισπανικά ναυπηγεία. Οι παραδόσεις έγιναν μεταξύ 1928-30.
Το μήκος τους ήταν 73,3 μέτρα, ενώ το εκτόπισμά τους ήταν 925 τόνοι σε ανάδυση (1144 σε κατάδυση). Ο οπλισμός αποτελείτο από 6 τορπιλοσωλήνες (4 στην πλώρη, 2 στην πρύμνη) και ένα κανόνι των 75 χιλιοστών στο κατάστρωμα. Η ταχύτητά τους, στην επιφάνεια έφτανε τους 16,5 κόμβους, ενώ αναδυόμενα (σε μέγιστο βάθος 90 μέτρων) μπορούσαν να πλεύσουν με 8,5 κόμβους. Υπηρετούνταν από πλήρωμα 40 ανδρών (6 αξιωματικούς και 34 υπαξιωματικούς). Αποδείχτηκαν αρκετά αξιόπιστα και ουδέποτε παρουσίασαν σημαντικά μηχανικά προβλήματα.
Υποβρύχιο κλάσης “VII”.
Η οικογένεια των VII αποτέλεσε την ραχοκοκαλιά του στόλου των γερμανικών U-Boats, με συνολική παραγωγή που άγγιξε τα 700 σκάφη. Από το 1933 και έπειτα, σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε σε πολλές παραλλαγές (A,B,C/41,C42,D,F) από τον οίκο Deschimag.
Διέθετε 5 τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών (4 πλωρηαίους και 1 πρυμνηαίο) με φόρτο μάχης 11 τορπίλες. Ο οπλισμός συμπληρωνόταν από ένα κανόνι 88 χιλιοστών στο κατάστρωμα, με περίπου 200 βλήματα σε αποθήκευση καθώς και από ένα αντιαεροπορικό των 20 χιλιοστών.
Είχε εκτόπισμα 626 τόνους (745 σε βύθιση), ενώ ανέπτυσσε ταχύτητα 17 κόμβων (ή 10 σε βύθιση). Διατηρώντας την «οικονομική» ταχύτητα των 10 κόμβων, ήταν σε θέση να διασχίσει 11.500 χιλιόμετρα, χωρίς ανεφοδιασμό. Το μήκος του ήταν 64,5 μέτρα ενώ το ύψος του 9,5 μέτρα.
Μπορούσε να καταδυθεί σε βάθος 100 μέτρων. Υπηρετείτο από πλήρωμα 44 ανδρών.
Διακρίθηκαν για την ευκινησία τους και κέρδισαν την εμπιστοσύνη των πληρωμάτων τους.
Ναύαρχος Wilhelm Von Canaris.
Ο ναύαρχος Wilhelm Von Canaris γεννήθηκε το 1887. Ο ίδιος πίστευε ότι καταγόταν από τον ηρωικό Έλληνα ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη (της επανάστασης του 1821). Το 1938, γενεαλογικές έρευνες, έδειξαν ότι στην μάλλον η οικογένειά του είχε Ιταλικές ρίζες (Canarisi) αλλά ο Canaris είχε ήδη γαλουχηθεί με την ιδέα ότι ήταν απόγονος ενός Έλληνα ήρωα.
Μάλιστα σε επίσκεψή του στην Κέρκυρα –όντας ακόμα νεαρός- κάποιος του δώρισε ένα πορτραίτο του διάσημου Έλληνα Ναυάρχου. Ο Wilhelm Canaris το δέχτηκε με τιμή και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Ίσως η κληρονομική αυτή σχέση που ένοιωθε, τον έσπρωξε να ενταχθεί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από το όνομά του, υπηρετώντας ως κατά την διάρκεια του Α’ Π.Π. , αρχικά ως μυστικός πράκτορας και αργότερα ως κυβερνήτης υποβρυχίου.
Αργότερα ενεπλάκη σε διάφορα κρίσιμα έργα (συχνά συσχετιζόμενα με τον υποβρύχιο πόλεμο) και από το 1935 διετέλεσε αρχηγός της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Abwehr), αξίωμα που τον κατέστησε έναν από τους ισχυρότερους άντρες του Γ’ Ράιχ.
Ήταν ο εμπνευστής και σημαντικότερος υποστηρικτής της επιχείρησης «Ursula» και γενικά της βοήθειας προς την Ισπανία..
Ήταν φανατικός αντικομουνιστής και αν και αρχικώς υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, σύντομα ένοιωσε αποτροπιασμό από τις απάνθρωπες πρακτικές που αυτό συχνά ευνοούσε. Συχνά έκανε χρήση του αξιώματός του, για να σώσει αιχμαλώτους από βέβαιο θάνατο.
Ενώ αρχικά έβλεπε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ο άνθρωπος που θα σταματούσε το «κομμουνιστικό θηρίο» σύντομα αντιλήφθηκε ότι θα έφερνε καταστροφή στην Γερμανία. Δεν δίσταζε μάλιστα, εκμεταλλευόμενος την θέση του, να υποκινεί ή να υποστηρίζει, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας του Φύρερ. Μια εξίσου έντονη σχέση μίσους, έτρεφε και έναντι του Heinrich Himmler, αρχηγού των SS.
Το καλοκαίρι του 1943 συναντήθηκε κρυφά με τον αρχηγό της British Intelligence και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματικούς των Συμμάχων. Πρότεινε σχέδιο για κατάπαυση του πυρός με τους δυτικούς συμμάχους, δολοφονία ή παράδοση του Χίτλερ, και συνέχιση του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Αν και οι ξένοι αξιωματικοί που πήραν μέρος στην συνάντηση ασπάστηκαν το σχέδιό του, ο πρόεδρος Ρούζβελτ το απέρριψε.
Ο ναύαρχος Canaris ήταν ίσως η αινιγματικότερη φιγούρα του Β’ Π.Π. Φημολογείται ότι σχεδίαζε την δολοφονία του Χίτλερ, ακόμα και με Άγγλους μυστικούς πράκτορες, οι οποίοι ως αντάλλαγμα του γνωστοποίησαν απόρρητα στρατιωτική μυστικά της Ρωσίας, τα οποία και εκμεταλλεύτηκε κατά την γερμανική εισβολή στην Σοβιετική Ένωση.
Πέραν της προσωπικής του αντιπάθειας προς τον ηγέτη του Γ’ Ράιχ, εκτέλεσε τα καθήκοντά του με υποδειγματικό τρόπο, βρισκόμενος πάντα στην πρώτη γραμμή των γεγονότων και των εξελίξεων.
Όμως το «διπλό παιχνίδι» του, αποκαλύφθηκε από μέλη των Υπηρεσιών Πληροφοριών των S.S. και αφού ανακαλύφθηκαν τα προσωπικά του ημερολόγια, εκτελέσθηκε δια στραγγαλισμού στις 9 Απριλίου του 1945. Δύο από τους συνεργάτες που γλίτωσαν τις συλλήψεις, κατά την διάρκεια της Δίκης της Νυρεμβέργης κατέθεσαν κατά του Ναζιστικού καθεστώτος.
Αρχιναύαρχος Karl Doenitz.
Ο Doenitz αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία του γερμανικού πολεμικού ναυτικού. Από τον Α’ Π.Π. υπηρετούσε ως κυβερνήτης υποβρυχίων όπου και διακρίθηκε. Κυβέρνησε επίσης πολλών ειδών πλοία, από ελαφρές τορπιλακάτους μέχρι μεγάλα καταδρομικά. Το 1936 ανέλαβε την «Τακτική Διοίκηση Υποβρυχίων» (Führer der Unterseeboote). Ήταν κυριολεκτικά ο «πατέρας» των γερμανικών υποβρυχίων, οργανώνοντάς τα τέλεια και εφαρμόζοντας πρωτοποριακές τακτικές, όπως τις περιβόητες «αγέλες υποβρυχίων» (Wolfpacks).
Εναντιώθηκε στο τότε ισχύον ναυτικό δόγμα που ήθελε τα υποβρύχια να συνδράμουν τα άλλα πλοία του στόλου σε πολεμικές επιχειρήσεις και πρότεινε την χρήση τους (μαζικά και γενικευμένα) εναντίων εμπορικών πλοίων, με στόχο τον οικονομικό-στραγγαλισμό κάθε πιθανού αντιπάλου και την αποστέρησή του από κάθε μορφής ενισχύσεις, τρόφιμα και πρώτες ύλες.
Χρημάτισε και τελευταίος κυβερνήτης της Γερμανίας, για 20 μέρες, πριν την τελική συνθηκολόγηση (κατ’εντολήν του θανόντος Α.Χίτλερ). Κύριο μέλημά του ήταν να διαπραγματευτεί μια όσο το δυνατόν ελαστικότερη παράδοση.
Στην δίκη της Νυρεμβέργης καταδικάστηκε σε εντεκάχρονη φυλάκιση στις φυλακές Spandau. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η καταδίκη του ήταν περισσότερο μια μορφή εκδίκησης για τον «πονοκέφαλο» που προκάλεσαν τα U-Boats του στους συμμάχους.
Μετά την αποφυλάκισή του συνέγραψε 2 βιβλία μέχρι τον θάνατό του, το 1980. Παρά την καταδίκη του, η φήμη του αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθότι υιοθέτησε μια κριτική/ελαστική άποψη για το παρελθόν του και το περιβάλλον στο οποίο έδρασε.
Ως υπέρτατο δείγμα αφοσίωσής του στο καθήκον, είναι το γεγονός ότι και οι δύο γιοι του βρήκαν το θάνατο πολεμώντας στις τάξεις του πολεμικού ναυτικού (KriegsMarine) κατά τον Β’ Π.Π.. Ο πρώτος ως αξιωματικός σε υποβρύχιο και ο δεύτερος σε τορπιλάκατο (παρά το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του αδελφού του, του επετράπη να υπηρετήσει σε μη-μάχιμο πόστο, κάτι που ουδέποτε δέχτηκε.)