Περί Αλός
Του Πλοιάρχου Ε.Ν. Φ. Δήμου
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», τ. 18, σ. 10,
ΑΠΡ –
ΙΟΥΝ. 1996. Έκδοση του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.
Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.
ΦΩΤΟ: Μάνος Γαμπιεράκης
|
Το 1953 ήταν η πιο ζοφερή χρονιά
για τη ναυτιλία μας και φυσικά για μας τους νεοσσούς της, που μόλις είχαμε
αποφοιτήσει απ’ τη σχολή Ύδρας. Όσοι απ’ τους συμμαθητές μας καταγόντουσαν από
ναυτικές περιοχές μπαρκάρανε με κάποια άνεση. Εμείς οι Αθηναίοι τα βρήκαμε
σκούρα. Τελικά έπειτα από πέντε μήνες σούρτα-φέρτα στα ναυτικά γραφεία
κατόρθωσα να χωθώ σε μία αποστολή του Γ.Ε.Ν.Ε. που ήταν της μόδας τότε. Μας
στείλανε στο Ηράκλειο ν’ αντικαταστήσουμε το πλήρωμα ενός χιώτικου λίμπερτυ με
παναμαϊκή σημαία. Γνωστοί και φίλοι μας μακαρίζανε για την τύχη μας να
ναυτολογηθούμε σε λίμπερτυ που ήταν τα καλύτερα πλοία του εμπορικού μας στόλου.
Το καράβι ήταν φορτωμένο με ζάχαρη απ’ την Αμβέρσα και πήγαινε για το Μπαντάρ
Σαπούρ της Περσίας.
Έφτασε εκείνο το απόγευμα του
Νοέμβρη και έδεσε στο λιμενοβραχίονα του λιμανιού. Αν και φορτωμένο, εμένα μου
φάνηκε τεράστιο σε σύγκριση με τα «Καλαμάρα», «Πίνδος», «Νεράϊδα» και άλλα
ποσταλάκια που ταξιδεύαμε στην Ύδρα. Περιμέναμε να βγει το παλιό πλήρωμα για να
μπούμε εμείς. Δεν έπρεπε να συναντηθούν οι παλιοί με τους νέους. Αυτή τη
πρακτική ακολουθούσανε πάντα. Άλλαξε όλο το πλήρωμα εκτός από τον πλοίαρχο,
πρώτο μηχανικό και κανά δυό άλλους. Μόλις μπήκαμε στο καράβι και πριν καλά,
καλά φορέσουμε τα ρούχα της δουλειάς μας είπαν να πάμε στα πόστα μας για να μην
καθυστερήσει ο απόπλους. Εγώ ανέβηκα στη γέφυρα και παρουσιάστηκα στον
υποπλοίαρχο. Με καλωσόρισε και μου είπε ότι στις κινήσεις του πλοίου στα
λιμάνια θα είμαι στη γέφυρα και εν πλω θα κάνω την 8-12 βάρδια μαζί με τον
καπετάνιο. Φεύγοντας μου πέταξε: «Φαντάζομαι
ξέρεις να δουλεύεις τον τηλέγραφο, έτσι δεν είναι;» «Βέβαια κύριε υποπλοίαρχε και ξέρω γιατί στη σχολή κάναμε ένα χρόνο αυτό
το μάθημα» του απάντησα. Τότε γύρισε ξαφνιασμένος και μου λέει: «Τι μου λες ρε παιδί μου, κάνατε ένα ολόκληρο
χρόνο μάθημα γι’ αυτό» και χτύπησε με το χέρι του τον τηλέγραφο. Όταν με
είχε ρωτήσει αν ξέρω τον χειρισμό του το μυαλό
μου πήγε στον ασύρματο τηλέγραφο που διδασκόμαστε τη θεωρία του στη
τρίτη τάξη. Ευτυχώς κατάλαβα αμέσως τη γκάφα μου και τη μπάλωσα λέγοντας ότι
μαζί με τα άλλα όργανα που μάθαμε στο μάθημα των ναυτικών οργάνων
περιλαμβανότανε και ο τηλέγραφος της γέφυρας.
Το δωμάτιο του δόκιμου
πλοιάρχου ήταν στη γέφυρα μαζί με τα διαμερίσματα του πλοιάρχου και του
τηλεγραφητού. Τα δωμάτια των άλλων αξιωματικών ήταν στο κατάστρωμα βαρκών, των
υπαξιωματικών καθώς και οι τραπεζαρίες στο κύριο κατάστρωμα και του υπολοίπου
πληρώματος στη πρύμη. Στο χώρο που με τον πόλεμο μένανε οι πυροβολητές. Από
τους καινούργιους εκτός από μένα που ήμουν ναυτολογημένος δόκιμος πλοίαρχος
άλλοι έξι με διάφορες ειδικότητες ήταν απόφοιτοι γυμνασίου και προοριζόντουσαν
για αξιωματικοί καταστρώματος. Γι’ αυτό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κάθε
απόγευμα γύρω στις 6 μαζευόμαστε στη γέφυρα και ο υποπλοίαρχος, ο καπτά Νικόλας,
μας έκανε μάθημα. Ο καπτά Νικόλας ήταν Καρδαμυλίτης και είχε δίπλωμα πρώτου
πλοιάρχου. Ταξίδευε ολόκληρο τον πόλεμο και είχε μάλιστα πολλές απονομές του
«σταυροτού Ναυτικού Αγώνα». Το μετάλλιο αυτό είχε το σχήμα σταυρού και στο
κέντρο του είχε ανάγλυφο το βασιλιά Γεώργιο Β’. Η ταινία του ήταν μπλε με τρείς
κίτρινες γραμμές. Απονεμότανε στους ναυτικούς που ταξιδεύανε στις νηοπομπές με
τη συμπλήρωση 6 μηνών ή 25.000 μιλίων και η συντάξιμη υπηρεσία πιανότανε διπλή.
Ένα βράδυ λοιπόν, ένα από τους «δόκιμους» παραπονέθηκε στον υποπλοίαρχο ότι δεν
ήταν ευχαριστημένος από την καμπίνα του. Ο καπτά Νικόλας κοκκίνησε και με
αγριεμένη φωνή του είπε: «Δεν ντρέπεσαι
μωρέ να παραπονιέσαι και πας και για καπετάνιος… Έπρεπε να μπαρκάριζες τον
καιρό που οι πλώρες ήταν μπροστά!» κι απομακρύνθηκε από κοντά μας.
Μα τι μας λέει τώρα ο
υποπλοίαρχος για τις πλώρες μήπως μας δουλεύει; Αργήσαμε να καταλάβουμε ότι οι
παλιοί ναυτικοί λέγανε «πλώρες» τα διαμερίσματα του πληρώματος γιατί παλιά το
κατώτερο πλήρωμα έμενε στο καμπούνι.
Τσιγάρα Lucky
Strike
που σχεδίασε
ο Raymond
Loewy
(1893-1986).
ΦΩΤΟ: ΕΔΩ
|
Μόλις νετάραμε απ΄ το λιμάνι
του Ηρακλείου με φώναξε ο υποπλοίαρχος να τον βοηθήσω να μοιράσει στο πλήρωμα
τσιγάρα. Μέσα στο τράνζιτο υπήρχανε δύο μάρκες CHESTERFIELD και LUCKY STRIKE.
Χωρίς φίλτρο φυσικά. Δίναμε στον καθένα από 5 κούτες. Τα Αμερικάνικα τσιγάρα με
εντυπωσιάσανε γιατί στην Ελλάδα ήταν είδος απλησίαστο και μόνο σπάνια είχαμε
την τύχη να καπνίσουμε κανένα. Τώρα λοιπόν αισθανόμουνα σαν Κροίσος από
τσιγάρα. Βλέπετε το τσιγάρο τότε «δεν έβλαπτε την υγεία». Στο πρώτο γράμμα που
έστειλα στους φίλους μου απ’ το Σουέζ το κυριώτερο θέμα ήταν οι πέντε κούτες… CHESTERFIELD.
Στους γονείς μου έγραψα για το
φαί. Μεσημέρια βράδυ κρέας ή ψάρι και το πρωι αυγά και φρέσκο βούτυρο.
Το επόμενο πρωι κατά τις 7
πήγαμε μαζί με το δόκιμο μηχανικό στη τραπεζαρία των αξιωματικών για πρωινό. Το
καμαρωτάκι που ήταν απ’ τους παλιούς μας είπε ότι είχε πόριτζ, αυγά και
μπέικον. Μας ρώτησε πόσα αυγά και πως τα θέλουμε. Εγώ απάντησα «Δύο, ομελέτα» ενώ ο συνάδελφος μηχανικός
«έξι κι όπως να΄ναι». Το καμαρωτάκι
χαμογέλασε και σε λίγο γύρισε μ’ ένα πιάτο που είχε την ομελέτα μου κι ένα…
ταψάκι μ’ οκτώ αυγά μάτια.
Εγώ έφαγα την ομελέτα μου κι ο
δόκιμος μηχανικός το… ταψί του.
Για μας τη γενιά της κατοχής το
μεγάλο μας πρόβλημα ήταν το φαγητό. Τα μαύρα χρόνια της κατοχής είχες δεν είχες
λεφτά φαϊ δεν εύρισκες. Αργότερα τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και μέχρι το
1960 φαϊ υπήρχε αλλά τα χρήματα ήταν λιγοστά. Τώρα που έχουμε φαϊ δεν μας
επιτρέπει ο γιατρός να το … φάμε.