Αξιωματικός , Ναυτικός ,
Ιστιοπλόος
Περί Αλός
Ιωάννης Παλούμπης
Αντιναύαρχος Π.Ν. ε. α.
Πειραιάς 6-4-2009.
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας»,
τεύχος
66, σελ. 28, ΙΑΝ-ΜΑΡΤ 2009, έκδοση του Ναυτικού Μουσείου
Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΛΗΣ .
ΦΩΤΟ:
Αρχείο Ν.Μ.Ε.
|
Από τους νεώτερους αξιωματικούς
του Ναυτικού δύσκολα κανείς θα’ χει ακούσει κάτι για τον Κώστα Τσάλη,
ενδεχομένως δε ούτε το όνομα να μη λέει τίποτε στους περισσότερους. Μονάχα αν
κανείς έχει ανασκάψει παλαιά βιβλία ή αρχεία, ή έχει διαβάσει με πολλή προσοχή
τις επίσημες αναφορές του Φωκά ή του Σακελαρίου για τον πόλεμο του ’40, θα έχει
ίσως συγκρατήσει το όνομα. Γράφω “με πολλή προσοχή”
διότι ο Τσάλης δεν έτυχε να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις ώστε το όνομά
του να συνδεθεί με κάποιο αξιόλογο πολεμικό γεγονός, ούτε η δράση του υπήρξε
τέτοια που να αποθανατιστεί από τους επίσημους ιστοριογράφους του Πολεμικού
Ναυτικού.
Κι όμως διέτρεξε μια από τις
πλέον πολυτάραχες σταδιοδρομίες και ήταν ίσως ένας από τους καλύτερους
ναυτικούς/ιστιοπλόους που υπήρξαν ποτέ στο σώμα των αξιωματικών του Π.Ν. Το χαρακτηριστικότερο
όμως γνώρισμά του νομίζω ότι είναι πως ό,τιδήποτε έκανε στη ζωή του, το έκανε
με το δικό του τρόπο.
Πέντε δακτυλογραφημένα
φυλλάδια, τα τέσσερα των οποίων ανέκδοτα και ένα τιμόνι ιστιοπλοϊκού, που
υπάρχουν στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος αποτέλεσαν την αφορμή γι’ αυτό το
σημείωμα. Η αφήγηση επιχειρείται, όχι μόνο γιατί θα μπορούσε να αποτελέσει ένα
συναρπαστικό διήγημα μιας πολυσχιδούς καριέρας, αλλά και διότι μέσα από την
παράθεση του ιστορικού μιας ζωής, ξετυλίγονται
γεγονότα, που σημάδεψαν μια εποχή και σμίλεψαν την ιστορική πορεία της χώρας
μας.
Γεννήθηκε το 1906. Γιος του
Δημήτρη Τσάλη, αξιωματικού του Ιππικού από την Κορυτσά και της Ελένης, κόρης
του Σπετσιώτη Λεμπέση και της Μαριγώς Κυριακού. Το ανυπόταχτο του χαρακτήρα του
και το ασίγαστο πάθος προς τη θάλασσα και την περιπέτεια μπορούν να αποδοθούν
σ’ αυτή τη διασταύρωση του αδούλωτου φρονήματος του Βορειοηπειρώτη πατέρα και
της Σπετσιώτικής κληρονομιάς από το σόι της μητέρας του. Πράγματι ήταν μια
βαριά κληρονομιά που έφτανε μέχρι τον Κώστα από τους Σπετσιώτες προπάτορές του,
ναυμάχους του ’21 Λεμπέσηδες, Μποτασαίους, Κυριακούς και Ορλάνδους.
Ο Τσάλης, θα μπορούσε κανείς να
πει, έμαθε να ιστιοπλοεί αμέσως μετά τα πρώτα του βήματα, εξ απαλών ονύχων. Ο
πατέρας του, παρά την ιδιότητά του ως αξιωματικού του Ιππικού, ήταν καλός
ιστιοπλόος και υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος για τον μικρό Κώστα. Από επτά ετών οι
γονείς του τον άφηναν να ιστιοπλοεί χωρίς επιτήρηση στις Σπέτσες, εκεί κάτω απ’
το σπίτι τους, που
κρεμόταν θαρρείς πάνω απ’ το
μόλο και στο κατώγι του οποίου διατηρούσαν τη μικρή κομψή τους βάρκα μήκους 4,5
μέτρων με το τριγωνικό “λατίνι” πανί και πρόβολο για τον “αρτέμονα”.
Ο Κώστας με τη βάρκα του
περιέπλεε και περιεργαζόταν τα πολεμικά πλοία του ελληνικού και του βρετανικού
στόλου, τα οποία προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επισκέπτονταν τις Σπέτσες και
αγκυροβολούσαν μπροστά απ’ το σπίτι των Τσάληδων.
Ιδιαίτερα τον συγκινούσε η
επίσκεψη των ατμομυοδρομώνων, με τα ονόματα των ποταμών, που εκείνη την εποχή
χρησιμοποιούνταν ως εκπαιδευτικά της Σχολής Δοκίμων. Θαύμαζε την αναρρίχηση των
Δοκίμων στους ιστούς και τις εξαρτίες και η επιθυμία να τους μιμηθεί του έγινε
διακαής πόθος ζωής.
Στα δεκάξι του, το 1922, μπήκε
στη Σχολή Δοκίμων. Η τετραετής φοίτηση επιβεβαίωσε τη μεγάλη κλίση του σε ό,τι
είχε σχέση με τη ναυτιλία, τα εφόλκια πρωρατικά, την ιστιοπλοΐα, την κωπηλασία,
αλλά φανέρωσε και στοιχεία του χαρακτήρα του. Επιρρεπής στην καλόκαρδη φάρσα
προς τους γύρω του, πεισματάρης όταν οι συνθήκες το έφερναν, απείθαρχος σε
σχέση με το αυστηρό πνεύμα της Σχολής, με φρέσκια
ματιά για τα συμβάντα που συναντούσε, με αντιδράσεις μη υπαγορευμένες από τη
συνήθεια ή τη ρουτίνα της αυστηρής μαθητικής ζωής. Το 1926 ονομάσθηκε
Σημαιοφόρος και τοποθετήθηκε σε πλοία του Στόλου.
Το 1931 πραγματοποιήθηκε η
μεγάλη του επιθυμία να αποκτήσει ιδιόκτητο αγωνιστικό ιστιοπλοϊκό σκάφος. Κι
αυτή όμως η αγορά δεν ακολούθησε τα φορμαλιστικά πρότυπα, αλλά πραγματοποιήθηκε
με τον ιδιόμορφο τρόπο που όλα τα επιχειρεί και τα επιτυγχάνει ο Τσάλης. Όντας
Μάχιμος Σημαιοφόρος παίρνει άδεια από την Υπηρεσία να πάει στην Αγγλία να
αγοράσει το σκάφος και να το φέρει ιστιοπλοώντας.
Η μητέρα του 46 ετών τότε,
δράκου γενιά κι η ίδια, τον συνοδεύει στο ταξίδι και δικαιολογεί αυτή της την
απόφαση με τα λόγια:
«Εάν χαθεί ο γιος μου θα χαθώ
κι εγώ μαζί του και δεν θα προφτάσω να τον κλάψω»
Στην Αγγλία αγοράζει ένα
παραδοσιακό ιστιοφόρο αγώνων, χωρίς μηχανή. Τα στοιχεία του σκάφους που είχε ναυπηγηθεί
στη Γερμανία ήσαν: Ολικό μήκος 15,5 μέτρα, μήκος στην ίσαλο 10,15 μέτρα,
μέγιστο πλάτος 2,75 μέτρα, βύθισμα 2 μέτρα, έρμα 6,5 τόνοι. Το κέλυφος ήταν
κατασκευασμένο από μαόνι Ονδούρας με νομείς δρύινους και χαλύβδινους εναλλάξ. Ο
ιστός του ήταν 18 μέτρα και εκινείτο με δύο πανιά, ένα τριγωνικό λατίνι και ένα
φλόκο.
Στο σκάφος δόθηκε το όνομα μιας
θαλάσσιας θεότητας του αρχαιοελληνικού Πανθέου που προστάτευε τους ναυτικούς,
“Παλαίμων”.
Ο Παλαίμων που το αρχικό του
όνομα ήταν Μαλικέρτης, υπήρξε γιος του Αθάμαντα και της Ινούς και είχε ένα
αδελφό που λεγόταν Λέαρχος. Σύμφωνα με το μύθο που σώζεται από τον Παυσανία, αλλά
και τον Απολλόδωρο, η Ήρα έκαμε τον Αθάμαντα και την Ινώ να χάσουν τα λογικά
τους επειδή ανέλαβαν την ανατροφή του μικρού Διονύσου. Μέσα στην τρέλα του ο
Αθάμας σκότωσε τον Λέαρχο και η Ινώ με τον
Μαλικέρτη, στην προσπάθεια διαφυγής τους, έπεσαν στη θάλασσα από την Μολουρίδα
πέτρα στον Σαρωνικό και πνίγηκαν. Το θνητό σώμα του Μαλικέρτη βρήκε ο βασιλιάς
της Κορίνθου Σίσυφος, κάτω από ένα πεύκο στην παραλία της Ισθμίας, όπου το είχε
μεταφέρει ένα δελφίνι και το έθαψε. Για να τιμήσει
τον νεκρό ο Σίσυφος ίδρυσε τα Ίσθμια και εγκατέστησε τη λατρεία του στο ιερό
του Ποσειδώνος, με το όνομα Παλαίμων.
Ο πλους της επιστροφής ήταν
ένας από τους πλέον άγριους που αντιμετώπισε ο Τσάλης στη ζωή του. Στον
Βισκαϊκό συνάντησε μια από τις μεγαλύτερες φουρτούνες των τελευταίων τότε
δεκαετιών.
Κύματα ύψους μέχρι και
δεκαπέντε μέτρων τίναζαν και σάρωναν το μικρό ιστιοπλοϊκό με το ριψοκίνδυνο
πλήρωμά του. Όταν έφτασαν στην Κουρούνια της Ισπανικής Γαλικίας μάθανε ότι μια από
τις μέρες που περνούσαν τον Βισκαϊκό, στην ίδια περιοχή βυθίστηκε το γαλλικό
υπερωκεάνιο “Saint Filippe” με 400 Γάλλους επιβάτες.
Με την άφιξή του στην Ελλάδα ο
Τσάλης προήχθη σε Ανθυποπλοίαρχο και συνάμα του απονεμήθηκε το μετάλλιο της
Στρατιωτικής Αξίας Δ Τάξεως για το ιστιοπλοϊκό του κατόρθωμα. Είναι περιττό να
λεχθεί ότι το ταξίδι του θεωρήθηκε και ήταν, πολύ σπουδαίο και έτσι
παρουσιάσθηκε από τον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο, ιδιαίτερα μάλιστα διότι
εκείνη την εποχή δεν ήταν συνηθισμένοι οι πλόες αγωνιστικών σκαφών στον ωκεανό.
Είναι ευνόητο, φυσικά, ότι μικρά σκάφη σαν τον “Παλαίμονα” τότε, δεν είχαν τον
τεχνικό εξοπλισμό και τα επικοινωνιακά μέσα που διαθέτουν σήμερα τα αγωνιστικά
ιστιοπλοϊκά.
Την 1η Μαρτίου 1935 ξέσπασε το
Βενιζελικό κίνημα. Ο Τσάλης, ως Ανθυποπλοίαρχος, βρέθηκε να υπηρετεί στο
αντιτορπιλικό “Πάνθηρ” έχοντας καθήκοντα αξιωματικού πυροβολικού, με κυβερνήτη
τον Αντιπλοίαρχο Γεώργιο Παγκάρα. Καθ’ όλη την προηγηθείσα διάρκεια του
Φεβρουαρίου ανώτεροι αξιωματικοί και κυβερνήτες των πλοίων έπαιρναν υπογραφές
από νεώτερους αξιωματικούς, ακόμη και
Σημαιοφόρους, ότι θα συμμετάσχουν στο κίνημα. Παρά το γεγονός πως ήταν γνωστή η
Βενιζελική οικογενειακή τοποθέτηση του Τσάλη, κανείς δεν του είπε τίποτε και
δεν υπέγραψε κανένα αντίστοιχο χαρτί. Περί το τέλος Φεβρουαρίου ο Υπουργός των
Ναυτικών Υποναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος κατέβηκε στον Ναύσταθμο και
συγκέντρωσε τους κυβερνήτες στον “Αβέρωφ” για να τους δώσει οδηγίες για την καταστολή
του κινήματος. Σύμφωνα λοιπόν με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου, οι κινηματίες
από τα πλοία θα εξέρχονταν με λέμβους στην ξηρά για να καταλάβουν τον
Ναύσταθμο, ενώ αναμένονταν άλλοι να κατευθυνθούν προς τα μη επαναστατημένα αγκυροβολημένα
πλοία, για να καταλάβουν κι αυτά.
Οι εντολές του Παγκάρα,
ιδιαίτερα προς τον αξιωματικό πυροβολικού και υπεύθυνο του φορητού οπλισμού και
των αντιστοίχων πυρομαχικών, ήσαν να αραιωθεί το πλήρωμα στο κατάστρωμα και εφ’
όσον οι λέμβοι διέρχονταν, να μην υπάρξει αντίδραση, εάν όμως κατευθύνονταν
προς τον “Πάνθηρα” να ανοίξουν πυρ.
Ο Τσάλης ευθαρσώς αρνήθηκε να
αποδεχθεί και να εφαρμόσει την εντολή του κυβερνήτη του και ευθύς εξ αρχής
δήλωσε, ότι δεν του επιτρέπει η συνείδησή του να πειθαρχήσει και να ανοίξει πυρ
εναντίον ομοεθνών και συναδέλφων. Ο Παγκάρας δεν έδωσε συνέχεια στη συζήτηση.
Όταν ξέσπασε το κίνημα περί την
8η μμ. της 1ης Μαρτίου, το πλήρωμα πράγματι αραιώθηκε στα ρέλια του “Πάνθηρα”,
με φορητό οπλισμό και πυρομαχικά σε δεσμίδες. Τα πλοία είχαν εκτελέσει συσκότιση
και μόνο προβολείς χρησιμοποιούνταν κατά διαστήματα. Η θάλασσα του Ναυστάθμου
γέμισε από λέμβους που κατευθύνονταν προς το Αρχηγείο στην ξηρά.
Ξαφνικά χωρίς εμφανή αιτία και
φυσικά χωρίς ανάλογη εντολή, δύο, τρεις ναύτες πυροβόλησαν. Ποτέ δεν εξακριβώθηκε
αν πυροβόλησαν προς τις λέμβους ή στον αέρα προς εκφοβισμό. Ο Τσάλης, κατά τα
λεγόμενά του, φοβήθηκε ότι θα ακολουθούσε ανταπόδοση από τις λέμβους των
κινηματιών και για να αποφευχθεί αιματοχυσία, από δική του πρωτοβουλία, άρχισε
να αφαιρεί τις δεσμίδες των πυρομαχικών από τους ναύτες και να τις πετά στη
θάλασσα. Σε λίγο όλοι είχαν παραμείνει χωρίς πυρομαχικά. Κανείς δεν εμπόδισε
τον Τσάλη σ’ αυτή την κίνηση, ούτε ο Παγκάρας, ούτε ο Ύπαρχος Φούφας που ήταν
παρόντες.
Αργότερα όταν ο Ύπαρχος
επιχείρησε να φέρει άλλα πυρομαχικά από την πυριτιδαποθήκη, ο Τσάλης επίσης τα
έριξε στη θάλασσα, χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους του παρόντος κυβερνήτη. Το πρωί
της επομένης τα στασιάσαντα πλοία απέπλευσαν από το Ναύσταθμο με επικεφαλής τον
“Αβέρωφ”.
Το κίνημα εξελίχθηκε, τα πλοία
επέστρεψαν και οι κινηματίες προφυλακίστηκαν εν αναμονή διεξαγωγής δίκης στο
Ναυτοδικείο. Μεταξύ αυτών ο Τσάλης. Το Ναυτοδικείο τον καταδίκασε σε απόταξη
και έξι ετών φυλάκιση και κλείστηκε στις φυλακές του Ωρωπού, μαζί με άλλους
κινηματίες του Στρατού και του Ναυτικού. Τον Οκτώβριο του 1935 επέστρεψε στην
Ελλάδα ο Βασιλεύς Γεώργιος Β, ο οποίος έδωσε χάρη στους κινηματίες κι έτσι
αποφυλακίστηκαν.
Ο Τσάλης ευρισκόμενος εκτός
Ναυτικού δεν είχε άμεση ανάγκη εξευρέσεως εργασίας, γιατί από τα περιουσιακά
στοιχεία της οικογένειας είχε ένα εισόδημα αρκετό για να ζει αξιοπρεπώς, χωρίς
βέβαια σπατάλες. Έτσι ασχολήθηκε με την αγαπημένη του ενασχόληση, την
ιστιοπλοΐα. Λάμβανε μέρος σε όλους τους αγώνες που διοργάνωνε ο ΒΝΟΕ, είτε
τριγώνου, είτε ανοιχτής θαλάσσης, άλλοτε με δικό του σκάφος, άλλοτε με ξένο.
Παράλληλα για να ενισχύει το εισόδημά του πήγαινε για εβδομάδες ή και μήνες
Πλοίαρχος σε μεγάλες ιστιοφόρες
θαλαμηγούς.D-31 ΘΥΕΛΛΑ. ΦΩΤΟ: Κ. ΠΑΪΖΗ-ΠΑΡΑΔΕΛΗ "Τα Πλοία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού 1830-1979" Α΄έκδοση ΓΕΝ, σελ.77. |
Τον Οκτώβριο του 1940 ο Τσάλης
ανακλήθηκε στο Ναυτικό με τον βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου που είχε όταν
αποτάχθηκε, όπως αρκετοί από τους αποτάκτους κινηματίες του ’35.
Τοποθετήθηκε στο “Θύελλα”, στο
οποίο είχε υπηρετήσει και ως Σημαιοφόρος επί ένα έτος. Στη διάρκεια των έξι
μηνών, μέχρι τη βύθιση του πλοίου από τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές του
Απριλίου ’41 άλλαξε πέντε κυβερνήτες δείγμα κι αυτό της σύγχυσης που επικράτησε
στον κρατικό μηχανισμό και ειδικότερα στο Ναυτικό. Υπηρέτησε κατά σειρά υπό
τους Πλωτάρχες Σπύρο Μαράτο, Δημήτριο Καλκανδή, Παναγιώτη Δαμιράλη, Θησέα Πάγκαλο
και Δαμιράλη για δεύτερη φορά.
Στις 27 Ιανουαρίου του ’41 το
“Θύελλα” συνόδευε το επιβατηγό “Αλμπέρτα” από τον Πειραιά προς τη Μήλο, στο
πλαίσιο της συμπλήρωσης των μεταφορών εφεδρειών από τα νησιά του Αιγαίου. Στο
πλοίο μόλις είχε τοποθετηθεί λίγες ώρες προ του απόπλου ο Σημαιοφόρος Γεώργιος
Αθανασίου τρίτος αδελφός των Θανάση και Γιάννη που σταδιοδρόμησαν στο Ναυτικό.
Ο Αθανασίου είχε χτυπήσει το χέρι του και στο πρώτο του ταξίδι το είχε
κρεμασμένο με μαντήλι από το λαιμό του.
Η άπαρση έλαβε χώρα περί την 15:30
και τις βραδινές ώρες της 27ης Ιανουαρίου το πλοίο έπλεε στο Μυρτώο με άνεμο
Βόρειο 5 Baufort. Με τον καιρό στο αριστερό ισχύον το πλοίο διατοιχιζόταν και
βρεχόταν από το κύμα που καβάλαγε την πρύμη. Όπως σε όλα τα αντιτορπιλικά από
την έναρξη του πολέμου έτσι και στη “Θύελλα” είχαν αφαιρεθεί τα στηλίδια και τα
ρέλια ώστε να μπορούν να στρέφουν ελεύθερα οι τορπιλοσωλήνες. Ο Τσάλης και ο
Αθανασίου βρίσκονταν στη γέφυρα. Παρά τις αιτήσεις του Σημαιοφόρου να του δοθεί
άδεια καθόδου από τη γέφυρα ο Τσάλης δεν το επέτρεπε.
Περί ώραν 22:30 ανήλθαν στη
γέφυρα ο Πλοίαρχος Μιχαήλ Θεοφανίδης ο οποίος επέβαινε του πλοίου και ο
κυβερνήτης Πλωτάρχης Πάγκαλος.
Ο Αθανασίου ζήτησε εκ νέου
άδεια να κατέλθει από τη γέφυρα την οποία έλαβε παρά του κυβερνήτου, πριν ο
Τσάλης προλάβει να αντιληφθεί και εκθέσει τις αντιρρήσεις του. Ο Σημαιοφόρος κατέβηκε
από τη δεξιά υπήνεμη κάθοδο φορώντας πουλόβερ, επενδύτη και έχοντας κρεμασμένα
στο λαιμό του κιάλια και το δεξί του χέρι. Πρόλαβε να κάνει τρία βήματα στο
γλιστερό κατάστρωμα και με το τέταρτο έφυγε όρθιος στη θάλασσα.
Παρά τους ενδεδειγμένους
χειρισμούς, κράτει η δεξιά, όλο δεξιά, εν συνεχεία όλο αριστερά, ανάποδα πάση
δυνάμει κλπ που εκτέλεσε το πλοίο και παρά το γεγονός πως έφτασε 50 μέτρα
υπηνέμως του σημείου πτώσεως μέσα σε λίγα λεπτά ο δυστυχής Σημαιοφόρος δεν
εντοπίσθηκε.
Στις 13 Φεβρουαρίου το “Θύελλα”
βρέθηκε να περιπολεί στην περιοχή Κυθήρων εν μέσω ισχυρής καταιγίδας με ανέμους
10 και 11 Baufort. Στην τρικυμία αυτή έχασε τον ιστό του, που κόπηκε και έπεσε
στη θάλασσα.
Στις 13 Απριλίου, με κυβερνήτη
του πλοίου τον Πλωτάρχη Δαμιράλη, επαναπλέοντας στον Ναύσταθμο και παραπλέοντας
τις ακτές της Αττικής με καιρικές συνθήκες σχετικά καλές, άνεμος Βόρειος
εντάσεως 5 Baufort, αλλά χαμηλό κύμα λόγω μικρής απόστασης από την προσήνεμη
ακτή, περί την 23:00 παρατήρησαν κάτι ασύνηθες σε
απόσταση 100 περίπου μέτρων από το πλοίο. Έγιναν οι κατάλληλοι χειρισμοί και
διέσωσαν ένα άνδρα ο οποίος κρατούνταν από ένα “απώστη”. Ο “απώστης” είναι
μακρύ ξύλο με δύο παραβλήματα που συνδέει τις δύο επωτίδες λέμβου και κρατάει
ακίνητη τη λέμβο όταν αυτή βρίσκεται ανακρεμασμένη έξω από το πλοίο σε θέση
ετοιμότητας για καθαίρεση. Οι σωσίβιοι λέμβοι συνηθιζόταν να έρχονται σε θέση
ετοιμότητας καθαιρέσεως σε όλα τα εν πλω πολεμικά πλοία και πολλά εμπορικά.
Επρόκειτο για Βρετανό αξιωματικό αγγλικού πλοίου τηλεγραφικών καλωδίων, το
οποίο είχε βομβαρδισθεί και διαλυθεί από γερμανικά αεροπλάνα. Ο ίδιος διασώθηκε
κρατημένος από τον “απώστη”, όπως τον βρήκε η “Θύελλα”.
Στις 21 Απριλίου 1941 το
“Θύελλα” αραιωμένο στον όρμο της Βουλιαγμένης, χωρίς το πλήρωμά του που ήταν
στη στεριά, υπέστη γερμανική αεροπορική επιδρομή και λόγω βόμβας που εξερράγη
κοντά στην πρύμη έπαθε ρήγμα. Το πλήρωμα ρυμούλκησε το πλοίο στα ανοιχτά, όπου
και βυθίστηκε.
Την επομένη το βράδυ έφτασε στο
σπίτι του Τσάλη η αδελφή του Μίνα με ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο, να του πει
ότι η μητέρα τους είχε σκοτωθεί. Οι δύο γυναίκες μητέρα και κόρη είχαν καταταγεί
από της ενάρξεως του πολέμου ως εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες και υπηρετούσαν
στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων. Το νοσοκομείο
βομβαρδίστηκε και η μητέρα του, το πρόσωπο που τόσο πολύ αγάπησε στη ζωή του
και τόσο πολύ τον δίδαξε και του συμπαραστάθηκε, έφυγε από τη ζωή. Την ίδια
νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, παίρνοντας μαζί του τρεις αρμενιστές από το
“Θύελλα” ξεκίνησε με τον “Παλαίμονα” το ταξίδι διαφυγής του προς την
Αλεξάνδρεια.
Στις 12 ημέρες του ταξιδιού του
το ιστιοφόρο θα συναντήσει σημάδια από όλη τη φρίκη και τον παραλογισμό της
περιόδου.
Με τον απόπλου συναντά δύο
πλοιάρια που μεταφέρουν νεκρούς, τραυματίες και ναυαγούς του Αντιτορπιλικού
Ύδρα, που μόλις είχε βυθισθεί.Στο πρώτο σκέλος της διαδρομής του προς τις Σπέτσες διακρίνει περίπου 30 αεροσκάφη που βομβαρδίζουν το στενό του Πόρου.
Πηδάλιο του «Παλαίμων»
ΦΩΤΟ: Αρχείο Ν.Μ.Ε.
Αρ. Συλλ. 1030.
|
Στις 24 Απριλίου, από το
αγκυροβόλιο των Σπετσών, οι επιβάτες του ιστιοπλοϊκού ακούνε τον βομβαρδισμό
του λιμένος του Ναυπλίου. Την ίδια ημέρα, ιστιοδρομώντας κοντά στην Ανατολική
ακτή της Πελοποννήσου, παρίστανται μάρτυρες του βομβαρδισμού μιας νηοπομπής,
που απέπλεε από το Ναύπλιο και άλλης, που κατευθυνόταν προς το ίδιο λιμάνι.
Στις 25 Απριλίου
αγκυροβολημένοι στην Μονεμβασιά, παρευρίσκονται στην καταβύθιση των πλησίον
αγκυροβολημένων τορπιλοβόλου “Κυδωνίαι” και του επιτάκτου “Ζάκυνθος”, ενώ το ίδιο
το ιστιοφόρο μόλις και γλιτώνει.
Στον επόμενο σταθμό τους στην
παλαιά Μονεμβασιά παρίστανται στην καταστροφή πέντε ελληνικών υδροπλάνων από τη
γερμανική αεροπορία.
Στο ταξίδι προς τα Κύθηρα
γίνονται στόχος ανεπιτυχούς αεροπορικής επίθεσης. Στο λιμάνι των Κυθήρων
γίνονται μάρτυρες της βύθισης τριών συμμαχικών πλοίων και καταστροφής δύο ακόμη
υδροπλάνων.
Με την μεσολάβηση του Τσάλη,
κάποιο Βρετανικό σκάφος, παραλαμβάνει από τα Κύθηρα 12 Ευέλπιδες και Έλληνες
Αξιωματικούς, ενώ ο ίδιος αρνείται να εγκαταλείψει το ιστιοφόρο.
Μετά την αναχώρησή τους από τα
Κύθηρα παρακολουθούν άλλη μια αεροναυμαχία που θα στοιχίσει ένα συμμαχικό
αεροσκάφος.
Στις 5 Μαΐου το “Παλαίμων” θα
συναντήσει μια νηοπομπή από την Κρήτη και στις 7 Μαΐου θα καταπλεύσει στην
Αλεξάνδρεια.
Μετά τον κατάπλου παρουσιάζεται
στον Αρχηγό του Στόλου και τοποθετείται στον “Αβέρωφ”.
Η παρουσία του “Αβέρωφ” στη
Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια αποτελούσε πρόβλημα για τις αγγλικές
και τις ελληνικές αρχές. Μετά την πτώση της Κρήτης, στο τέλος Μαΐου του ’41 οι
γερμανικές αεροπορικές επιδρομές στο λιμάνι της Αλεξανδρείας ήσαν συχνότατες,
σχεδόν κάθε δεύτερη νύχτα περί το μεσονύχτιο και διαρκούσαν περίπου μία ώρα.
Στην κατάσταση αυτή η διατήρηση ενός μη αξιόμαχου πλοίου μέσα στο λιμάνι
εθεωρείτο υπηρεσιακό βάρος και απώλεια ωφελίμου χώρου αγκυροβολίου.
Το κυριώτερο μειονέκτημα του
πλοίου που δυσχέραινε τη συμμετοχή του σε επιχειρήσεις συνοδειών ήταν η καύσιμη
ύλη των 22 λεβήτων του, που ήταν γαιάνθρακες. Το γεγονός αυτό καθιστούσε
δύσκολο το εγχείρημα του ανεφοδιασμού του, δεδομένου ότι όλα σχεδόν τα πολεμικά
πλοία είχαν πλέον αποκτήσει λέβητες πετρελαίου.
Έγιναν λοιπό διάφορες σκέψεις
για τη μετασκευή του “Αβέρωφ” στις ΗΠΑ. Η ιδέα ναυάγησε και αποφασίστηκε να
σταλεί το πλοίο στις Ινδίες, με ενδεχόμενο να υπαχθεί στον Αρχηγό του Στόλου
του Ινδικού ωκεανού, Άγγλο Ναύαρχο Sommerville.
Τελικώς τον Ιούλιο του ’41 το
πλοίο στάλθηκε στη Βομβάη όπου και παρέμεινε σταθμευμένο. Σε επιχειρήσεις
χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα.
Την άνοιξη του ’42 αντικαταστάθηκε
ο κυβερνήτης του “Αβέρωφ” Πλοίαρχος Σπυρίδων Μάτεσης από τον Πλοίαρχο Νικ.
Πετρόπουλο, τον αποκληθέντα μετέπειτα και “Κόκκινο Πλοίαρχο”. Το προσωνύμιο
αυτό του δόθηκε λόγω της ανεξήγητης συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της
στάσεως των πληρωμάτων των ελληνικών πλοίων και των εκτρόπων που τα συνόδευσαν,
τον Απρίλιο του ’44 στην Αλεξάνδρεια.
Στη Βομβάη, λίγο μετά την
παραλαβή του Πετρόπουλου έλαβαν χώρα σοβαρά επεισόδια στον “Αβέρωφ”, που είχαν
κυριολεκτικά ασήμαντη αφορμή. Το αντιτορπιλικό “Ιέραξ” με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη
Εμμανουήλ Ζάρπα καθ’ οδόν προς Καλκούτα, όπου θα εγκαθιστούσε συσκευή ASDIC
στάθμευσε για λίγο στη Βομβάη. Αποπλέοντας άφησε πίσω ένα ναύτη, ονόματι Πατρώνη,
ο οποίος δεν παρουσιάστηκε στην ώρα του απόπλου.
Το πλοίο παρήγγειλε στον
“Αβέρωφ” να τον περιμαζέψουν, όταν εμφανισθεί. Ο ναύτης πράγματι παρουσιάστηκε
και κρατήθηκε στον “Αβέρωφ”, αλλά αργότερα πλαστογραφώντας ένα έντυπο αδείας
εξόδου κατόρθωσε να το σκάσει και να βγει στην πόλη εξόδου, όπου συνελήφθη από
την Ινδική Ναυτική Αστυνομία και επεστράφη στον “Αβέρωφ”.
Ο κυβερνήτης τότε σε μια
αδικαιολόγητη επίδειξη σκληρότητος διέταξε τον εγκλεισμό του ναύτη στο
διαμέρισμα πηδαλίου του πλοίου, χωρίς αερισμό, χωρίς φως, χωρίς φαγητό, και
χωρίς να του επιτρέπεται η έξοδος ακόμη και για προσωπικές του ανάγκες. Κατ’
αυτό τον τρόπο ο Πετρόπουλος πίστευε πως θα πειθανάγκαζε τον Πατρώνη να του
ομολογήσει ποιος τον βοήθησε να το σκάσει. Στις 12 Μαΐου ’42, τρεις μέρες μετά
τον εγκλεισμό και αφού οι αξιωματικοί στους οποίους απευθύνθηκε αρνήθηκαν,
κατέβηκε ο ίδιος ο κυβερνήτης στο πηδάλιο και παρουσία αξιωματικών και μελών
του πληρώματος ξυλοκόπησε μέχρις αναισθησίας με ένα μπραντόξυλο τον Πατρώνη.
Επειδή το σημείο είναι σοβαρό και οπωσδήποτε αδιανόητο για τα ήθη του Ναυτικού,
διέτρεξα το σχετικό εδάφιο στο βιβλίο του Πετρόπουλου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι
«έδωσε μερικές ξυλιές στα μαλακά του Πατρώνη για να
τον συνετίσει». Το «μέχρις αναισθησίας» δεν χρησιμοποιείται από τον Τσάλη, που
δεν ήταν παρών στο επεισόδιο, αλλά από τον Εμμανουήλ Μακρή, ο οποίος παρέστη στον
ξυλοδαρμό. Αν κανείς ισχυριστεί πως ο Τσάλης μπορεί να είναι ενδεχομένως
υπερβολικός στις εκφράσεις του, δεν ισχύει το ίδιο για τον
Μακρή, ο οποίος μάλλον με χαμηλούς τόνους εξιστορεί γενικώς τα γεγονότα στα
οποία αναμίχθηκε.
Όταν το γεγονός έγινε γνωστό
στο λοιπό πλήρωμα, ένας αριθμός ναυτών της τάξεως των 40-50 συγκεντρώθηκε και
αφού απέσπασε βιαίως τον Πατρώνη από την κράτησή του, τον μετέφερε μέσα σε
κουβέρτα, δίκην φορείου, στο θεραπευτήριο. Οι ναύτες της ομάδας προπηλάκισαν
τον κυβερνήτη με βρισιές και σπρωξίματα και του αφαίρεσαν το πηλίκιο το οποίο
πέταξαν στη θάλασσα.
Η αντίδραση του κυβερνήτου ήταν
να κλεισθεί στο δωμάτιό του επί τριήμερον και να μη προβεί σε καμία ενέργεια.
Μετά την τριήμερη περισυλλογή του θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει τη συνδρομή του
βρετανού Ναυτικού Διοικητού για να καταπνίξει τη στάση. Ο βρετανός συνέστησε
στον κυβερνήτη να μην επιστρέψει στο πλοίο και να αναφερθεί το συμβάν στον
έλληνα Α.Σ. στην
Αλεξάνδρεια. Επακολούθησαν
ανακρίσεις και τρεις δίκες του Ναυτοδικείου στη Βομβάη.
Το Ναυτοδικείο επάνδρωσαν οι:
Σμήναρχος, προερχόμενος από τη Ναυτική Αεροπορία, Ιωάννης Κασιμάτης,
Αντιπλοίαρχοι Γεώργιος Ζέπος και Κωνστ. Νικητιάδης και ο Κύπριος Ταγματάρχης
Κωτσάκος, που είχε διατελέσει ανακριτής της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά.
Η πρώτη δίκη αφορούσε τους 28
ναύτες που παραπέμφθηκαν και τελείωσε την 30/6/42. Καταδικάσθηκαν οι 25 απ’
αυτούς σε ποινές από ισόβια (οι έξι) μέχρι κάθειρξη 20 ετών (οι 19).
Στη συνέχεια επακολούθησε η
δίκη των αξιωματικών, που ολοκληρώθηκε την 1/8/42. Παραπέμφθηκαν 21
αξιωματικοί, ανώτεροι, κατώτεροι ακόμα και δόκιμοι αρχικελευστές.
Καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 6 έως 1,5 μήνες και εξ αυτών ένας
Πλωτάρχης, δύο Υποπλοίαρχοι και δύο Ανθυποπλοίαρχοι αποτάχθηκαν.
Τελευταία ήταν η δίκη του
κυβερνήτη, που έγινε την 1/10/42, για βιαιοπραγία κατά κατωτέρου και
καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 5 μηνών.
Αξίζει τον κόπο να παρατεθεί το
κατηγορητήριο κατά των αξιωματικών:
1. Επίδειξη ομαδικής απείθειας
επειδή ζήτησαν την απομάκρυνση του Πετρόπουλου από την κυβέρνηση του πλοίου.
2. Τινές υποκίνησαν τους
Σημαιοφόρους να παρουσιαστούν στον Ύπαρχο Αντιπλοίαρχο Χρ. Χατζηκωνσταντή για
το ίδιο θέμα.
Όλοι παραπέμφθηκαν για την
πρώτη κατηγορία και μόνο δύο για τη δεύτερη, Τσάλης και
Κιμούλης.
Η απόφαση του Ναυτοδικείου
αυτολεξεί είχε ως ακολούθως:
«Οι κατηγορούμενοι (όλοι)
κηρύσσονται ΑΘΩΟΙ των δύο κατηγοριών (1) και (2), αλλά επειδή ΕΣΚΕΦΘΗΣΑΝ την
απομάκρυνση του κυβερνήτου, ήν σκέψιν όμως ΔΕΝ ΕΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΑΝ καταδικάζονται
δια ψήφων 2 (Ζέπος, Νικητιάδης) έναντι μιάς (Κασιμάτης) ως εξής:... Τσάλης 6
μηνών φυλάκιση και απόταξη».
Ήταν η δεύτερη φορά μετά το
κίνημα του ’35 που ο Τσάλης αποτασσόταν από το Ναυτικό.
‘Ολες οι αποφάσεις ποινές κλπ
του Ναυτοδικείου της Βομβάης ακυρώθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση και
θεωρήθηκαν ανύπαρκτες. Οι αξιωματικοί αποκαταστάθηκαν και θεωρήθηκαν ως
μηδέποτε απομακρυνθέντες. Μάλιστα οι ακυρώσεις έγιναν από την ίδια την υπηρεσία
χωρίς να υπάρξει ένσταση ή προσφυγή των παθόντων.
Όσο κι αν, εκ των πραγμάτων
γίνεται φανερό, ότι με τις αποκαταστάσεις η Υπηρεσία συναισθάνθηκε και
επανόρθωσε την αδικία σε βάρος των καταδικασθέντων, αυτό δεν μειώνει καθόλου το
γεγονός, ότι όλοι και μεταξύ αυτών ο Τσάλης εξέτισαν τις ποινές τους σε φυλακές
της Ινδίας και όταν βγήκαν βρέθηκαν σε άγνωστο τόπο, χωρίς δουλειά και χωρίς
προορισμό.
Ο Τσάλης μετά την απελευθέρωσή
του από τις φυλακές του ΝΑΖΙΚ απευθύνθηκε στον Ναύαρχο Rattrey βρετανό διοικητή
της βάσεως της Βομβάης και του εξέφρασε την επιθυμία του, να συνεχίσει να
προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αγώνα κατά του άξονα, είτε από τις τάξεις του
βρετανικού, είτε του ινδικού ναυτικού.
Η αίτησή του έγινε δεκτή από
τους βρετανούς και μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις με τις ελληνικές αρχές
έγινε δεκτός στο Βασιλικό Ινδικό Ναυτικό.
Κατ’ αρχάς εστάλη να φοιτήσει
για έξι περίπου μήνες σε σχολές, όπως προβλεπόταν από το βρετανικό σύστημα. Τα
αντικείμενα της εκπαίδευσης ήταν ASDIC, τορπίλες, ναυτιλία και συνεννόηση.
Στο Ινδικό Ναυτικό ανήκε ένα
νεότευκτο φορτηγό 2800 τόνων, ναυπηγημένο στη Σκωτία και εξοπλισμένο με
πυροβόλα, αντιαεροπορικά και βόμβες βάθους. Είχε ταχύτητα 17 κόμβων και τεράστια
ακτίνα ενεργείας. Το όνομά του ήταν “SONAVATI” το όνομα της θεάς της καλλονής,
αντίστοιχης της Αφροδίτης και ναυλοχούσε στη βάση του
Κολόμπο. Ο Τσάλης τοποθετήθηκε στο “SONAVATI” ως υποπλοίαρχος.
Σε όλο τον Ινδικό ωκεανό και το
νότιο ημισφαίριο μέχρι την Αυστραλία, οι Βρετανοί είχαν εγκαταστήσει σε μικρές
νήσους ένα σημαντικό αριθμό βάσεων. Ελέγετο ότι σε όλη την υδρόγειο ο αριθμός
των βρετανικών βάσεων θα πρέπει να υπερέβαινε τις 800. Οι υπηρετούντες στις
βάσεις Βρετανοί Αξιωματικοί ήσαν έφεδροι. Ο ρόλος του “SONAVATI”, ήταν ο
εφοδιασμός των βάσεων του Ινδικού ωκεανού και Νοτίου Ειρηνικού με πυρομαχικά,
τρόφιμα και παντοειδή υλικά.
Ύστερα από 11 μήνες υπηρεσία
στο “SONAVATI” ο Τσάλης τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης στο συνοδό “NAZIK”. Αξίζει
τον κόπο να αναφερθεί μια φράση από το φύλλο ποιότητος που συνετάγη από τον
κυβερνήτη του στο “SONAVATI”. «He
is
the
best
handler ever
saw”.
Μετά ένα έτος στο “NAZIK”
τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης στο συνοδό “AGRA”.
Στα μέσα του 1945 περατώθηκε ο
Β Παγκόσμιος Πόλεμος και στην περιοχή του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού.
Ο Τσάλης, στα ανέκδοτα
σημειώματά του, εκφράζει την πικρία του, διότι δεν έτυχε να βρεθεί σε κάποια
ναυτική σύγκρουση, ή εν πάση περιπτώσει σε κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός.
Συνοψίζει την υπηρεσία του στο
Ινδικό Ναυτικό με τη φράση
«Διέσχισα κατά τον πόλεμο
αναρίθμητες φορές τον Ινδικό ωκεανό, αβρόχοις ποσί».
Παρέμεινε κυβερνήτης στο “AGRA”
μέχρι και το καλοκαίρι του ’46 και κατά κάποιο τρόπο έλαβε μέρος και θέση, στην
στάση του Ινδικού Ναυτικού εναντίον της αγγλικής επικυριαρχίας.
Το καλοκαίρι του ’46
αποστρατεύθηκε και έπλευσε με το υπερωκεάνειο, οπλιταγωγό κατά τον πόλεμο,
“Αυτοκράτειρα της Αυστραλίας” στο Λίβερπουλ. Στην Αγγλία παρέμεινε στη διάθεση
του Νιάρχου, για εξεύρεση, αγορά και παραλαβή καταλλήλου θαλαμηγού για τον
έλληνα μεγαλοεφοπλιστή. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν και το “SUNBEAM II” το
μετέπειτα “Ευγένιος Ευγενίδης” Τελικά μετά 4 μήνες ο Τσάλης πέρασε μια ακόμη
φορά τον Ατλαντικό από την Αγγλία στη Νέα Υόρκη με ιστιοφόρο θαλαμηγό μήκους 81
ποδών στην ίσαλο, που λεγόταν “JEANERY”, αργότερα μετονομάσθηκε σε “Έρως”.
Το 1954 ο Κώστας Τσάλης
κατάφερε να παραλάβει το “Παλαίμων” από την Αλεξάνδρεια και να πλεύσει μ’ αυτό
στις Σπέτσες.
Ήταν το τελευταίο ταξίδι του
εξαιρετικού αυτού ιστιοπλοϊκού, του οποίου το πηδάλιο διασώζεται και αποτελεί
έκθεμα της συλλογής του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος.
Από το 1981 και μετά, η όραση
εγκατέλειψε τον Κώστα Τσάλη και η ακοή του επίσης εξασθένισε. Διέμενε στο
πατρικό του στις Σπέτσες, εκεί που γεννήθηκε και εκεί τον επισκέπτονταν οι δημοσιογράφοι
που ήθελαν να ακούσουν από το στόμα του, τις περιπέτειές του. Τα όποια
απομνημονεύματά του δεν γράφτηκαν, αλλά υπαγορεύτηκαν.
Υπαγορευμένα επίσης είναι τα πέντε ανέκδοτα βιβλιαράκια που περιγράφουν
ορισμένες φάσεις της ζωής του και βρίσκονται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
Επιβεβαιώνοντας το γνωμικό ότι
«το μήλο κατ’ απ’ τη μηλιά θα πέσει», ο γιος του Κώστα, ο Δημήτρης Τσάλης μπήκε
στη Σχολή Δοκίμων, απ’ όπου παραιτήθηκε και έφυγε το 1980 όταν ήταν τριτοετής.
Εργάσθηκε σε εμπορικά πλοία, αλλά κι από εκεί αποχώρησε για να αφοσιωθεί στα
ιστιοπλοϊκά αγωνιστικά σκάφη.
Το 1987 ο Δημήτρης πέρασε για
τρίτη φορά τον Ατλαντικό με το ιστιοπλοϊκό σκάφος “ΕΛΛΑΣ” του Μανώλη Γκογκόση.
Αργότερα ο Δημήτρης
ξαναπέρασε τον ωκεανό άλλες δύο φορές.
Στις 26 Ιουλίου του 1996 έφτασε
η είδηση στις Σπέτσες. Ο Κώστας Τσάλης, που είχε μεταφερθεί στην Αθήνα κατόπιν επιπλοκής
της υγείας του, σάλπαρε πλήρης ημερών για το τελευταίο του ταξίδι. Έφυγε απ’ τη
ζωή ικανοποιημένος γιατί την έζησε όπως αυτός ήθελε. Άφησε πίσω το γιο του
Δημήτρη ν’ ακολουθεί τα βήματά του και την ανάμνηση μιας πολυτάραχης κι ασυμβίβαστης
ζωής.