Περί Αλός
Του Παναγιώτη Γέροντα
Ανθυποπλοιάρχου (ΕΦ/Ο) ΠΝ
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος
582, σελ. 56, ΣΕΠ – ΝΟΕ 2012, εκδ. ΥΙΝ/ΓΕΝ.
Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση της «ΝΕ»
Τα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Αβέρωφ» έξω από την Κωνσταντινούπολη
τον Νοέμβριο
του 1918 (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
ΦΩΤΟ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
|
Γενικά
Σχεδόν αμέσως μετά τους
νικηφόρους για τον Ελληνισμό Βαλκανικούς Αγώνες, ξεκινά για την Ελλάδα η
περίοδος της μεγάλης κρίσης. Η διάσταση απόψεων που ήδη υπήρχε μεταξύ βασιλέα
Κωνσταντίνου και πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου οξύνθηκε και ολόκληρη η
ελληνική κοινωνία οδηγήθηκε σε πόλωση, η οποία στην κορύφωσή της θα καταλήξει
στον λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό», τη δημιουργία δηλαδή στον ελλαδικό χώρο δύο κέντρων
εξουσίας, του βασιλικού με κέντρο την Αθήνα και του βενιζελικού με κέντρο τη
Θεσσαλονίκη. Αυτός ο διχασμός θα οδηγήσει τους Αγγλο-γάλλους σε κατάφωρες
παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας και ο Ελληνισμός θα κινδυνεύσει να χάσει
ό,τι κέρδισε ενωμένος λίγα χρόνια πριν [1].
Η διάσταση αυτή είχε
φαινομενικά να κάνει με το αν η Ελλάδα θα έμπαινε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο
πλευρό των Αγγλογάλλων (άποψη του Βενιζέλου) ή θα παρέμενε ουδέτερη (άποψη του Κωνσταντίνου).
Εν τούτοις, τα αίτια της πόλωσης στην κοινωνία ήταν βαθύτερα και είχαν να
κάνουν με την αφομοίωση των πληθυσμών των λεγομένων «Νέων Χωρών» στον εθνικό
κορμό. Με την προσάρτηση της υπόλοιπης
Ηπείρου καθώς και της Μακεδονίας, νέες παραγωγικές δυνάμεις εμφανίστηκαν οι
οποίες ενίσχυσαν την αστική τάξη της χώρας. Αυτό δημιούργησε αντίδραση στην «παλαιά
Ελλάδα» και στους εκπροσώπους των παλαιών παραγωγικών δομών. Δέον επίσης να
τονισθεί ότι με το «κόμμα του Κωνσταντίνου» ετάχθησαν και αρκετοί άνθρωποι
χαμηλής οικονομικής τάξεως, οι οποίοι θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν ν’
ανταποκριθούν στις ταχύτατες αλλαγές.
Αυτός ο διχασμός φάνηκε να
κοπάζει όσο η Ελλάδα νικούσε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρά Ασία –
παρ’ όλη τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από βενιζελικούς και τις απόπειρες δολοφονίας
εναντίον του Βενιζέλου και του Παύλου Κουντουριώτη από φιλοβασιλικούς, δείγμα της
έντασης που υπέβοσκε. Εν τούτοις, θα επανέλθει μετά το 1922 δριμύτερος και θα
ταλανίσει τη χώρα τουλάχιστον μέχρι το 1935.
Η περίοδος αυτή θα κλείσει με
την καταστροφή της Σμύρνης και την παύση του Ελληνισμού της Ιωνίας, του οποίου
η ύπαρξη μαρτυρείται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο απενεργοποιείται
η «Μεγάλη Ιδέα» και το ελληνικό κράτος θα αντιμετωπίσει το επιτακτικό πρόβλημα της
ένταξης και αφομοίωσης των προσφύγων. Οι πρόσφυγες με την παρουσία τους θα
τονώσουν οικονομικά και κοινωνικά το
κράτος, αλλά παράλληλα θα ενταθεί και το διχαστικό πνεύμα στην ελληνική
κοινωνία καθώς πολλοί εξ αυτών θεωρούσαν τον Βενιζέλο ή τον Κωνσταντίνο
υπεύθυνους για τα βάσανά τους.
Το Πολεμικό Ναυτικό συμμετέχει
και επηρεάζεται από αυτήν την περίοδο καθώς βαθύτατα πολιτικοποιημένοι
αξιωματικοί πολλές φορές συμμετέχουν στα κινήματα, ενώ παράλληλα λαμβάνουν χώρα
κυβερνητικές αποφάσεις αποδυνάμωσης του Πολεμικού Ναυτικού σε θέματα εξοπλισμού
και πρόσκτησης νέων ναυτικών μονάδων, οι οποίες δεν συνάδουν με τις
γεωπολιτικές επιταγές της περιοχής.
Το Πολεμικό Ναυτικό πολέμησε
γενναία και με όλες του τις δυνάμεις στο Μικρασιατικό Πόλεμο. Η πολύτιμη
συνεισφορά του όμως συχνά παραβλέπεται διότι αν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία
είχε εξοπλίσει το ναυτικό της, ο επαναστατικός στρατός του Κεμάλ δεν ήταν σε
θέση να τον χρησιμοποιήσει. Αναγκαστικά λοιπόν, το Πολεμικό Ναυτικό είχε ρόλο
επικουρικό στις επιχειρήσεις, αφού δεν υπήρχε «τακτικός αντίπαλος».
Η
αποδυνάμωση του Ναυτικού
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
και ενώ ήταν ξεκάθαρη η σημασία της ύπαρξης ενός ισχυρού στόλου για την
προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων, καθώς και η ένταξη στην «Βαλκανική Συμμαχία»
αλλά και η νίκη στους Βαλκανικούς Πολέμους χρωστούσαν πολλά στον Ελληνικό Στόλο,
εν τούτοις οι ελληνικές Κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτική αποδυνάμωσης του
Ναυτικού.
Ως ένας σημαντικός λόγος για
αυτήν την πολιτική θα πρέπει να θεωρηθεί η περικοπή των δαπανών.
Ο Βενιζέλος σύναψε δάνειο
25.000.000 λιρών για την ανάπτυξη της διπλασιασμένης χώρας και ο εξοπλισμός του
Ναυτικού πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία
είχε ήδη από το 1911 παραγγείλει ένα υπέρ-ντρέντνωτ (dreadnought) από την
Αγγλία το «Ρεσαδιέ», (23.000 τόνων, 21 μιλίων), η Ελληνική Κυβέρνηση με υπουργό
τον Νικόλαο Στράτο, έναν από τους καλύτερους υπουργούς των Ναυτικών του ελληνικού
κράτους, προχώρησε το 1912 στην παραγγελία ενός θωρηκτού μάχης στα γερμανικά ναυπηγεία
Vulkan μαζί με τα τορπιλοβόλα τύπου «Αίγλη». Θα ήταν εκτοπίσματος 13.000 τόνων
με 8 πυροβόλα των 35 εκ., 6 των 15
εκ. και κόστος 1.050.000. Ήταν το περίφημο «Σαλαμίς», το οποίο έμελλε να
εξελιχθεί σε αληθινό εξοπλιστικό «Βατερλώ» για το Πολεμικό Ναυτικό.
Άλλη περίπτωση ήταν και αυτή
του «Ρίο ντε Τζανέιρο», ντρέντνωτ το οποίο ναυπηγούταν στην Αγγλία και βρέθηκε
απροσδόκητα διαθέσιμο, καθώς η χώρα για την οποία προοριζόταν, η Βραζιλία,
άλλαξε γνώμη και το αγόρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετονομάζοντάς το σε
«Σουλτάν Σελίμ Ι». Δέον είναι να σημειωθεί ότι Έλληνες αξιωματικοί του Ναυτικού
είχαν προτείνει στην πολιτική ηγεσία την αγορά του πανίσχυρου πλοίου.
Με αυτόν τον τρόπο και λόγω της
ολιγωρίας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρόλο που
είχε ηττηθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ευρέθη να έχει και πάλι την ναυτική
υπεροπλία. Ο αντιναύαρχος πλέον Παύλος Κουντουριώτης μην αντέχοντας να βλέπει την
αναίρεση των όσων είχε καταφέρει, πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση
του υποβρυχίου «Ξιφίας» ή κάποιου μικρού αντιτορπιλικού και να τορπιλίσει το
«Ρίο ντε Τζανέιρο» στα Στενά του Γιβραλτάρ, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου, ώστε
να το αιφνιδιάσει. Εννοείται ότι ο Κουντουριώτης θα εθεωρείτο πως δρούσε
αυτοβούλως και αν επιβίωνε της καταδρομικής ενέργειας και επέστρεφε στην
Ελλάδα, θα είχε ήδη αποκηρυχθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα τον καθαιρούσε, θα τον συνελάμβανε,
θα τον δίκαζε και θα τον φυλάκιζε όπως αρμόζει σε έναν πειρατή. Ο Βενιζέλος
όμως αρνήθηκε [2]. Τέλος εξετάστηκε ακόμη και ο αποκλεισμός των Στενών των Δαρδανελλίων
με μια ενδεχόμενη κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης για να σταματηθεί ο κατάπλους
των θωρηκτών. Τελικά δεν πραγματοποιήθηκε κανένα σχέδιο, διότι η έκρηξη του Αʹ
Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα
θωρηκτά αυτά στα αγγλικά ναυπηγεία, τα οποία κατασχέθηκαν από τους Άγγλους για
τις δικές τους ανάγκες.
Παρόλ’ αυτά, επειδή η ανησυχία
στην ελληνική κοινή γνώμη είχε διογκωθεί λόγω της επικείμενης ενίσχυσης του
Οθωμανικού Στόλου, η πολιτική ηγεσία της χώρας αγόρασε 6 καινούργια τορπιλοβόλα
τύπου «Δωρίδος» (125 τόνων, μέγιστη ταχύτητα 24 knots με τρεις τορπιλοσωλήνες, τύπος
απαρχαιωμένος) και ο ίδιος ο Βενιζέλος διαβεβαίωσε την ανήσυχη ελληνική
παροικία στο Παρίσι ότι το Ναυτικό με αυτά τα 6 τορπιλοβόλα θα μπορούσε να
αντιμετωπίσει το ενισχυμένο Οθωμανικό Ναυτικό [3]. Στη συνέχεια, το Πολεμικό Ναυτικό
προχώρησε σε άστοχες αγορές, όπως τα δύο αμερικανικά θωρηκτά «Ιντάχο» και
«Μισισιπή» (ναυπηγήσεως 1907), τα οποία ονομάστηκαν «Κιλκίς» και «Λήμνος».
Κύριο μειονέκτημά τους ήταν η μικρή ταχύτητα και ότι ήταν χαμηλά για
ωκεανοπλοΐα. Νεωτερισμός σε αυτά ήταν η ευρεία χρήση ηλεκτροκίνητων
μηχανημάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα κατέβαλε γι’ αυτά 3.130.000
λίρες έναντι των 2.700.000 με τις οποίες προσφερόταν το «Ρίο ντε Τζανέιρο». Σαν να μην έφθαναν αυτά, στη
συνέχεια αγοράστηκε πάλι από την Αμερική το εύδρομο «Έλλη», 2.100 τόνων, 20
knots, με πανάρχαιο πυροβολικό, το οποίο το είχαν παραγγείλει οι Κινέζοι και
μετά το απέρριψαν. Το «Έλλη» επέπρωτο να βυθιστεί από τους Ιταλούς στην Τήνο
την 15η Αυγούστου του 1940...
Παράλληλα, η υπόθεση του
«Σαλαμίς» πήρε τραγική τροπή. Στα τέλη του 1912 διατυπώθηκαν απόψεις ότι έπρεπε
η Ελλάδα να αποκτήσει ένα πραγματικό ντρέντνωτ και οι εργασίες ανεστάλησαν
μέχρι να ολοκληρωθούν τα νέα χαρακτηριστικά του πλοίου. Μέσα στο 1912
ξανάρχισαν για να σταματήσουν και πάλι τον Δεκέμβριο του 1914, λόγω του Αʹ
Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε το πλοίο και οι οικονομικές
διαφορές με το γερμανικά ναυπηγεία τακτοποιήθηκαν πολύ αργότερα, το 1932, με
σοβαρή οικονομική ζημία για το ελληνικό Δημόσιο, αφού έπρεπε να πληρωθούν άλλες
30.000 λίρες εκτός από την προκαταβολή των 450.000 λιρών που είχε ήδη
καταβληθεί.
Τέλος, στο πλαίσιο των
επεμβάσεων των Συμμάχων στα εσωτερικά της Ελλάδος, τον Σεπτέμβριο του 1916 οι
Γάλλοι κατέλαβαν τον ελαφρό Ελληνικό Στόλο, δηλαδή την «Έλλη», 14 αντιτορπιλικά,
5 τορπιλοβόλα, 2 υποβρύχια και 8 βοηθητικά.
Τα θωρηκτά «Κιλκίς» και
«Λήμνος» καθώς και το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» είχαν παροπλιστεί στον
Ναύσταθμο. Διατηρούσαν μόνο το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους, ενώ τους είχαν αφαιρεθεί
τα κλείστρα των πυροβόλων, οι τορπίλες και τα πυρομαχικά [4].
Ενώ λοιπόν το Ελληνικό Ναυτικό
απαρχαιώνεται, το Οθωμανικό ενδυναμώνεται με δύο ακόμη πλοία. Τα δύο γερμανικά
θωρηκτά «Goeben» (τύπου Magdeburg) και «Breslau» (τύπου Moltke) με την έκρηξη
του Αʹ Παγκοσμίου Πολέμου εισβάλλουν στην ανατολική Μεσόγειο, φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη
και τον Αύγουστο του 1914 παραδίδονται στο Οθωμανικό Ναυτικό και ονομάζονται το
μεν πρώτο «Yavuz Sultan Selim» και το δεύτερο «Midili».
Το γερμανικό θωρηκτό S.M.S. «Goeben»
(κλάση Moltke)
παραδίδεται το 1914 στο Οθωμανικό Ναυτικό και
μετονομάζεται σε «Yavuz
Sultan Selim».
ΦΩΤΟ: http://terscita.blogspot.gr/2013_01_01_archive.html
|
Στις τάξεις του Πολεμικού
Ναυτικού ο «Εθνικός Διχασμός» βρήκε πεδίον δόξης λαμπρόν. Το έμψυχο δυναμικό
ελαττώθηκε κατά πολύ, αποτέλεσμα διώξεων ή παραιτήσεων, με συνέπεια τη ραγδαία αποδυνάμωσή
του.
Επίλογος
Το Πολεμικό Ναυτικό παρότι
βρέθηκε σε μια τέτοια κατάσταση αποδυνάμωσης αναδιοργανώνεται ταχύτατα μετά την
επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα και συμμετέχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως,
πολεμά με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Είναι
χαρακτηριστικά τα λόγια του ναυάρχου Ε. Καββαδία, μετέπειτα αρχηγού Στόλου κατά
τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Και εν τούτοις, το Ναυτικόν εις αυτόν
τον αχάριστον πόλεμον θα εκτελέση όπως πάντοτε το καθήκον του. Θα βοηθήση
αποτελεσματικώς τον Στρατόν εις τας παραθαλασσίους επιχειρήσεις του, θα
δυσχεράνη τον από θαλάσσης ανεφοδιασμόν, βομβαρδίζον τας βάσεις του Κεμάλ και
εκτελούν περιπολίας εις την Μαύρην Θάλασσαν καθ’ ας τα Αντιτορπιλλικά, λόγω της
ελεεινής καταστάσεως των, θα ρυμουλκούνται υπό των Θωρηκτών [...] Από όλη αυτή
τη διετία [...] ενώ φαινομενικώς δεν εφάνη, υπήρξε το μοναδικό εμπόδιο εις τον
Κεμάλ διά να σχηματίση αυτός και όχι ο Πλαστήρας Κυβέρνησιν εις Αθήνας [5].» http://perialos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_13.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Για να αποφεύγονται οι
συγκρούσεις μεταξύ της Εθνικής Άμυνας και σε μονάδες πιστές στο κράτος των
Αθηνών, οι Σύμμαχοι χάραξαν τον Νοέμβριο του 1916 μια ουδέτερη ζώνη πλάτους 5-10
χιλιομέτρων, μεταξύ των περιοχών που ήλεγχαν οι δύο ελληνικές κυβερνήσεις.
Τέλος, τον Μάιο του 1917, με την προοπτική της εκθρονίσεως του Κωνσταντίνου, οι
Γάλλοι κατέλαβαν την ουδέτερη ζώνη και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και οι
Ιταλοί τη νότια Ήπειρο μέχρι το ύψος των Ιωαννίνων και της Πάργας (Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σελ. 44).
[2] Γ. Ρούσσου Νεότερη Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Αθήναι, 1976, τόμος Ε’, σσ. 333-4. Υποπλοιάρχου
ΠΝ Κ. Τσαπράζη Παύλος Κουντουριώτης, μια σύντομη βιογραφική περιήγηση από το
1912-2012, εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων,
Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Αθήνα, 2012, σσ. 96-7.
[3] Ε. Καββαδία Ο Ναυτικός
Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα, Πυρσός, Αθήναι, 1950, σελ. 24.
[4] Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Τόμος ΙΕ΄, Αθήνα 1978, σσ. 34-38.
[5] Η επισήμανση είναι από τον
συγγραφέα του παρόντος άρθρου.
Βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978.
Καββαδία Ε., αντιναυάρχου Β.Ν.
ε.α., πρώην αρχηγού Στόλου και υφυπουργού των Ναυτικών, Ο Ναυτικός Πόλεμος του
1940 όπως τον έζησα, Πυρσός, Αθήνα, 1950.
Μεζεβίρη Γρ, αντιναυάρχου Β.Ν.
ε.α., Τέσσαρες δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσίαν του Βασιλικού Ναυτικού, Αθήνα,
1971.
Παναγάκου Π., αντιστρατήγου
ε.α., Συμβολή εις την Ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήνα, 1960.
Ρούσσου Γ., Νεώτερη Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα, 1975.
1912-2012, εκατό χρόνια από την
ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Αθήνα,
2012.