Προσπαθώντας να
κατανοήσουμε τη
Ρωσική Ναυτική Στρατηγική
Ρωσική Ναυτική Στρατηγική
Α’ ΜΕΡΟΣ
Περί
Αλός
Του Αντιπλοιάρχου
Αθανασίου Δημητρίου ΠΝ
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος, 580, σελ. 85, Εκδ.
ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΜΑΡΤ-ΜΑΪ 2012.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός
με την έγκριση της «Ν.Ε.»
Το αεροπλανοφόρο «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ» (063) αποτελεί το μοναδικό
στην κατηγορία του σκάφος που υπηρετεί στο Ρωσικό Ναυτικό.
ΦΩΤΟ: imgur.com
|
Μια προσεκτικότερη όμως ανάλυση των δομών και προβλημάτων της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας, καταδεικνύει ότι μέχρι στιγμής, τυχόν φιλόδοξες γεωπολιτικές επιδιώξεις της Μόσχας δεν είναι εύκολο, όπως δήλωσε ο Ρώσος ΥΠΕΘΑ Ανατόλι Σερντιούκοφ, να υποστηριχθούν αποκλειστικά από τα ρωσικά ναυπηγεία και κατ’ επέκταση από τη ρωσική αμυντική βιομηχανία [4].
Η
ρωσική ναυτική ισχύς
Η ανάπτυξη της
ρωσικής ναυτικής ισχύος, διαχρονικά διαμορφώνεται από τους κατωτέρω δύο
σημαντικούς παράγοντες:1. Την επιθυμία της ρωσικής πολιτικής ηγεσίας για ναυτική ισχύ επιπέδου υπερδυνάμεως και
2. Το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν, είναι και θα είναι μία ηπειρωτική χώρα με χερσαία μάζα βαρύνουσας γεωπολιτικής αξίας.
Στο παρελθόν, η Ρωσία / ΕΣΣΔ επιδίωξε τρεις φορές να δημιουργήσει ΠΝ ικανό να ελέγξει τις θαλάσσιες οδούς του πλανήτη μας (blue water navy):
1. Πριν τον Α΄ ΠΠ.
2. Στο τέλος της
δεκαετίας του 1930 (πριν τον Β΄ΠΠ).
3. Κατά τον Ψυχρό
Πόλεμο (1960 έως 1980).
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, διότι το «blue water navy» δεν αποδείχθηκε σημαντικό για την άμυνα της χώρας. Με εξαίρεση τα Υ/Β φορείς πυρηνικών κεφαλών, η χρήση του Ρωσικού ΠΝ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και στο παρελθόν κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, είχε υποβοηθητικό, δευτερεύοντα ρόλο στον επιχειρησιακό σχεδιασμό του ρωσικού / σοβιετικού Γενικού Επιτελείου. Επίσης, τη δεκαετία που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ –παρά τις αντίθετες δηλώσεις της ρωσικής πολιτικής ηγεσίας– η κύρια αποστολή των ρωσικών ΕΔ ήταν η διαφύλαξη της κρατικής ακεραιότητας, η διατήρηση του πυρηνικού δυναμικού, η αντιμετώπιση αποσχιστικών κινημάτων στο Β. Καύκασο και η προστασία των ενοίκων του Κρεμλίνου από επίδοξους σφετεριστές. Με δεδομένο ότι κανένα από τα ανωτέρω έργα δεν απαιτεί «blue water navy», το ρωσικό ΠΝ, παρά τη ρητορική της πολιτικής του ηγεσίας, αφέθηκε στην τύχη του.
Η άφιξη του Βλαδίμηρου Πούτιν στην πολιτική σκηνή το 2000, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για το ρωσικό ΠΝ (Voyenno-morskoi flot – VMF), όπως και για τη χώρα ολόκληρη. Η νέα ρωσική πολιτική ηγεσία προσέφερε ουσιαστική πολιτική στήριξη στο «παραμελημένο» όπλο. Επί προεδρίας Πούτιν το ρωσικό ΠΝ απέκτησε καινούρια πολεμικά πλοία (ΠΠ), ναυτικές Μονάδες εστάλησαν για πρώτη φορά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ σε υπερπόντιες αποστολές [5], έλαβε υποσχέσεις για την κατασκευή αεροπλανοφόρων, πολέμησε στη Μαύρη Θάλασσα και έστειλε για πρώτη φορά μετά από μία αδρανή δεκαετία τα επιθετικά του Υ/Β στις ακτές των ΗΠΑ. Την ίδια περίοδο και σε αντίθεση με τα ανωτέρω ενθαρρυντικά σημεία, το ρωσικό ΠΝ ήρθε αντιμέτωπο με τη βύθιση του Υ/Β Κουρσκ και τις διεθνείς δυσμενείς προεκτάσεις του εν λόγω ατυχήματος, ενώ διατάχθηκε να μεταφέρει το Γενικό του Επιτελείο από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη, δηλαδή μακριά από το κέντρο λήψης αποφάσεων. Επίσης, δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στον σχεδιασμό αναδιοργάνωσης των ρωσικών ΕΔ και αντιμετωπίζει καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό του στόλου των πυρηνικών Υ/Β, τα οποία άλλωστε αποτελούν τον ένα εκ των τριών δεδηλωμένων πυλώνων της ρωσικής πυρηνικής τριάδας [6]. Ας προχωρήσουμε σε μια ανάλυση των ανωτέρω αντιφάσεων που αφορούν στο ρωσικό ΠΝ.
Καταρχάς, το ρωσικό ΠΝ όντως έλαβε την προσοχή του Βλαδίμηρου Πούτιν. Λίγες μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως Προέδρου (3η Απριλίου 2000), ο Πούτιν υπέγραψε το –πολιτικά συμβολικό– κείμενο με τίτλο «οι θεμελιώδεις αρχές της ναυτικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι το έτος 2010». Ένα έτος μετά (21η Ιουλίου 2001) ενέκρινε ένα δεύτερο πολύ σημαντικό κείμενο με τίτλο «η ναυτική στρατηγική της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι το έτος 2020». Τέλος, το 2007, η ρωσική κυβέρνηση ενέκρινε και υιοθέτησε τη «στρατηγική για την ανάπτυξη της Εθνικής Ναυπηγικής Βιομηχανίας μέχρι το έτος 2020 και εντεύθεν».
Παράλληλα, Ρώσοι αξιωματικοί του ναυτικού και όχι μόνο, έχουν δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα επιχειρηματολογώντας, με πάθος, για το μέλλον του
ρωσικού ΠΝ.
Τη σοβιετική εποχή, τέτοια συνέχεια και συνέπεια επίσημων ανακοινώσεων θα σηματοδοτούσε την έναρξη σημαντικών ναυτικών προγραμμάτων. Η Σοβιετική Ένωση είχε μία ξεκάθαρη (ανεξάρτητα αν ήταν βασισμένη στις πραγματικές δυνατότητες της χώρας ή όχι) θέση επί των παγκόσμιων επιδιώξεών της. Ο οποιοσδήποτε «διάλογος» που προηγούνταν των τελικών αποφάσεων έμενε κρυφός και σαφώς εντός των θυρών του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ οι τελικές αποφάσεις ανακοινώνονταν στον έξω κόσμο, αφού είχαν επισήμως ληφθεί. Επίσης, η ΕΣΣΔ είχε την ικανότητα κινητοποίησης τεράστιων πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων, ώστε να μετατρέπει τις προθέσεις σε δυνατότητες. Αντιθέτως, η σημερινή Ρωσία, παρά την ομολογουμένως «φωτισμένη» ηγεσία του Προέδρου Πούτιν, ψάχνει να βρει την ηγεμονική της θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, απαιτώντας να είναι αποδεκτή ως ομότιμος συνομιλητής και εταίρος.
Οι κύριες βάσεις του Ρωσικού Ναυτικού, όπως τις απέδωσε η εφημερίδα «LeFigaro». ΦΩΤΟ: http://www.lefigaro.fr/assets/images/russiemarineG.jpg |
Κύριο χαρακτηριστικό της σημερινής ρωσικής πολιτικής σκηνής είναι ότι οποιαδήποτε πολιτική διαμορφώνεται αδιαφανώς και ανεπισήμως: Η ανωτέρα αρχή επί θεμάτων εθνικής ασφαλείας είναι θεωρητικά ο Πρόεδρος. Παρόλα αυτά, ο νυν Πρόεδρος Δημήτριος Μεντβέντεβ, φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο και πρωταγωνιστής παραμένει ο ισχυρός Πρωθυπουργός Βλαδίμηρος Πούτιν, ο οποίος με ιδιαίτερη ικανότητα συνεχίζει να ισορροπεί, προς όφελος του κράτους, τα ισχυρά οικονομικά - βιομηχανικά συμφέροντα, τα οποία εμφανώς ή αφανώς επιδρούν στην πολιτική σκηνή της ρωσικής πολιτείας. Το ανωτέρω «αδόμητο» σύστημα λήψης αποφάσεων δημιουργεί σειρά δολοπλοκιών και αντιπαραθέσεων, οι οποίες απομειώνουν την ικανότητα αποφάσεως και εκτελέσεως του πρακτέου μέσω ενός θεσμοθετημένου και διαφανούς συστήματος λήψεως αποφάσεων. Τέλος, η σημερινή Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα κινητοποιήσεως στρατηγικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων ανάλογη με αυτή που είχε η ΕΣΣΔ, της οποίας όμως το ανελεύθερο καθεστώς κρατούσε τους πολίτες σε ισχνή οικονομική κατάσταση, ώστε να είναι εφικτός ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ. Αυτό που κινεί τα πράγματα σήμερα στη Ρωσία, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η επιδίωξη πλουτισμού και μάλιστα στην απεχθή μορφή του «νεοπλουτισμού».
Μία άλλη παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν μελετάμε το ρωσικό ΠΝ και κατ’ επέκταση τη ρωσική ναυτική πολιτική είναι ότι η εικόνα που βλέπουμε σήμερα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες της ρωσικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Οι περισσότερες Ναυτικές Μονάδες είναι προϊόντα της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης. Όπως αναφέρει ο πρώην Αρχηγός του ρωσικού ΠΝ Ναύαρχος Βλαδίμηρος Κουροέντοφ [7], τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί η αδυναμία της ρωσικής ναυπηγικής βιομηχανίας να κατασκευάσει και να παραδώσει πολεμικά πλοία εγκαίρως, ενώ η έρευνα για την ανάπτυξη και σχεδίαση Ναυτικών Μονάδων ικανών να επιχειρούν μακριά από τις ρωσικές ακτές, υποχρηματοδοτείται.
Η εκτίμησή μας είναι ότι η αδυναμία της σημερινής ρωσικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ να κατανοήσει την πραγματική θέση της Ρωσίας στον κόσμο, είναι η κύρια αιτία σοβαρών παλινωδιών επί της στρατηγικής ανάπτυξης του ρωσικού ΠΝ. Ο Βλαδίμηρος Πούτιν έχει, πολύ σωστά, προκρίνει μία ηγεμονική Ρωσία, θέλοντας να αναπτερώσει το ηθικό του ρωσικού λαού, ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα και εξευτελίστηκε υλικά και ηθικά κατά την ντροπιαστική και καταστροφική για τις δομές της ρωσικής κοινωνίας δεκαετία του 1990. Δυστυχώς όμως, το Κρεμλίνο θεωρεί ότι «Μεγάλη Δύναμη» σημαίνει μόνο ισχύς και δυνατότητες ισάξιες με αυτές των ΗΠΑ.
Αυτό το όραμα της ρωσικής ελίτ είναι, το λιγότερο παράλογο, αν αναλογιστούμε την οικονομική και δημογραφική πραγματικότητα της χώρας. Πιθανώς να προέρχεται από τη ριζωμένη εχθρική προδιάθεση της ρωσικής ελίτ προς τις ΗΠΑ.
Το ζήτημα προμήθειας αεροπλανοφόρων για το ρωσικό ΠΝ
Οι Ρώσοι πολιτικοί ανακάλυψαν ήδη από τη δεκαετία του 1990 ότι η ρωσική κοινωνία αν και προσπαθεί να βρει τρόπους αποφυγής της στρατιωτικής θητείας για τα αρσενικά τέκνα της, συνδυάζει τον πατριωτισμό με τη στρατιωτική ισχύ. Έτσι η ενασχόληση με την πρέπουσα και εθνικά ωφέλιμη ισχύ του ρωσικού ΠΝ, είναι ένα ενδιαφέρον πεδίο δημαγωγίας των Ρώσων πολιτικών ταγών για τους παρακάτω λόγους:
1. Τα μεγάλα πολεμικά πλοία (αεροπλανοφόρα, καταδρομικά κ.λπ.) είναι πιο εντυπωσιακά για την κοινή γνώμη από τις παρελάσεις πεζικού και τεθωρακισμένων στην Κόκκινη Πλατεία.
2. Η κατασκευή ενός ισχυρού πολεμικού πλοίου παρουσιάζεται ως εθνικό κατόρθωμα και αναπτερώνει την εθνική υπερηφάνεια.
3. Η δημιουργία ισχυρού ΠΝ «χτυπά» τις ευαίσθητες χορδές του ρωσικού έθνους, αφού η εθνική μνήμη ακουσίως ανατρέχει στον Μεγάλο Πέτρο, μία ιστορική μορφή ευρέως αποδεκτή από τη ρωσική κοινωνία.
4. Ένα ισχυρό ρωσικό ΠΝ, με πλοία που επιχειρούν σε όλους τους ωκεανούς, αποτελεί απτό δείγμα αναγέννησης της ρωσικής ισχύος.
5. Τέλος και ίσως το σημαντικότερο, το ρωσικό ΠΝ αποτελεί τον ένα εκ των τριών πυλώνων της ρωσικής πυρηνικής τριάδος, σε συνδυασμό με τα Α/Φ μεταφοράς πυρηνικών και τις χερσαίες υποδομές εκτόξευσης πυρηνικών πυραύλων.
Το καταδρομικό κατευθυνομένων βλημάτων «Μέγας
Πέτρος» (099) κλάσης Kirov. Φωτό: http://upload.wikimedia.org |
|
Το ζήτημα των αεροπλανοφόρων πρωτοαναφέρθηκε δειλά στο κείμενο των «θεμελιωδών αρχών της ναυτικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι το έτος 2010». Εκείνη την εποχή (2000), η πρώτη προτεραιότητα του Προέδρου Πούτιν ήταν να γεμίσει το ρωσικό θησαυροφυλάκιο με έσοδα από την εκμετάλλευση των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Συναφώς, το βασικό επιχείρημα του Αρχηγού των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων, Ναυάρχου Βλαδίμηρου Κουροέντοφ (1997- 2005) για την αναβάθμιση του ρωσικού ΠΝ, όπως αυτό αναπτύχθηκε στη «ναυτική στρατηγική της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι το έτος 2020», ήταν η χρησιμότητά του για την προστασία των ρωσικών θαλάσσιων και υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Φυσικά, στο ίδιο κείμενο και σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες του ρωσικού ΠΝ, προέχει έναντι όλων η διατήρηση του ενός σκέλους της ρωσικής πυρηνικής τριάδος, των πυρηνικών Υ/Β. Το πρόγραμμα αναπτύξεως του ρωσικού ΠΝ μέχρι τα έτη 2040-2050, το οποίο παρουσιάσθηκε το 2004 από το ρωσικό ΥΠΕΘΑ, κάνει λόγο για προστασία των ρωσικών ζωτικών συμφερόντων σε απόσταση 500 ναυτικών μιλίων από τις ακτές, κάτι που δεν συνάδει με τη χρήση αεροπλανοφόρων για την προστασία των ρωσικών συμφερόντων ανά την υφήλιο. Ήταν το 2005, όταν το θέμα κατασκευής αεροπλανοφόρων επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο.
Ήταν η εποχή που οι υψηλές τιμές πετρελαίου γέμιζαν το ρωσικό θησαυροφυλάκιο και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι οποίες αναβαθμίζονταν συνεχώς μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, άρχισαν να διέρχονται κρίση με αφορμή την ουκρανική «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004.
Στις 25 Μαρτίου 2005, έλαβε χώρα στη Ναυτική Ακαδημία του Κουτσνέτσοφ, στην Αγία Πετρούπολη, ημερίδα με θέμα: «Η ιστορία και οι προοπτικές αναπτύξεως και επιχειρησιακής χρήσεως των αεροπλανοφόρων στο ρωσικό ΠΝ». Στους ομιλητές συμπεριλαμβάνονταν στελέχη της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας και απόστρατοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του ρωσικού ΠΝ. Το κύριο επιχείρημα των υποστηρικτών των αεροπλανοφόρων ήταν ότι η Ρωσία χρειάζεται ανεπτυγμένη μία εν πλω αεροπορική δύναμη, στον Ειρηνικό Ωκεανό και στην Αρκτική, ώστε να είναι σε θέση να αναχαιτίσει τους επερχόμενους πυραύλους Κρουζ του αμερικανικού ΠΝ. Το κύριο αντεπιχείρημα ήταν το τεράστιο οικονομικό κόστος και εκφράστηκε διά στόματος του τότε υπουργού Οικονομικών, Αλέξιου Κουντρίν.
Στις 25 Αυγούστου 2005, ο Βλαδίμηρος Πούτιν δήλωσε κατά τη διάρκεια επισκέψεώς του στο καταδρομικό «Μέγας Πέτρος», ότι πρέπει να ξεκινήσει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός (πέραν του 2020) για την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων, τα οποία θα είναι ικανά να υποστηρίξουν τα ρωσικά συμφέροντα προς εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Επίσης, τόνισε ότι η χρηματοδότηση του ρωσικού ΠΝ έχει αυξηθεί και αποτελεί πλέον το 30% του προϋπολογισμού των ρωσικών ΕΔ.
Παρόλο που δεν υφίστατο κάποια επίσημη θέση για κατασκευή αεροπλανοφόρων και ο τότε υπουργός Αμύνης, Σέργιος Ιβανόφ, δήλωνε στις αρχές του 2006 ότι είναι πολύ νωρίς για μια τέτοια συζήτηση, εντούτοις αναγνώρισε ότι το ρωσικό ΠΝ θα τα χρειαζόταν στο μέλλον. Επίσης δήλωσε ότι το εξοπλιστικό πρόγραμμα των ρωσικών ΕΔ μέχρι το 2015, θα έδινε στον εξοπλισμό του ρωσικού ΠΝ την ίδια βαρύτητα που δίνεται στο στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο, ήτοι 25% του αμυντικού προϋπολογισμού. Φυσικά ο κ. Ιβανόφ δεν ανέφερε, μάλλον εσκεμμένα, την επικάλυψη των δαπανών για το «συμβατικό» ναυτικό από τις δαπάνες για την κατασκευή του ναυτικού βραχίονα του στρατηγικού πυρηνικού οπλοστασίου, δηλαδή των SSBN και των πυρηνικών όπλων SLBM που αυτά μεταφέρουν. Τέλος, ο καινούριος Αρχηγός του ρωσικού ΠΝ, Ναύαρχος Βλαδίμηρος Μασορίν ανέφερε ότι δεν θα κατασκευάζονταν αεροπλανοφόρα πριν το 2015 και μέχρι τότε θα κατασκευάζονταν μικρότερα πλοία συνοδείας αεροπλανοφόρων.
Η Σοβιετική Ένωση είχε για το ναυτικό της μία
ξεκάθαρη θέση επί των παγκόσμιων επιδιώξεών της. ΦΩΤΟ: ioffer.com |
Ο Ναύαρχος Μασορίν δήλωσε ότι, με δεδομένες τις περικοπές στον προϋπολογισμό του ρωσικού ΠΝ, θα πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική στρατηγική από αυτή που ακολουθούν οι Αμερικανοί. Ειδικότερα, η στρατηγική του ρωσικού ΠΝ θα πρέπει να οδηγεί στην αποτροπή του ενδεχόμενου αντιπάλου από το να κυριαρχήσει στο θέατρο των επιχειρήσεων και να του επιφέρει δυσανάλογα μεγάλες απώλειες.
Σκοπός μέχρι το 2015, ανέφερε, είναι η διατήρηση του αξιόμαχου του Στόλου και η κατασκευή νέας γενιάς πλοίων αλλά και ικανοποιητικής λογιστικής υποστήριξης για αυτά. Συναφώς, στο εξοπλιστικό πρόγραμμα του 2006-2015 δεν εξετάζεται ούτε καν η σκοπιμότητα απόκτησης αεροπλανοφόρων.
Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου το 2007 και το πρώτο εξάμηνο του 2008, καθώς και η κλιμάκωση των σχέσεων με τη Δύση, έκανε τη ρητορική υπέρ των αεροπλανοφόρων ιδιαίτερα επίκαιρη. Το Μάιο του 2007 έλαβε χώρα ακόμα μία συνάντηση στελεχών της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας και υψηλόβαθμων αξιωματικών, όπου ξανασυζητήθηκε το θέμα των αεροπλανοφόρων. Συναφώς, ο εκπρόσωπος Τύπου του ρωσικού ΠΝ δήλωσε ότι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στην αναγκαιότητα «κατασκευής ενός πλοίου αυτού του τύπου, το οποίο θα αναβαθμίσει το status της Ρωσίας ως ναυτικής δύναμης». Ο Ναύαρχος Μασορίν δήλωσε σχετικά τον Ιούνιο του 2007 ότι τα νέα ρωσικά αεροπλανοφόρα θα είναι σχετικά μικρού εκτοπίσματος (περίπου 50.000 τόνων), πυρηνοκίνητα και θα φέρουν περί τα 30 Α/Φ και Ε/Π. Ο Ναύαρχος συνέχισε λέγοντας ότι η κατασκευή τους σχεδιάζεται να ξεκινήσει το 2016-2017 αλλά υπάρχει πιθανότητα να ξεκινήσει και νωρίτερα. Ένα χρόνο αργότερα, ο διάδοχός του, Ναύαρχος Βλαδίμηρος Βισότσκι ανακοίνωσε ότι στις αρχές του 2012-2013 η Ρωσία θα αρχίσει την κατασκευή «πέντε ή έξι» αεροπλανοφόρων για τους Στόλους του Βορρά και του Ειρηνικού. Στις 11 Οκτωβρίου 2008, ο Πρόεδρος της Ρωσίας Δημήτριος Μεντβέντεφ, μιλώντας επί του αεροπλανοφόρου Ναύαρχος Κουζνέτσοφ, δήλωσε ότι η Ρωσία θα κατασκευάσει αεροπλανοφόρα και το πρώτο θα είναι έτοιμο το 2013-2015. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2008, ανακοινώθηκε στον Τύπο ότι τα ναυπηγεία Sevmash στον Αρχάγγελο είχαν επιλεγεί για την κατασκευή των αεροπλανοφόρων και ο γενικός διευθυντής ήδη ενημέρωνε τους δημοσιογράφους για τις αλλαγές / τροποποιήσεις που θα εκτελούνταν στο χώρο των ναυπηγείων για να προχωρήσει η κατασκευή τέτοιου μεγέθους πλοίων.
Παρόλα αυτά, και μετά τις ανωτέρω δηλώσεις, εντελώς ξαφνικά (;) τον Ιούνιο του 2009, ο υφυπουργός Αμύνης Βλαδίμηρος Ποπόβκιν ανακοίνωσε ότι τα σχέδια για κατασκευή αεροπλανοφόρων το 2012 θα αναβάλλονταν επ’ αόριστον.
Τα αίτια του αρχικά έντονου ενδιαφέροντος από τη ρωσική ηγεσία για κατασκευή αεροπλανοφόρων και η μετέπειτα αναβολή τους είναι αρκετά πολύπλοκα. Σίγουρα καταρχάς, ο κύριος λόγος είναι η άνοδος και η μετέπειτα ύφεση της ρωσικής οικονομίας. Η «έκρηξη» της ρωσικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Βλαδίμηρου Πούτιν (2004-2008) προκάλεσε γενική ευφορία στη ρωσική ελίτ. Εκτιμάται ότι οι Ρώσοι διαμορφωτές της πολιτικής της χώρας, όντως καλά καταρτισμένοι κατά τα άλλα στην οικονομική επιστήμη, δεν αντιλήφθηκαν το μέγεθος του τεχνολογικού εγχειρήματος κατασκευής τόσο πολύπλοκων πλοίων όπως τα αεροπλανοφόρα και τις πραγματικές δυνατότητες της ρωσικής ναυπηγικής βιομηχανίας να το εκτελέσουν εγκαίρως. Δυστυχώς σε προγράμματα σαν και αυτά, η επαρκής χρηματοδότηση είναι μόνο ένα σκέλος του πολύπλοκου εγχειρήματος. Η ρωσική βιομηχανία, η οποία υποφέρει από γήρανση, τόσο του εξειδικευμένου προσωπικού όσο και της τεχνολογικής της υποδομής, δεν είναι όπως φαίνεται ικανή για την ανάληψη, εκτέλεση και έγκαιρη παράδοση ενός τόσο μεγαλεπήβολου σχεδίου με όπλο τη χρηματοδότηση και μόνο. Επιπλέον, η επελθούσα διεθνής οικονομική κρίση ανάγκασε τους Ρώσους πολιτικούς να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους.
Συναφώς διαπιστώνεται ότι το ρωσικό ΠΝ, παρά τη φιλόδοξη ρητορική, δεν είχε απτά σχέδια αποκτήσεως αεροπλανοφόρων βάσει πραγματικών και καλά αποτυπωμένων επιχειρησιακών αναγκών.
Αυτό δείχνουν και οι αντικρουόμενες ανακοινώσεις για ανάγκη προμήθειας «δύο» έως «πέντε» ή «έξι» σκαφών. Επιπροσθέτως, όταν ο Ναύαρχος Βισότσκι ανέλυσε το ναυτικό πρόγραμμα για την ημερήσια εφημερίδα των ρωσικών ΕΔ «Krasnaya Zvesda», τον Φεβρουάριο του 2009, αναφέρθηκε στην κατασκευή πυρηνικών Υ/Β, SSBN και επιθετικών, πλοίων επιφανείας πολλαπλού ρόλου και τέλος συστημάτων ναυτιλίας, διοικήσεως, ελέγχου, εντοπισμού και προσβολής στόχων. Δεν ανέφερε αεροπλανοφόρα.
Όπως είναι αντιληπτό, με εξαίρεση τα Υ/Β SSBN που αποτελούν μέρος της πυρηνικής τριάδας, η ανωτέρω δομή ναυτικών δυνάμεων και δυνατοτήτων αφορά σε ένα ΠΝ προσανατολισμένο στην προστασία των παράκτιων υδάτων.
Στις 5 Ιουνίου 2009, ο Ρώσος Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Νικόλαος Μακάροφ δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η αναβάθμιση του ρωσικού ΠΝ θα διαρκέσει περισσότερο από την αναβάθμιση των άλλων όπλων λόγω υπερβολικού κόστους. Ανέφερε επίσης ότι «η κατασκευή ενός αεροπλανοφόρου θα κόστιζε όσο μία πλήρως εξοπλισμένη μεραρχία του ΣΞ».
Μερικές μέρες αργότερα, ο υφυπουργός Άμυνας Ποπόβκιν δήλωνε ότι η Ρωσική Ανώτερα Στρατιωτική Διοίκηση πρέπει να αποφασίσει: «Γιατί χρειαζόμαστε αεροπλανοφόρα; Ποια είναι τα στρατηγικά μας ενδιαφέροντα σε απομακρυσμένες περιοχές και τι πρέπει να προστατεύσουμε τόσο μακριά από τη Ρωσία;».
Πέραν των ανωτέρω, οι Ρώσοι πολιτικοί είχαν απτές ενδείξεις ότι ένα πρόγραμμα αεροπλανοφόρων θα καθυστερούσε υπερβολικά λόγω της υφιστάμενης βιομηχανικής υποδομής. Η περίπτωση του συμβολαίου εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης του πρώην αεροπλανοφόρου «Ναύαρχος Γκορσκόφ» για το ινδικό ΠΝ είναι η καλύτερη απόδειξη της αδυναμίας των ρωσικών ναυπηγείων να περατώσουν εγκαίρως το πρόγραμμα. Τον Ιούλιο του 2009, ο Μεντβέντεφ επισκέφθηκε τα ναυπηγεία Sevmash και προειδοποίησε τους ιδιοκτήτες ότι δεν θα επέτρεπε περαιτέρω καθυστέρηση του προγράμματος, το οποίο είχε ξεκινήσει το 2004, με προοπτική ολοκλήρωσης το 2008. Αντ’ αυτού και μετά από πολλαπλές αναπροσαρμογές του κόστους προς τα άνω, εκτιμάται ότι το έργο θα ολοκληρωθεί το 2012-2013.
Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η συζήτηση για τα αεροπλανοφόρα δεν στηρίζεται επί στερεών βάσεων και πραγματικών δυνατοτήτων. Η δυναμική των αεροπλανοφόρων αντικατοπτρίζει ορισμένες πραγματικότητες της ρωσικής πολιτικής και οικονομίας. Καταρχάς, η συζήτηση περί αεροπλανοφόρων αποτελεί κληρονομιά της επιτυχούς προεκλογικής εκστρατείας του Προέδρου Πούτιν του 2007-2008, όταν η Ρωσία παρουσιαζόταν ως μεγάλη δύναμη. Επίσης, η ρητορική περί αεροπλανοφόρων ενίσχυσε, εμμέσως, ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του Προέδρου Πούτιν. Ειδικότερα, μία εκ των κυρίων πολιτικών του Προέδρου Πούτιν ήταν η δημιουργία κρατικά ελεγχόμενων βιομηχανικών κολοσσών, σε μορφή εταιρειών συμμετοχών (holding), όπου μπορούσαν να συμμετέχουν με κεφάλαια και ιδιώτες και επικεφαλής ετίθετο πρόσωπα εμπιστοσύνης του Προέδρου. Στις 21 Μαρτίου του 2007, η ρωσική κυβέρνηση δημιούργησε την United Shipbuilding Corporation (USC), έτσι ώστε να τοποθετηθούν κάτω από την ίδια στέγη εταιρείες έρευνας και ανάπτυξης (Research & Development) και ναυπηγεία ειδικευόμενα στην κατασκευή πολεμικών πλοίων και οπλικών συστημάτων. Πρώτος Πρόεδρος της USC τοποθετήθηκε το Σεπτέμβριο του 2007, ο τότε υπουργός Συντονισμού, Σέργιος Ναρύσκιν. Τον Μάιο του 2008, μόλις ο Πούτιν ανέλαβε Πρωθυπουργός, η εν λόγω θέση δόθηκε σε μία από τις ισχυρότερες μορφές της ρωσικής πολιτικής και οικονομικής σκηνής, του αναπληρωτού Πρωθυπουργού Ιγκόρ Σεκίν. Μία από τις σημαντικότερες συμμετοχές της USC είναι στα ναυπηγεία Sevmash στο Μουρμάσκ. Συναφώς, αναγγελίες για κατασκευή αεροπλανοφόρων βοηθούν στην άνοδο της μετοχικής τιμής των ανωτέρω εταιρειών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 ΔΟΛ, http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=1104229&lngDtrID=2 45, τελευταία πρόσβαση 09/02/2010.
2 Το 21.300 τόνων
πλοίο, γαλλικής σχεδίασης και κατασκευής, έχει εξαιρετικές δυνατότητες
διοικήσεως και ελέγχου αποβατικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, δύναται να μεταφέρει
ελικόπτερα, στρατεύματα, τεθωρακισμένα οχήματα και τανκ για εκτέλεση αποβατικών
ελιγμών. Το κόστος απόκτησης κυμαίνεται περίπου στα 380 εκατ. δολάρια.
3 UPI, http://www.upi.com/Business_News/Security-Industry/2010/09/13/ Russia-France-locked-in-Mistral-talks/UPI-34911284381745/
, τελευταία πρόσβαση 13/09/2010.
4 UPI, http://www.upi.com/Business_News/Security-Industry/2010/10/06/Minister-Russia-to-buy-weapons-abroad/UPI-89271286372188/
, τελευταία πρόσβαση
06/10/2010.
5 Το Ρωσικό ΠΝ
σήμερα συμμετέχει ενεργά στις επιχειρήσεις καταπολέμησης της πειρατείας στον
Κόλπο του Άντεν, σε συνεργασία με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και
6 Οι έτεροι δύο
πυλώνες είναι τα βομβαρδιστικά Α/Φ και οι βαλλιστικοί πύραυλοι
μεταφοράς πυρηνικών
κεφαλών.
7 V. Kuroedov, L. Sidorenko, M. Moskovenko, “Za flot
Rossii nuzhno prodolzhat’
borot’sia,’’ Morskoi; sbornik, No.8, August 2009, p.
17.