ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Λίμνη Ευβοίας Ένας παραδοσιακός ναυτότοπος


ΛΙΜΝΗ ΕΥΒΟΙΑΣ
Ένας παραδοσιακός ναυτότοπος
            Περί Αλός
           
Γιάννης Φαφούτης
Φωτογράφος - Ερευνητής

Σκούνα  "Ευαγγελίστρια", ιδιοκτησίας Δημήτρη Βαρελά, 1898.


Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο Περί Αλός.
Ευχαριστούμε πολύ τον συγγραφέα-ερευνητή Γιάννη Φαφούτη.

Είναι γνωστό ότι η Λίμνη της Εύβοιας κατέχει τη δική της θέση στο πάνθεον των ναυτικών πόλεων της εποχής εκείνης[1]. Το γεγονός πιστοποιείται από την ήδη υπάρχουσα δημοσιευμένη βιβλιογραφία, μέσα από την οποία τεκμηριώνεται η μακραίωνη ναυτική παράδοση του τόπου.
    Ο αείμνηστος βετεράνος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και γνωστός ναυτικός συγγραφέας Αναστάσιος Τζαμτζής στο βιβλίο του τα Αιγαιοπελαγίτικα Καράβια [2] αναφέρει. «Tο να προσπαθήσει κανείς να ταξινομήσει τους τύπους των καραβιών μικρών τε και μεγάλων που αυλάκωσαν το αρχιπέλαγος φτάνει στα όρια της ματαιοπονίας αφού και ο πιο προσεκτικός ερευνητής χάνει κυριολεκτικά τα νερά του».
    Με βάση αυτή τη σοφότατη ρήση θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω τα Λιμνιώτικα ιστιοφόρα κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, και των πρώτων χρόνων μετά από αυτή, θεωρώντας απαραίτητο να κάνω πρώτα μία συνοπτική περιγραφή της δυναμικότητας του Λιμνιώτικου στόλου, αλλά και των ναυπηγικών υποδομών που διέθετε ο τόπος. Έτσι θα μεταφερθούμε νοερά στο πνεύμα της εποχής εκείνης και θα εμπεδώσουμε καλύτερα τις παρεχόμενες πληροφορίες.
    Για να φθάσει ένα πλεούμενο από τη στιγμή που θα παρθεί η οριστική απόφαση της ναυπήγησης μέχρι την καθέλκυσή του στη θάλασσα έπρεπε κατά τη λαϊκή παροιμιώδη έκφραση να περάσει από  σαράντα κύματα, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που πολλά ιστιοφόρα για διάφορους λόγους (οικονομικούς, τεχνικούς ή ασυμφωνίας μεταξύ των συνιδιοκτητών που προέκυπτε κατά τη διάρκεια της ναυπήγησης) έμειναν μέχρι διαλύσεως μισοτελειωμένα πάνω στα βάζα.
    Από τα στοιχεία που έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας τα σκαριά που διέθετε ο Λιμνιώτικος στόλος από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα  ξεπερνούσαν τις δύο εκατοντάδες[3].


Μπρίκι "Άγιος Σπυρίδων", ιδιοκτησίας Αφών Γεωργίου Φώκια , 1880.

    Από αυτά άλλα ναυπηγήθηκαν στα ντόπια καρνάγια και άλλα σε καρνάγια άλλων ναυτικών κέντρων όπως η Σκιάθος, η Σκόπελος [4], η Σύρος με τα οποία οι Λιμνιώτες διατηρούσαν ισχυρούς εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς. Άλλα επίσης αγοράστηκαν από άλλους ιδιοκτήτες. Ένα μάλιστα από αυτά τύπου Λόβερ  αγοράστηκε από την Ολλανδία και το έφεραν πλέοντας μέχρι τη Λίμνη. Το πλοίο ανήκε στο Λιμνιώτη καπετάνιο και πλοιοκτήτη Αντώνη Μπενετή ο οποίος το ονόμασε  «Αίγινα»[5].
    Αντίστροφα για τους ίδιους λόγους στα Λιμνιώτικα καρνάγια χτίστηκαν  πολλά σκαριά οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν από Χαλκίδα, τo Κρανίδι, την Ύδρα, το Τρίκερι, τις Σπέτσες, την Αταλάντη, την Κάρυστο και την Κέα. Την περίοδο αυτή δραστηριοποιήθηκαν στη Λίμνη οι παρακάτω ναυπηγοί:
     Στοιχεία που απόκεινται στα έγγραφα των Γ.Α.Κ Τοπικό αρχείο Λίμνης [6], μας πληροφορούν ότι έχουμε ταυτόχρονα τη λειτουργία τριών ναυπηγείων:
     α) Της οικογένειας Κωνσταντίνου Γεωργίου με τα παιδιά του Γιώργο και Δημήτρη και των εγγονών του Γιάννη και Αγγελή.
     β)των Μιχελήδων Πέτρου και Αντώνη με καταγωγή από τη νήσο Μήλο.
     γ)του Γ. Αργυρόπαιδα.
     Από τις ίδιες επίσης, πηγές πιστοποιούνται οι παρουσίες των παρακάτω ναυπηγών: Μαστρογιώργης Φλούμης, Αναγνώστης Παπαδιοματάρης,  Μανόλης Παπακονδύλης, Δημήτρης Αλεξάνδρου, Γιώργος Μοναχάκης και Ιωάννης Καρβέλας ή Καρβελάς.
    Συνολικά ναυπηγήθηκαν 55 ιστιοφόρα στους παρακάτω τύπους: Γολέτες, Βρατσέρες, Μπρίκια, Τρεχαντήρια, Περάματα, και πολύ μεγάλοι λέμβοι.


Μπρίκι  "Αρχάγγελος", ιδιοκτησίας Γεωργίου Τσιρογιάννη, 1883.

    Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που έκανε τα Λιμνιώτικα ναυπηγεία τόσο ελκυστικά εκτός από τους άριστους καραβομαραγκούς ήταν οι πρώτες ύλες και πάνω από όλα η ποιοτική ξυλεία της χαλεπίου πεύκης, ιδανικής για την ναυπήγηση σκαφών που υπήρχε σε μεγάλη αφθονία στα δάση της βορειοκεντρικής Εύβοιας.  Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα Λιμνιώτικα ναυπηγεία ο Ανδρέας Βώκος Μιαούλης [7] ο κατοπινός ναύαρχος της Ελληνικής Επανάστασης ναυπήγησε το 1792 στη Λίμνη Ευβοίας μία σαϊτιά η οποία μέχρι τότε γινόταν 40 τόνους  σε 120 τόνους. Από τον υπερδιπλασιασμό του σκάφους βγαίνει το συμπέρασμα ότι τα Λιμνιώτικα ναυπηγεία διέθεταν πολυάριθμο, έμπειρο και ικανό προσωπικό καραβομαραγκών.
     Σημαντικά υπήρξαν επίσης και τα παράγωγα της χαλεπίου πεύκης, όπως το τερεβινθέλαιο (το νέφτι)   και το κολοφώνιο (ο σανταλός) που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στη δημιουργία ισχυρών στεγανωτικών υλικών, όπως το κατράμι[8].
    Τέτοια κατραμοκάζανα υπήρχαν και μέχρι τη δεκαετία του 1950, ένα στην δασική περιοχή Κεραμίδα, στις νοτιοανατολικές παρυφές του όρους Μισοπέτρι, κοντά στο εκκλησάκι του Αγιογρηγόρη και άλλο ένα μέσα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου επεξεργασίας ρητίνης των αδελφών Ριτσώνη στη Λίμνη.
    Για τον εξοπλισμό των καραβιών με διάφορα εξαρτήματα όπως άγκυρες, αλυσίδες, σχοινιά, αντένες, καρφιά, μουσαμάδες, καραβόπανα, η προμήθεια γινόταν από άλλα ναυτιλιακά εμπορικά κέντρα, ή το εξωτερικό, ενώ για τα πανιά υπήρχε ντόπια παραγωγή αφού στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργείτο βαμβάκι.


Μπομπάρδα Σαμπαντιέρα, ιδιοκτησίας Σωτήρη Ξυράφη, 1885.

     Σημαντικότατη είναι η επισήμανση του ιταλού περιηγητή Coronelli το 1686 [9] που αναφέρει ότι από διάφορες περιοχές της Εύβοιας συμπεριλαμβανομένης και της Λίμνης, προμήθευαν πρώτη ύλη (βαμβάκι δηλαδή) που έφτανε για τα πανιά ενός ολόκληρου στόλου. Απόδειξη μεταξύ των άλλων που ενισχύει τις παραπάνω επισημάνσεις αποτελεί το γεγονός  της προσφοράς του τότε Δήμου Αιγαίων  προς το κράτος 44 πήχεων πανιών για τη διεξαγωγή των πρώτων άτυπων Ολυμπιακών Αγώνων το 1875 [10].
     Όσον αφορά την τυπολογία των σκαριών οι ονομασίες ποικίλουν από τόπο σε τόπο γιατί οι καραβομαραγκοί και οι λοιποί ασχολούμενοι με το χτίσιμο των σκαριών χρησιμοποιούσαν ονομασίες που χαρακτήριζαν τη γάστρα των σκαριών, ενώ οι ναυτικοί, που πολλές φορές ήταν οι ιδιοκτήτες των σκαφών, ή οι έμποροι, νοιάζονταν περισσότερο για τη χωρητικότητα των πλοίων χρησιμοποιώντας ονομασίες από τις ιστιοφορίες των πλοίων.
    Έτσι παρατηρείται να χρησιμοποιούνται οι ονομασίες εναλλάξ δημιουργώντας στα κατοπινά χρόνια μεγάλο πρόβλημα στους ιστορικούς και μεγάλη σύγχυση στη βιβλιογραφία.
     Κάτω από αυτές τις συνθήκες που εν συντομία σας περιέγραψα δραστηριοποιήθηκαν οι Λιμνιώτες πλοιοκτήτες και ναυπηγοί, αλλά και ο υπόλοιπος ενεργός πληθυσμός της ναυτικής πολιτείας όλο αυτό το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει η ερευνά μου αφού ο κύριος λόγος ενασχόλησης προερχόταν από τα πλοία και τη θάλασσα.
     Σύμφωνα λοιπόν με τα ιστορικά ντοκουμέντα που έχουμε στη διάθεσή μας οι Λιμνιώτες καπεταναίοι είχαν συνδράμει προεπαναστατικά τους καταδρομικούς αγώνες του θρυλικού Νικοτσάρα και του Γιάννη Σταθά στο Αιγαίο [11]. Η μοναδική χειρόγραφη επιστολή του Νικοτσάρα προς τον Λιμνιώτη καπετάν Αγγελή Μπελλάρα πιστοποιεί αυτή τη συνδρομή. Σημαντική ήταν επίσης και η συμμετοχή Λιμνιωτών ναυτικών στις καταδρομικές επιδρομές των μπουρλοτιέρηδων Πιπίνου, Καλογιάννη, Μπατσακτσή[12].


Αίτηση του Λιμνιώτη καπετάνιου και μπουρλοτιέρη Σπύρου Ν.Βαλάντου
στην επιτροπή του Ιερού αγώνα. Από το βιβλίο των Γιάννη Φαφούτη
Δημήτρη Αποστόλου, ΛΙΜΝΗ και Θάλασσα, 2005.

     Οι Λιμνιώτες πρώτοι από όλους στην Εύβοια εξοπλίζουν τέσσαρες σκούνες τις οποίες αφιερώνουν στον από θάλασσα διεξαγόμενο της Ανεξαρτησίας αγώνα [13]. Αυτές οι σκούνες μαζί με δύο Τρικεριώτικα μπρίκια αποτελούν τον πρώτη Ευβοϊκή ναυτική αρμάδα η οποία μπαίνει κάτω από τις διαταγές του ναύαρχου Κριεζή την ίδια ώρα που στη στεριά ο Λιμνιώτης πρωτοκαπετάνιος και αρχηγός των επαναστατών στην Εύβοια Αγγελής Γωβιός (πρώην θαλασσινός) έδινε την δική του μάχη νικώντας τον Ομέρ Βρυώνη στα Βρυσάκια [14]. Μετά το πέρας της Επανάστασης του 1821 και την ένταξη της Εύβοιας στα όρια του νέου Ελληνικού κράτους με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 [15] ακολουθεί η ανασυγκρότηση της ναυτικής πολιτείας με την επαναδημιουργία του στόλου ο οποίος όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συμμετείχε δυναμικά στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, μία περίοδο που δίκαια χαρακτηρίστηκε σαν τη μεγάλη Λιμνιώτικη ναυτική έκρηξη.
    Τεργέστη, Μασσαλία, Οδησσό, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια είναι μερικά από τα λιμάνια του εξωτερικού που πόδιζαν τα μεγάλα Λιμνιώτικα ιστιοφόρα, μπρίκια, σκούνες, και γολέτες με εκτόπισμα 250 έως και 500 τόνων [16].  Η δραστηριότητα αυτή συνεχίστηκε δυναμικά μέχρι τα μέσα του τελευταίου τέταρτου το δεύτερου μισού το 19ου αιώνα, οπότε η παρουσία του ατμού οδηγεί σε παροπλισμό μεγάλο αριθμό ιστιοφόρων.
      Με την τοποθέτηση στη συνέχεια πετρελαιομηχανών στα μικρότερα καΐκια [17] ο Βόλος, η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, η Σύρος, η Χαλκίδα, ήταν καθημερινός  προορισμός των για τη μεταφορά αποικιακών και άλλων προϊόντων, μέχρι που αναπτύχθηκαν οι χερσαίες επικοινωνίες και οι θαλασσινοί δρόμοι ήταν πλέον μία ανάμνηση.
    Τέλος όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας το συναισθηματικό κομμάτι  σχέσης του πλοίου με τον άνθρωπο  ήταν πολύ σημαντικό και εκφραζόταν με την απεικόνιση του πλοίου με τη ζωγραφική ή το σκίτσο, μέχρι την εφεύρεση της φωτογραφίας που κάλυψε όλες τις ανάγκες. Ήθελε ο πλοιοκτήτης να έχει το καράβι του κρεμασμένο στο σαλόνι του σπιτιού του[18]


Απονομή αριστείου από το υπουργείο στρατιωτικών  στον
Αγγελή Μπελλάρα, 1844. Από το βιβλίο των Γιάννη Φαφούτη 
Δημήτρη Αποστόλου, ΛΙΜΝΗ και Θάλασσα, 2005.

    Στα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας και της Μεσογείου που ήταν εμπορικά κέντρα του διαμετακομιστικού εμπορίου ήταν εγκατεστημένοι λαϊκοί ζωγράφοι οι οποίοι δεν ήταν σπουδαγμένοι, αλλά με το χάρισμα της παρατήρησης και το ταλέντο έκφρασης αποτύπωναν το πορτραίτο του πλοίου. Εξειδικεύτηκαν δε τόσο πολύ με την πιστή απεικόνιση των ιστιοφόρων ώστε μερικοί από αυτούς είχαν καταστεί πολύ γνωστά ονόματα στο Μεσογειακό χώρο. Για παράδειγμα ο Αριστείδης Γλύκας είχε κερδίσει τον τίτλο του αξιολογότερου και παραγωγικότερου Έλληνα καραβογράφου.
    Τέτοιοι ζωγράφοι που αποτύπωσαν τα Λιμνιώτικα ιστιοφόρα [19] σύμφωνα με τις υπογραφές τους στα πορτραίτα που βρίσκονται στα καπετανόσπιτα ήταν: ο Μιχαήλ Θεοδοσίου στη Σμύρνη, ο Αριστείδης Γλύκας στον Πειραιά, ο Despozito και οι αδελφοί Luzzo στην Ιταλία.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γιάννης Φαφούτης Δημήτρης Αποστόλου, Λίμνη, σ. 6, 1999.
[2] Αναστάσιος Τζαμτζής, Αιγαιοπελαγίτικα Καράβια, 1980.
[3] Βασίλης Ν. Δούκουρης, Παρτσινέβελοι και Μαξούλια στη Λίμνη της Β. Εύβοιας, το Καθεστώς της συμμετοχικής ναυπήγησης και εκμετάλλευσης ιστιοφόρων πλοίων κατά το 19ο αιώνα, Ευβοϊκό Χωριό, τεύχος 226, 2002.
[4] Βασίλης Ν. Δούκουρης, Ναυπηγήσεις ιστιοφόρων πλοίων στη Λίμνη Ευβοίας κατά τον 19ο αιώνα. Οι μαρτυρίες των πιστοποιητικών ναυπήγησης των Γ.Α.Κ – ΤΟΠΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΛΙΜΝΗΣ . Εισήγηση στο συνέδριο «Εμπορική Ναυτιλία – Πολεμικό Ναυτικό: Τα ιστορικά Αρχεία».Διοργάνωση: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος και Ιστορικό Αρχείο- Μουσείο Ύδρας. 8-10 Οκτωβρίου2004.  π.Κων/νος Ν. Καλλιανός – Κων/νος Ι. Σύρος, Σκοπελίτικα Μελετήματα, ανάτυπο από τον 23ο τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου, σ 235,243, Λάρισα 1993.
[5] Γιάννης Φαφούτης , ό.π, σ 53.
[6] Βασίλης Ν. Δούκουρης, ό.π
[7] Τρύφων Π. Κωνσταντινίδης, Καράβια Καπεταναίοι και Συντροφοναύτες, 1800-1830,Αθήνα, σ. 139, 1954, Μπεκιάρογκλου Εξαδακτύλου Αικατερίνη, Οθωμανικά Ναυπηγεία στον Παραδοσιακό Ελληνικό χώρο, σ, 118, Αθήνα, 1994.
[8] Μπεκιάρογκλου Εξαδακτύλου Αικατερίνη, ό.π, σ 43-45.
[9] Γιάννης Φαφούτης, ό.π, σ 14.
[10] Γενικά Αρχεία Κράτους, Τοπικό Αρχείο Λίμνης Ευβοίας, Φάκελος Ναυτικό Πλοία.
[11] Γιάννης Φαφούτης, ό.π, σ, 83. Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, Ελληνική Πειρατεία και Κούρσος τον ΙΗ αιώνα και μέχρι την Ελληνικά Επανάσταση, σ, 252, Αθήνα,1998.
[12] Γιάννης Φαφούτης, ό.π, σ 93.
[13] Μάριος Σίμσας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, Έκδοση Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 3ος τόμος, σ,49, 1982. Νίκος Μπελλάρας, σ, 147,Αθήνα,1989.
[14] Νίκος Μπελλάρας, ό.π σ 159-161, Αθήνα,1989.
[15] Βασίλης Ν. Δούκουρης, Λίμνη 1821-1862, Τομές στην Κοινωνική και Πολιτική Ταυτότητα της Ευβοϊκής Πολιτείας, σ, 7. Λίμνη, 2002.
[16] Γιάννης Φαφούτης, ο.π, κατάλογος Λιμνιώτικων ιστιοφόρων, σ, 78-81, Νίκος Μπελλάρας, ό.π, σ 94-95, Τάσος Ζάππας, Ευβοϊκά Γ, σ 28,29, Αθήνα, 1984.
[17] Γιάννης Φαφούτης, ό.π, σ, 69-76.
[18] Νέλλη Μισιρλή, Νεοέλληνες Θαλασσογράφοι, Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, έκδοση Εθνικής Τραπέζης, 1972.
[19] Γιάννης Φαφούτης, ό.π, σ, 48-59.



ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Δούκουρης Βασίλης, Παρτσινέβελοι και Μαξούλια στη Λίμνη Β. Εύβοιας, Το καθεστώς της συμμετοχικής ναυπήγησης και εκμετάλλευσης ιστιοφόρων πλοίων κατά το 19ο αιώνα, Ευβοϊκό Χωριό, τεύχος 226 , 2002.
2.Τρικούπης Σπύρος, Η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Νέα Σύνορα Α.Α Λιβάνη, 1993.
3.Κωνσταντινίδης Τρύφων, Καράβια Καπεταναίοι και Συντροφοναύτες, έκδοση Ιστορικής Υπηρεσίας Β.Ν, Αθήνα 1954.
4.Σίμψας Μάριος, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, έκδοση Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 1982.
5.Γουναρόπουλος Κ, Η Ιστορία της Νήσου Εύβοιας, επανέκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, 1979.
6.Παπαστάμος Γιώργος, ο Αγγελής Γωβιός και η Ευβοϊκή Επανάσταση.
7.Μπεκιάρογλου Εξαδακτύλου Αικατερίνη, Οθωμανικά Ναυπηγεία στον Ελληνικό Παραδοσιακό Χώρο, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1994.
8.Δεμερτζής Δημήτρης, Κοκκίνης Σπύρος, Ο Αγγελής Γωβιός και η Επανάσταση στην Εύβοια,
9. Φαφούτης Γιάννης –Δ. Αποστόλου, Λίμνη και Θάλασσα, έκδοση Δήμου Ελυμνίων, 1999.
10.Τζαμτζής Αναστάσιος, Τα Αιγαιοπελαγίτικα  Καράβια,
11. Χαρλαύτη Τζελίνα, Μάνος Χαριτάτος, Ελένη Μπενέκη, Πλωτώ, ΕΛΙΑ, 2002.
12.Μπελλάρας Νίκος, Το Ελύμνιον, έκδοση Ενώσεως Λιμνίων Ευβοίας, 1969.
13.Καδίτης Γιώργος, Ο Αγγελής Γωβιός και η Επανάσταση του 21 στην Εύβοια, Αθήνα , 1979, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών.
14. Φαφούτης Γιάννης, Χαράγματα Κωπήλατων και Ιστιοφόρων Πλοίων, στο Ιερό της Μονής Γαλατάκη, ανάτυπο, Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, Ευβοϊκή Aρχαιόφιλος Εταιρεία τόμος, τόμος 6ος, 1986, το ίδιο, εισήγηση στο πανελλήνιο συνέδριο για τη Ναυτική Παράδοση της Ελλάδος, ο Πολιτισμός της θάλασσας και του Αιγαίου, Βόλος, 2015.




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...