Η
Φάτνη των Αλόγων
Από τα
κειμήλια του Περί Αλός
Γεωργίου Π. Σπορίδη
Εφ. Σημαιοφόρου
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη
«Ναυτικές Ιστορίες», Αθήνα 1974.
Από το βιβλίο του Γ.Π. Σπορίδη
«Ναυτικές Ιστορίες»,
Αθήνα 1974. Βλέπε σημ. συγγραφέως.
|
Θα
μου πης: Τι θέλατε, βρε παιδιά, κι ανακατευτήκατε σ΄ αυτή την ιστορία
Χριστουγεννιάτικα; Έλα ντε! Τι θέλαμε; Το φιλότιμο βλέπεις. Αυτό το έρμο! Αυτό
και κάτι κορίτσια της παροικίας, λευκά σαν κρίνα, αφράτα και φρεσκοζυμωμένα σαν
χριστόψωμο. Το φιλότιμο και τα κορίτσια μας πήραν στο λαιμό τους. Ολόκληρο
καράβι,κύριοι! Να πης ένα-δυό; Ολόκληρο καράβι,κύριοι! Με κυβερνήτη. Με ύπαρχο.
Με πρώτο μηχανικό λεβέντη, που ακόμη προχτές τον είδα και πρώτη του κουβέντα
ήταν: «Μη μου πης για τότε, γιατί δεν αντέχω, μέρες πούναι!»
Και
ποιος αντέχει; Μήπως αντέχω να τις θυμάμαι εγώ; Έλα όμως που το φέρνει η Μοίρα
να έρχονται Χριστούγεννα! Και δεν ξεχνιούνται! Μόνο σα ν’ ακούω και σήμερα,
ξεκαρδισμένες, ως και τις λαμαρίνες να χασκογελάνε: «χα, χα, χα!». Τι να τις
κάνης; Λαμαρίνες είναι. Κακομαθημένες κι ελεεινές!
Μια
βδομάδα είχαμε σ’ εκείνο το λιμάνι. Και το βλέπαμε καθαρά, πως εκεί θα κάναμε
Χριστούγεννα. Μαύρη απελπισία. Μόνοι κι έρημοι σε ξένο τόπο, τι Γιορτές να
καταλάβουμε; Σκουντούφληδες περπατάγαμε στην κουβέρτα και ως και ο δόκτωρ ήταν
αμίλητος. Καθ’ ότι εύθυμος τύπος και γλεντζές ο γιατρός μας. Αλλ’ όσο πλησίαζαν
οι μεγάλες μέρες τον είχαν ζώσει κ’ εκείνον τα μαύρα φίδια της ακεφιάς.
Ξάφνου
πλάκωσε «ένδον» η παροικία. Οι κεφαλές. Ο αρχιμανδρίτης, ο γυμνασιάρχης, ο
πρόεδρος της ελληνικής Κοινότητος, τρείς-τέσσερεις έμποροι παραλήδες, με το
πουγγί γεμάτο και τη λίρα σύννεφο. Βγήκε ο κυβερνήτης να τους πη τα σχετικά,
πήγε κι ο ύπαρχος και φίλησε το Ευαγγέλιο – δεν έπεσε φωτιά να τον κάψη, όπως
περίμενε ο Νώντας, ο θερμαστής! – μαζευτήκαμε και οι άλλοι να πούμε δυο
κουβέντες.
-Μάλιστα,
κύριε πρόεδρε, έλεγε ο κυβερνήτης. Μάλιστα. Έχουμε όλη τη διάθεση να
βοηθήσουμε, αλλά, ξέρετε, ανήμερα των Χριστουγέννων, δύσκολο, πολύ δύσκολο.
Είναι και πόλεμος, βλέπετε. Δεν μπορώ να απασχολήσω το πλήρωμα. Αλλιώς πολύ
ευχαρίστως. Πολύ ευχαρίστως.
Συνεταράχθη
η παροικία. Κύτταξε ο αρχιμανδρίτης τον κ. γυμνασιάρχη και ο κ. γυμνασιάρχης
τον κ. πρόεδρο και ο κ, πρόεδρος κοκκίνισε, ξερόβηξε και κύτταξε τον κυβερνήτη:
-Ξέρετε,
είπε. Ξέρετε, να, πρόκειται για τα κορίτσια. Για τα κορίτσια του παρθεναγωγείου
μας. Φτιάχνουν μια παραστασούλα! Πώς να σας το πω; Άγιες μέρες, βλέπετε, μια
παραστασούλα για τα ορφανά. «Ταμπλώ
βιβάν» Η Φάτνη, η Γέννησις. Καταλάβατε; Και θέλουν κάποια βοήθεια.
Εκεί
επάνω ανακατεύτηκε ο ύπαρχος:
-Τα
κορίτσια, είπατε; Ψιθύρισε. Τα κορίτσια του γυμνασίου, που είδαμε προχθές, στις
γυμναστικές επιδείξεις;
-Μάλιστα,
είπε ο γυμνασιάρχης, γεμάτος υπερηφάνεια, γιατί ο αξιωματικός θυμόταν τις
σχετικές τελετές του σχολείου του. Μάλιστα. Κι είναι λυπηρό ότι οι ναύτες σας
είναι τόσο απησχολημένοι.
-Δηλαδή,
άρχισε ο ύπαρχος κάνοντας ανάποδα και με τις δύο προπέλες και κυττάζοντας
παρακλητικά τον κυβερνήτη. Δηλαδή, όχι και τόσο. Κάπως θα τα εξοικονομίσουμε τα
πράγματα. Νομίζω μάλιστα πως θα τα εξοικονομίσουμε ασφαλώς. Θα είναι και η
τελευταία τάξις του γυμνασίου στη γιορτή;
-Αυτή
προπαντός, είπε αφελέστατα ο αρχιμανδρίτης.
-Αμάν!
Έκανε ο ύπαρχος.
Κ’
ευτυχώς δεν τον άκουσε κανείς.
Γιατί
η Φάτνη των Αλόγων βρε παιδιά; Γιατί, έτσι είπε ο ύπαρχος. Και γιατί έτσι είπε
ο ύπαρχος; Γιατί αυτήν ανέλαβε η τελευταία τάξις και σε αυτήν πηγαίνει η Ηρώ,
το δεκαοχτάχρονο μελανούρι, που περνά, χαμογελά και λιώνει ο ύπαρχος σαν
σπαρματσέτο χωρίς φυτίλι. Και γιατί τόση αδυναμία ο ύπαρχος; Ρε φίλε! Την
κολοκυθιά θα παίξουμε; Φάτνη θέλει ο ύπαρχος, Φάτνη διέταξε, τσακίσου να
βοηθήσης!
Ωραία
η Φάτνη, με πεπιεσμένο χαρτί, με τσουβάλια ολόγυρα, με άχυρο και σανό άφθονο,
ολούθε. Και όλα αυτά επάνω στη σκηνή του κομψού θεάτρου της παροικίας. Να και
οι βοσκοί! Με τις χλαμύδες τους, με τα τουρμπάνια τους, με τα σανδάλια τους, με
τα όλα τους, τέλος πάντων! Βρε παιδιά! Αυτός εκεί κάτω δεν είναι ο
Νώντας, ο θερμαστής; Αυτός είναι! Κι αυτός με το μουστάκι, δεν είναι ο Βαγγέλης
του Οπλονομείου; Βρε δίκηο έχεις! Αυτός είναι! Κι ο Ιωσήφ! Μπα, σε καλό μας! Ο
Μήτσος, ο καμαρώτος του κ. υπάρχου! Αυτός είναι!
Αυτοί
ήταν! Κι όταν στην πρόβα μπήκε και η Παναγιά – η Ηρώ – χαμηλοβλεπούσα, με
μαλλιά ξέπλεκα, με μάτια αμυγδαλωτά, γεμάτα γλύκα, με χείλη ροδοζάχαρι,
κρατώντας με τρυφερότητα το Βρέφος, μόνο που δεν λυποθύμησε, κάτω, από
συγκίνηση ο ύπαρχος.
-Η
Μουσική, μούγγρισε. Να παίξη η Μουσική! Κι’ αμέσως! Ταραχή.
-Η
Μουσική κ. ύπαρχε; Όταν μπαίνη η Παναγία, θα παίζη η Μουσική. Όλη η μπάντα!
Μάρς!
-Μα,
δεν πάει, κ. ύπαρχε. Προς Θεού!
-Με
τέτοια Παναγία; Δεν ξερεις τι λες! Η Μουσική , είπα! Όλα πάνε!
Τι
να παίξη η δόλια η Μουσική; Το εωθινόν; Το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά»;
Τέλος, βρήκανε ένα κομμάτι, κάτι ανάμεσα σε μαζούρκα και εμβατήριο και το αποφάσισαν.
-Το
νού σου, βρε! είπε ο αρχιμουσικός στο κορνέτο. Το νου σου μη φωνάζης πολύ στην
αρχή και πάμε χαμένοι! Πιανίσιμο!
Όλη η αφρόκρεμα στη πλατεία. Το
χάϊ-λάϊφ. Να, τα παράσημα ο κυβερνήτης! Να, μπριγιαντίνη στο μαλλί ο ύπαρχος!
Να, με στολές πρώτης, εμείς! Κι απάνω στο παλκοσένικο η ομοχειρία… Φάτνης. Μαζί
κι ένας γάϊδαρος. Ένας ζωντανός γάϊδαρος, για καλύτερη σκηνοθεσία.
-Εικών πρώτη. Η Φάτνη των Αλόγων, το
Θείο Βρέφος και οι τρείς Μάγοι με τα δώρα.
Καμαρωτός-καμαρωτός τα είπε ο κ.
γυμνασιάρχης. Καμαρωτά-καμαρωτά άνοιξε και η αυλαία. Και ήταν όλα κανονισμένα,
τακτικά, όπως πρέπει να είναι σε μι Φάτνη. Και οι βοσκοί εκεί, και οι Μάγοι
επίσης, και ο φτωχός γάϊδαρος έτρωγε, ήσυχα-ήσυχα, το σανό του.
Ξαφνικά, με το έτσι που σήκωσε το
κεφάλι η Παναγία, βαράει η Μουσική τη μαζούρκα. Και – ω μοίρα κακή και ω μοίρα φθονερή! – ξεφεύγει μια στριγγλιά στο
κορνέτο! Μια στριγγλιά σουβλερή, που μας πηρούνιασε τ’ αυτιά!
Μουσοτραφής
ο γάϊδαρος; Κατάλαβε, άραγε, το φάλτσο; Δεν του άρεσε το κομμάτι; Άγνωστο.
Πάντως αφήνει το σανό, σηκώνει το κεφάλι, το ξανακατεβάζει και τραβάει μια
δαγκωνιά στον Ιωσήφ, που ήταν σκυμμένος ο άνθρωπος πάνω από τη φαμίλια του,
κόβοντάς του κι ένα κομμάτι κελεμπία.
-Αμάν,
Χριστέ μου! Κραύγασε ο Ιωσήφ.
Και
σηκώνετε, που λέτε, και φέρνει στα γρήγορα, γύρω-γύρω, μια βόλτα τη φάτνη,
μπήζοντας μικρές, χαριτωμένες φωνούλες και τρίβοντας εκεί που τον δάγκωσε το
ζωντανό.
Δεν
πρόφθασε να ξανακαθήση. Σηκώνει τα πίσω πόδια ο γάϊδαρος και τραβάει μια
κλωτσιά στα τσουβάλια, και στα καντρόνια, που οι βοσκοί είδανε το Χάρο με τα
μάτια τους.
-Ρε
Νώντα, λέει ένας βοσκός. Θα μας σκοτώση τούτος εδώ.
Ο
τρίτος Μάγος, που είδε να περνούν ξυστά δίπλα του με δύναμι βολίδας, τα ποδάρια
του γαϊδάρου, έδειξε σημεία λιποψυχίας.
-Αμάν
παιδιά! φώναξε. Πίσω! Πίσω! Κλωτσάει, ο άτιμος, σα λυσσασμένος! Πίσω γιατί θα
μας τσακίσει τα κόκκαλα!
Μεγάλη
αναταραχή επεκράτησε στη φάτνη. Βοσκοί, Μάγοι κι ο φουκαράς ο Ιωσήφ είχανε
γίνει ένας φοβισμένος σωρός, έτοιμος να το βάλη στα πόδια. Αλλ’ ο ύπαρχος,
άγρυπνος, παρακολουθούσε από κάτω.
-Ομοχειρία
Φάτνης! Φώναξε. Εις τας θέσεις σας!
Και
ρίχνοντας μια ματιά στην Παναγία, που έτρεμε σε μια γωνιά, ενώ ο γάϊδαρος εκλόνιζε συθέμελα τις κουϊντες,
έμπηξε πάλι τη φωνή:
-Εις
θέσιν εγκαταλείψεως Φάτνης! Πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά! Εγκαταλείψατε την
Φάτνην!
Πήδηξε
η Θεοτόκος, πήδηξε κι ο ένας Μάγος.
-Εν
τάξει η Παναγία, βρε παιδιά;
Και
τότε, ενώ γύρω έβρεχε σανίδια, χαρτόνια, σκλήθρες και κομμάτια κόντρα πλακέ,
ακούστηκε βροντερή η φωνή του υπάρχου από την πλατεία:
-Ομοχειρία
Φάτνης! Ο σώζων εαυτόν σωθείτω!
-Κύριε
ύπαρχε, ρώτησε την άλλη μέρα ο κυβερνήτης. Λες να είχε πάει στο Ωδείο ο
γάϊδαρος;
-Τον
αφιλότιμο! Ψιθύρισε ο ύπαρχος. Τον αφιλότιμο! Αλλά πάλι πέστε μου κ. κυβερνήτα. Μια τέτοια Παναγία μπορούσε
να μείνη χωρίς Μουσική;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Συγγραφέως: Από τις 50
γελοιογραφίες του βιβλίου οι 35 είναι του Αντώνη Θεοφιλόπουλου και οι υπόλοιπες
του Φάνη Γιόση, που εφιλοτέχνησε και το εξώφυλλο.