Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΛΟΥΔΟΒΙΚΕΙΟΥ-ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Από το βιβλίο του Ηλία Ηλιόπουλου:
Εισαγωγή στην Ναυτική Ιστορία,
κεφ. Δ, 3, σσ. 109-120, Αθήνα 2008
Γαλεάσα με τα πυροβόλα της πλώρης σε δράση κατά την ναυμαχία της Ναυπάκτου 1571 (φωτ. www. militaryphotos.net) |
Από επιχειρησιακής απόψεως η Κυριαρχία των Θαλασσών διασφαλίζεται με τρεις πιθανούς τρόπους:
- Με την επιδίωξη αυτού που ο μέγας Οράτιος Νέλσων ονόμασε «κλειστή και αποφασιστική μάχη», κατά την οποία ο κύριος όγκος των εχθρικών ναυτικών δυνάμεων εξοντώνονται (με όρους Clausewitz)
- Με την υιοθέτηση μιας τακτικής Ναυτικής Αμύνης κάποιας μορφής, κατά την οποία ένας στόλος απρόθυμος να εμπλακεί σε μάχη έναντι ισχυροτέρου αντιπάλου επιζητεί να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα.
- Με τον αποκλεισμό, μέσω του οποίου ένας ισχυρότερος στόλος επιδιώκει είτε να εξουδετερώσει έναν αντίπαλο απρόθυμο να πολεμήσει είτε να τον εξαναγκάσει σε μάχη[1]
Τι καθιστά, όμως, μια μάχη / ναυμαχία «αποφασιστική»; Πως διακρίνεται αυτή αυτό πλειάδα άλλων μαχών / ναυμαχιών; Ήδη, ένας από τους εξέχοντες συγγραφείς των Νέων Χρόνων, ο Φραγκίσκος Βάκων, επεσήμανε την σημασία της Αποφασιστικής Μάχης, και δη Ναυμαχίας, στο πόνημά του υπό τον τίτλο «Περί του Αληθούς Μεγαλείου των Βασιλείων»,[2] με τα ακόλουθα λόγια: «Βλέπουμε την μεγάλη επίδραση των ναυμαχιών. Η ναυμαχία του Ακτίου έκρινε την Αυτοκρατορία της Οικουμένης. Η ναυμαχία του Λεπάντο (Ναυπάκτου) σταμάτησε το μεγαλείο των Τούρκων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι κατά θάλασσαν μάχες έκριναν την τύχη του πολέμου».
Ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων του Γερμανικού Ράιχ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Ναύαρχος Tirpitz εφέρετο απολύτως πεπεισμένος περί της σημασίας της Αποφασιστικής Μάχης / Ναυμαχίας (Entscheidungsschlacht). Εκ του λόγου αυτού, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του το 1892, προέβη στη συστηματική αναδιοργάνωση της γερμανικής πολεμικής μηχανής με διττό σκοπό: την διατήρηση του υψηλού βαθμού μαχητικής ικανότητάς του Στρατού ξηράς και την απόκτηση ισάξιου Πολεμικού Ναυτικού. Το στρατηγικό δόγμα του Γερμανού Ναυάρχου ανευρίσκεται, λακωνικώς διατυπωμένο, στον τίτλο του κεφαλαίου Β΄ της Διαταγής υπ’ αριθμόν 9 (Dienstschrift IX) του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, εκδοθείσης τον Ιούνιο του 1894 και υπογραφείσης υπό του Αρχηγού Ναυτικού Ναυάρχου von der Goltz: «Ο φυσικός λόγος υπάρξεως ενός πολεμικού στόλου είναι η στρατηγική επίθεση».
Στην στρατηγική του Ναυάρχου Τίρπιτς ο ιστορικός θα διακρίνει την επίδραση της σκέψεως του Carl von Clausewitz, ή, ακριβέστερα, μία απόπειρα μεταφοράς των δογμάτων του κορυφαίου Γερμανού στρατηγιστού στον Ναυτικό Πόλεμο:
«Ο πόλεμος πρέπει να διεξάγεται στην όχθη του εχθρού. Οι υποστηρικτές ενός αμυντικού στόλου στηρίζονται συχνά στην υπόθεση ότι ο επιτιθέμενος εχθρός θα προσφέρει σε αυτούς την δυνατότητα επιλογής του σημείου συγκρούσεως. Τούτο, όμως, συμβαίνει πολύ σπανίως. Το θέμα είναι ότι ο στόλος οφείλει να επιλέξει μεταξύ της απραξίας, που σημαίνει την ηθική του αυτοκτονία, και της Αποφασιστικής Μάχης στην ανοικτή θάλασσα. Ένα κράτος το οποίο έχει ναυτικά συμφέροντα, τα οποία είναι, ταυτοχρόνως, και διεθνή ενδιαφέροντα, πρέπει να τα εκπροσωπεί και να καθιστά την ισχύ του αισθητή πέραν των χωρικών υδάτων του. Εκεί εντοπίζεται ο βασικός σκοπός του στόλου. Ένας επιθετικός στόλος αποτελεί μια περιζήτητη συμμαχία, ενώ ένας αμυντικός δεν έχει καμία αξία για αυτήν την περίπτωση. Ο τελικός πραγματικός αντικειμενικός σκοπός είναι ο αγώνας για την Κυριαρχία της Θαλάσσης».[3]
Από την άλλη πλευρά, όταν, το 1921, η Βρεταννική Κυβέρνηση διέταξε την διενέργεια έρευνας σχετικά με την διεξαγωγή του Ναυτικού Πολέμου, υπό το φως και της σωρευθείσης κατά τον προηγηθέντα Μέγα Πόλεμο εμπειρίας, ο Ναύαρχος Richmond, κατά την κατάθεσή του ενώπιον της αρμοδίας επιτροπής, συνόψισε τα πλεονεκτήματα της Αποφασιστικής Μάχης ως ακολούθως:
«Πολλά επετεύχθησαν εξ αιτίας της καταστροφής των μεγάλων πλοίων του εχθρού… Η αμυντική δύναμή σας (της Κυβερνήσεως της Α.Μ.) είναι πολλαπλάσια πλέον, οι εξουσίες που διαθέτετε για άσκηση πιέσεως δια του αποκλεισμού έχουν αυξηθεί. Εάν ο εχθρός κατέχει υπερπόντιες βάσεις, οι δυνάμεις σας να αποστείλετε νηοπομπές να εκστρατεύσουν, προκειμένου να καταλάβουν τις βάσεις του, είναι επίσης ηυξημένες. Οι κίνδυνοι της εισβολής έχουν απομακρυνθεί και τα πλοία, οι άνδρες και το υλικό μπορούν ελεύθερα να χρησιμοποιούνται για την προστασία του εμπορίου ή για πλήγματα κατά του (εχθρικού) εμπορίου…»[4]
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι μία Μάχη / Ναυμαχία καθίσταται «Αποφασιστική» όχι «μόνον» εξ αιτίας του μεγέθους των αμέσων ζημιών και απωλειών που ο νικητής προξενεί στον ηττηθέντα αλλά, ακόμη σημαντικότερο, εν όψει του τι συμβαίνει κατά θάλασσαν, πως διαμορφώνεται η κατάσταση εκεί, μετά το πέρας της μάχης. Με άλλους λόγους, η επικράτηση σε μια Αποφασιστική Μάχη / Ναυμαχία συνεπάγεται για τον νικητή την Κυριαρχία των Θαλασσών, την ικανότητα και δυνατότητα να χρησιμοποιεί την θάλασσα κατά το δοκούν και υπέρ των σκοπών και συμφερόντων του καθώς, φυσικά, και να αρνείται – αξιόπιστα – την χρήση της από τον εχθρό.
Ο Mahan έκρινε ότι η ολική καταστροφή του εχθρικού στόλου ήταν το καλύτερο μέσον να επιτευχθεί η Κυριαρχία των Θαλασσών, «να αποκοπούν οι επικοινωνίες του (εχθρού) με το υπόλοιπο των κτήσεών του, να αποξηρανθούν οι πηγές του εμπορικού πλούτου του και να καταστεί δυνατή η φραγή των λιμένων του.»[5] Συνεπώς, η νίκη του Νέλσωνος κατά την ναυμαχία του Αμπουκίρ, το 1798[6], υπήρξε Αποφασιστική Μάχη όχι «μόνον» επειδή κατεστράφη ένας μεγάλος αριθμός γαλλικών πλοίων αλλ’ ακριβώς εξ αιτίας των στρατηγικών συνεπειών που είχε η μάχη εκείνη, όπως τις περιέγραψε ο Jurien de la Graviere:
«Οι συνέπειες της μάχης ήσαν ανυπολόγιστες. Το Ναυτικό μας ουδέποτε ανέρρωσε από αυτό το τρομερό πλήγμα στην υπόληψη και στην ισχύ του. Αυτή ήταν η μάχη η οποία παρέδωσε για δύο χρόνια την Μεσόγειο στους Άγγλους και κάλεσε σε αυτήν τις Ναυτικές Μοίρες της Ρωσίας. (Αυτή ήταν η μάχη η οποία) άφησε τον Στρατό μας εν μέσω ενός εξεγερθέντος πληθυσμού και ώθησε την Πύλη στην απόφαση να κηρύξει πόλεμο εναντίον μας. (Αυτή ήταν η μάχη η οποία) έθεσε την Ινδία έξω από την εμβέλεια των επιχειρήσεων μας και έφερε την Γαλλία σε απόσταση αναπνοής από την καταστροφή της, διότι… έφερε τον Σουβαρώφ και τους Ρωσσο-Αυστριακούς στα ίδια τα σύνορά μας.»[7]
Προσέτι, τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι μία ναυμαχία δύναται να αποβεί «αποφασιστική» σε δύο επίπεδα: πρώτον, για την επίδρασή της στις μεταγενέστερες εξελίξεις κατά θάλασσαν και, δεύτερον, για τις συνέπειές της κατά ξηράν. Η ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (21/10/1805),[8] για να αναφέρουμε ένα άλλο περίφημο παράδειγμα, δικαίως θεωρείται ως αποφασιστική καθ’ όσον προσδιόρισε τους όρους διεξαγωγής του Ναυτικού Πολέμου για τα χρόνια που επρόκειτο να έλθουν διασφαλίζοντας την Κυριαρχία των Θαλασσών για λογαριασμό του Royal Navy.
Αλλά και οι συνέπειες κατά ξηράν δεν ήσαν διόλου αμελητέες.
- Εν πρώτοις, κατέστησε μία εισβολή στις Βρεταννικές Νήσους ανέφικτη. Πράγματι, έκτοτε οι κατά καιρούς αντίπαλοι της Βρεταννικής Ναυτικής Δυνάμεως γνώριζαν ότι η σύλληψη και μόνον ενός αναλόγου εγχειρήματος φάνταζε εξωπραγματική. Ακόμη και στις καλύτερες στιγμές της επιχειρήσεως «Seeloewe» («Θαλάσσιος Λέων»), το φθινόπωρο του 1940, οι Γερμανοί ιθύνοντες – τουλάχιστον οι νουνεχείς εξ αυτών – γνώριζαν ότι η τελευταία επιτυχής εισβολή στην Βρεταννία εχρονολογείτο από το 1066 μ.Χ.
- Περαιτέρω, η ήττα κατά την ναυμαχία του Τραφάλγκαρ ώθησε τη Γαλλία στην εφαρμογή του λεγομένου «Ηπειρωτικού Συστήματος (système continentale), η στρατηγική όμως συμπήξεως ενός γεωστρατηγικώς, γεωοικονομικώς, πολιτικώς και στρατιωτικώς ενοποιημένου ηπειρωτικού ευρωπαϊκού Πόλου Ισχύος συνεπήγετο τον διαρκή πόλεμο εναντίον των περισσοτέρων εθνών της Ευρώπης, έναν πόλεμο τον οποίο δεν μπορούσε να κερδίσει ούτε αυτός ο Ναπολέων Βοναπάρτης (όπως, άλλωστε, δεν μπόρεσαν να τον κερδίσουν ούτε ο Κάϊζερ Γουλιέλμος Β΄ ούτε ο Αδόλφος Χίτλερ, όταν επίσης επιχείρησαν την συγκρότηση ενός ηπειρωτικού ευρωπαϊκού “ bloc”.[9]
Ομοίως, χαρακτηριστική περίπτωση Αποφασιστικής Ναυμαχίας υπήρξε, κατά την αρχαιότητα – πέραν εκείνης της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) – η ναυμαχία στον Ευρυμέδοντα (468 /67 π.Χ.): Η νίκη του ελληνικού στόλου, υπό την χαρισματική ηγεσία του Κίμωνος, κατά του περσικου (φοινικικού ως επί τον πλείστον) στόλου[10] είχε άμεσες και σοβαρές συνέπειες, σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο.
Σε τακτικό επίπεδο:
- κατά ξηράν, αφού, αμέσως κατόπιν, ο Κίμων εξετέλεσε αστραπιαία αμφίβια έφοδο και συνέτριψε τις χερσαίες δυνάμεις του εχθρού.
- Κατά θάλασσαν, αφού, αποχωρών του πεδίου της μάχης, ο ελληνικός στόλος συνάντησε τις εν πλω ευρισκόμενες περσικές ενισχύσεις, τις οποίες επίσης κονιορτοποίησε, καταφέρνοντας έτσι, με την διττή νίκη κατά θάλασσαν, δεινό πλήγμα κατά της Μηδικής Ναυτικής Ισχύος.
Σε στρατηγικό επίπεδο:
- εξασφάλισε την ελληνική Κυριαρχία των Θαλασσών για αρκετά χρόνια στον Χώρο του Αιγαίου Πελάγους, του Ελλησπόντου και του Ευξείνου Πόντου,
- εξασφάλισε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον αυτό χώρο και την ακώλυτη διεξαγωγή εμπορίου, οδηγώντας σε μία περίοδο ακμής της εμπορικής ναυτιλίας και οικονομικής ανθήσεως του Ελληνικού Κόσμου,
- περιόρισε ή εξαφάνισε την Πειρατεία,
- ενίσχυσε ουσιωδώς τις προϋποθέσεις της Αθηναϊκής Ναυτικής Ηγεμονίας.[11]
Άλλα παραδείγματα αποφασιστικών Ναυμαχιών αποτελούν:
- η ήττα του Μηδικού Στόλου από τον συνασπισμένο Ελληνικό Στόλο κατά την ναυμαχία της Σαλαμίνος (480 π.Χ.)
- η συντριπτική ήττα της Ισπανικής Βασιλικής Αρμάδας από το Αγγλικό Βασιλικό Ναυτικό το 1588,
- η ήττα των Μογγόλων θαλασσίων επιδρομέων από τους Ιάπωνες τον 13ο αιώνα.
- η ναυμαχία της Τσουσίμα και η ήττα των Ρώσων από τους Ιάπωνες (1905),
- οι ναυμαχίες Έλλης /Λήμνου και η ήττα του Οθωμανικού Ναυτικού από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό (3/12-5/1/1913),[12]
- η ναυμαχία της Γιουτλάνδης (Σκάγγερακ) μεταξύ του Μεγάλου Στόλου (Grand Fleet) του Βρεταννικού Βασιλικού Ναυτικού και του Στόλου Ανοικτής Θαλάσσης (Hochseeflotte) του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού (31/5-1/6/1916),
- η ναυμαχία του Μίντγουέϊ και η ήττα του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού από το Αμερικανικό Ναυτικό (3-7/6/1942).[13]
Αξιοσημείωτο, εν προκειμένω, είναι το γεγονός ότι οι στρατηγικές και επιχειρησιακές συνέπειες μιας μάχης έχουν βάρος σαφώς μεγαλύτερο των τακτικών αντιστοίχων. Επί παραδείγματι, κατά την Ναυμαχία της Γιουτλάνδης, ορόσημο της Ευρωπαϊκής και Παγκοσμίου Ναυτικής Ιστορίας, η αναμέτρηση του British Grand Fleet, τελούντος υπό τις διαταγές του Πρώτου Λόρδου της Θαλάσσης (First Sea Lord), Ναυάρχου Sir John R. Jellicoe, και της Γερμανικής Hochseeflotte, τελούσης υπό τις διαταγές του Ναυάρχου Reinhard von Sheer, έληξε με ισοπαλία. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για – καταγραφείσα ως τυχαία – συνάντηση των Μοιρών Αναγνωρίσεως των εκατέρωθεν Στόλων, τελουσών υπό την διοίκηση του Ναυάρχου Λόρδου David Beatty (1st Earl Beatty) και του Ναυάρχου Franz Ritter von Hipper, αντιστοίχως.[14] Ο ριψοκίνδυνος Χίππερ ακολούθησε τον (επίσης τολμηρό) Μπήττυ και «προσέκρουσε» επάνω σε ολόκληρο τον Grand Fleet.
Ένα από τα πολλά αξιοπερίεργα της ναυμαχίας εκείνης ήταν και το ότι ο Μέγας Στόλος του Βρεταννικού Βασιλικού Ναυτικού είχε περισσότερες απώλειες, σε πλοία (και δη τα πολύτιμα θωρηκτά) και σε άνδρες, από τον Στόλο Ανοικτής Θαλάσσης του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Πλην όμως, αυτή η τακτική πτυχή της Ναυμαχίας υποχωρεί σε σημασία έναντι της επιχειρησιακής και της στρατηγικής πτυχής και συνέπειά της. Πράγματι, κατ’ εκείνη την ναυμαχία, οι Γερμανοί απέτυχαν να εκπληρώσουν τον επιδιωκόμενο αντικειμενικό σκοπό της αποκτήσεως Κυριαρχίας των Θαλασσών στην Βόρειο Θάλασσα, έκτοτε δε υποχρεώθηκαν σε αλλαγή Ναυτικής Στρατηγικής, υιοθετώντας πλέον μια Αμυντική Στρατηγική («fleet in being»), όπως ορθώς σημειώνει, στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Ιστορίας του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού ο Ralph Ulrich.[15]
Πως, όμως, επιτυγχάνεται η νίκη στην Αποφασιστική Μάχη / Ναυμαχία; Παρ’ όλες τις (διόλου ευκαταφρόνητες) διαφορές των γεωγραφικών / γεωπολιτικών / γεωστρατηγικών συνθηκών και των τεχνολογικών δεδομένων, η μελέτη της Ναυτικής Ιστορίας επιτρέπει τον εντοπισμό ορισμένων προϋποθέσεων και συντελεστών της νίκης σε μια αποφασιστική μάχη:
Συγκέντρωση δυνάμεων στο επιχειρησιακό επίπεδο:
Οι Διοικητές σε επιχειρησιακό επίπεδο οφείλουν να μεριμνήσουν για την δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν στους υφισταμένους τους να συγκεντρώσουν την ισχύ τους σε συγκεκριμένο τακτικό επίπεδο, με την βάσιμη προσδοκία νικηφόρου εκβάσεως, αντί της κατατμήσεως των διαθεσίμων δυνάμεων προς εξυπηρέτησιν πολλών διαφορετικών σκοπών συγχρόνως.
Τον 17ο αιώνα, π.χ., η (ήδη από μακρού χρόνου) Μείζων Ναυτική Δύναμη Ολλανδία, κατά την αντιπαράθεσή της προς την (ανερχόμενη τότε) Ναυτική Δύναμη Αγγλία, αντιμετώπιζε το πρόβλημα της ταυτόχρονης επιδιώξεως δύο μειζόνων σκοπών:
· αφ’ ενός μεν έπρεπε να επιζητήσει και να δώσει μία Αποφασιστική Μάχη (Ναυμαχία),
· αφ’ ετέρου δε έπρεπε να προστατεύσει το θαλάσσιο εμπόριό της από τα πλήγματα του αντιπάλου.
Γνωρίζοντας αυτήν ακριβώς την Αχίλλειο πτέρνα του αντιπάλου τους, οι Άγγλοι φρόντιζαν να δυσχεράνουν έτι μάλλον την κατάσταση του τελευταίου, διενεργώντας πλήγματα κατά των ολλανδικών εμπορικών και αλιευτικών πλοίων. Ομολογώντας το βασανιστικό δίλημμα, προ του οποίου ίσταντο οι Ολλανδοί, ο Tromp έγραφε: «Εύχομαι να ήμουν τόσο τυχερός ώστε να είχα μόνο ένα εκ των δύο καθηκόντων: να αναζητήσω τον εχθρό ή να παράσχω νηοπομπές συνοδείας. Διότι το να πράξω και τα δύο συνοδεύεται από μεγάλες δυσκολίες.» Τις δυσκολίες επέτειναν λόγοι απορρέοντες από το πολιτικοοικονομικό σύστημα και την πολιτική κουλτούρα της ολλανδικής κοινωνίας. Οσάκις το Ολλανδικό Ναυτικό απεπειράτο να συγκεντρώσει την ισχύ του στην επιδίωξη αποφασιστικής μάχης, ευρίσκετο αντιμέτωπο με θύελλα διαμαρτυριών, εκ μέρους της πανίσχυρης εμποροναυτικής κοινότητας, για τις απώλειες των πλοίων της καθώς και με συνακόλουθα ζωηρά αιτήματα παροχής ναυτικής προστασίας στα εμπορικά σκάφη.
Έχοντες επίγνωση αυτών των δυσχερειών, οι Mahan, Colomb και Richmond, τάσσονταν υπέρ της ανάγκης συγκεντρώσεως των φιλιών δυνάμεων στον σκοπό της εξοντώσεως του κυρίου στόλου του αντιπάλου και την δι’ αυτής επίτευξη Κυριαρχίας των Θαλασσών προ της διασποράς των δυνάμεων προς άσκησιν της κυριαρχίας αυτής.[16]
Απόκτηση ακριβούς εικόνας του τακτικού πεδίου:
Οι Αποφασιστικές Μάχες της Μεσαιωνικής και Πρώϊμης Νεώτερης Ναυτικής Ιστορίας ελάμβαναν χώρα κατά κανόνα εγγύς των ακτών, καθώς η δυνατότητα εντοπισμού του αντιπάλου στις ανοικτές θάλασσες ήταν γενικώς περιορισμένη. Ακόμη και τον καιρό του Τραφάλγκαρ, οι δύο στόλοι απέκτησαν οπτική επαφή μεταξύ τους άμα τη έω, προσέγγισαν δε ακόμη περισσότερο ο ένας τον άλλον μέχρι της μεσημβρίας, φθάνοντας σε απόσταση δύο κόμβων. Συνεπώς, ο Νέλσων διέθετε αρκετές ώρες για να κάνει τους υπολογισμούς του και τις προετοιμασίες του και είχε σαφή ιδίαν εικόνα του τακτικού τοπίου.
Στην Γιουτλάνδη, αντιθέτως, Βρεταννοί και Γερμανοί έβλεπαν οι μεν τα σκάφη των δε, στην καλύτερη περίπτωση, ως κουκίδες στον μακρινό –και ήκιστα καθαρό – ορίζοντα. Το Βρεταννικό Βασιλικό Ναυτικό και το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό πλησίασαν το ένα το άλλο σε απόσταση σαράντα κόμβων και επιχειρούσαν, ως επί το πλείστον, εν μέσω συγχύσεως. Εξ ου και η περίφημη κραυγή του Ναυάρχου Sir John R. Jellicoe (1859-1935), Διοικητού του Βρεταννικού Grand Fleet: «Θα΄ θελα να μου ΄λεγε κανείς ποιος πυροβολεί και τι!».
Βεβαίως, προϊούσης της τεχνολογικής εξελίξεως, η δια της οπτικής επαφής απόκτηση ακριβούς εικόνας του τακτικού πεδίου αντικαταστάθηκε, εν πολλοίς, από την συλλογή και ανάλυση πληροφοριών (και) σε τακτικό επίπεδο. Π.χ. κατά την Ναυμαχία της Θαλάσσης των Φιλιππίνων (1944), ο ναύαρχος Raymond A. Spruance ήταν σε θέση να γνωρίζει το ιαπωνικό δόγμα μάχης, την διαταγή μάχης και το σχέδιο μάχης και ελάμβανε συνεχώς, σε κάθε βήμα της εκτελέσεως των ως άνω δογμάτων, διαταγών και σχεδίων, αποκωδικοποιημένα από τις φίλιες υπηρεσίες Πληροφοριών τα υποκλαπέντα σήματα των Ιαπώνων. Έτσι, ο Αμερικανός Ναύαρχος είχε την ευχέρεια της επιλογής, και επέλεξε να πολεμήσει αμυντικώς, καταλαμβάνοντας μία θέση στην Παγκόσμιο Ναυτική Ιστορία ως ο Διοικητής ενός των αντιμαχομένων στόλων σε μία από τις πλέον αποφασιστικές μάχες που έδωσε ποτέ το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό.[17]
[1] Till, Geoffrey, Sea Power. A Guide for the Twenty-Fist Century, London / Portland (Frank Cass). 2006, first publ. 2004, σελ. 162.
[2] Bacon, Francis, “Of The True Greatness of Kingdoms and Estates”, εις: Essays of Francis Bacon, The Essays or Councels, Civil and Moral, of Francis Ld. Verulam Viscount St. Albans, 1618.
[3] Brezet, Fr.-E., “ La pensée navale allemande des origins à 1914”, εις: Coutau-Begarie, Herve (dir.), L’ Evolution de la pensée navale, Paris, Commission Francaise d’ Histoire Maritime – Fondation pour les Etudes de Defence Nationale, Dossier, 41, σελ. 126.
[4] Richmond, “Evidence to the Cabinet Sub-Committee on Shipbuilding”, 5Jan. 1921, Cab 16/37, PRO, London. Σύμφωνα με Till, όρα ανωτ., σελ. 386.
[5] Puleston, Captain (USN) W.D., Mahan: The Life and Works of Alfred Thayer Mahan, New Haven, CT (Yale University Press), 1939, σελ. 294. Till, όρ. ανωτ.
[6] Kinder / Hilgemann Werner, dtv-Atlas zur Weltgeschichte, (Deutscher Taschenbuch Verlag), 25, Ausgabe, 1991, Band (τόμος ) Ι, σελ. 301.
[7] Η παραπομπή σύμφωνα με Mahan, 1892, τ. Ι, σελ. 284.
[8] Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., σελ. 303
[9] Breemer, Jan S., The Burden of Trafalgar: Decisive Battle and Naval Strategic Expectations on the Eve of the First World War, Newport, RI (Naval College Press), 1993.
[10] Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Σίμψα, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, τ. Α΄, σελ. 209.
[11] Όρ. ανωτ.
[12] Όρα λίαν δειγματοληπτικώς Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, σελ. 314-326. Δούσμανη, Σ.Ι., Ναυάρχου (επιμέλεια), Το ημερολόγιον του Κυβερνήτου του «Γ. Αβέρωφ – κατά τους Πολέμους 1912-1913, Αθήναι, 2006, ακριβής ψηφιακή ανατύπωση της εκδόσεως του 1939. Γιώτα Σίγμα ΕΠΕ (εκδόσεις), Ένας Ναύαρχος Θυμάται… Ναυάρχου Αλεξάνδρου Σακελλαρίου Απομνημονεύματα, Αθήναι (αν. χ.), τόμοι 2.
[13]Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., σελ. 393, 494.
[14] Για την δράση του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όρα, λίαν ενδεικτικώς: Sheer, Adm. Reinhard von, Germany’s High Sea Fleet in the World War, London (Cassell), 1920. Jung, Dieter, Die Schiffe der Kaiserlichten Marine 1914-1918 und ihr Verbleib, (Bernard & Graefe Verlag), 2003. Schroeder, Joachim, Die U-Boote des Kaisers. Die Geschichte des deutschen U-Boot-Krieges gegen Grossbritannien im Ersten Weltkrieg, Bonn (Subsidia academica Reihe A Band 3), 2003. Επίσης Mearscheimer, όρ. ανωτ., 246 κ. Εξ Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., σελ. 404 κ. εξ.
[15] Ulrich, Ralph, “Schlacht vor dem Skagerrak”, (Bundeswehr / Marine) www. Bundeswehr.de.
[16] Wilson, C. H., Profit and Power: A study of England and the Dutch Wars, London (Longmans), 1957, σελ. 72. Till, όρ. ανωτ. σελ. 174.
[17] Rodger, σελ. 105 κ. εξ. Bacon, Adm. Sir Regiland, The Life of John Rushworth, Earl Jellicoe, London (Cassell), 1936, σελ. 247. Till, όρ. ανωτ.