ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό και η αντίσταση κατά του Χίτλερ Β ΜΕΡΟΣ


Β ΜΕΡΟΣ

Του Δρ. Ηλία Ηλιόπουλου
Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil)
του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπ/μίου Μονάχου

Περί Αλός

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 577, σελ. 47, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2011. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»

…συνέχεια από το Α΄ΜΕΡΟΣ

Παρά ταύτα, ο τρόπος ενεργείας των Υπηρεσιών Ασφαλείας του καθεστώτος, όπως φάνηκε και κατά την κρίση περί τον Στρατηγό φον Φριτς, ο οποίος εξαναγκάσθηκε σε αποχώρηση κατά τρόπον εξευτελιστικό, έκαμε τον Κανάρη να αρχίσει πλέον να ενεργεί συνειδητά με σκοπό την διατήρηση μιας ενδοσυστημικής ισορροπίας και την αποσόβηση των προσπαθειών των πολιτικά χρωματισμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας να ανατρέψουν το ισοζύγιο ισχύος εντός του υφισταμένου συστήματος εξουσίας. Όπως και ο Στρατηγός Μπεκ (Beck) ή ο αποπεμφθείς Φριτς (Freiherr von Fritsch), στην κορυφή της Ιεραρχίας, αλλά και ένας αυξανόμενος αριθμός συναδέλφων του σε όλα τα κλιμάκια της Ιεραρχίας όλων των Όπλων, ο Κανάρης αντιμετώπιζε, ολοένα και περισσότερο, με περίσκεψη την όλη φιλοσοφία και τον τρόπο ενεργείας του νέου καθεστώτος, θεωρώντας ότι ορισμένα πράγματα σαφώς αντέβαιναν στις συντηρητικές-χριστιανικές αρχές του και εκτιμώντας ότι η αυξανόμενη επιρροή των κομματικών / καθεστωτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας θα αποτελούσε αιτία δεινών και για το Στράτευμα και για την Γερμανία. Την λύση αναζητούσε, μαζί με τόσους άλλους, στην μεταρρύθμιση του καθεστώτος εκ των έσω.

Το κρίσιμο έτος 1938, ο Κανάρης βλέπει να υψώνεται απειλητικό το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής, εξ αιτίας της πολιτικής της Γερμανίας στο ζήτημα της «Κρίσεως της Σουδητίας» (Sudetenland), πρώην γερμανικής επαρχίας που είχε παραχωρηθεί βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών στο νεοϊδρυθέν κράτος της Τσεχοσλοβακίας, καίτοι εκεί διαβιούσε συμπαγής γερμανικός πληθυσμός 4,5 εκατομμυρίων ψυχών – και της οποίας Σουδητίας την αυτονόμηση, σε πρώτη φάση, και απόσχιση, μετέπειτα, από την επικράτεια της Πράγας ζητούσε εντόνως η γερμανική διπλωματία το φθινόπωρο του 1938. Ο Κανάρης έσφαλε στις εκτιμήσεις του, όπως και σύμπασα η Στρατιωτική Ηγεσία, που, όπως γνωρίζουμε από την έρευνα των Γερμανικών και Βρεταννικών Αρχείων, ανέμενε, κυριολεκτικά με «κομμένη την ανάσα», μιαν αποφασιστική και άκαμπτη στάση του Λονδίνου και των Παρισίων, για να κινηθεί προς ανατροπήν του Χίτλερ και εγκαθίδρυση νέας, στρατιωτικής κυβερνήσεως.

Ουδείς μπορούσε να φαντασθεί τότε ότι η Μεγάλη Βρεταννία και η Γαλλία, οι δύο Μεγάλες Νικήτριες Δυνάμεις του 1918 και εξ ορισμού θεματοφύλακες των Συνθηκών Ειρήνης και του διεθνούς εδαφικού και δικαιικού status quo, θα συναινούσαν, κατά την περιλάλητη Σύνοδο του Μονάχου, στην αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης του 1918-19 και θα πρόδιδαν την πιστή σύμμαχο και κατ’ εξοχήν «κράτος των Συνθηκών», Τσεχοσλοβακία, συναινώντας στην αυτονόμηση της τσεχοσλοβακικής επαρχίας της Σουδητίας, την οποία λυσσωδώς διεκδικούσε η ναζιστική Γερμανία, που είχε υψώσει, τα χρόνια εκείνα, το λάβαρο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των «μειονοτήτων» (Minderheiten) και «εθνοτικών ομάδων» (Volksgruppen) ανά την Ευρώπη. Επρόκειτο για την γνωστή πολιτική – αλλά και νοοτροπία – του «Κατευνασμού» (Appeasement / Beschwichtigung), ένεκα της οποίας ο Βρεταννός Πρωθυπουργός Σερ Νέβιλλ Τσάμπερλαιν και οι ιθύνοντες της Γηραιάς Αλβιώνος τόσο στηλιτεύθηκαν τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια.

Θεωρώντας, ευλόγως, ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν ταχθεί να υπερασπίζονται το διεθνές δικαιικό και εδαφικό status quo – και δη η θαλασσοκράτειρα και οιονεί Ηγεμονική Δύναμη Μ. Βρεταννία – δεν θα έστεργαν, επ’ ουδενί, στην μεταβολή του καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας, επ’ ωφελεία μάλιστα του Γερμανικού Ράιχ και επί ζημία ενός κατ’ εξοχήν συμμάχου τους, όπως η Τσεχοσλοβακία, ο Κανάρης απηύθυνε επανειλημμένες προειδοποιήσεις προς την Ανωτάτη Ηγεσία της Βέρμαχτ και, ιδιαιτέρως, προς τον Αρχηγό Ναυτικού Ναύαρχο Ραίντερ, για την απειλή εμπλοκής σε έναν Ευρωπαϊκό Πόλεμο, όπως έλεγαν στην γλώσσα της εποχής, συνεπεία της τυχοδιωκτικής στάσεως του Χίτλερ επί του ζητήματος της Σουδητίας [11]. Πλην όμως, η έκβαση της Τσεχοσλοβακικής / Σουδητικής Κρίσεως όχι μόνον διέψευσε τις εκτιμήσεις πολλών συγχρόνων παρατηρητών (μεταξύ αυτών και του Κανάρη), αλλά κυρίως οδήγησε στο να καταγάγει ο Χίτλερ έναν περιφανή διπλωματικό θρίαμβο, και δη τον δεύτερο μέσα στην ίδια εκείνη χρονιά (είχε προηγηθεί η Προσάρτηση», το Anschluss, της ιδιαίτερης πατρίδας του Χίτλερ, Αυστρίας, στις αρχές του 1938). Έτσι χάθηκε μια πράγματι ιστορική ευκαιρία, την οποία διακαώς ανέμεναν οι κύκλοι της λεγομένης «Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως» του Στρατού, να προκληθεί μείζων κρίση νομιμοποίησης του συστήματος, στο εσωτερικό της Γερμανίας, συνεπεία μιας σοβαρής εξωτερικής εμπλοκής, σε περίπτωση που οι Αγγλογάλλοι είχαν επιδείξει μέχρι τέλους σθεναρή στάση, κάτι το οποίο, τουλάχιστον από την οπτική γωνία των Στρατιωτικών και σύμφωνα με τα εκτενή σχέδιά τους, θα είχε οδηγήσει σε καθεστωτική μεταβολή.

Αντιθέτως, τώρα, ακόμα και οι πλέον δεδηλωμένοι αντίπαλοι του καθεστώτος δεν μπορούσαν παρά να χειροκροτήσουν την εντυπωσιακή όσο και αναίμακτη αποτίναξη, εν μέρει τουλάχιστον, των δεσμών της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ενώ σε όλους, από τα δεξιά μέχρι τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, φαινόταν κατ’ αρχήν θεμιτή και αξιέπαινη εξέλιξη η ενσωμάτωση, στον εθνικό κορμό, των γερμανικών πληθυσμών και μειονοτήτων, πρώτα της εναπομεινάσης (μετά την διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων) «γερμανικής» Αυστρίας και, μετέπειτα, της τσεχικής Σουδητίας.

Προϊόντος του χρόνου, και παραλλήλως προς την εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων, εξελίσσονται και οι κατά περίσταση σκοποί του Κανάρη. Αρχικά, μέχρις ότου εκδηλωθεί η διεθνής κρίση, επιδιώκει την διατήρηση μιας κάποιας ισορροπίας εντός του γερμανικού συστήματος εξουσίας, και ειδικώτερα την ισορροπία μεταξύ Πολεμικού Ναυτικού (και Ενόπλων Δυνάμεων, εν γένει) και πολιτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας του ναζιστικού καθεστώτος. Εν συνεχεία, από της εκδηλώσεως της κρίσεως της Σουδητίας και μέχρι της ενάρξεως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κανάρης επιδιώκει να αποσοβήσει την έκρηξη συρράξεως. Τέλος, μετά την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, οι προσπάθειές του κατατείνουν στην αποσόβηση μιας επεκτάσεως του πολέμου και πέραν της Πολωνίας, δεδομένου ότι θεωρεί ένα γενικευμένο πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας ολέθριο για την Γερμανία.

Ανάλογη υπήρξε και η εξέλιξη της περί Χίτλερ αντιλήψεως του Κανάρη. Αρχικά, δεν διέκειτο αρνητικά έναντι του επικεφαλής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Όπως η συντριπτική πλειονότητα των συγχρόνων του, έβλεπε στον ανερχόμενο «αστέρα» της γερμανικής πολιτικής τον διακαώς αναμενόμενο ηγέτη που θα οδηγούσε την Γερμανία στην εθνική της ανάταση. Οι αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις του Κανάρη συνέβαλαν, επίσης, στην πίστη για την αναγκαιότητα μιας στιβαρής, έως αυταρχικής, κυβερνήσεως, η οποία θα απέτρεπε την διολίσθηση της Γερμανίας σε δεινές εμφυλιοπολεμικές ατραπούς ή, ακόμα χειρότερα, στον δρόμο της Ρωσσίας. Φαίνεται, όμως, ότι ο συντηρητικών-χριστιανικών αρχών Κανάρης προτιμούσε μάλλον ένα αυταρχικό σύστημα διακυβερνήσεως ανάλογο εκείνου του Στρατηγού Φραγκίσκου Φράνκο στην Ισπανία (με την οποία, άλλωστε, ήταν ιδιαιτέρως εξοικειωμένος, λόγω μακροχρόνιας κατασκοπευτικής δράσεως και παραμονής εκεί) παρά αυτό που η επιστημονική βιβλιογραφία αποκαλεί ολοκληρωτικό σύστημα (όπως εκείνο του Χίτλερ).



Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Φραγκίσκος Κανάρης
με τα δυο σκυλάκια του. ΦΩΤΟ:
http://www.forosegundaguerra.com/viewtopic.php?f=34&t=12088

Γεγονός παραμένει, πάντως, ότι, ως Αξιωματικός, ο Κανάρης επετέλεσε το καθήκον του καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας του και μέχρι της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά του τον Φεβρουάριο του 1944. Δεδομένου μάλιστα ότι προΐστατο μιας τόσο κρίσιμης θέσεως, μπορεί να λεχθεί, και έχει λεχθεί, ότι συνετέλεσε και αυτός στην επιτυχή έκβαση των σχεδιασμών και επιχειρήσεων της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας σε διάφορες φάσεις. Έτσι, ως επικεφαλής της Εξωτερικής Αντικατασκοπίας, ο Κανάρης είχε άμεση ανάμειξη, από κοινού με τον Στρατηγό Κάϊτελ, τον επικεφαλής της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως (Oberkommando Wehrmacht), στην σχεδίαση και εκτέλεση της περιλάλητης «προβοκάτσιας» στον σταθμό του Γκλάϊβιτς, στην γερμανοπολωνική μεθόριο, στις 17 Αυγούστου 1939. Επρόκειτο για την σκηνοθεσία υποτιθεμένης επιθέσεως Πολωνών εναντίον του γερμανικού μεθοριακού σταθμού του Γκλάϊβιτς, η οποία αποσκοπούσε στο να προσδώσει την απαιτουμένη «νομιμοποίηση» στην επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας που έμελλε να επακολουθήσει (τέτοιες περιπτώσεις σκηνοθετημένων «επιθέσεων» ή και «σφαγών» μάς είναι, εν τω μεταξύ, ιδιαιτέρως γνωστές από ανάλογα περιστατικά από τον χώρο της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, την δεκαετία του ’90 – ή από το επεισόδιο στον Κόλπο του Τον-Κινγκ την εποχή του Πολέμου του Βιετνάμ κ.ο.κ.).

Έκτοτε, από το 1939 και μέχρι τέλους της υπηρεσίας του, ο Αξιωματικός του Ναυτικού μοιάζει να ακροβατεί κυριολεκτικά μεταξύ, αφ’ ενός μεν, της πιστής εκπληρώσεως των καθηκόντων του, όπως είχε ταχθεί και ορκισθεί ως στρατιώτης και, αφ’ ετέρου, της ολοένα διογκούμενης αντιπάθειάς του έναντι του καθεστώτος, όπως αυτή απορρέει από το όλο αξιακό σύστημά του, αλλά και από την διαρκώς σωρευόμενη πείρα του. Είναι, ίσως, αυτός ο κατ’ εξοχήν λόγος, για τον οποίο ο Κανάρης τόσο πολύ αγαπήθηκε από ευρύτατες μάζες του γερμανικού λαού και κατέστη εμβληματική μορφή της πρώτης μεταπολεμικής γερμανικής γενιάς. Πιθανόν, χιλιάδες Αξιωματικών, αλλά και εκατομμύρια άλλων Γερμανών πολιτών, έβλεπαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που ενσάρκωνε και την δική τους μοίρα: μεταξύ πιστής, μέχρι τέλους, εκτελέσεως του καθήκοντος, όπως είχαν διαπαιδαγωγηθεί επί γενεές γενεών, και απορρίψεως ενός καθεστώτος που, υπό συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης, ολοένα και σαφέστερα απέκλινε από τις συντηρητικές αρχές, με τις οποίες ακριβώς είχαν γαλουχηθεί. Ο ίδιος ο Κανάρης φαίνεται ότι έφερε, από ενός σημείου και μετέπειτα, εμφανή - τουλάχιστον για τους στενούς συνεργάτες του - τα σημάδια αυτής της αέναης εσωτερικής πάλης. Ήδη από το 1942, οι τελευταίοι διακρίνουν στο πρόσωπο του προϊσταμένου τους κόπωση, αυξανόμενο αίσθημα παραιτήσεως, απαισιοδοξία - εν τέλει δε ακόμη και αστοχίες κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων [12].

Την 21η Μαρτίου 1944, ο Κανάρης λαμβάνει επιστολή της Ανωτάτης Διοικήσεως του Πολεμικού Ναυτικού (Oberkommando der Kriegsmarine), όπου αναφέρεται ρητώς ότι «ο Ανώτατος Διοικητής του Πολεμικού Ναυτικού γνωρίζει στον Ναύαρχο Κανάρη, την 10η Μαρτίου 1944, ότι θα προβεί στην απομάκρυνσή του από την ενεργό Υπηρεσία από 30ης Ιουνίου 1944» [13].

Ο Κανάρης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμα του, αφ’ ης στιγμής ο Χίτλερ είχε, εν τω μεταξύ, υποκύψει στις απαιτήσεις του Αρχηγού των SS, Χάϊνριχ Χίμμλερ (Heinrich Himmler) περί ιδρύσεως μιας ενιαίας γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Ο Αρχηγός των SS είχε δικαιολογήσει τις αξιώσεις του, μεταξύ άλλων, παραπέμποντας και στις επανειλημμένες «δυσλειτουργίες» του Γραφείου Αντικατασκοπίας της Βέρμαχτ. Η συγχώνευση, όμως, της Στρατιωτικής Αντικατασκοπίας και της κομματικής / πολιτικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS, υπό την ηγεσία του Χίμμλερ, συνεπήγετο μία «απεριόριστη κυριαρχία των SS» - και αυτό ακριβώς επήλθε δυνάμει της Διαταγής του Φύρερ (Fuehrerbefehl) της 12ης Φεβρουαρίου 1944 [14].

Ο Ναύαρχος Κανάρης ετέθη υπό περιορισμόν στο φρούριο Λάουενσταϊν για ένα διάστημα και μέχρι της πλήρους διαλύσεως του Γραφείου Αντικατασκοπίας των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Ιούνιο του 1944. Μετά την άρση του καθεστώτος περιορισμού του δεν επανήλθε μεν στην ενέργεια, αλλά ετέθη σε διαθεσιμότητα και, από των αρχών Ιουλίου 1944, μάλλον απροσδοκήτως, ανέλαβε την θέση του Επικεφαλής του Ειδικού Επιτελείου της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως για τον Εμπορικό και Οικονομικό Πόλεμο, στο Βερολίνο. Δεν έμελλε, όμως, να παραμείνει στην νέα του θέση επί μακρόν, διότι εν τω μεταξύ έλαβε χώρα, την 20η Ιουλίου 1944, η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ από τον Συν/χη Κλάους φον Στάουφφενμπεργκ και τους συνωμότες Αξιωματικούς. Στις 23 Ιουλίου ο Ναύαρχος Κανάρης συνελήφθη, κατόπιν ενοχοποιητικής εις βάρος του ομολογίας ενός πρώην συνεργάτη του, και ετέθη και πάλιν υπό περιορισμό στην Σχολή Συνοριακής Αστυνομίας στο Φύρστενμπεργκ [15]. Στις 25 Ιουλίου ο Βίλχελμ Φραντς Κανάρης επαύθη οριστικώς από την ενεργό υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό, [16] δυνάμει εντολής του Αρχηγού Ναυτικού, Μεγάλου Ναυάρχου Καρόλου Νταίνιτς (Karl Doenitz), ο οποίος, ως γνωστόν, παρέμεινε πιστός στον Φύρερ μέχρι τέλους. Από την Σχολή Συνοριακής Αστυνομίας, όπου προσωρινώς εκρατείτο, ο Κανάρης μεταφέρθηκε στην διαβόητη Πριντς -Άλμπρεχτ-Στράσσε (οδός Πρίγκηπα Αλβέρτου) του Βερολίνου, την ιδιόκτητη, τρόπον τινά, φυλακή του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (Reichssicherheitshauptamt) της Κρατικής Μυστικής Αστυνομίας GESTAPO (Geheime Staatspolizei), όπου και παρέμεινε, τουλάχιστον, μέχρι της 19ης Αυγούστου 1944 [17].

Οι Αξιωματικοί που συμμετείχαν στην Αντίσταση κατά του χιτλερικού καθεστώτος υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Οι ομολογίες του Αντισυνταγματάρχου Φρειδερίκου Γουλιέλμου Χάϊντς (Friedrich Wilhelm Heinz) και του Στρατηγού Αλεξάνδρου φον Πφουλχάϊμ (Alexander von Pfulheim) ενοχοποιούσαν σοβαρά τον Κανάρη. Οι κατηγορίες δε της εσχάτης προδοσίας –ούτως ή άλλως, βαρύτατες – καθίσταντο κυριολεκτικά ασύγγνωστες προκειμένου για τον επί πολλά χρόνια Διευθυντή του Γραφείου Αντικατασκοπίας Εξωτερικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Κανάρης προσπάθησε να διαψεύσει τις εις βάρος του κατηγορίες και να αποδράσει από τον ασφυκτικό ανακριτικό κλοιό, επιδεικνύοντας καρτερία, υπομονή, θάρρος, επιμονή και ευρηματικότητα. Η καταστροφή των εγκαταστάσεων του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ, λόγω των αλλεπαλλήλων, σφοδρών βομβαρδισμών του Βερολίνου από τους προελαύνοντες Συμμάχους, είχε ως αποτέλεσμα την μεταφορά του Ναυάρχου, στις 7 Φεβρουαρίου 1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Φλόσσενμπυργκ.
Η τύχη, που τόσο συχνά στο παρελθόν του είχε σταθεί αρωγός, δεν τον βοήθησε αυτήν την φορά.
Περί τις αρχές Απριλίου του 1945, οι Αρχές Ασφαλείας ανακάλυψαν τυχαίως κάποιες σημειώσεις του Κανάρη (τα μετέπειτα γνωστά ως «Ημερολόγια του Κανάρη» / Canaris Tagebuecher) σε ένα κλειστό θωρακισμένο ερμάριο. Εκεί αναφέρονταν όλοι οι «συνωμότες» της 20ης Ιουλίου 1944. Μόλις έλαβε γνώση του περιεχομένου των σημειώσεων, ο Χίτλερ απεφάσισε προσωπικώς την άνευ χρονοτριβής εξόντωση όλων των εναπομεινάντων «προδοτών» Αξιωματικών. Ο «αινιγματικός Ναύαρχος» είχε κομβική θέση στο δίκτυο της συνομωσίας εναντίον του καθεστώτος, και μάλιστα από πολύ νωρίς [18].

Το παράδοξο, ίσως, εν προκειμένω, είναι ότι ο Κανάρης προσωπικώς είχε αποκλείσει την επιλογή της φυσικής εξοντώσεως του Χίτλερ [19]. Είναι αρκετά δυσεξήγητο στους μεταγενεστέρους, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι την εποχή εκείνη είχαν διεξαχθεί εργώδεις συζητήσεις, έως και διαμάχες, οι οποίες προσλάμβαναν μάλιστα θεωρητικό-φιλοσοφικό χαρακτήρα, μεταξύ των πρωτεργατών της λεγομένης Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως, για το εάν ήταν θεμιτός και συγγνωστός, ή όχι, ο φόνος του Αρχηγού του Κράτους (είναι η περίφημη θεματική της «Τυραννοκτονίας»). Παρά την κεντρική θέση του στο δίκτυο των συνομωτών, την οποία κατείχε καθ’ όλο το διάστημα που προηγήθηκε, o Ναύαρχος Κανάρης δεν συμμετείχε ενεργώς στην τελική φάση της επιχειρήσεως της 20ης Ιουλίου 1944, θεωρώντας ότι το εγχείρημα έπασχε σοβαρώς σε επίπεδο σχεδιάσεως. Οι ρεαλιστικές ενστάσεις του, οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί στους αρμοδίους, επρόκειτο δυστυχώς να επαληθευθούν. Η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ απέτυχε, παρέσχε δε την από μακρού αναμενομένη δυνατότητα στους μηχανισμούς ασφαλείας του καθεστώτος, ώστε να προχωρήσουν στην οριστική «εκκαθάριση λογαριασμών» με την Ηγεσία του Στρατεύματος και το Σώμα των Αξιωματικών – με αποτέλεσμα να συρθεί η Γερμανία ολοκληρωτικά, πλέον, και άνευ ουδεμιάς ελπίδος επιστροφής στην συντριβή.

Εν τούτοις, αυτό ουδόλως μειώνει την σημασία του γεγονότος ότι, καθ’ όλο το προηγηθέν διάστημα, ο Ναύαρχος Κανάρης αποτέλεσε έναν από τους κατ’ εξοχήν πυλώνες της Στρατιωτικής Αντιστάσεως και συνεισέφερε τα μέγιστα στην εν γένει προπαρασκευή των όρων και συνθηκών που οδήγησαν στην 20η Ιουλίου [20]. Στην περίπτωση του Γουλιέλμου Κανάρη αντικατοπτρίζεται η ιστορία της σταδιακής εξελίξεως ενός Αξιωματικού του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, από θιασώτη, αρχικά, του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, σε άσπονδο εχθρό του τελευταίου. Αυτή, ωστόσο, υπήρξε η εξέλιξη και πολλών άλλων συναδέλφων του, εντός και εκτός Πολεμικού Ναυτικού. Εκείνο, συνεπώς, το οποίο δύναται να θεωρηθεί ως καθοριστικό για την αναγνώριση ξεχωριστού ρόλου στην προσωπικότητα του Ναυάρχου Κανάρη είναι ότι η μεταβολή αυτή δεν παρέμεινε εσώτερη, προσωπική υπόθεση, όπως συχνέστατα συνέβη στις περιπτώσεις άλλων Αξ/κών, αλλά ο ίδιος ο Κανάρης, διαρκούσης της ναζιστικής παντοκρατορίας, ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη και ριζική αντίθεση έναντι του καθεστώτος, ενεργώντας μάλιστα ποικιλοτρόπως και συστηματικώς με σκοπό την εξασθένιση και, εν τέλει, την ανατροπή του τελευταίου.

Εξαιτίας της θέσεως την οποία κατείχε, στην κορυφή της στρατιωτικής υπηρεσίας της Αντικατασκοπίας Εξωτερικού, των επαφών που είχε αναπτύξει στο εξωτερικό με ποικίλους κύκλους, της μακράς πείρας του στον τομέα Intelligence / Πληροφοριών και μυστικών αποστολών, αλλά και της εντυπωσιακής γλωσσομάθειάς του, ο Ναύαρχος αποδεικνύεται, κατ’ ουσίαν, υπό το φως της συνολικής μελέτης των αρχείων και στοιχείων, ως ο άνθρωπος ο οποίος, ήδη από το 1938 και μέχρι της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά του, τον Ιούλιο του 1944, απεργαζόταν με αξιοσημείωτη υπομονή, επιμονή και μεθοδικότητα σχέδια ανατροπής του χιτλερικού καθεστώτος. Τα βαρυσήμαντα έγγραφα, τα οποία απεκαλύφθησαν σε ένα Σταθμό Αντικατασκοπίας, στο Τσόσσεν, στο «Στρατόπεδο Ζέππελιν», μετά την 20η Ιουλίου, αποδεικνύουν την τραγικότητα του ανδρός.

Στο Φλόσσενμπυργκ συνήλθε ένα «Στρατοδικείο» των SS την 8η Απριλίου 1945. Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 9ης Απριλίου, ο Ναύαρχος Κανάρης εξετελέσθη δι’ απαγχονισμού. Μαζί του εκτελέσθηκαν και ο συνεργάτης του, Υποστράτηγος Ιωάννης Όστερ (Hans Oster), ο σπουδαίος αντιστασιακός θεολόγος Ντήτριχ Μπονχαίφφερ (Dietrich Bonhoeffer), διακεκριμένος χριστιανός και πατριώτης, ο Στρατοδίκης του Γενικού Επιτελείου Κάρολος Ζακ (Κarl Sack), ο Λοχαγός Λουδοβίκος Γκαίρε (Ludwig Gehre), ο Λοχαγός Θεόδωρος Στυνκ (Theodor Stuenck) και, κατά πάσαν πιθανότητα, μαζί με τους προαναφερθέντες και ο Στρατηγός φον Ράμπεναου (von Rabenau) [21]. Οι σωροί των απαγχονισθέντων εκάησαν από το απόσπασμα των SS.
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_29.html
 

Το Γ΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός...
Για το Α΄ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[11] Abshagen, σελ. 186.
[12] Όρα “Kaltenbrunner-Berichte”, σελ. 369-70, 425.
[13] Όρα Ηoehne, σελ. 321
[14] Όρα ανωτ., σελ. 528
[15] Όρα ανωτ., σελ. 542 κ. εξ.
[16] Όρ. ανωτ., σελ. 555.
[17] Βλέπε Schlabrendorff, Fabian von, Offiziere gegen Hitler, Zuerich / Wien / Konstanz, 1951, σελ. 199.
[18] Όρα Ηoehne, σελ. 563 κ. εξ. και 567.
[19] Όρα ανωτ., σελ. 537 καθώς επίσης “Kaltenbrunner-Berichte”, σελ. 369, και Meinl, σελ. 257 και 293.
[20] Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση-ομολογία πολλών Αξιωματικών, όπως
παρατίθεται από τον Schlabrendorff, όρ. ανωτ., σελ.174: «Έτσι ζούσαμε την μια απογοήτευση κατόπιν της άλλης, μέχρις ότου στις 6 Ιουνίου άρχισε η εισβολή (Σ.Μ. εννοεί την εισβολή στην Νορμανδία)… Η απομάκρυνση του Κανάρη το 1944 (Σ.Μ.: εννοεί: από την ενεργό υπηρεσία) ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή και εξ αιτίας του ότι αυτός είχε πληροφορηθεί πολλά μέσω των συνδέσμων του, τα οποία και ήσαν σημαντικά. Έτσι, μόνος ο Κανάρης, από όλους τους άλλους, είχε πληροφορηθεί τις αιτήσεις της Γκεστάπο προς το Γραφείο Ερευνών για την διενέργεια τηλεφωνικών παρακολουθήσεων… Ο Κανάρης ήταν εν εκτάσει ενήμερος για τα μέτρα της Γκεστάπο.»
[21] Bethge, Eberhard, Dietrich Bonhoeffer. Theologe, Christ, Zeitgenosse. Eine
Biographie, Guetersloh, 2001, σελ. 1038.

 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό και η αντίσταση κατά του Χίτλερ


 
Α ΜΕΡΟΣ

Του Δρ. Ηλία Ηλιόπουλου
Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil)
του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπ/μίου Μονάχου

Περί Αλός

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 577, σελ. 47, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2011. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»




 

Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος
Φραγκίσκος Κανάρης
(Wilhelm Franz Canaris).
ΦΩΤΟ: Deutsches Bundesarchiv

Αντί προλόγου
«Η παράδοση της ναυτοσύνης πηγάζει από την αυτοσυνειδησία του Ανθρώπου καθώς έρχεται αντιμέτωπος με την Θάλασσα. Είναι μία παράδοση αγώνα και θυσίας. Η Θάλασσα διαπλάθει τον Άνθρωπο.
Καλλιεργεί το ελεύθερο πνεύμα, την ισχυρή βούληση, αλλά και την εσώτερη σεμνότητα, αφυπνίζει την συνείδηση... Γενιές και γενιές ναυτικών ανατράφηκαν και ανδρώθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά της Θάλασσας. Με τέτοιο υλικό πλάσθηκε μία συντροφικότητα, που όμοιά της δεν βρίσκει κανείς παρά μόνον στην Θάλασσα...
Η ναυτοσύνη αξιώνει όλο το είναι του Ανθρώπου. Η υπηρεσία στο κατάστρωμα θέλει άνδρες με πνεύμα αυτεξούσιο και συναίσθηση ευθύνης, αποφασιστικούς και επίμονους, καρτερικούς αλλά και έτοιμους να θυσιάσουν το μέρος υπέρ του όλου...
Χρειάζεται όμως και σύμβολα. Διότι είναι στα σύμβολα που σαρκώνεται η ναυτική παράδοση, γίνεται ορατή – και δεσμευτική. Σύμβολα μπορούν να αποτελέσουν πρόσωπα, πράγματα, ονόματα

(Από την Ημερήσια Διαταγή του Γενικού Επιθεωρητού του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ναυτικού, Αντιναυάρχου Φρειδερίκου Ρούγκε (Friedrich Ruge), της 27ης Φεβρουαρίου 1957: «Για την συντήρηση της Παραδόσεως»).

 
Τα ονόματα των Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, η διαδρομή των οποίων αποτελεί το θέμα του ανά χείρας πονήματος, αναδείχθηκαν σε σύμβολα της Ναυτικής Ιστορίας – και του αγώνα για την υπεράσπιση της τιμής του Πολεμικού Ναυτικού από την βεβήλωση του Φασισμού, αλλά και για την διαφύλαξη του ελευθέρου πνεύματος, των ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αρχών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
 
Εισαγωγική παρατήρηση
Η ιστορική έρευνα διακρίνει τρεις περιόδους και, συνακόλουθα, τρεις ομάδες Αξιωματικών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού που, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμμετείχαν στην Αντίσταση εναντίον του χιτλερικού καθεστώτος, από το έτος 1938 μέχρι το καλοκαίρι του 1944, οπότε και έλαβε χώρα η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, εκ μέρους του λεγομένου «Κύκλου των Αξιωματικών της 20ής Ιουλίου»:

– Στην πρώτη ομάδα, η οποία διακρίνεται ήδη από το 1938, συγκαταλέγονται ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Κανάρης (Wilhelm Canaris) καθώς επίσης και ο Aντιπλοίαρχος Δρ. Φραγκίσκος-Μάριος Λήντιχ (Franz-Maria Liedig).

– Στην δεύτερη ομάδα συγκαταλέγεται ο Ανώτερος Ναυτοδίκης Berthold Schenk Graf von Stauffenberg, αδελφός του Συνταγματάρχου Claus Schenk Graf von Stauffenberg, του εκ των πρωταιτίων και φυσικού αυτουργού της δολοφονικής απόπειρας κατά του Χίτλερ την 20η Ιουλίου του 1944. Ο Αξιωματικός της Ναυτικής Δικαιοσύνης ανήκε στον πυρήνα του Κύκλου της 20ης Ιουλίου, και τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο προσωπικό του αξιακό σύστημα, στην εν γένει κοινωνική του δραστηριότητα καθώς και στις επικοινωνίες που είχε με παράγοντες της λεγομένης «Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως» (National-konservative Opposition).

– Στην τρίτη ομάδα συγκαταλέγεται ο Πλωτάρχης Αλφρέδος Κράντσφελντερ (Alfred Kranzfelder), ο οποίος, ορμώμενος επίσης εκ των προσωπικών του αρχών και πεποιθήσεων, αλλά και χάρις στον προσωπικό σύνδεσμό του με τον εκλεκτό φίλο και συνάδελφό του, Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Berthold von Stauffenberg, προσχώρησε στην Αντίσταση κατά του ναζιστικού καθεστώτος [1].

Ο Ναύαρχος Κανάρης
Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Φραγκίσκος Κανάρης (Wilhelm Franz Canaris), γεννηθείς την Πρωτοχρονιά του 1887, αποτελεί μία προσωπικότητα που, στο διάβα του χρόνου, δεν έπαυσε να προσελκύει το ενδιαφέρον των ερευνητών και να αποτελεί, κατά παράξενο ίσως τρόπο, μιαν από τις δημοφιλέστερες μορφές της εποχής του Τρίτου Ράιχ – συνάμα δε και μιαν από τις πλέον αινιγματικές, αφού η προσωπική, επαγγελματική και πολιτική διαδρομή του συνοδεύεται από πολλές αντιφάσεις, ενώ οι επανειλημμένες απόπειρες της βιογραφίας του, που έγιναν κατά καιρούς, κυμάνθηκαν μεταξύ αγιογραφίας και πλήρους απορρίψεως. Έτσι, άλλοι τον εμφάνισαν ως απολύτως συνυπεύθυνο των πράξεων της ναζιστικής Γερμανίας, ή και ως εγκληματία πολέμου ακόμη, όχι λιγότερο ένοχο από ό,τι οι λοιποί στρατιωτικοί και πολιτικοί ιθύνοντες του καθεστώτος εκείνου, [2] ενώ άλλοι, πάλι, τον παρουσίασαν ως κατ’ εξοχήν πατριώτη, ορκισμένο αντίπαλο του Ναζισμού και εμβληματική μορφή της Αντιστάσεως, που έσωσε την τιμή του Πολεμικού Ναυτικού, των Ενόπλων Δυνάμεων και της ιδίας της Γερμανίας [3].

Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι αυτήν την αντίληψη, του ωραίου Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος προσπαθεί να διασώσει την προσωπική του τιμή και την τιμή του Όπλου, αλλά και της Πατρίδας τελικώς, και ανθίσταται στην χιτλερική βαρβαρότητα, την απαντά κανείς ευρέως διαδεδομένη στην γενεά των Γερμανών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και στην αμέσως επόμενη μεταπολεμική γενεά, και το γεγονός δεν είναι άσχετο με την θεαματική επιτυχία που είχε η κλασσική ταινία του παλαιού γερμανικού κινηματογράφου «Κανάρης» (αντιστοίχου του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50 και του ’60), με τους εξαιρετικά δημοφιλείς, μεταξύ των παλαιοτέρων ηλικιών, Γερμανούς ηθοποιούς Ο. E. Hasse (στον κεντρικό ρόλο του Ναυάρχου Κανάρη) και Martin Held (στον ρόλο του Στρατηγού των SS Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ).

Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, και στο πνεύμα της αμφισβήτησης που ενσάρκωνε η λεγόμενη «γενιά του ’68» (ανάλογη της «γενιάς του ’73», παρ’ ημίν), ο ιστορικός Χάϊντς Χαίλε (Heinz Höhle) επέτυχε να παρουσιάσει μιαν αρκετά διαφοροποιημένη από τις προγενέστερες και εξαιρετικά ισορροπημένη βιογραφία του Ναυάρχου Κανάρη, συνεκτιμώντας ιδιαιτέρως την ανατροφή και τον εγκοινωνισμό του νεαρού Αξιωματικού του (τότε ακόμη) Αυτοκρατορικού Ναυτικού, την εποχή του Δευτέρου Γερμανικού Ράιχ και του Κάϊζερ Γουλιέλμου (Kaiser Wilhelm), την θητεία του κατά την ταραχώδη περίοδο της μεσοπολεμικής γερμανικής «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (Weimarer Republik), καθώς επίσης και την εν γένει συγκρότηση της προσωπικότητάς του [4].



Η καμπάνα του SMS Dresden. Μουσείο Στρατιωτικής
Ιστορίας, Δρέσδη. (Militärhistorisches Museum der Bundeswehr,
Dresden) ΦΩΤΟ:  http://www.mhmbw.de/

Ο Βίλχελμ Κανάρης ενετάχθη στο Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό (Kaiserliche Marine) το έτος 1905, και το 1908 απέκτησε τον βαθμό του Aνθυποπλοιάρχου. Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, τον βρήκε επί της «Δρέσδης», όπου υπηρετούσε από το 1912 (Kreuzer “Dresden”).
Το πλοίο του βυθίζεται, και ο ίδιος κατορθώνει να διασωθεί κατά τρόπον πραγματικά περιπετειώδη και θεαματικό. Επιστρέφει στην Γερμανία μέσω Ισπανίας, για να επανενταχθεί στις τάξεις των μαχομένων συμπατριωτών του, και το 1917 προάγεται σε Υποπλοίαρχο. Εν τω μεταξύ, έχει μετατεθεί στα Υποβρύχια. Μετά τον πόλεμο, ο Κανάρης διάγει ένα διάστημα στο Βερολίνο, γεγονός που θα αποτελέσει την βάση της φημολογούμενης, έκτοτε, διασυνδέσεώς του με την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg) και του Καρόλου Λήμπκνεχτ (Karl Liebknecht), δύο ηγετικών στελεχών του επαναστατικού Σπαρτακιστικού (Κομμουνιστικού) Κινήματος και των εξεγέρσεων του 1919-20. Παρ’ ότι ο Κανάρης φαίνεται να ήταν άμοιρος της εξελίξεως αυτής, η σκιά της ενδεχόμενης συνενοχής του στην δολοφονία των προαναφερθεισών εμβληματικών μορφών του γερμανικού Σπαρτακιστικού Κινήματος φαίνεται πως έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη επάνω του [5]. Το 1919 υπηρετεί, κατ’ αρχάς, ως Αξιωματικός-Σύνδεσμος του Ναυαρχείου στο Στρατηγείο της Μεραρχίας του Ιππικού της Φρουράς, στο Βερολίνο. Εν συνεχεία, μετατίθεται στο Υπασπιστήριο του Σοσιαλδημοκράτη Υπουργού Αμύνης Γουσταύου Νόσκε (Gustav Noske), ο οποίος και διαδραμάτισε τον κύριο και αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στην ένοπλη καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων που συντάραξαν την ηττημένη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και απείλησαν σοβαρά την νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Εκ της θέσεώς του εκείνης, ο Κανάρης έχει την δυνατότητα να αναπτύξει σειρά επαφών με την Διοίκηση του Ναυτικού [6].

Το 1920 εκρήγνυται το κίνημα της άλλης πλευράς, που κατέστη γνωστό στην ιστοριογραφία ως «Κίνημα Καππ-Λύττβιτς» (Kapp-Luettwitz-Putsch), από τα ονόματα των πρωτεργατών του. Ακολουθώντας, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του, τον Ναύαρχο φον Τρότα (von Trotha), ο Κανάρης συντάσσεται και αυτός με την νέα επαναστατική εθνικιστική κυβέρνηση του Στρατιωτικού Διοικητού Βερολίνου, Στρατηγού Βάλτερ φον Λύττβιτς (Walter von Luettwitz). Το κίνημα, ωστόσο, έληξε άδοξα, και μια πλειάδα Αξιωματικών συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και ο Κανάρης. Κινήματα και αντικινήματα ήταν κάτι το σύνηθες τα ταραγμένα εκείνα χρόνια, και οι συλλαμβανόμενοι αμνηστεύονταν ή αφήνονταν ελεύθεροι μετ’ ου πολύ. Έτσι, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο Κανάρης διετάχθη να εγκαταλείψει το Βερολίνο και τοποθετήθηκε ως Αξιωματικός του Ναυαρχείου στον Ναύσταθμο της Βαλτικής Θαλάσσης – ή Ανατολικής Θαλάσσης, όπως λέγεται στην Γερμανική (Ostsee). To 1922 τοποθετείται ως Πρώτος Αξιωματικός στο «Βερολίνο» (Κreuzer Berlin), για να μετατεθεί αργότερα και πάλι στην πρωτεύουσα, και να αναλάβει μιαν λεπτή και υψηλής σημασίας θέση: την ευθύνη των εμπιστευτικών επιχειρήσεων, για λογαριασμό του Υπουργείου των Ναυτικών του Ράιχ, στο εξωτερικό. Συγχρόνως, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’20, ο Κανάρης διατηρεί επαφές με τον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο, και δη με τον λεγόμενο «Σύνδεσμο των Βίκιγκς» (Wiking-Bund), ενώ παραμένει συναισθηματικά συνδεδεμένος με τους πρώην μαχητές των λεγομένων «Ελευθέρων Σωμάτων» (Frei Korps), που είχαν προκύψει από την (διαταχθείσα από τις Νικήτριες Δυνάμεις) ευρύτατης κλίμακας αποστράτευση και συρρίκνωση του Γερμανικού Στρατού και είχαν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην καταστολή των κομμουνιστικών εξεγέρσεων του 1919 [7]. Το 1928 μετετέθη στον λιμένα του Βίλχελμσχάφεν και ανέλαβε καθήκοντα Πρώτου Αξιωματικού στην «Σιλεσία» (Schlesien). Την 1η Δεκεμβρίου του 1929 προήχθη σε Αντιπλοίαρχο. Από 29ης Σεπτεμβρίου του επομένου έτους (1930) υπηρετεί ως Επιτελάρχης του Ναυστάθμου Βορείου Θαλάσσης. Την 1η Οκτωβρίου 1931 προήχθη σε Πλοίαρχο και ανέλαβε την 29η Σεπτεμβρίου 1932 Κυβερνήτης της «Σιλεσίας» μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου 1934.

Βασιλόφρων, όπως άλλωστε πλείστοι όσοι συνάδελφοί του, Αξιωματικοί του Ναυτικού, διόλου ικανοποιημένος με την γενικότερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Γερμανίας τον καιρό του Μεσοπολέμου και τις επιδόσεις της ατυχούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και φέροντας και αυτός, όπως η τεράστια πλειοψηφία του γερμανικού λαού, βαρέως τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που είχαν επιβάλει οι νικητές στους ηττημένους, ο Κανάρης χαιρέτησε και αυτός (όπως τόσοι άλλοι), κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP: Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei) και του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933. Όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοί του, Αξιωματικοί αλλά και απλοί πολίτες, προσδοκούσε την εθνική ανάταση της Γερμανίας, την απελευθέρωσή της από τα δεσμά της «Καρχηδονίου Ειρήνης» των Βερσαλλιών, την ικανοποίηση των (ευρέως θεωρουμένων ως δικαίων και λελογισμένων) εθνικών πόθων (επιστροφή εδαφών που αποσπάσθηκαν βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την Γερμανία και παραχωρήθηκαν στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία κ.λ.π., και στα οποία εδάφη κατοικούσαν συμπαγείς γερμανικοί πληθυσμοί), την οικονομική εξυγίανση της δεινώς χειμαζόμενης από το Διεθνές Οικονομικό Κραχ χώρας, την αντιμετώπιση του εκρηκτικού προβλήματος των 6.000.000 ανέργων, την αποκατάσταση του κύρους της χώρας διεθνώς κ.ο.κ. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η ιδιαίτερη γοητεία που ασκούσε η «τεχνοκρατική» πλευρά του νέου καθεστώτος – με την έμφαση που έδιδε στην πρόοδο, στην σύγχρονη τεχνολογία κ.λ.π. – μεταξύ, ιδιαιτέρως, των Αξιωματικών του Ναυτικού [8].

Εν τούτοις, γρήγορα άρχισε να υποχωρεί ο αρχικός ενθουσιασμός του Κανάρη για την προσδοκώμενη εθνική αναγέννηση. Το γεγονός δεν διέλαθε την προσοχή των κομματικών στελεχών και έτσι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1934, αντί να μετατεθεί στο Βερολίνο, όπως ήλπιζε, τοποθετείται Διοικητής του Ναυτικού Οχυρού Σβίνεμυντε – μία προδήλως κακή μετάθεση: Ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε πλέον επέλθει το τέλος της σταδιοδρομίας του.

Ωστόσο, λίαν απροσδοκήτως, την 1η Ιανουαρίου του 1935 καλείται στο Βερολίνο για να αναλάβει καθήκοντα Διευθυντού του Τμήματος Αντικατασκοπίας του Υπουργείου Αμύνης του Ράιχ, το οποίο, από τον Μάρτιο του 1938 μετονομάζεται σε Γραφείο Αντικατασκοπίας / Εξωτερικού (Amt Ausland/ Abwehr) της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως (OKW: Oberkommando der Wehrmacht). Η μετάθεση αυτή, η οποία υπήρξε αρκούντως αιφνίδια και αινιγματική, αποτέλεσε δε κυριολεκτικά ένα σημαδιακό γεγονός στην περαιτέρω πορεία και εξέλιξη του Κανάρη, φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια σειρά συμπτώσεων και συνεργειών της τύχης: Ο προκάτοχός του στο αξίωμα του Διευθυντού Αντικατασκοπίας στο Υπουργείο Αμύνης του Ράιχ, Πλοίαρχος Conrad Patzig, συνέστησε ενθέρμως τον Κανάρη για την πλήρωση της θέσεως, ένεκα της σωρευμένης εμπειρίας του τελευταίου στους τομείς των πληροφοριών και των εμπιστευτικών αποστολών, ιδίως των μυστικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, καθώς και της αξιοσημείωτης γλωσσομάθειάς του. Επιπροσθέτως, ο Υπουργός Αμύνης, Αντιστράτηγος Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg), επεδίωκε, τοποθετώντας τον Κανάρη ως επικεφαλής της Αντικατασκοπίας, να ανασχέσει δι’ αυτού του τρόπου την προσπάθεια της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS να οικειοποιηθεί τον κρισιμότατο αυτόν τομέα, ενώ και ο Αρχηγός Ναυτικού, Ναύαρχος Ερρίκος Ραίντερ (Erich Raeder), επιζητούσε, με τον ίδιο τρόπο, να διασφαλίσει εκείνη την θέση-κλειδί υπέρ του Ναυτικού, και για τον λόγο αυτό συμφώνησε στην τοποθέτηση εκεί του Κανάρη, μολονότι φαίνεται ότι δεν του ήταν ιδιαιτέρως συμπαθής, προσωπικώς [9].


Ο Κανάρις αναδιοργάνωσε την Abwehr (Άμπβερ) δημιουργώντας
τρία τμήματα: Κατασκοπείας, Αντικατασκοπείας και Δολιοφθορών.
Στη φωτογραφία εικονίζονται άνδρες της Abwehr να εκπαιδεύονται
σε συστήματα ακρόασης ραδιοεκπομπών, 1939.
ΦΩΤΟ: Deutsches Bundesarchiv.

Από την άλλη πλευρά, η συγκυρία υπήρξε εξόχως ευμενής για τον Κανάρη κατά τούτο: στην κορυφή της νεοσύστατης Υπηρεσίας Ασφαλείας SD (Sicherheitsdienst) των SS ευρέθη ο μέχρι πρό τινος Αξιωματικός του Ναυτικού Ράϊνχαρντ Χάϋντριχ (Reinhard Heydrich), ο οποίος έμελλε να αναδειχθεί, για πολλούς, στην υπ’ αριθμόν 3 ηγετική μορφή του καθεστώτος, μετά τον Χίτλερ και τον Αρχηγό των SS Χίμμλερ. Ο Κανάρης συνδεόταν με μακρά προσωπική γνωριμία και φιλία με τον νέο και ραγδαία ανερχόμενο ισχυρό άνδρα της Γερμανίας, ο οποίος τον Απρίλιο του 1931 είχε εγκαταλείψει το Πολεμικό Ναυτικό για να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα και να αναλάβει υψηλή θέση στην εκκολαπτόμενη νέα ιθύνουσα πολιτική ελίτ.

Εξ άλλου, για την προπαγάνδα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ο Κανάρης έμοιαζε να αποτελεί, κατά το κοινώς λεγόμενο, «λαχείο», λόγω της δημοτικότητάς του, αφού ήδη τον περιέβαλλε ο θρύλος του «αρχικατασκόπου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου» αλλά και του ανθρώπου που, με απαράμιλλο θάρρος, υπομονή, επιμονή και πίστη στην επιβίωση, κατόρθωσε να διασωθεί και κατά τρόπον συναρπαστικό να επιστρέψει στην υπηρεσία του για να συνεχίσει να μάχεται για την Γερμανία [10].
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_23.html
 

Για το Β’ ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Για μία πληρέστερη εικόνα για την Αντίσταση των Στρατιωτικών κατά του Ναζισμού όρα την έκδοση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών
Στρατιωτικής Ιστορίας: Μilitaergeschichtliches Forschungsamt (Hrsg.), Der
militaerische Widerstand gegen Hitler und das NS-Regime 1933-1945, Herford / Bonn, 1984. Όρα επίσης την έκδοση των περίφημων «Αναφορών» του Καλτενμπρούννερ (“Kaltenbrunner-Berichte”), Αρχηγού της Κρατικής Ασφαλείας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) των SS: Jacobsen, Hans-Adolf, “Spiegelbild einer Verschwoerung”. Die Opposition gegen Hitler und der Staatsstreich vom 20. Juli 1944 in der SD-Berichterstattung. Geheime Dokumente aus dem ehemaligen Reichssicherheitshauptamt, τόμοι 2, Stuttgart, 1984.
[2] Aυτή είναι η περίπτωση του Kurt Singer στο έργο του: Spies and Traitors of
World War II, New York 1945, ενώ συναφώς βλέπε και Trevor-Roper, Hugh R., Hitlers letzte Tage, Zuerich, 1946.
[3] Όρα Abshagen, Karl Heinz, Canaris, Patriot und Weltbuerger, Stuttgart, 1949. Καθώς επίσης και το συναφές έργο του Rudolf Pechel για την Γερμανική Αντίσταση: Deutscher Widerstand, Zuerich, 1947.
[4] Όρα Hoehne, Heinz, Canaris. Patriot im Zwielicht, Muenchen, 1978.
[5] Βλέπε Brissaud, Andre, Canaris. Chef des deutschen Geheimdienstes, Frankfurt am Main, 1979 (έκδοση γαλλικού πρωτοτύπου: Paris, 1970), σελ. 26 και εξής.
[6] Όρα Hoehne, σελ. 81.
[7] Εκτενέστερα για την δράση των «Frei Korps» όρα: Ηλιόπουλου, Ηλία, «Η
Εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», Ιστορικά Θέματα, τεύχ. 46,
Δεκέμβριος 2005, σελ. 92-104.
[8] Ηoehne, σελ. 132 κ. εξ.
[9] Όρα ανωτέρω, σελ. 81, 124, 127, 163.
[10] Meinl, Susanne, Nationalsozialisten gegen Hitler. Die nationalrevolutionaere
Opposition um Friedrich Wilhelm Heinz, Berlin, 2000, σελ. 242.

 
 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

15 Νοεμβρίου 1912:Μεταφορά Βουλγαρικού Στρατού στο Δεδέαγατς


Περί Αλός

Φώτης Σαραντόπουλος

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του
Φώτη Σαραντόπουλου, «Εμπρός δια της λόγχης –
Η μεγάλη Εξόρμηση 1912-1913», Εκδόσεις ΝΙΔΑ.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση
του συγγραφέως Φ.Σ.





Γυμνάσια πυροβολικού επί του μονίμου επιτάκτου  «ΕΣΠΕΡΙΑ».
Δεδεαγάτς, Νοέμβριος 1912.
ΦΩΤΟ: Α. Γαζιάδη (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

Καθώς ο Ελληνικός Στρατός έμπαινε νικηφόρος στη Θεσσαλονίκη και προχωρούσε στην Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο, οι σύμμαχοι Βούλγαροι σημείωναν μεγάλες νίκες στο Μπουνάρ Χισάρ και στο Λουλέ Μπουγκάς και στις αρχές Νοεμβρίου επικέντρωσαν τις προσπάθειές κατά της Αδριανούπολης. Για να φέρουν ενισχύσεις από άλλα μέτωπα, ζήτησαν τη βοήθεια της Ελλάδας που διέθετε Στόλο αλλά και εμπορικά πλοία, με σκοπό να μεταφερθούν 35.000 στρατιώτες στο λιμάνι του Δεδέαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Η Ελλάδα δέχθηκε πρόθυμα, καθώς έτσι απαλλασσόταν από την παρουσία Βουλγαρικών δυνάμεων που απειλούσαν την Θεσσαλονίκη. Αλλά και οι Βούλγαροι είχαν τις δεύτερες σκέψεις τους. Και ενώ αρχικά ζήτησαν τη μεταφορά ολόκληρης της 7ης Μεραρχίας τους που ήταν μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τελικά προτίμησαν να αφήσουν τμήματά της στην πόλη και οι υπόλοιπες δυνάμεις να μεταβούν δια ξηράς και μόνο μία Ταξιαρχία μαζί με όλα τα ζώα και τα υλικά να μεταφερθούν ατμοπλοϊκά. Με τον τρόπο αυτό θα καθυστερούσαν, αλλά θα έκαναν και μία επίδειξη δύναμης στα μέρη που θα περνούσαν. Τελικά, με 18 συνολικά πλοία [1], και με την προστασία της Μοίρας Θωρηκτών και Ανιχνευτικών που ήταν στη Θεσσαλονίκη για τους εορτασμούς της απελευθέρωσης, αλλά και για «επίδειξη σημαίας» όπως θα λέγαμε σήμερα, μεταφέρθηκαν 13.000 άνδρες και 3.000 κτήνη, υπό τον Συνταγματάρχη Μιτώφ.

Η νηοπομπή [2] απέπλευσε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, σε «γραμμή παραγωγής», στις 9.20 της 14ης Νοεμβρίου, έχοντας επί κεφαλής το Εύδρομο «Μυκάλη», στο οποίο επέβαινε ο Αντιπλοίαρχος Μ. Ματθαιόπουλος. Σαν πέρασε το ακρωτήριο του Καραμπουρνού, η νηοπομπή σχημάτισε τρεις γραμμές, έχοντας στην κεφαλή κάθε γραμμής αριστερά την «Μυκάλη», στη μέση το ατμόπλοιο «Σπέτσαι», στο οποίο επέβαινε και ο Μιτώφ, και δεξιά το Εύδρομο «Σφακτηρία». Το θέαμα ήταν μεγαλοπρεπές, αλλά και ενδεικτικό της Ελληνικής ναυτοσύνης, με τις γραμμές σε απόσταση 800 μέτρων περίπου η μία από την άλλη και τα πλοία να ακολουθούν «στοιχισμένα» ανά 400 μέτρα. Στις 6.20 η νηοπομπή, που είχε μήκος 3,5 χιλιόμετρα και πλάτος σχεδόν δύο, «παράλλαξε» την Κασσάνδρα, της οποίας ο φάρος άναψε ξανά για πρώτη φορά μετά την κήρυξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, πλέοντας με όλα τα φώτα αναμμένα, σε μία επίδειξη της απόλυτης Ελληνικής κυριαρχίας στις θάλασσες. Και στις 1.30 μετά τα μεσάνυχτα, πέρασε και τον Άθω, που τον φώτιζε το φεγγαρόφως. Οι Βούλγαροι, που δεν ήξεραν από θάλασσα, είχαν χάσει τη φωνή τους από το ωραίο και εντυπωσιακό θέαμα. Η Ανατολή του ήλιου ήταν εξ ίσου εντυπωσιακή, καθώς ο πρωινός ήλιος χρύσιζε στο βάθος τις κορυφές της Λήμνου. Και κατά τις μία το μεσημέρι, η νηοπομπή έφτασε μπροστά στο Δεδέαγατς, όπου την περιμέναμε εμείς από το πρωί, με τον «Αβέρωφ» την «Ύδρα», τα «Ψαρά» και τις «Σπέτσες».

Και ήταν εκεί ακόμη ο «Λέων» και ο «Πάνθηρ», τα Τορπιλοβόλα «11» και «15» και το τορπιλλοφόρο «Κανάρης», που έφτασαν πριν το μεσημέρι, καθώς και πλήθος από μαούνες και λάντζες που χρειάζονταν για την εκφόρτωση. Ακόμη και υδροφόρα είχε προβλεφθεί να υπάρχει. Ήταν εκεί και το Γαλλικό Καταδρομικό «JURIEN DE LA GRAVIERE» που, μόλις εισήλθε η Μοίρα των Θωρηκτών, χαιρέτισε με κανονιοβολισμούς την σημαία της Ναυαρχίδας μας και αποχώρησε. Όλα τα πολεμικά πλοία είχαν τις σημαίες μεσίστιες, λόγω του εθνικού πένθους για τον θάνατο του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, που πέθανε την νύχτα της 13ης προς 14η. Και το ίδιο έκαναν και τα μεταγωγικά.





Αξιωματικοί του επιτάκτου  «ΕΣΠΕΡΙΑ». Διακρίνεται στο κέντρο
ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Μ. Ματθαιόπουλος.
Περίοδος Βαλκανικών Πολέμων.
ΦΩΤΟ: Αγνώστου (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

Σαν πλησίασαν τα μεταγωγικά, οι παραταγμένοι στα καταστρώματα Βούλγαροι Στρατιώτες, αντικρύζοντας τον Στόλο μας, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές για την Ελλάδα. Και εμείς ανταποδίδαμε τους χαιρετισμούς και τα «Ζήτω» από τα καταστρώματα των πλοίων μας. Η νηοπομπή αγκυροβόλησε με ακρίβεια σε προκαθορισμένες θέσεις και η αποβίβαση έγινε με τάξη και ταχύτητα, χάρη στα μέτρα που πάρθηκαν αλλά και χάρη στον καλό καιρό που επικρατούσε, που μετά από 4 μέρες κακοκαιρίας, θαρρείς και ήταν «κατά παραγγελία».

Η αποβίβαση διακόπηκε τη νύχτα, μετά από αίτημα του Βούλγαρου Διοικητή, που δεν άκουγε τις συμβουλές για το ότι έρχεται ξανά κακοκαιρία. Και θάλασσα και νύχτα, μάλλον ξεπερνούσαν τα όρια της «στεριανής» ψυχραιμίας και γενναιότητάς του … Έτσι η αποβίβαση ολοκληρώθηκε το επόμενο βράδυ, με θαλασσοταραχή. Η όλη επιχείρηση ήταν εντυπωσιακή σε αποτελεσματικότητα, αν σκεφτούμε ότι σε 18 ώρες ξεφορτώθηκαν 13.000 άνδρες, 3.000 ίπποι και βόδια και πολυάριθμα υλικά, σε απόσταση 260 μιλίων από τον Πειραιά, το μόνο Ελληνικό λιμάνι που είχε τότε τα μέσα για μία τέτοια εκφόρτωση.

Ο Βούλγαρος Διοικητής και πολλοί Αξιωματικοί του επισκέφθηκαν τον Ναύαρχό μας στον «Αβέρωφ», για να εκφράσουν τις ευχαριστίες αλλά και τον θαυμασμό τους. Και κατά την αποχώρησή τους, τους τιμήσαμε με τους δέοντες κανονιοβολισμούς. Σαν ολοκληρώθηκε η αποβίβαση, ο Στόλος αποχώρησε.

Η επιτυχής επιχείρηση του Στόλου θα ήταν αδύνατη, χωρίς την συνδρομή του Εμπορικού Ναυτικού. Οι νίκες στα μέτωπα, έκαναν την συμβολή του να φαίνεται υποδεέστερη, ενώ υπήρξε απόλυτα καθοριστική. Και όμως, ο ανεφοδιασμός του Στρατού με εφόδια, η μεταφορά αγημάτων για την απελευθέρωση των νησιών και η ταχεία μεταφορά στρατευμάτων από την Μακεδονία στην Ήπειρο (και πάλι πίσω στη Θεσσαλονίκη αργότερα), θα ήταν αδύνατες χωρίς τα εμπορικά πλοία. Και δεν ήταν μόνο τα πλοία που πολέμησαν άοπλα, εκτελώντας μεταφορικό έργο. Υπήρξαν  και αυτά που εξοπλίστηκαν και έλαβαν μέρος σε μάχες! Το έθνος μας οφείλει, εξ ίσου με τον Στρατό και τον Στόλο, να αποδώσει τιμές και στα πληρώματα, τους Αξιωματικούς αλλά και τους καραβοκυραίους του Εμπορικού μας Ναυτικού, το μεγάλο έργο των οποίων παρέμεινε στην αφάνεια, αλλά δεν είναι μικρότερο από το έργο τους στον πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε είναι άσχετο με τη σημερινή ισχύ της Εμπορικής μας Ναυτιλίας.



Γυμνάσια πυροβολικού επί του μονίμου επιτάκτου  «ΑΡΚΑΔΙΑ».
Περίοδος Βαλκανικών Πολέμων. Η ομοχειρία πυροβολικού ήταν
απεσπασμένη από το Α/Τ «ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ». Σε όλα τα
εξοπλισμένα επίτακτα το προσωπικό του επιτελείου
αξιωματικών και των ομοχειριών πυροβόλων ήταν απεσπασμένο
από πλοία του Στόλου. ΦΩΤΟ: Α. Γαζιάδη (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

 
Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ διεξαγόταν η μεγάλη επιχείρηση της μεταφοράς των Βουλγάρων στο Δεδέαγατς, τις ίδιες μέρες,  με 18 ατμόπλοια μεταφέρονταν από την Θεσσαλονίκη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας 30.000 Τούρκοι αιχμάλωτοι, ενώ 14 ακόμη πλοία ήταν στην υπηρεσία του Στρατού της Ηπείρου και άλλα 14 μεγάλα φορτηγά έκαναν μεταφορές από τον Πειραιά προς διάφορα μέτωπα. Όπως αναφέρει σχετική αναφορά του Υπουργείο Ναυτικών:

«Κατά τον διεξαγόμενον πόλεμον αι υπηρεσίαι του εμπορικού στόλου της Ελλάδος ημιλλήθησαν προς τας του πολεμικού ναυτικού. Εκ του εμπορικού στόλου προσελήφθησαν εις την υπηρεσία του Κράτους 4 Ταχυδρομικά [3], μεταβληθέντα εις Εύδρομα τα «Εσπερία», Μακεδονία», «Αρκαδία» και «Μυκάλη», πάντα εξωπλισμένα δια ταχυβόλων, δύο Ταχυδρομικά  μεταβληθέντα εις Πλωτά Νοσοκομεία, ένα του Στόλου και ένα του Στρατού, ένα Πετρελαιοφόρον του Στόλου, ένα Διαρκές Μεταγωγικόν του Στόλου και 85 Μεταγωγικά του Στρατού και του Στόλου, ήτοι εν όλω Ατμόπλοια, Υπερωκεάνεια, Ταχυδρομικά και Φορτηγά 95. Η ακμή της Εμπορικής  Ναυτιλίας παρέχει εις το Κράτος πλούσια τα μέσα να επαρκέση δια μόνης της σημαίας του εις πάσας τας μεγίστας μεταγωγικάς ανάγκας του Στρατού και του Στόλου 

Τέλος, στην περιγραφή μας για το Δεδέαγατς θα ήταν απρεπές, προς την μνήμη τόσων αθώων θυμάτων, να παραλείψουμε την αναφορά στις αγριότητες που διέπραξαν οι Βούλγαροι. Όπως αναφέρει ο Κώστας Γέραγας, μετέπειτα αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Θράκης, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922»: «Επί τη προσεγγίσει του Βουλγαρικού Στρατού εις το Δεδέ Αγάτς αι Τουρκικαί αρχαί εγκατέλιπον την πόλιν και ετράπησαν προς συνάντησιν του εκ Γκιουμουλτζίνης υποχωρούντος Τουρκικού Στρατού.
Εις το Δεδέ Αγάτς τότε, εκτός των εντοπίων Τούρκων, των οποίων ο αριθμός δεν υπερέβαινε τους 500, είχον καταφύγει και περί τους 800 εισέτι Μουσουλμάνοι, ιδία γυναικόπαιδα, εκ Δράμας και Γκιουμουλτζίνης και των πέριξ,  προς επιβίβασιν δια Κωνσταντινούπολιν και Σμύρνην. Οι πλείστοι τούτων ήσαν τοποθετημένοι εις το Τουρκικόν σχολείον, ιδίως δε εις το Τζαμίον, κείμενο σχεδόν εις το κέντρον της πόλεως. Την εσπέραν της 6 Νοεμβρίου 1912 σώμα εξ 120 Κομητατζήδων, πρωτοπορεία Τακτικού Στρατού, εισήλασε δια τριών σημείων εις την πόλιν. Οι Κομιτατζήδες οδηγούμενοι και βοηθούμενοι και παρ’ εγχωρίων Βουλγάρων προέβησαν κατά την νύκτα εκείνην και τας δύο επομένας ημέρας εις συστηματικήν κρεούργησιν των Τούρκων και λεηλασίαν της κινητής αυτών περιουσίας. Προχωρούντες από οικίας εις οικίαν έφτασαν και εις το Τζαμίον. Εκεί αφού απεγύμνωσαν όλους και δεινώς εκακοποίησαν τας Οθωμανίδας, ανετίναξαν [4]  με βόμβας το Τζαμίον, υπό τα ερείπια του οποίου ετάφησαν όλοι οι εντός αυτού στεγαζόμενοι. Εις ουδένα επί απειλή τυφεκισμού επετρέπετο να πλησιάση και ανασύρει εκ των ερειπίων πολλούς ημιθανείς, των οποίων αι οδυνηραί επικλήσεις εξέσχιζον τα καρδίας των ακουόντων»

Οι φόνοι και η λεηλασία συνεχίστηκαν όλη την νύχτα. Οι Βούλγαροι έμπαιναν στα σπίτια, βιάζοντας γυναίκες (Οθωμανίδες) μπροστά στα μάτια των δικών τους, όπως συνέβη στο σπίτι του Τζεμάλ Μπέη, που αναγκάστηκε να φέγγει με μία λαμπάδα καθώς βίαζαν την κόρη του. Πολλοί Τούρκοι σώθηκαν βρίσκοντας σωτηρία στη Μητρόπολη και σε Ελληνικές οικογένειες [5]. Τις ωμότητες διαπίστωσε και επί τόπου έρευνα των Αξιωματικών του Γαλλικού πολεμικού «Julien de la Graviere», που φωτογράφισαν τα θύματα και τα ερείπια.



Το μόνιμο επίτακτο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» υποστηρίζει επιχειρήσεις
ξηράς στο Δεδεαγάτς, Νοέμβριος 1912.
ΦΩΤΟ: Αγνώστου (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

Μετά από μερικές ημέρες έφθασαν και ανταποκριτές Ευρωπαϊκών εφημερίδων, όπως ο Μαγκρίνι της «Corriere de la Sera», που υπολόγισε σε 500 τους κρεουργηθέντες Τούρκους.


5 ημέρες μετά, στις 20 Νοεμβρίου, μετά από πρόταση της Τουρκίας, έγινε 15νθήμερη ανακωχή.
Την περίοδο εκείνη, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο μελέτησε την πιθανότητα εκτέλεσης αποβατικής επιχείρησης για την κατάληψη της Καλλίπολης, σε συνεργασία ή όχι με άλλο συμμαχικό Στρατό. Την πρόταση απέρριψαν οι Βούλγαροι και η απροθυμία τους να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό, ενδεχομένως στοίχισε την μη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις.
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/15-1912.html

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Τα ατμόπλοια «Σπέτσαι», «Ιγγλέση», «Μαρκέτη», «Κύθηρα», «Σοφία», «Θράκη», «Αγία Πελαγία», «Κύπρος», «Ερμούπολις», «Μαργαρίτα», «Βαρβάρα», «Ελπίς», «Αθήναι», «Άσσος», «Πηνειός», «Άγιος Γεώργιος» και «Στενήμαχος». Αρχικά είχαν συγκεντρωθεί 51 ατμόπλοια, καθώς επρόκειτο να μεταφερθεί ολόκληρη η 7η Μεραρχία, που είχε δύναμη 35.000 ανδρών, 500 Αξιωματικών, 8.500 ίππων, 1.500 βοών και 1.700 αμαξών με 24 πυροβόλα.
[2] («παραπομπή» κατά την ορολογία της εποχής)
[3] Η λέξη «ταχυδρομικά» δεν υπονοεί πλοία που εκτελούν υπηρεσία Ταχυδρομείου, αλλά πλοία ικανά για επίτευξη μεγάλης ταχύτητας (ταχέως δρομούντα)
[4] Ο Μιναρές του Τζαμιού είχε μείνει όρθιος, παρά την ανατίναξη. Λίγο αργότερα τον γκρέμισαν και αυτόν και το Τζαμί μετατράπηκε σε Βουλγάρικη Εκκλησία, όπου λειτουργούσε ο Βούλγαρος παπα Θεόδωρος, μέχρι την κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, το καλοκαίρι του 1913.
[5] Όπως έγραψε αργότερα έγραψε ο τότε Μητροπολίτης Αίνου και Δεδέαγατς Ιωακείμ: «... Επί οκτώ ημέρας πλέον των 400 πτωμάτων ευρίσκοντο εγκατεσπαρμένα εις τας οδούς της πόλεως, ουδενός τολμώντος να επιληφθή της ταφής των ή της περισυλλογής αυτών. Εν συνδυασμώ προς τας αγριοτήτας ταύτας ενηργήθη παρά των αθλίων τούτων γενική ατίμωσις των μουσουλμανίδων πάσης ηλικίας … Τόσον η υπ’ εμέ Μητρόπολις όσον και όλαι αι Ελληνικαί οικογένειαι έσπευσαν να προστατεύσωσιν εις τας οικίας των και να περισώσωσι Μουσουλμανικάς οικογενείας. Ο περίβολος της Ιεράς Μητροπόλεως συνεκέντρωσε 3.564 Μουσουλμάνους και Μουσουλμανίδας της πόλεως και των περιχώρων, ους έσωσα εκ της σφαγής και της ατιμώσεως δι’ υπερανθρώπων προσπαθειών …  ως οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι ομολογούσιν ...»




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...