Περί Αλός
Φώτης Σαραντόπουλος
Το
παρόν αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του
Φώτη
Σαραντόπουλου, «Εμπρός δια της λόγχης –
Η
μεγάλη Εξόρμηση 1912-1913», Εκδόσεις ΝΙΔΑ.
Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση
του
συγγραφέως Φ.Σ.
Γυμνάσια πυροβολικού επί του
μονίμου επιτάκτου «ΕΣΠΕΡΙΑ».
Δεδεαγάτς, Νοέμβριος
1912.
ΦΩΤΟ: Α. Γαζιάδη (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)
|
Καθώς ο Ελληνικός Στρατός
έμπαινε νικηφόρος στη Θεσσαλονίκη και προχωρούσε στην Δυτική Μακεδονία και την
Ήπειρο, οι σύμμαχοι Βούλγαροι σημείωναν μεγάλες νίκες στο Μπουνάρ Χισάρ και στο
Λουλέ Μπουγκάς και στις αρχές Νοεμβρίου επικέντρωσαν τις προσπάθειές κατά της
Αδριανούπολης. Για να φέρουν ενισχύσεις από άλλα μέτωπα, ζήτησαν τη βοήθεια της
Ελλάδας που διέθετε Στόλο αλλά και εμπορικά πλοία, με σκοπό να μεταφερθούν
35.000 στρατιώτες στο λιμάνι του Δεδέαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Η
Ελλάδα δέχθηκε πρόθυμα, καθώς έτσι απαλλασσόταν από την παρουσία Βουλγαρικών
δυνάμεων που απειλούσαν την Θεσσαλονίκη. Αλλά και οι Βούλγαροι είχαν τις
δεύτερες σκέψεις τους. Και ενώ αρχικά ζήτησαν τη μεταφορά ολόκληρης της 7ης
Μεραρχίας τους που ήταν μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τελικά προτίμησαν να
αφήσουν τμήματά της στην πόλη και οι υπόλοιπες δυνάμεις να μεταβούν δια ξηράς
και μόνο μία Ταξιαρχία μαζί με όλα τα ζώα και τα υλικά να μεταφερθούν
ατμοπλοϊκά. Με τον τρόπο αυτό θα καθυστερούσαν, αλλά θα έκαναν και μία επίδειξη
δύναμης στα μέρη που θα περνούσαν. Τελικά, με 18 συνολικά πλοία [1], και με την
προστασία της Μοίρας Θωρηκτών και Ανιχνευτικών που ήταν στη Θεσσαλονίκη για
τους εορτασμούς της απελευθέρωσης, αλλά και για «επίδειξη σημαίας» όπως θα
λέγαμε σήμερα, μεταφέρθηκαν 13.000 άνδρες και 3.000 κτήνη, υπό τον
Συνταγματάρχη Μιτώφ.
Η νηοπομπή [2] απέπλευσε από το λιμάνι της
Θεσσαλονίκης, σε «γραμμή παραγωγής», στις 9.20 της 14ης Νοεμβρίου, έχοντας επί
κεφαλής το Εύδρομο «Μυκάλη», στο οποίο επέβαινε ο Αντιπλοίαρχος Μ.
Ματθαιόπουλος. Σαν πέρασε το ακρωτήριο του Καραμπουρνού, η νηοπομπή σχημάτισε
τρεις γραμμές, έχοντας στην κεφαλή κάθε γραμμής αριστερά την «Μυκάλη», στη μέση
το ατμόπλοιο «Σπέτσαι», στο οποίο επέβαινε και ο Μιτώφ, και δεξιά το Εύδρομο
«Σφακτηρία». Το θέαμα ήταν μεγαλοπρεπές, αλλά και ενδεικτικό της Ελληνικής
ναυτοσύνης, με τις γραμμές σε απόσταση 800 μέτρων περίπου η μία από την άλλη
και τα πλοία να ακολουθούν «στοιχισμένα» ανά 400 μέτρα. Στις 6.20 η νηοπομπή,
που είχε μήκος 3,5 χιλιόμετρα και πλάτος σχεδόν δύο, «παράλλαξε» την Κασσάνδρα,
της οποίας ο φάρος άναψε ξανά για πρώτη φορά μετά την κήρυξη του Ιταλοτουρκικού
πολέμου, πλέοντας με όλα τα φώτα αναμμένα, σε μία επίδειξη της απόλυτης
Ελληνικής κυριαρχίας στις θάλασσες. Και στις 1.30 μετά τα μεσάνυχτα, πέρασε και
τον Άθω, που τον φώτιζε το φεγγαρόφως. Οι Βούλγαροι, που δεν ήξεραν από
θάλασσα, είχαν χάσει τη φωνή τους από το ωραίο και εντυπωσιακό θέαμα. Η Ανατολή
του ήλιου ήταν εξ ίσου εντυπωσιακή, καθώς ο πρωινός ήλιος χρύσιζε στο βάθος τις
κορυφές της Λήμνου. Και κατά τις μία το μεσημέρι, η νηοπομπή έφτασε μπροστά στο
Δεδέαγατς, όπου την περιμέναμε εμείς από το πρωί, με τον «Αβέρωφ» την «Ύδρα»,
τα «Ψαρά» και τις «Σπέτσες».
Και ήταν εκεί ακόμη ο «Λέων»
και ο «Πάνθηρ», τα Τορπιλοβόλα «11» και «15» και το τορπιλλοφόρο «Κανάρης», που
έφτασαν πριν το μεσημέρι, καθώς και πλήθος από μαούνες και λάντζες που
χρειάζονταν για την εκφόρτωση. Ακόμη και υδροφόρα είχε προβλεφθεί να υπάρχει.
Ήταν εκεί και το Γαλλικό Καταδρομικό «JURIEN DE LA GRAVIERE» που, μόλις εισήλθε
η Μοίρα των Θωρηκτών, χαιρέτισε με κανονιοβολισμούς την σημαία της Ναυαρχίδας
μας και αποχώρησε. Όλα τα πολεμικά πλοία είχαν τις σημαίες μεσίστιες, λόγω του
εθνικού πένθους για τον θάνατο του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, που πέθανε την νύχτα
της 13ης προς 14η. Και το ίδιο έκαναν και τα μεταγωγικά.
Αξιωματικοί του επιτάκτου «ΕΣΠΕΡΙΑ». Διακρίνεται στο κέντρο
ο Αρχηγός
του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Μ. Ματθαιόπουλος.
Περίοδος Βαλκανικών Πολέμων.
ΦΩΤΟ:
Αγνώστου (Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)
|
Σαν πλησίασαν τα μεταγωγικά, οι
παραταγμένοι στα καταστρώματα Βούλγαροι Στρατιώτες, αντικρύζοντας τον Στόλο
μας, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές για την Ελλάδα. Και εμείς ανταποδίδαμε τους
χαιρετισμούς και τα «Ζήτω» από τα καταστρώματα των πλοίων μας. Η νηοπομπή
αγκυροβόλησε με ακρίβεια σε προκαθορισμένες θέσεις και η αποβίβαση έγινε με
τάξη και ταχύτητα, χάρη στα μέτρα που πάρθηκαν αλλά και χάρη στον καλό καιρό
που επικρατούσε, που μετά από 4 μέρες κακοκαιρίας, θαρρείς και ήταν «κατά
παραγγελία».
Η αποβίβαση διακόπηκε τη νύχτα,
μετά από αίτημα του Βούλγαρου Διοικητή, που δεν άκουγε τις συμβουλές για το ότι
έρχεται ξανά κακοκαιρία. Και θάλασσα και νύχτα, μάλλον ξεπερνούσαν τα όρια της «στεριανής»
ψυχραιμίας και γενναιότητάς του … Έτσι η αποβίβαση ολοκληρώθηκε το επόμενο
βράδυ, με θαλασσοταραχή. Η όλη επιχείρηση ήταν εντυπωσιακή σε
αποτελεσματικότητα, αν σκεφτούμε ότι σε 18 ώρες ξεφορτώθηκαν 13.000 άνδρες,
3.000 ίπποι και βόδια και πολυάριθμα υλικά, σε απόσταση 260 μιλίων από τον
Πειραιά, το μόνο Ελληνικό λιμάνι που είχε τότε τα μέσα για μία τέτοια
εκφόρτωση.
Ο Βούλγαρος Διοικητής και πολλοί Αξιωματικοί
του επισκέφθηκαν τον Ναύαρχό μας στον «Αβέρωφ», για να εκφράσουν τις
ευχαριστίες αλλά και τον θαυμασμό τους. Και κατά την αποχώρησή τους, τους
τιμήσαμε με τους δέοντες κανονιοβολισμούς. Σαν ολοκληρώθηκε η αποβίβαση, ο
Στόλος αποχώρησε.
Η επιτυχής επιχείρηση του Στόλου θα ήταν
αδύνατη, χωρίς την συνδρομή του Εμπορικού Ναυτικού. Οι νίκες στα μέτωπα, έκαναν
την συμβολή του να φαίνεται υποδεέστερη, ενώ υπήρξε απόλυτα καθοριστική. Και
όμως, ο ανεφοδιασμός του Στρατού με εφόδια, η μεταφορά αγημάτων για την
απελευθέρωση των νησιών και η ταχεία μεταφορά στρατευμάτων από την Μακεδονία
στην Ήπειρο (και πάλι πίσω στη Θεσσαλονίκη αργότερα), θα ήταν αδύνατες χωρίς τα
εμπορικά πλοία. Και δεν ήταν μόνο τα πλοία που πολέμησαν άοπλα, εκτελώντας
μεταφορικό έργο. Υπήρξαν και αυτά που
εξοπλίστηκαν και έλαβαν μέρος σε μάχες! Το έθνος μας οφείλει, εξ ίσου με τον
Στρατό και τον Στόλο, να αποδώσει τιμές και στα πληρώματα, τους Αξιωματικούς
αλλά και τους καραβοκυραίους του Εμπορικού μας Ναυτικού, το μεγάλο έργο των
οποίων παρέμεινε στην αφάνεια, αλλά δεν είναι μικρότερο από το έργο τους στον
πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε είναι άσχετο με τη σημερινή ισχύ της
Εμπορικής μας Ναυτιλίας.
«Κατά τον διεξαγόμενον πόλεμον
αι υπηρεσίαι του εμπορικού στόλου της Ελλάδος ημιλλήθησαν προς τας του
πολεμικού ναυτικού. Εκ του εμπορικού στόλου προσελήφθησαν εις την υπηρεσία του
Κράτους 4 Ταχυδρομικά [3], μεταβληθέντα εις Εύδρομα τα «Εσπερία», Μακεδονία»,
«Αρκαδία» και «Μυκάλη», πάντα εξωπλισμένα δια ταχυβόλων, δύο Ταχυδρομικά μεταβληθέντα εις Πλωτά Νοσοκομεία, ένα του
Στόλου και ένα του Στρατού, ένα Πετρελαιοφόρον του Στόλου, ένα Διαρκές
Μεταγωγικόν του Στόλου και 85 Μεταγωγικά του Στρατού και του Στόλου, ήτοι εν
όλω Ατμόπλοια, Υπερωκεάνεια, Ταχυδρομικά και Φορτηγά 95. Η ακμή της
Εμπορικής Ναυτιλίας παρέχει εις το
Κράτος πλούσια τα μέσα να επαρκέση δια μόνης της σημαίας του εις πάσας τας
μεγίστας μεταγωγικάς ανάγκας του Στρατού και του Στόλου.»
Τέλος, στην περιγραφή μας για
το Δεδέαγατς θα ήταν απρεπές, προς την μνήμη τόσων αθώων θυμάτων, να
παραλείψουμε την αναφορά στις αγριότητες που διέπραξαν οι Βούλγαροι. Όπως
αναφέρει ο Κώστας Γέραγας, μετέπειτα αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Θράκης, στο
βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922»: «Επί τη προσεγγίσει του
Βουλγαρικού Στρατού εις το Δεδέ Αγάτς αι Τουρκικαί αρχαί εγκατέλιπον την πόλιν
και ετράπησαν προς συνάντησιν του εκ Γκιουμουλτζίνης υποχωρούντος Τουρκικού
Στρατού.
Εις το Δεδέ Αγάτς τότε, εκτός
των εντοπίων Τούρκων, των οποίων ο αριθμός δεν υπερέβαινε τους 500, είχον
καταφύγει και περί τους 800 εισέτι Μουσουλμάνοι, ιδία γυναικόπαιδα, εκ Δράμας
και Γκιουμουλτζίνης και των πέριξ, προς
επιβίβασιν δια Κωνσταντινούπολιν και Σμύρνην. Οι πλείστοι τούτων ήσαν
τοποθετημένοι εις το Τουρκικόν σχολείον, ιδίως δε εις το Τζαμίον, κείμενο
σχεδόν εις το κέντρον της πόλεως. Την εσπέραν της 6 Νοεμβρίου 1912 σώμα εξ 120
Κομητατζήδων, πρωτοπορεία Τακτικού Στρατού, εισήλασε δια τριών σημείων εις την
πόλιν. Οι Κομιτατζήδες οδηγούμενοι και βοηθούμενοι και παρ’ εγχωρίων Βουλγάρων
προέβησαν κατά την νύκτα εκείνην και τας δύο επομένας ημέρας εις συστηματικήν
κρεούργησιν των Τούρκων και λεηλασίαν της κινητής αυτών περιουσίας.
Προχωρούντες από οικίας εις οικίαν έφτασαν και εις το Τζαμίον. Εκεί αφού
απεγύμνωσαν όλους και δεινώς εκακοποίησαν τας Οθωμανίδας, ανετίναξαν [4] με βόμβας το Τζαμίον, υπό τα ερείπια του
οποίου ετάφησαν όλοι οι εντός αυτού στεγαζόμενοι. Εις ουδένα επί απειλή
τυφεκισμού επετρέπετο να πλησιάση και ανασύρει εκ των ερειπίων πολλούς
ημιθανείς, των οποίων αι οδυνηραί επικλήσεις εξέσχιζον τα καρδίας των
ακουόντων»
Οι φόνοι και η λεηλασία συνεχίστηκαν όλη την
νύχτα. Οι Βούλγαροι έμπαιναν στα σπίτια, βιάζοντας γυναίκες (Οθωμανίδες)
μπροστά στα μάτια των δικών τους, όπως συνέβη στο σπίτι του Τζεμάλ Μπέη, που
αναγκάστηκε να φέγγει με μία λαμπάδα καθώς βίαζαν την κόρη του. Πολλοί Τούρκοι σώθηκαν
βρίσκοντας σωτηρία στη Μητρόπολη και σε Ελληνικές οικογένειες [5]. Τις ωμότητες
διαπίστωσε και επί τόπου έρευνα των Αξιωματικών του Γαλλικού πολεμικού «Julien
de la Graviere», που φωτογράφισαν τα θύματα και τα ερείπια.
Το μόνιμο επίτακτο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
υποστηρίζει επιχειρήσεις
ξηράς στο Δεδεαγάτς, Νοέμβριος 1912.
ΦΩΤΟ: Αγνώστου
(Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)
|
Μετά από μερικές ημέρες έφθασαν
και ανταποκριτές Ευρωπαϊκών εφημερίδων, όπως ο Μαγκρίνι της «Corriere de la
Sera», που υπολόγισε σε 500 τους κρεουργηθέντες Τούρκους.
Την περίοδο εκείνη, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο μελέτησε την πιθανότητα εκτέλεσης αποβατικής επιχείρησης για την κατάληψη της Καλλίπολης, σε συνεργασία ή όχι με άλλο συμμαχικό Στρατό. Την πρόταση απέρριψαν οι Βούλγαροι και η απροθυμία τους να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό, ενδεχομένως στοίχισε την μη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις.
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/15-1912.html
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Τα ατμόπλοια «Σπέτσαι»,
«Ιγγλέση», «Μαρκέτη», «Κύθηρα», «Σοφία», «Θράκη», «Αγία Πελαγία», «Κύπρος», «Ερμούπολις»,
«Μαργαρίτα», «Βαρβάρα», «Ελπίς», «Αθήναι», «Άσσος», «Πηνειός», «Άγιος Γεώργιος»
και «Στενήμαχος». Αρχικά είχαν συγκεντρωθεί 51 ατμόπλοια, καθώς επρόκειτο να
μεταφερθεί ολόκληρη η 7η Μεραρχία, που είχε δύναμη 35.000 ανδρών, 500
Αξιωματικών, 8.500 ίππων, 1.500 βοών και 1.700 αμαξών με 24 πυροβόλα.
[2] («παραπομπή» κατά την
ορολογία της εποχής)[3] Η λέξη «ταχυδρομικά» δεν υπονοεί πλοία που εκτελούν υπηρεσία Ταχυδρομείου, αλλά πλοία ικανά για επίτευξη μεγάλης ταχύτητας (ταχέως δρομούντα)
[4] Ο Μιναρές του Τζαμιού είχε μείνει όρθιος, παρά την ανατίναξη. Λίγο αργότερα τον γκρέμισαν και αυτόν και το Τζαμί μετατράπηκε σε Βουλγάρικη Εκκλησία, όπου λειτουργούσε ο Βούλγαρος παπα Θεόδωρος, μέχρι την κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, το καλοκαίρι του 1913.
[5] Όπως έγραψε αργότερα έγραψε ο τότε Μητροπολίτης Αίνου και Δεδέαγατς Ιωακείμ: «... Επί οκτώ ημέρας πλέον των 400 πτωμάτων ευρίσκοντο εγκατεσπαρμένα εις τας οδούς της πόλεως, ουδενός τολμώντος να επιληφθή της ταφής των ή της περισυλλογής αυτών. Εν συνδυασμώ προς τας αγριοτήτας ταύτας ενηργήθη παρά των αθλίων τούτων γενική ατίμωσις των μουσουλμανίδων πάσης ηλικίας … Τόσον η υπ’ εμέ Μητρόπολις όσον και όλαι αι Ελληνικαί οικογένειαι έσπευσαν να προστατεύσωσιν εις τας οικίας των και να περισώσωσι Μουσουλμανικάς οικογενείας. Ο περίβολος της Ιεράς Μητροπόλεως συνεκέντρωσε 3.564 Μουσουλμάνους και Μουσουλμανίδας της πόλεως και των περιχώρων, ους έσωσα εκ της σφαγής και της ατιμώσεως δι’ υπερανθρώπων προσπαθειών … ως οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι ομολογούσιν ...»