Β
ΜΕΡΟΣ
Του Δρ. Ηλία Ηλιόπουλου
Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής
(Dr. phil)
του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου
Πανεπ/μίου Μονάχου
Περί Αλός
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 577,
σελ. 47, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2011. Αναδημοσίευση στο
Περί
Αλός με την
έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»
…συνέχεια από το Α΄ΜΕΡΟΣ
Παρά ταύτα, ο τρόπος ενεργείας
των Υπηρεσιών Ασφαλείας του καθεστώτος, όπως φάνηκε και κατά την κρίση περί τον
Στρατηγό φον Φριτς, ο οποίος εξαναγκάσθηκε σε αποχώρηση κατά τρόπον
εξευτελιστικό, έκαμε τον Κανάρη να αρχίσει πλέον να ενεργεί συνειδητά με σκοπό
την διατήρηση μιας ενδοσυστημικής ισορροπίας και την αποσόβηση των προσπαθειών
των πολιτικά χρωματισμένων Υπηρεσιών Ασφαλείας να ανατρέψουν το ισοζύγιο ισχύος
εντός του υφισταμένου συστήματος εξουσίας. Όπως και ο Στρατηγός Μπεκ (Beck) ή ο
αποπεμφθείς Φριτς (Freiherr von Fritsch), στην κορυφή της Ιεραρχίας, αλλά και
ένας αυξανόμενος αριθμός συναδέλφων του σε όλα τα κλιμάκια της Ιεραρχίας όλων
των Όπλων, ο Κανάρης αντιμετώπιζε, ολοένα και περισσότερο, με περίσκεψη την όλη
φιλοσοφία και τον τρόπο ενεργείας του νέου καθεστώτος, θεωρώντας ότι ορισμένα
πράγματα σαφώς αντέβαιναν στις συντηρητικές-χριστιανικές αρχές του και
εκτιμώντας ότι η αυξανόμενη επιρροή των κομματικών / καθεστωτικών Υπηρεσιών
Ασφαλείας θα αποτελούσε αιτία δεινών και για το Στράτευμα και για την Γερμανία.
Την λύση αναζητούσε, μαζί με τόσους άλλους, στην μεταρρύθμιση του καθεστώτος εκ
των έσω.
Το κρίσιμο έτος 1938, ο Κανάρης
βλέπει να υψώνεται απειλητικό το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής, εξ αιτίας της
πολιτικής της Γερμανίας στο ζήτημα της «Κρίσεως της Σουδητίας» (Sudetenland), πρώην
γερμανικής επαρχίας που είχε παραχωρηθεί βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών στο
νεοϊδρυθέν κράτος της Τσεχοσλοβακίας, καίτοι εκεί διαβιούσε συμπαγής γερμανικός
πληθυσμός 4,5 εκατομμυρίων ψυχών – και της οποίας Σουδητίας την αυτονόμηση, σε
πρώτη φάση, και απόσχιση, μετέπειτα, από την επικράτεια της Πράγας ζητούσε
εντόνως η γερμανική διπλωματία το φθινόπωρο του 1938. Ο Κανάρης έσφαλε στις εκτιμήσεις
του, όπως και σύμπασα η Στρατιωτική Ηγεσία, που, όπως γνωρίζουμε από την έρευνα
των Γερμανικών και Βρεταννικών Αρχείων, ανέμενε, κυριολεκτικά με «κομμένη την
ανάσα», μιαν αποφασιστική και άκαμπτη στάση του Λονδίνου και των Παρισίων, για
να κινηθεί προς ανατροπήν του Χίτλερ και εγκαθίδρυση νέας, στρατιωτικής
κυβερνήσεως.
Ουδείς μπορούσε να φαντασθεί
τότε ότι η Μεγάλη Βρεταννία και η Γαλλία, οι δύο Μεγάλες Νικήτριες Δυνάμεις του
1918 και εξ ορισμού θεματοφύλακες των Συνθηκών Ειρήνης και του διεθνούς
εδαφικού και δικαιικού status quo, θα συναινούσαν, κατά την περιλάλητη Σύνοδο
του Μονάχου, στην αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης του 1918-19 και θα πρόδιδαν
την πιστή σύμμαχο και κατ’ εξοχήν «κράτος των Συνθηκών», Τσεχοσλοβακία,
συναινώντας στην αυτονόμηση της τσεχοσλοβακικής επαρχίας της Σουδητίας, την
οποία λυσσωδώς διεκδικούσε η ναζιστική Γερμανία, που είχε υψώσει, τα χρόνια
εκείνα, το λάβαρο της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των «μειονοτήτων»
(Minderheiten) και «εθνοτικών ομάδων» (Volksgruppen) ανά την Ευρώπη. Επρόκειτο για
την γνωστή πολιτική – αλλά και νοοτροπία – του «Κατευνασμού» (Appeasement /
Beschwichtigung), ένεκα της οποίας ο Βρεταννός Πρωθυπουργός Σερ Νέβιλλ
Τσάμπερλαιν και οι ιθύνοντες της Γηραιάς Αλβιώνος τόσο στηλιτεύθηκαν τα αμέσως
μεταπολεμικά χρόνια.
Θεωρώντας, ευλόγως, ότι οι
Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν ταχθεί να υπερασπίζονται το διεθνές δικαιικό και
εδαφικό status quo – και δη η θαλασσοκράτειρα και οιονεί Ηγεμονική Δύναμη Μ.
Βρεταννία – δεν θα έστεργαν, επ’ ουδενί, στην μεταβολή του καθεστώτος της
Τσεχοσλοβακίας, επ’ ωφελεία μάλιστα του Γερμανικού Ράιχ και επί ζημία ενός κατ’
εξοχήν συμμάχου τους, όπως η Τσεχοσλοβακία, ο Κανάρης απηύθυνε επανειλημμένες
προειδοποιήσεις προς την Ανωτάτη Ηγεσία της Βέρμαχτ και, ιδιαιτέρως, προς τον
Αρχηγό Ναυτικού Ναύαρχο Ραίντερ, για την απειλή εμπλοκής σε έναν Ευρωπαϊκό
Πόλεμο, όπως έλεγαν στην γλώσσα της εποχής, συνεπεία της τυχοδιωκτικής στάσεως
του Χίτλερ επί του ζητήματος της Σουδητίας [11]. Πλην όμως, η έκβαση της
Τσεχοσλοβακικής / Σουδητικής Κρίσεως όχι μόνον διέψευσε τις εκτιμήσεις πολλών
συγχρόνων παρατηρητών (μεταξύ αυτών και του Κανάρη), αλλά κυρίως οδήγησε στο να
καταγάγει ο Χίτλερ έναν περιφανή διπλωματικό θρίαμβο, και δη τον δεύτερο μέσα
στην ίδια εκείνη χρονιά (είχε προηγηθεί η Προσάρτηση», το Anschluss, της
ιδιαίτερης πατρίδας του Χίτλερ, Αυστρίας, στις αρχές του 1938). Έτσι χάθηκε μια
πράγματι ιστορική ευκαιρία, την οποία διακαώς ανέμεναν οι κύκλοι της λεγομένης
«Εθνικο-Συντηρητικής Αντιπολιτεύσεως» του Στρατού, να προκληθεί μείζων κρίση
νομιμοποίησης του συστήματος, στο εσωτερικό της Γερμανίας, συνεπεία μιας σοβαρής
εξωτερικής εμπλοκής, σε περίπτωση που οι Αγγλογάλλοι είχαν επιδείξει μέχρι
τέλους σθεναρή στάση, κάτι το οποίο, τουλάχιστον από την οπτική γωνία των
Στρατιωτικών και σύμφωνα με τα εκτενή σχέδιά τους, θα είχε οδηγήσει σε καθεστωτική
μεταβολή.
Αντιθέτως, τώρα, ακόμα και οι
πλέον δεδηλωμένοι αντίπαλοι του καθεστώτος δεν μπορούσαν παρά να χειροκροτήσουν
την εντυπωσιακή όσο και αναίμακτη αποτίναξη, εν μέρει τουλάχιστον, των δεσμών της
Συνθήκης των Βερσαλλιών, ενώ σε όλους, από τα δεξιά μέχρι τα αριστερά του
πολιτικού φάσματος, φαινόταν κατ’ αρχήν θεμιτή και αξιέπαινη εξέλιξη η ενσωμάτωση,
στον εθνικό κορμό, των γερμανικών πληθυσμών και μειονοτήτων, πρώτα της
εναπομεινάσης (μετά την διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων) «γερμανικής» Αυστρίας
και, μετέπειτα, της τσεχικής Σουδητίας.
Προϊόντος του χρόνου, και
παραλλήλως προς την εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων, εξελίσσονται και οι κατά
περίσταση σκοποί του Κανάρη. Αρχικά, μέχρις ότου εκδηλωθεί η διεθνής κρίση,
επιδιώκει την διατήρηση μιας κάποιας ισορροπίας εντός του γερμανικού συστήματος
εξουσίας, και ειδικώτερα την ισορροπία μεταξύ Πολεμικού Ναυτικού (και Ενόπλων
Δυνάμεων, εν γένει) και πολιτικών Υπηρεσιών Ασφαλείας του ναζιστικού
καθεστώτος. Εν συνεχεία, από της εκδηλώσεως της κρίσεως της Σουδητίας και μέχρι
της ενάρξεως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κανάρης επιδιώκει να αποσοβήσει
την έκρηξη συρράξεως. Τέλος, μετά την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, οι προσπάθειές
του κατατείνουν στην αποσόβηση μιας επεκτάσεως του πολέμου και πέραν της Πολωνίας,
δεδομένου ότι θεωρεί ένα γενικευμένο πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας ολέθριο για την
Γερμανία.
Ανάλογη υπήρξε και η εξέλιξη
της περί Χίτλερ αντιλήψεως του Κανάρη. Αρχικά, δεν διέκειτο αρνητικά έναντι του
επικεφαλής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Όπως η συντριπτική πλειονότητα των
συγχρόνων του, έβλεπε στον ανερχόμενο «αστέρα» της γερμανικής πολιτικής τον
διακαώς αναμενόμενο ηγέτη που θα οδηγούσε την Γερμανία στην εθνική της ανάταση.
Οι αντικομμουνιστικές πεποιθήσεις του Κανάρη συνέβαλαν, επίσης, στην πίστη για την αναγκαιότητα μιας στιβαρής,
έως αυταρχικής, κυβερνήσεως, η οποία θα απέτρεπε την διολίσθηση της Γερμανίας
σε δεινές εμφυλιοπολεμικές ατραπούς ή, ακόμα χειρότερα, στον δρόμο της Ρωσσίας.
Φαίνεται, όμως, ότι ο συντηρητικών-χριστιανικών αρχών Κανάρης προτιμούσε μάλλον
ένα αυταρχικό σύστημα διακυβερνήσεως ανάλογο
εκείνου του Στρατηγού Φραγκίσκου Φράνκο στην Ισπανία (με την οποία, άλλωστε,
ήταν ιδιαιτέρως εξοικειωμένος, λόγω μακροχρόνιας κατασκοπευτικής δράσεως και
παραμονής εκεί) παρά αυτό που η επιστημονική βιβλιογραφία αποκαλεί ολοκληρωτικό
σύστημα (όπως εκείνο του Χίτλερ).
Ο Ναύαρχος Γουλιέλμος Φραγκίσκος
Κανάρης
με τα δυο σκυλάκια του. ΦΩΤΟ:
http://www.forosegundaguerra.com/viewtopic.php?f=34&t=12088 |
Γεγονός παραμένει, πάντως, ότι,
ως Αξιωματικός, ο Κανάρης επετέλεσε το καθήκον του καθ’ όλη την διάρκεια της
θητείας του και μέχρι της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά του τον Φεβρουάριο
του 1944. Δεδομένου μάλιστα ότι προΐστατο μιας τόσο κρίσιμης θέσεως, μπορεί να
λεχθεί, και έχει λεχθεί, ότι συνετέλεσε και αυτός στην επιτυχή έκβαση των
σχεδιασμών και επιχειρήσεων της εθνικοσοσιαλιστικής
Γερμανίας σε διάφορες φάσεις. Έτσι, ως επικεφαλής της Εξωτερικής
Αντικατασκοπίας, ο Κανάρης είχε άμεση ανάμειξη, από κοινού με τον Στρατηγό
Κάϊτελ, τον επικεφαλής της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως (Oberkommando Wehrmacht),
στην σχεδίαση και εκτέλεση της περιλάλητης «προβοκάτσιας» στον σταθμό του Γκλάϊβιτς,
στην γερμανοπολωνική μεθόριο, στις 17 Αυγούστου 1939. Επρόκειτο για την
σκηνοθεσία υποτιθεμένης επιθέσεως Πολωνών εναντίον του γερμανικού μεθοριακού
σταθμού του Γκλάϊβιτς, η οποία αποσκοπούσε στο να προσδώσει την απαιτουμένη
«νομιμοποίηση» στην επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας που έμελλε να
επακολουθήσει (τέτοιες περιπτώσεις σκηνοθετημένων «επιθέσεων» ή και «σφαγών»
μάς είναι, εν τω μεταξύ, ιδιαιτέρως γνωστές από ανάλογα περιστατικά από τον
χώρο της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, την δεκαετία του ’90 – ή από το επεισόδιο
στον Κόλπο του Τον-Κινγκ την εποχή του Πολέμου του Βιετνάμ κ.ο.κ.).
Έκτοτε, από το 1939 και μέχρι
τέλους της υπηρεσίας του, ο Αξιωματικός του Ναυτικού μοιάζει να ακροβατεί
κυριολεκτικά μεταξύ, αφ’ ενός μεν, της πιστής εκπληρώσεως των καθηκόντων του,
όπως είχε ταχθεί και ορκισθεί ως στρατιώτης και, αφ’ ετέρου, της ολοένα
διογκούμενης αντιπάθειάς του έναντι του καθεστώτος, όπως αυτή απορρέει από το όλο
αξιακό σύστημά του, αλλά και από την διαρκώς σωρευόμενη πείρα του. Είναι, ίσως,
αυτός ο κατ’ εξοχήν λόγος, για τον οποίο ο Κανάρης τόσο πολύ αγαπήθηκε από
ευρύτατες μάζες του γερμανικού λαού και κατέστη εμβληματική μορφή της πρώτης μεταπολεμικής
γερμανικής γενιάς. Πιθανόν, χιλιάδες Αξιωματικών, αλλά και εκατομμύρια άλλων Γερμανών
πολιτών, έβλεπαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που ενσάρκωνε και την δική τους
μοίρα: μεταξύ πιστής, μέχρι τέλους, εκτελέσεως του καθήκοντος, όπως είχαν
διαπαιδαγωγηθεί επί γενεές γενεών, και απορρίψεως ενός καθεστώτος που, υπό
συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης, ολοένα και σαφέστερα απέκλινε από τις
συντηρητικές αρχές, με τις οποίες ακριβώς είχαν γαλουχηθεί. Ο ίδιος ο Κανάρης
φαίνεται ότι έφερε, από ενός σημείου και μετέπειτα, εμφανή - τουλάχιστον για
τους στενούς συνεργάτες του - τα σημάδια αυτής της αέναης εσωτερικής πάλης. Ήδη
από το 1942, οι τελευταίοι διακρίνουν στο πρόσωπο του προϊσταμένου τους κόπωση,
αυξανόμενο αίσθημα παραιτήσεως, απαισιοδοξία - εν τέλει δε ακόμη και αστοχίες
κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων [12].
Την 21η Μαρτίου 1944, ο Κανάρης
λαμβάνει επιστολή της Ανωτάτης Διοικήσεως του Πολεμικού Ναυτικού (Oberkommando
der Kriegsmarine), όπου αναφέρεται ρητώς ότι «ο Ανώτατος Διοικητής του Πολεμικού
Ναυτικού γνωρίζει στον Ναύαρχο Κανάρη, την 10η Μαρτίου 1944, ότι θα προβεί στην
απομάκρυνσή του από την ενεργό Υπηρεσία από 30ης Ιουνίου 1944» [13].
Ο Κανάρης υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει το αξίωμα του, αφ’ ης στιγμής ο Χίτλερ είχε, εν τω μεταξύ,
υποκύψει στις απαιτήσεις του Αρχηγού των SS, Χάϊνριχ Χίμμλερ (Heinrich Himmler)
περί ιδρύσεως μιας ενιαίας γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Ο Αρχηγός των SS είχε
δικαιολογήσει τις αξιώσεις του, μεταξύ άλλων, παραπέμποντας και στις
επανειλημμένες «δυσλειτουργίες» του Γραφείου Αντικατασκοπίας της Βέρμαχτ. Η
συγχώνευση, όμως, της Στρατιωτικής Αντικατασκοπίας και της κομματικής /
πολιτικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS, υπό την ηγεσία του Χίμμλερ, συνεπήγετο
μία «απεριόριστη κυριαρχία των SS» - και αυτό ακριβώς επήλθε δυνάμει της
Διαταγής του Φύρερ (Fuehrerbefehl) της 12ης Φεβρουαρίου 1944 [14].
Ο Ναύαρχος Κανάρης ετέθη υπό
περιορισμόν στο φρούριο Λάουενσταϊν για ένα διάστημα και μέχρι της πλήρους
διαλύσεως του Γραφείου Αντικατασκοπίας των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Ιούνιο του
1944. Μετά την άρση του καθεστώτος περιορισμού του δεν επανήλθε μεν στην ενέργεια,
αλλά ετέθη σε διαθεσιμότητα και, από των αρχών Ιουλίου 1944, μάλλον
απροσδοκήτως, ανέλαβε την θέση του Επικεφαλής του Ειδικού Επιτελείου της
Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως για τον Εμπορικό και Οικονομικό Πόλεμο, στο
Βερολίνο. Δεν έμελλε, όμως, να παραμείνει στην νέα του θέση επί μακρόν, διότι εν
τω μεταξύ έλαβε χώρα, την 20η Ιουλίου 1944, η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ
από τον Συν/χη Κλάους φον Στάουφφενμπεργκ και τους συνωμότες Αξιωματικούς. Στις
23 Ιουλίου ο Ναύαρχος Κανάρης συνελήφθη, κατόπιν ενοχοποιητικής εις βάρος του ομολογίας
ενός πρώην συνεργάτη του, και ετέθη και πάλιν υπό περιορισμό στην Σχολή
Συνοριακής Αστυνομίας στο Φύρστενμπεργκ [15]. Στις 25 Ιουλίου ο Βίλχελμ Φραντς
Κανάρης επαύθη οριστικώς από την ενεργό υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό, [16] δυνάμει
εντολής του Αρχηγού Ναυτικού, Μεγάλου Ναυάρχου Καρόλου Νταίνιτς (Karl Doenitz),
ο οποίος, ως γνωστόν, παρέμεινε πιστός στον Φύρερ μέχρι τέλους. Από την Σχολή
Συνοριακής Αστυνομίας, όπου προσωρινώς εκρατείτο, ο Κανάρης μεταφέρθηκε στην
διαβόητη Πριντς -Άλμπρεχτ-Στράσσε (οδός Πρίγκηπα Αλβέρτου) του Βερολίνου, την
ιδιόκτητη, τρόπον τινά, φυλακή του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ
(Reichssicherheitshauptamt) της Κρατικής Μυστικής Αστυνομίας GESTAPO (Geheime Staatspolizei), όπου
και παρέμεινε, τουλάχιστον, μέχρι της 19ης Αυγούστου 1944 [17].
Οι Αξιωματικοί που συμμετείχαν
στην Αντίσταση κατά του χιτλερικού καθεστώτος υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Οι
ομολογίες του Αντισυνταγματάρχου Φρειδερίκου Γουλιέλμου Χάϊντς (Friedrich
Wilhelm Heinz) και του Στρατηγού Αλεξάνδρου φον Πφουλχάϊμ (Alexander von
Pfulheim) ενοχοποιούσαν σοβαρά τον Κανάρη. Οι κατηγορίες δε της εσχάτης
προδοσίας –ούτως ή άλλως, βαρύτατες – καθίσταντο κυριολεκτικά ασύγγνωστες
προκειμένου για τον επί πολλά χρόνια Διευθυντή του Γραφείου Αντικατασκοπίας
Εξωτερικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Κανάρης προσπάθησε να διαψεύσει τις εις
βάρος του κατηγορίες και να αποδράσει από τον ασφυκτικό ανακριτικό κλοιό,
επιδεικνύοντας καρτερία, υπομονή, θάρρος, επιμονή και ευρηματικότητα. Η
καταστροφή των εγκαταστάσεων του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ, λόγω των
αλλεπαλλήλων, σφοδρών βομβαρδισμών του Βερολίνου από τους προελαύνοντες
Συμμάχους, είχε ως αποτέλεσμα την μεταφορά του Ναυάρχου, στις 7 Φεβρουαρίου
1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Φλόσσενμπυργκ.
Η τύχη, που τόσο συχνά στο
παρελθόν του είχε σταθεί αρωγός, δεν τον βοήθησε αυτήν την φορά.Περί τις αρχές Απριλίου του 1945, οι Αρχές Ασφαλείας ανακάλυψαν τυχαίως κάποιες σημειώσεις του Κανάρη (τα μετέπειτα γνωστά ως «Ημερολόγια του Κανάρη» / Canaris Tagebuecher) σε ένα κλειστό θωρακισμένο ερμάριο. Εκεί αναφέρονταν όλοι οι «συνωμότες» της 20ης Ιουλίου 1944. Μόλις έλαβε γνώση του περιεχομένου των σημειώσεων, ο Χίτλερ απεφάσισε προσωπικώς την άνευ χρονοτριβής εξόντωση όλων των εναπομεινάντων «προδοτών» Αξιωματικών. Ο «αινιγματικός Ναύαρχος» είχε κομβική θέση στο δίκτυο της συνομωσίας εναντίον του καθεστώτος, και μάλιστα από πολύ νωρίς [18].
Το παράδοξο, ίσως, εν
προκειμένω, είναι ότι ο Κανάρης προσωπικώς είχε αποκλείσει την επιλογή της
φυσικής εξοντώσεως του Χίτλερ [19]. Είναι αρκετά δυσεξήγητο στους
μεταγενεστέρους, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι την εποχή εκείνη είχαν διεξαχθεί εργώδεις
συζητήσεις, έως και διαμάχες, οι οποίες προσλάμβαναν μάλιστα θεωρητικό-φιλοσοφικό
χαρακτήρα, μεταξύ των πρωτεργατών της λεγομένης Εθνικο-Συντηρητικής
Αντιπολιτεύσεως, για το εάν ήταν θεμιτός και
συγγνωστός, ή όχι, ο φόνος του Αρχηγού του Κράτους (είναι η περίφημη θεματική
της «Τυραννοκτονίας»). Παρά την κεντρική θέση του στο δίκτυο των συνομωτών,
την οποία κατείχε καθ’ όλο το διάστημα που προηγήθηκε, o Ναύαρχος Κανάρης δεν
συμμετείχε ενεργώς στην τελική φάση της επιχειρήσεως της 20ης Ιουλίου 1944, θεωρώντας
ότι το εγχείρημα έπασχε σοβαρώς σε επίπεδο σχεδιάσεως. Οι ρεαλιστικές ενστάσεις
του, οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί στους αρμοδίους, επρόκειτο δυστυχώς να
επαληθευθούν. Η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ απέτυχε, παρέσχε δε την
από μακρού αναμενομένη δυνατότητα στους μηχανισμούς ασφαλείας του καθεστώτος,
ώστε να προχωρήσουν στην οριστική «εκκαθάριση λογαριασμών» με την Ηγεσία του
Στρατεύματος και το Σώμα των Αξιωματικών – με αποτέλεσμα να συρθεί η Γερμανία
ολοκληρωτικά, πλέον, και άνευ ουδεμιάς ελπίδος επιστροφής στην συντριβή.
Εν τούτοις, αυτό ουδόλως
μειώνει την σημασία του γεγονότος ότι, καθ’ όλο το προηγηθέν διάστημα, ο
Ναύαρχος Κανάρης αποτέλεσε έναν από τους κατ’ εξοχήν πυλώνες της Στρατιωτικής
Αντιστάσεως και συνεισέφερε τα μέγιστα στην εν γένει προπαρασκευή των όρων και
συνθηκών που οδήγησαν στην 20η Ιουλίου [20]. Στην περίπτωση του Γουλιέλμου Κανάρη
αντικατοπτρίζεται η ιστορία της σταδιακής εξελίξεως ενός Αξιωματικού του
Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, από θιασώτη, αρχικά, του εθνικοσοσιαλιστικού
καθεστώτος, σε άσπονδο εχθρό του τελευταίου. Αυτή, ωστόσο, υπήρξε η εξέλιξη και
πολλών άλλων συναδέλφων του, εντός και εκτός Πολεμικού Ναυτικού. Εκείνο,
συνεπώς, το οποίο δύναται να θεωρηθεί ως καθοριστικό για την αναγνώριση
ξεχωριστού ρόλου στην προσωπικότητα του Ναυάρχου Κανάρη είναι ότι η μεταβολή
αυτή δεν παρέμεινε εσώτερη, προσωπική
υπόθεση, όπως συχνέστατα συνέβη στις περιπτώσεις άλλων Αξ/κών, αλλά ο ίδιος ο
Κανάρης, διαρκούσης της ναζιστικής παντοκρατορίας, ανέπτυξε μια
ολοκληρωμένη και ριζική αντίθεση έναντι του καθεστώτος, ενεργώντας μάλιστα
ποικιλοτρόπως και συστηματικώς με σκοπό την εξασθένιση και, εν τέλει, την
ανατροπή του τελευταίου.
Εξαιτίας της θέσεως την οποία
κατείχε, στην κορυφή της στρατιωτικής υπηρεσίας της Αντικατασκοπίας Εξωτερικού,
των επαφών που είχε αναπτύξει στο εξωτερικό με ποικίλους κύκλους, της μακράς πείρας
του στον τομέα Intelligence / Πληροφοριών και μυστικών αποστολών, αλλά και της
εντυπωσιακής γλωσσομάθειάς του, ο Ναύαρχος αποδεικνύεται, κατ’ ουσίαν, υπό το
φως της συνολικής μελέτης των αρχείων και στοιχείων, ως ο άνθρωπος ο οποίος,
ήδη από το 1938 και μέχρι της οριστικής παύσεως από τα καθήκοντά του, τον
Ιούλιο του 1944, απεργαζόταν με αξιοσημείωτη υπομονή, επιμονή και μεθοδικότητα
σχέδια ανατροπής του χιτλερικού καθεστώτος. Τα βαρυσήμαντα έγγραφα, τα οποία απεκαλύφθησαν
σε ένα Σταθμό Αντικατασκοπίας, στο Τσόσσεν, στο «Στρατόπεδο Ζέππελιν», μετά την
20η Ιουλίου, αποδεικνύουν την τραγικότητα του ανδρός.
Στο Φλόσσενμπυργκ συνήλθε ένα
«Στρατοδικείο» των SS την 8η Απριλίου 1945. Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 9ης
Απριλίου, ο Ναύαρχος Κανάρης εξετελέσθη δι’ απαγχονισμού. Μαζί του εκτελέσθηκαν
και ο συνεργάτης του, Υποστράτηγος Ιωάννης Όστερ (Hans Oster), ο σπουδαίος
αντιστασιακός θεολόγος Ντήτριχ Μπονχαίφφερ (Dietrich Bonhoeffer), διακεκριμένος
χριστιανός και πατριώτης, ο Στρατοδίκης του Γενικού Επιτελείου Κάρολος Ζακ (Κarl
Sack), ο Λοχαγός Λουδοβίκος Γκαίρε (Ludwig Gehre), ο Λοχαγός Θεόδωρος Στυνκ
(Theodor Stuenck) και, κατά πάσαν πιθανότητα, μαζί με τους προαναφερθέντες και
ο Στρατηγός φον Ράμπεναου (von Rabenau) [21]. Οι σωροί των απαγχονισθέντων εκάησαν από το απόσπασμα των
SS.
http://perialos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_29.html
Το Γ΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός...
Για το Α΄ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[11] Abshagen, σελ. 186.
[12] Όρα “Kaltenbrunner-Berichte”, σελ. 369-70, 425.[13] Όρα Ηoehne, σελ. 321
[14] Όρα ανωτ., σελ. 528
[15] Όρα ανωτ., σελ. 542 κ. εξ.
[16] Όρ. ανωτ., σελ. 555.
[17] Βλέπε Schlabrendorff, Fabian von, Offiziere gegen Hitler, Zuerich / Wien / Konstanz, 1951, σελ. 199.
[18] Όρα Ηoehne, σελ. 563 κ. εξ. και 567.
[19] Όρα ανωτ., σελ. 537 καθώς επίσης “Kaltenbrunner-Berichte”, σελ. 369, και Meinl, σελ. 257 και 293.
[20] Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση-ομολογία πολλών Αξιωματικών, όπως
παρατίθεται από τον Schlabrendorff, όρ. ανωτ., σελ.174: «Έτσι ζούσαμε την μια απογοήτευση κατόπιν της άλλης, μέχρις ότου στις 6 Ιουνίου άρχισε η εισβολή (Σ.Μ. εννοεί την εισβολή στην Νορμανδία)… Η απομάκρυνση του Κανάρη το 1944 (Σ.Μ.: εννοεί: από την ενεργό υπηρεσία) ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή και εξ αιτίας του ότι αυτός είχε πληροφορηθεί πολλά μέσω των συνδέσμων του, τα οποία και ήσαν σημαντικά. Έτσι, μόνος ο Κανάρης, από όλους τους άλλους, είχε πληροφορηθεί τις αιτήσεις της Γκεστάπο προς το Γραφείο Ερευνών για την διενέργεια τηλεφωνικών παρακολουθήσεων… Ο Κανάρης ήταν εν εκτάσει ενήμερος για τα μέτρα της Γκεστάπο.»
[21] Bethge, Eberhard, Dietrich Bonhoeffer. Theologe, Christ, Zeitgenosse. Eine
Biographie, Guetersloh, 2001, σελ. 1038.