Ο
τορπιλλισμός του υπερωκεανίου Empress of
Canada
στον Ατλαντικό
και το
δράμα των εννέα ναυαγών του
Περί Αλός
Ανδρέας Ψύλλας
Πλοίαρχος Π.Ν. ε.α.
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Αντιναυάρχου ΠΝ ε.α.
Αναστασίου
Δημητρακόπουλου «Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
ΠΟΛΕΜΟΣ
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ…»,
Πειραιάς, Ναυτικό Μουσείο
της
Ελλάδος, 2011, τ. Ε, σ.σ. 472-478.
Ανάρτηση
στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ
και του
συγγραφέως.
Πρόλογος
Α. Δημητρακόπουλου
Τον Μάρτιο του 1943, 150
αξιωματικοί και ναυτοδίοποι του Πολεμικού Ναυτικού, με επικεφαλής τον
αντιπλοίαρχο Α. Σπανίδη, αναχώρησαν από το νοτιοαφρικανικό λιμάνι Ντέρμπαν,
επιβαίνοντας στο καναδικό υπερωκεάνιο Εμπρές οφ Κάναντα, με προορισμό την
Αγγλία. Αποτελούσαν την 11η
Αποστολή, οι άνδρες της οποίας επρόκειτο να επανδρώσουν δύο αντιτορπιλικά που
το Βρετανικό Ναυτικό θα παραχωρούσε στο Ελληνικό. Κατά την εποχή εκείνη ο
διάπλους της Μεσογείου ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος εξαιτίας της δράσης των
αεροσκαφών και των υποβρυχίων του Άξονα. Κατόπιν τούτου οι μεταφορές από και
προς την Αγγλία και της ΗΠΑ γινόταν νότια της Αφρικής, στο δε Ντέρμπαν γινόταν
η ανασυγκρότηση των νηοπομπών ανάλογα μα τον τελικό προορισμό των μεταφερομένων
ανδρών και εφοδίων.
Το ναυπηγημένο στη Γλασκώβη της
Σκωτίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για λογαριασμό της Canadian
Pacific,
21.517 τόνων και μήκους 653 ποδών υπερωκεάνιο, έπλεε με ταχύτητα 18 κόμβων,
κάνοντας ελίγδην. Δεν συνοδευόταν δεδομένου ότι η υψηλή ταχύτητα του το έκανε
εξαιρετικά δύσκολο στόχο για τα υποβρύχια.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 13ης
προς 14ης Μαρτίου, ενώ βρισκόταν περί τα 700νμ δυτικά της Σιέρρα
Λεόνε, το Εμπρές οφ Κάναντα τορπιλίστηκε από ένα εν επιφανεία εχθρικό υποβρύχιο
– αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν ιταλικό. Μετά τον τορπιλισμό, επήλθε απώλεια
της ηλεκτρικής ισχύος και το πλοίο βυθίστηκε στο σκοτάδι, ενώ το μηχανοστάσιο
κατακλυζόταν από τη θάλασσα. Στο Εμπρές οφ Κάναντα επέβαιναν πολλοί Πολωνοί
στρατιωτικοί, γυναικόπαιδα και περί τους 500 Ιταλούς αιχμαλώτους, που είχαν
συλληφθεί στην Ερυθραία. Το πλοίο αποδείχθηκε τελείως ανοργάνωτο για
εγκατάλειψη σε περίπτωση ανάγκης και το πλήρωμα δεν παρέσχε την αναγκαία προς
τούτο συνδρομή. Επικράτησε πανικός. Ειδικότερα, το προσωπικό της 11ης
Αποστολής διατήρησε την ψυχραιμία του και συγκεντρώθηκε στο δεξιό κατάστρωμα
υπό τον Σπανίδη.
Α.Κ.Δ.
Ακολουθεί
το κείμενο του Πλοιάρχου ΠΝ ε.α. Α. Ψύλλα [1]:
Πολλοί από εμάς εκοιμόμεθα κατά
την ώρα του τορπιλισμού και δεν τον αντελήφθημεν. Οι περισσότεροι εξύπνησαν από
τον θόρυβον και τας φωνάς των άλλων επιβατών και έτρεξαν εις το κατάστρωμα,
όπου έλαβον θέσιν εις το μέρος όπου ήσαν συντεταγμένοι και οι άλλοι συνάδελφοί
τους. Εγώ, βυθισμένος εις βαθύν ύπνον δεν είχον αντιληφθεί τίποτε απ’ όσα
διεδραματίζοντο εντός του σκάφους. Με εξύπνησεν ένας συνάδελφός μου αλλά, μη
πιστεύων εις το ότι ετορπιλλίσθημεν, εγύρισα από το άλλον πλευρόν δια να
συνεχίσω τον ύπνον μου. Τέλος, πεισθείς, εσηκώθην και έτρεξα εις το κατάστρωμα
όπου εύρον τους άνδρας της Αποστολής να συντάσσονται.
Εις το κατάστρωμα ήκουσα
πολλούς εκ των επιβατών και των ναυτών να καταφέρωνται κατά του κυβερνήτου, του
υπάρχου και των ναυτών του υπερωκεανίου διότι, ως ισχυρίζοντο, ούτοι είχον
εγκαταλείψει το σκάφος και επιβάντες λέμβου, απεμακρύνοντο χωρίς να δείξουν
κανένα απολύτως ενδιαφέρον δια την σωτηρίαν των επιβατών.
Ανδρέας Ψύλλας Πλοίαρχος ΠΝ εα. |
Το υπερωκεάνιον ευρίσκετο
σχεδόν εις το μέσον του Ατλαντικού. Η θάλασσα ήτο γαληνιαία και υπήρχε αστροφεγγιά. Εις μικράν
από του σκάφους απόστασιν απεμακρύνοντο μερικοί λέμβοι με ναυαγούς, ενώ πέριξ
του πλοίου εφαίνοντο επιπλέουσαι μερικαί αδέσποτοι σχεδίαι, που είχον ριφθεί
ατάκτως από επιβάτας. Το υποβρύχιον δεν εφαίνετο πουθενά, προφανώς καταδυθέν
δια να επιτεθή εκ νέου κατά του σκάφους και να το αποτελειώση.
Μετά ένα τέταρτο από του
τορπιλισμού και εν μέσω του επικρατούντος εις το πλοίον γενικού πανικού και της
αταξίας, απεφασίσθη υπό του αρχηγού της ελληνικής Αποστολής η εγκατάλειψις του
πλοίου και από τους Έλληνας αξιωματικούς και ναύτες. Είχον καθαιρεθή εις την
θάλασσαν ολίγαι λέμβοι και εις τας διαθεσίμους επεβιβάσθησαν και όσοι εκ των
Ελλήνων ηδυνήθησαν. Εγώ και μερικοί ναύτες δεν εύρομεν θέσιν εις αυτάς και,
ανελθόντες εις το κατάστρωμα των λέμβων, προσεπαθήσαμεν να καθαιρέσωμεν μίαν εξ
αυτών δια να επιβιβασθώμεν. Αυτό, όμως, δεν ήτο εύκολο διότι τα βαρούλκα ήσαν
ηλεκτρικά και τα παλάγκα είχον συρματόσχοινα αντί σχοινίων, τα οποία δεν ήτο
δυνατόν να τα πιάσωμεν με τας χείρας. Η ηλεκτρογεννήτρια, εξ άλλου, είχε σβύσει
και τα βαρούλκα δεν ελειτούργουν. Προσεπαθήσαμεν να βγάλουμε τα συρματόσχοινα
από τα παλάγκα [2] και να τα αντικαταστήσωμεν με σχοινία, αφού δε τούτο
επετεύχθη, αρχίσαμε να στρέφωμεν προς τα έξω τας επωτίδας δια να ρίψωμεν την
λέμβον εις την θάλασσαν. Την στιγμήν, όμως, κατά την οποίαν ήρχιζεν η
καθαίρεσις της λέμβου, το πλοίον συνεκλονίσθη, έσπασαν τα σχοινία και η λέμβος
έπεσεν εις την θάλασσαν κατασυντριβείσα. Δύο ναύται οι οποίοι ήσαν μέσα εις
αυτήν δια να υποβοηθήσουν την καθαίρεσιν εξηφανίσθησαν. Το πλοίον είχε
τορπιλλισθή εκ νέου από το υποβρύχιον και ήρχισε να παίρνη μεγάλην κλίσην προς
τα δεξιά, με κίνδυνον να ανατραπή από στιγμής εις στιγμήν.
Απεφασίσαμεν, τότε, να
εγκαταλείψωμεν το πλοίον όπως-όπως και, τρέξαντες από το μέρος που ήμεθα προς
το κύριον κατάστρωμα, προσεπαθήσαμεν να ρίψωμεν εις την θάλασσαν μια μεγάλην
ξύλινην σχεδίαν. Αλλά και τούτο εστάθη αδύνατον διότι η σχεδία ήτο δεμένη
στέρεα με συρματόσχοινα.
Αίφνης, φλόγαι αναπήδησαν εκ
της δεξιάς πλευράς και, δια να μην καώμεν, κατήλθομεν από τους «μπότζους»[3]
εις την θάλασσαν με τα ατομικά μας σωσίβια μόνον, προσεπαθήσαμεν δε, κολυμβώντες,
να απομακρυνθώμεν ταχέως δια να μην παρασυρθώμεν από την δίνην του [βυθιζομένου] πλοίου. Η θάλασσα εγέμισε
από συντρίμματα και από πετρέλαια και όσοι ευρέθησαν πλησίον, κολυμβώντες,
ετυφλώθησαν προς στιγμή από αυτά.
Εν τω μεταξύ, το υποβρύχιον
επλησίασεν εις την περιοχήν του ναυαγίου εν ημικαταδύσει και, περιερχόμενον τας
λέμβους, εμάζευεν Ιταλούς αιχμαλώτους, αναζητόν, συγχρόνως να ανακαλύψη μεταξύ
των ναυαγών και τον Έλληνα αντιπλοίαρχον Σπανίδη, δια τον οποίον φαίνεται ότι
είχε πληροφορίας από κατασκόπους ή και από τον Ιταλόν αξιωματικόν ιατρόν ο
οποίος είχεν ήδη επιβή αυτού, ότι επέβαινε του πλοίου [4]. Ούτως, όμως,
κατώρθωσε να αποκρυβή και, έτσι, διέφυγεν την σύλληψιν.
Empress of Canada. ΦΩΤΟ: Αρχείο Δημητρακόπουλου |
Αι λέμβοι απεμακρύνοντο από την
περιοχήν του ναυαγίου και όσοι ήσαν εις την θάλασσαν προσεπάθουν να ανακαλύψουν
επιπλέουσα καμμίαν σχεδίαν και να ζητήσουν επ’ αυτής την σωτηρίαν των.
Μετά πάροδον μίας ώρας είδον
εις μακρυνήν απόστασιν μία σχεδίαν την οποίαν επλησίασα. Επ’ αυτής ήσαν έξι
Ιταλοί, ένας Άγγλος πολίτης και ο ναύτης Διαβάτης. Μου επέτρεψαν να κρατηθώ έξω
από αυτήν και έμεινα εκεί όλην την νύκτα. Μόλις ήρχισεν να ξημερώνη, αντελήφθην
κοντά μίαν άλλην σχεδίαν με έξι Έλληνας ναύτας, προς την οποίαν κατηυθύνθην.
Ήσαν επ’ αυτής οι ναύτες [διαχειριστής Α.] Βάος, [πυροβολητής Ι.] Δετοράκης,
[μηχανικός Κ.] Μιχαηλίδης, [πυροβολητής Ι.] Καλουτάς και Χανιώτης, [καθώς και ο
δίοπος διαχειριστής Δ.] Φλόκος. Εις την σχεδίαν αυτήν με ηκολούθησεν και ο
ναύτης Διαβάτης, ο οποίος, έως την ώραν εκείνην, ήτο εις την άλλην σχεδίαν με
τους Ιταλούς και τον Άγγλον. Μόλις μας είδαν, οι Έλληνες ναύται μας υπεδέχθησαν
με χαράν και μας εφιλοξένησαν επί της σχεδίας δια να ξεκουρασθώμεν. Επειδή,
όμως, η σχεδία ήτο μικρά και δεν μας εβαστούσε όλους, απεφασίσθη όπως κάθωνται
επ’ αυτής, ανά ημίωρον τέσσερες, οι δε υπόλοιποι να κατεβαίνουν εις την
θάλασσαν και να συγκρατώνται απ’ αυτήν. Κατά την διάρκειαν της νυκτός,
εφαίνοντο εις το βάθος τα φώτα των απομακρυνομένων λέμβων, αλλά την πρωίαν δεν
διεκρίνετο τίποτα απολύτως. Η γύρω περιοχή ήτο έρημος και, κάπου-κάπου,
εφαίνοντο πτώματα και συντρίμματα του βυθισθέντος σκάφους να παρασύρωνται από
τα ρεύματα.
Η θάλασσα ήτο βυθισμένη εις
μίαν απέραντον γαλήνην και ο ήλιος έκαιε τρομακτικά. Εις την σχεδίαν δεν
υπήρχον ούτε τρόφιμα ούτε ύδωρ [ναυαγών]. Κάποιαν στιγμήν, εφάνη μεταξύ των
συντριμμάτων, να παρασύρεται από το ρεύμα, εν κυτίον κονσέρβας. Ένας από την
σχεδίαν εκολύμβησεν και το έπιασεν. Αλλά εστάθη αδύνατον να το ανοίξωμεν. Η
πείνα και η δίψα που μας εμάστιζον ήσαν τόσον μεγάλαι ώστε εχρησιμοποιήσαμεν
ακόμη και τους οδόντας μας δια να την ανοίξωμεν, αλλά και πάλιν δεν το
εκαταφέραμεν. Τέλος, εις μίαν στιγμήν αγανακτήσεως και παρά τας διαμαρτυρίας
του ναύτου Φλόκου, λέγοντας ότι θα μείνωμεν πέντε ημέρας νηστικοί, το επετάξαμεν.
Αργά το βράδυ, εφάνη εν αεροπλάνον. Επέρασε μακρυά και εξηφανίσθη, χωρίς
κανένας μας να δυνηθή να του κάμει σήμα.
Διαφημιστικό φυλλάδιο του 1925
της καναδικής
ναυτιλιακής εταιρείας Canadian Pacific. ΦΩΤΟ:
http://poulwebb.blogspot.gr/2017/01/maritime-posters-part-2.html
|
Τα ρεύματά μας είχαν χωρίσει
από τας άλλας σχεδίας. Ξαφνικά, όμως, μέσα εις το χάος και την ηρεμίαν του
ωκεανού, είδαμε έναν άνθρωπο να κολυμβά πλησίον μας και να μας κάνη σήματα με
τα χέρια του. Εμείναμε κατάπληκτοι από την παρουσίαν του ανθρώπου αυτού εις το
μέρος εκείνο μετά 38 ώρας από του ναυαγίου και, αμέσως, δύο από εμάς
εκολύμβησαν προς το μέρος του και τον εβοήθησαν να έλθη εις την σχεδίαν. Ήτο ο
Έλλην δίοπος [πυροβολητής Ε.] Σκιάς, ο οποίος τους αφηγήθη ότι επί 38 ώρας
εκολύμβα μόνος του εις τον ωκεανόν, χωρίς να βλέπη τίποτα απολύτως γύρω του και
ότι προ ολίγης ώρας ευρέθη κοντά μας χωρίς κι αυτός να γνωρίζη πως. Ήτο πλήρως
εξουθενωμένος. Περιεθάλψαμεν τον συνλάδελφόν μας, δώσαντες εις αυτόν μίαν θέσιν
επί της σχεδίας δια να ξεκουρασθή. Συνήλθε κάπως…
Δεν επέρασε μισή ώρα από του
γεγονότος τούτου, όταν άρχισαν αι πρώται εκδηλώσεις επιθέσεως «μπαραγκόν»,
δηλαδή μικρών καρχαριών που ενδημούν εις την περιοχή του Νοτίου Ατλαντικού. Τα
σκυλόψαρα αυτά, αν και μικρού μεγέθους,
διακρίνονται δια το αιμοβόρον των και είναι φοβερά εις τας επιθέσεις
των. Έως την ώραν εκείνην, αν και είχε περάσει ένα και ήμισυ ημερονύκτιον αφ’
ότου παρεσυρόμεθα εις τον αχανήν ωκεανόν, συγκρατούμενοι εν αλλάξ από την
σχεδίαν, τα αιμοβόρα αυτά όντα δεν είχον σημειώσει την παρουσίαν των, διότι, ως
φαίνεται, είχον αρκετήν τροφήν από τους άλλους ναυαγούς. Από της ώρας, όμως,
εκείνης επλησίασαν κατ’ αγέλας την σχεδίαν μας και προσεπάθουν να αρπάξουν τα
πόδια εκείνων που συνεκρατούντο από αυτήν, παρά το γεγονός ότι αυτοί κλωτσούσαν
συνεχώς δια να τα απομακρύνουν.
Η πρώτη επίθεσις εξεδηλώθη κατά
του ναύτου Μιχαηλίδη, του οποίου απέκοψαν ένα τόσον μεγάλον τεμάχιον από την
γάμπαν του ώστε μετά ημισείαν ώραν απέθανεν από την αιμορραγίαν. Τότε, τον
ερρίψαμεν εις την θάλασσαν, αλλά το αίμα που ανέβλυζε από την πληγήν ήτο τόσο
πολύ ώστε όλη η γύρω περιοχή εγέμισε από αίμα. Πριν αποθάνη, έδωσε το
πορτοφόλιόν του εις εμέ δια να το αποστείλω εις τους οικείους του. Επειδή,
όμως, ήμουν γυμνός, το έδωσα προς διαφύλαξιν εις τον ναύτην Καλουτάν.
Μετά τον θάνατον του Μιχαηλίδη,
ο τρόμος των σκυλόψαρων έγινε δι’ όλους μας εφιάλτης και προσεπάθημεν να τα
απομακρύνομεν κτυπώντας την θάλασσαν, όλοι μαζί, με πόδια και με χέρια. Εν τω
μεταξύ, η πείνα και η δίψα είχον γίνει αβάστακτοι. Σαν μισοπεθαμένοι, οι ναύται
Βάος και Φλόκος, βασανιζόμενοι από την δίψαν, έπεσαν με το πρόσωπο εις την
θάλασσαν και ήρχισαν να πίνουν ακορέστως από αυτήν, μη δίδοντες προσοχήν εις
τας συστάσεις μου, ο οποίος εις την μάτην προσεπάθουν να τους αποτρέψω, λέγων
προς αυτούς ότι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα, διότι η αλμύρα της θαλάσσης θα
τους έφερε μεγαλυτέραν φλόγωσιν. Ήσαν, όμως, εις κατάστασιν παροξυσμού διότι ο τροπικός
ήλιος τους είχε κυριολεκτικώς τρελλάνει. Έκαιγε τόσο πολύ ώστε τα ξύλα της
σχεδίας ήσαν σχεδόν πυρωμένα και, οι δυστυχείς, δια να αντιδράσωμεν εις την
καυστικότητα των ακτίνων, ηναγκαζόμεθα να βυθίζομεν την κεφαλήν εις την
θάλασσαν δια να την δροσίσωμεν.
Και η νέα μέρα επέρασεν εν μέσω
φρικτής αγωνίας από τον φόβο των καρχαριών, από τον εφιάλτην της δίψας που μας
έκαιγε τον λάρυγγα και από την φοβεράν ζέστην η οποία μας επύρωνε τα σώματα και
μας έκανε να υποφέρωμεν από αβάσταχτον πονοκέφαλον. Μόλις ενύκτωσεν, ο ναύτης
Φλόκος ηκούσθη, ξαφνικά, να φωνάζη: «Νησάκι
μπροστά μας. Δεν βλέπετε τις χουρμαδιές και τα ζευγάρια που χορεύουν;».
Αντελήφθη ότι προσεβλήθη από
αιφνιδίαν παράκρουσιν και προσεπάθησα να τον καθησυχάσω, αλλ’ εκείνος,
γελώντας, έπεσε εις την θάλασσαν και επήγε να λάβη μέρος εις τον χορόν των
ζευγαριών. Δεν επέρασε πολλή ώρα και ο ναύτης Βάος εδήλωσε ότι μας εγκαταλείπει
δια να πάη και αυτός εις το νησάκι που χορεύουν. Επήδησεν από την σχεδίαν εις
την θάλασσαν και ήρχισεν να κολυμβά προς το μέρος των οραμάτων του. Είχαν και
οι δύο τρελλαθή από την θάλασσαν που ήπιαν δια να κορέσουν την δίψα των και
εχάθησαν εις τον ωκεανόν, πνιγέντες.
Ο ναύτης Σκιάς, φίλος του Βάου,
μόλις να ρίπτεται εις την θάλασσαν, εκολύμβησε και αυτός δια να τον σώση αλλά,
μετ’ ολίγον, ηκούσθη να φωνάζη «Βοήθεια!
Βοήθεια!». Εσπεύσαμεν με τη σχεδίαν προς το μέρος του και τον ανεσύραμεν
επ’ αυτής, αλλ’ αυτός ήτο πλέον εις κατάστασιν
[προ του] θανάτου. Τον είχε
δαγκώσει ένας καρχαρίας και, από την αιμορραγίαν που υπέστη, εστάθη αδύνατον να
[επί]ζήση, παρά τας τεχνητάς αναπνοάς
που του εκάμαμεν. Έπειτα από ολίγον, απέθανεν και αυτός και τον ερρίψαμεν εις
την θάλασσαν.
Όταν ενύκτωσεν τελείως, έφυγαν
από την σχεδίαν οι ναύται Χανιώτης και Καλουτάς δια να κολυμβήσουν ολίγον και να
ξεμουδιάσουν. Και οι δύο υπέστησαν επίθεσιν καρχαριών και δεν επέστρεψαν εις την σχεδίαν. Είχον και
αυτοί υποστεί παράκρουσιν από τας ταλαιπωρίας της ημέρας και δεν είχον
φρονιματισθή από την τύχην του Σκιά.
ΦΩΤΟ: Pontus Åkerholm https://www.flickr.com/photos/pakerholm/ |
Από την πρωϊα της επομένης
ημέρας ήρχισαν συνεχείς επιθέσεις των θαλασσινών αυτών θηρίων εναντίον μας. Ο
ναύτης Δετοράκης υπέστη μέγα δήγμα εις τον αριστερόν μηρόν, ο ναύτης Διαβάτης
τρία μικρά κι εγώ ένα εις τον αριστερόν μηρόν και ένα εις την δεξιάν κνήμην.
Και οι τρείς, από τη στιγμή εκείνη, επέσαμεν εις αφασίαν, παρασυρόμενοι επί της
σχεδίας από τα ρεύματα και τους ανέμους, συνεχώς αιμορραγούντες. Η αιμορραγία
μας ήτο τόσον μεγάλη ώστε ασφαλώς δεν θα επιζούσαμεν αν, εις τας 5.30’ του
απογεύματος, δεν μας συνήντα η αγγλική κορβέτα Κ79, η οποία μας περισυνέλεξε.
Την νύκτα της ιδίας ημέρας, ο
ναύτης Δετοράκης απεβίωσεν εις το θεραπευτήριον της κορβέτας, ενώ οι άλλοι δύο
σοβαρότατα τραυματισμένοι, μετεφέρθημεν την πρωίαν της 19ης [Μαρτίου 1942] εις Φρήταουν και
εισήχθημεν προς θεραπείαν εις το νοσοκομείον της πόλεως, οπόθεν, μετά από ένα
μήνα μόνον εγώ εξήλθον. Ποτέ δεν κατόρθωσα να μάθω τι απέγινε ο έτερος εκ των
επιζησάντων ναύτης Διαβάτης ο οποίος, ας σημειωθή, εις το νοσοκομείον όπου
ενοσηλεύετο υφίστατο συνεχείς κρίσεις από τα τραύματά του [5].
Σημειώσεις
[1] Το κείμενο
πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ναυτική Ελλάς, τεύχος Δεκεμβρίου, 1948.
[2 Σημείωση Περί Αλός] Παλάγκο:
σύστημα τροχίλων και σχοινιών για την ανύψωση βαρών, σύσπαστο, tackle.
[3 Σημείωση Περί Αλός] Μπότσος:
Εξάρτημα το οποίο ενεργεί ως φρένο, Stopper, για τη συγκράτηση των
αγόμενων σχοινιών και είναι διαφόρων τύπων. Αναστολεύς.
[4] Λίγα λεπτά πριν από τον
τορπιλισμό του πλοίου, ο Ιταλός ιατρός βρέθηκε ελεύθερος και, μαζί με μερικούς
συναιχμαλώτους του, κατόρθωσε να επιβεί σε μια λέμβο, να κατευθυνθεί προς το
υποβρύχιο, που διακρινόταν καθαρά μέσα στην αστροφεγγιά και να επιβεί σε αυτό.
Το ιταλικό υποβρύχιο ήταν το Leonardo da
Vinci.
[5] Περιγραφή των περιπετειών
της 11ης Αποστολής περιλαμβάνεται στον Φωκά, τομ. Β’, σελ. 222-223 και, ιδίως,
στο βιβλίο του Σπανίδη αναμνήσεις και Μαρτυρίες. Η 11η Αποστολή προοριζόταν να
παραλάβει από την Αγγλία δύο αντιτορπιλλικά, με κυβερνήτες τον Αντιπλοίαρχο Α.
Σπανίδη και τον πλωτάρχη Χ. Φούφα (υπαρχηγό της Αποστολής) τα οποία, τελικά,
δεν παραδόθηκαν. Ο Φωκάς αναφέρει (τομ. Β’, σελ. 223-224) ότι, κατά τον
Αλεξανδρή, λόγος της μη παράδοσης των αντιτορπιλικών ήταν «αφ’ ενός μεν η
προσπάθεια περιποιήσεως προς την Τουρκίαν, επί τω τέλει ενεργοτέρας συνδρομής
της εις τον αγώνα, βραδύτερον δε αι πληροφορίαι περί ανωμαλιών εις τας
ελληνικάς ταξιαρχίας και ο φόβος επεκτάσεώς των εις το Ναυτικόν». Μετά τη
ματαίωση της παραλαβής τους, ένα τμήμα της Αποστολής, με αρχηγό τον Σπανίδη,
παρέλαβε από τις ΗΠΑ τα αρματαγωγά Λέσβος, Λήμνος, Σάμος και Χίος, το δε άλλο,
με επικεφαλής τον Φούφα, παρέλαβε από την Αγγλία τα επίσης νεότευκτα
ναρκαλιευτικά τύπου BYMS
Αφρόεσσα, Καρτερία, Πάραλος και Σαλαμινία.
Για την περισυλλογή των ναυαγών
έσπευσαν τό αντιτορπιλικό Boreas
(το μετέπειτα Σαλαμίς) και οι κορβέτες Crocus και Petunia, αυτή που περισυνέλλεξε τον
Ψύλλα και τους δύο ναύτες.
Από τα σχεδόν 2.000 άτομα τα
οποία επέβαιναν στο υπερωκεάνιο, απωλέσθηκαν σχεδόν τα μισά, τα περισσότερα από
τα οποία κατασπαράχθηκαν από τους καρχαρίες. Από την 11η Αποστολή
απωλέστηκαν 1 υπαξιωματικός και 23 ναυτοδίοποι οι οποίοι στις 11.12.1945
τιμήθηκαν με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, επειδή: εν διατεταγμένη υπηρεσία
ευρισκόμενοι και υποστάντος εχθρικήν επίθεσιν του πλοίου εφ’ ου επέβαινον,
απωλέσθησαν πεσόντες υπέρ Πατρίδος και προήχθησαν μεταθανατίως κατά ένα βαθμό.
Πηγή: https://perialos.blogspot.gr/2018/02/empress-of-canada.html
Το Περί Αλός προτείνει
πεντάτομο έργο του
Αναστασίου Δημητρακόπουλου
«Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ…», Πειραιάς, έκδοση
Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος,
2011.