Από τις προσωπικές σημειώσεις του Μίλτωνος Ιατρίδη
Περί Αλός
(Δημοσιευμένο
στο περιοδικό Νέα Εστία, τευχ. Μαρτίου 1960)
Δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας»,
τεύχος
81, σελ. 43, ΟΚΤ-ΔΕΚ 2012, εκδ. Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.
Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.
"ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ
Υ2- πολεμική περιπολία
στην Αδριατική -1940". Ελαιογραφία 50Χ70 Αγγελής
Κορρός.
|
Παραμονές Χριστουγέννων, φέτος
(1960). Ο Μίλτων μας έκανε το τραπέζι σε μια ταβέρνα - κέντρο στην Πλάκα.
Κάποια στιγμή σήκωσε το ποτήρι του, μας κοίταξε όλους ένα γύρο με τη διαπεραστική
και τρυφερή ματιά του: - Στην υγειά της «Αντονιέττας,» είπε. Και συνέχισε: Σαν απόψε...
Τότε, το ‘40... «Αντονιέττα» ήταν το...
Μα όχι. Δεν γινόταν εκεί να
μιλήσει. Πολλή η φασαρία. Η τζαζ. Οι άνθρωποι που χόρευαν και φώναζαν και
τραγουδούσαν κι’ έσπαζαν πιάτα, ποτήρια και μπουκάλες. Φύγαμε. Πήγαμε σε κάποιο
γνωστό σπίτι. Καθήσαμε γύρω στο τραπέζι. Άρχισε να μιλάει. Η φωνή του λίγο
κομπιαστή βραχνή, μ’ ένα παιδικό παλμό, διστακτική. Μιλούσε με μεγάλες παύσεις.
Έξω έβρεχε. Πολύ.
Στις παύσεις απόμενε μονάχα η
βροχή. Κάμποσο. Και πάλι η φωνή του που μας έλεγε για την «Αντονιέτττα» για το
«ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑ».... Τα λόγια του αυτά τα βρήκαμε τώρα καθαρογραμμένα στα πράγματά
του.Ιουλία Ιατρίδη
Μια τέτοια νύχτα σαν απόψε
βρισκόμουν σε περιπολία με τον «Παπανικολή» 23 προς 24 Δεκεμβρίου του 1940. Η
παράξενη ζωή του υποβρυχίου είχε γίνει ακόμα πιο αλλόκοτη στον πόλεμο, καθώς
βρισκόμαστε σε περιπολία μέσα σε εχθροκρατούμενα νερά. Σχεδόν πάντα στο βυθό.
Πάντα στο σκοτάδι. Τα όρια της ημέρας και της νύχτας εκεί κάτω είχαν
καταργηθεί. Αναγκαζόμαστε να γυρίσουμε τα ρολόγια μας πότε 12 ώρες πριν, πότε
δώδεκα ώρες μετά για να μπορέσουμε κατά κάποιο τρόπο να συνεχίσουμε το
πρόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας.
Έτσι η πρωϊνή έγερσις γινόταν
στις 6 το απόγεμα. Και κανονίζαμε έτσι τις βάρδιες ώστε να μπορέσουν όλοι να
πλυθούν, ν’ αλλάξουν, να φάνε στις 9, όπως έλεγε το πρόγραμμα:
Γενική επιθεώρησις προσωπικού
και πλοίου, γυμνάσια και γυμνάσιο, πες, το της καθημερινής προετοιμασίας για τη
μάχη.
Ο υποβρύχιος πόλεμος, όπως κι’
όλοι οι άλλοι πόλεμοι, χωριζόταν σε μάχες τακτικές τις περισσότερες, μερικές
στρατηγικές, που και που, καμιά ρηκτική μάχη έτσι που να κάνουμε τον εχθρό να
συλλογιστεί στ’ αλήθεια πόσο καλύτερη θα ήταν η αποφυγή του πολέμου...
Όσο για τις τακτικές μάχες;
ετούτες είταν οι καθημερινές με ό,τι χαλούσε τη γεύση μας και μας έκανε να;
βρίσκουμε ανούσια τα προγονικά μας φαγητά με βάση την παστή σαρδέλλα, το
σκουράντζο, τη γαλέττα...
Ψυγεία δεν είχαμε και τα
μαρινάτα ψάρια ή το σύγλινο απαγορεύοντο γιατί ο μπελντές και το ξύγκι κόβανε
στη κατάδυση από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Είχαμε, συνέχεια και άλλη μάχη προς
υπεράσπιση της... μύτης μας από την ανθρωπίλα που αναδινόταν μέσα στο σκάφος
που ζούσαμε στεγανά κλεισμένοι. Και άλλη μάχη είχαμε με την αφή που διαμαρτυρόταν
για το γλίτσιασμα των χιτώνων και των λαδομπογιατισμένων τοίχων και των
μπρούτζινων σωλήνων, - Θεέ μου, πόσοι σωλήνες! Λες κι’ είταν μια κοιλιά γίγαντα
που το κάθε της εντόσθιο έπρεπε να καλοκαθαριστεί να’ ναι έτοιμο.
Άμα τέλειωναν, ας πούμε,
ετούτες οι μάχες, άρχιζε η άλλη, η τακτική της ακροάσεως.
Όλα κράτει. Νεκρική σιγή τάφου.
Μέχρι που ν’ ακούς το νερό να στενάζει γιατί το τρυπούσε τούτο το σιδερικό που εμείς
επιμέναμε να το θεωρούμε υποβρύχιο. Όταν τίποτα δεν ακουγόταν από μέσα και τ’
ακονισμένα αυτιά μας άκουγαν καθαρά πως άλλο τόσο τίποτα δεν ακουγόταν μήτε απ’
έξω, τέλειωνε και τούτο το βουβό κακό για ν’ αρχίσει η άλλη μάχη με τα μάτια
μας:
- Εκ της ακροάσεως, ουδέν...
- Περισκοπικόν...
- Δώδεκα μοίρες...
- Αίρε περισκόπιον...
- Ορατότης μηδέν...
Και πως να μην είναι μηδέν αφού
είχε γίνει νύχτα, πράμα που τόσο θέλαμε και με τόση λαχτάρα περιμέναμε για να
μπορέσουμε να βγούμε στην επιφάνεια χωρίς να μας δει ο εχθρός και έτσι να
πετύχει το καρτέρι του θανάτου που κάναμε.
- Επιφάνεια...
Επί τέλους. Να’ μαστε στον
καθαρό αέρα της Αδριατικής. Είναι κατάφωτη από προδοτικό φεγγάρι. Γυαλιστερή
σαν ασημένιος δίσκος και ήσυχη σαν τοπίο ναπολιτάνικης βαρκαρόλας. Είμαστε
λιγάκι πιο έξω από το Μπάρι. Τελευταία ελπίδα μας μονάχα μια φωτοθολούρα από
υδρατμούς στην αρυτίδωτη επιφάνεια. Δίκοπο μαχαίρι: Γιατί ούτε εκείνοι θα μας
έβλεπαν καλά αλλά ούτε βέβαια κι’ εμείς. Και σα να μην έφτανε αυτό, να και το
ρυθμικό μπαμ-μπουμ, μπαμ- μπαμ της Ντήζελ που για το χατίρι της βγήκαμε απάνω
να κάνει φόρτωση. Κι’ αν δεν μας δουν θα μας ακούσουν, μπαμ-μπου-μπαμ...
Συνέχεια «Πράσινο 10...
--Ύποπτον αντικείμενον. Κράτει η φόρτωσις. Κράτει που να πάρει ο διάβολος!...
--Φόρτωσις έχει κρατηθεί! Πρόωσις δια των ηλεκτροκινητήρων
- Κράτει όλα.
- Κράτει όλα
Και τίποτα: Πάλι το μπαμ-μπου –
μπαμ –
Κράτει που να πάρει ο διάβολος.
Ένα σκιάχτρο μαύρο με φτερούγες
πελώριες σα νυχτερίδα μας ζυγώνει ξεφυσώντας κι’ εκείνο το μπαμ-μπουμ το δικό
του, που λέγαμε για δικό μας.
- Κράτει δυο μοίρες
δεξιότερα...Πρόσω ένα και οι δύο.
Αμέριμνη, ναζιάρα,
βαρυφορτωμένη παρουσιάζεται μια καϊκάρα. Ο πηδαλιούχος, τώρα στη γέφυρα κρατά
πάνω στο πλευρό της το πυροβόλο έτοιμο. Όμως καθώς ζυγώνουμε άφησα κατά μέρος
την ανώφελη τακτική του πολέμου και προτίμησα να χρησιμοποιήσω τα Ιταλικά που
ήξερα από την Κέρκυρα, βοηθούμενος κι’ από τον Κερκυραίο ναύτη που είχε βρεθεί
μέσα στο υποβρύχιό μου.
--- Sei di barco...Controlo
Μας πήραν για δικούς τους.
Μπήκανε στη βάρκα τους πήρανε τα χαρτιά τους και ήρθανε στο υποβρύχιο, όπου
προς μεγάλη τους κατάπληξη βρέθηκαν αιχμάλωτοι.
Η «Αντονιέττα» 250 τόννων,
επίτακτο πετρελαιοκίνητο, κουβαλούσε χόρτο για τ’ άλογα, πετρελαιοαντλίες για
τα πλημμυρίζοντα χαρακώματα και κάτι άλλο που μετά από καιρό έμαθα τί είταν.
Πολεμικό υλικό, εχθρικό είταν το καράβι και ω της δικής μας καταπλήξεως και
αγνοίας με πλήρωμα φιλειρηνικώτατο, που εν ονόματι του πολέμου επετηρείτο από
δυο μελανοχίτωνες. Με το καλό και με την πονηριά, με την πειθώ και κατεργαριά
πήραμε ότι τότε μας αρκούσε: Πληροφορίες: «Μια μεραρχία ετοιμάζεται να μπει σε
νηοπομπή από το Μπρίντιζι για την Αυλώνα. Πήραμε μια πυξίδα της «Αντονιέττα»
που χαρίστηκε στο καταδρομικό «Ελλη» και που
κατόπιν ξαναδωρήθηκε σε ανάξια χέρια να την κατέχουν ακόμα τώρα.
Δοκιμάσαμε να βουλιάξουμε την «Αντονιέττα»
με εμβολισμό. Μα, μονάχα μπατάρισε. Τότε κι’ εμείς βάλαμε φωτιά αφού ποτίσαμε
το χόρτο με όσο περισσότερο πετρέλαιο μπορέσαμε. Και όπου φύγει – φύγει
ρυμουλκώντας τη βαρκούλα που πιο κάτω την ανοίξαμε να κάνει νερά και που την μπατάραμε
να δείχνει στους ανακριτάς του δυστυχήματος το πως ακριβώς πνίγηκε η
«Αντονιέττα» και έτσι δεν έφτασε στον προορισμό της.
Τούτη την ώρα γεννήθηκε ο «Παπανικολής»
Κι’ ήταν μάρτυρες σ’ αυτό γιατί
βρίσκονταν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή δυο Ιταλικά τορπιλλοβόλα και δυο
περιπολούντα Ελληνικά υποβρύχια που άρχισαν να κόβουν βόλτες ολοτρίγυρα στη
μεγάλη εκείνη φωτιά, παίζοντας το κρυφτούλι κι’ απορώντας για το τι ακόμα θα
τους παρουσίαζε ο πόλεμος, μετά από τούτη την παράξενη μάχη με τα στοιχεία της
φύσεως: Τη φωτιά και το νερό.
Μα κι’ εμείς απορούσαμε για το
πόσο εύκολα κάναμε κάτι: Σαν άντρες γεννήσαμε ένα παιδί, ένα θρύλο, ένα
πυροτέχνημα... Ο Δημήτρης Παπανικολής πέθανε πρόεδρος Ναυτοδικείου,
παραγκωνισμένος από την επετηρίδα του ελεύθερου ναυτικού.
Το υποβρύχιο «Παπανικολής»
παραμορφωμένο, παλιοσίδερο για τα χυτήρια της μπετονόβεργας, πέθανε στο
Κερατσίνι εκεί όπου είχε φτάσει δοξασμένο, για να πουληθεί με την οκά και
μάλιστα σε Ιταλούς.
Ο άλλος Παπανικολής όπως θέλουν
μερικοί να παρουσιάζουν εμένα, τίποτα ακόμα σοβαρό δεν έπαθε. Ή τουλάχιστον
τίποτα σοβαρώτερο απ’ ότι οι εχθροί μου, που έφτασαν κάποτε να παρακαλούν να
εξαφανιστώ, ή στην ανάγκη να φορτωθώ μεγαλόσταυρους και γαλόνια, φτάνει να
έφευγα από τη μέση κι’ από μπροστά τους.
ΜΙΛΤΩΝ ΙΑΤΡΙΔΗΣhttp://perialos.blogspot.gr/2013/12/2-23-24-1940.html
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ: Ευχαριστούμε τον κύριο Βασίλη Ιατρίδη, ανηψιό
του ηρωικού Μίλτωνα Ιατρίδη, που μας έστειλε το κείμενο που δημοσιεύεται στο
ανά χείρας τεύχος.