ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ Β΄ΜΕΡΟΣ


 
 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Ανθυποπλοίαρχος (ΕΦ/Ο) Π.Ν.


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 581, σελ. 135, ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2012. Αναδημοσίευση στο
Περί Αλός με την έγκριση της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»

…συνέχεια από το Α΄ΜΕΡΟΣ




Λεωνίδας Παλάσκας. Ελαιογραφία Ι. Τρικογλίδη.  
Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος  Αρ. Συλλογής: 481
 

Η εποχή του εκσυγχρονισμού
Η εποχή από το 1881 μέχρι το 1909 που πραγματοποιείται το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, μπορεί να λεχθεί ότι χαρακτηρίζεται από την πορεία προς τον εκσυγχρονισμό.
Η περίοδος αυτή μπορεί να χωριστεί συμβατικά σε δύο περιόδους, στην τρικουπική (1882-1895), στην οποία κυριαρχεί το όραμα εκσυγχρονισμού του μεγάλου πολιτικού Χαρίλαου Τρικούπη και η μετα-τρικουπική, όπου η πορεία προς τον εκσυγχρονισμό του κράτους δεν σταματά εντελώς, αλλά αναστέλλεται σε πολλούς τομείς λόγω έλλειψης πολιτικού ανδρός ικανού να «σηκώσει» τις εξελίξεις στις πλάτες του.
Βασικό μέλημα του Χαρίλαου Τρικούπη ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, ώστε να γίνει ανταγωνιστική οικονομία. Αυτό ο Τρικούπης το προσπάθησε με το να ανορθώσει τη χώρα σε όλους τους τομείς. Πρώτιστο μέλημά του ήταν η δημιουργία του πάγιου κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας, δηλαδή η κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων κ.λπ. Οι πιο σύντομες και εύκολες μετακινήσεις συνέβαλαν στην ανάπτυξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής. Στη συνέχεια προσπάθησε με διάφορα νομοθετήματα να οργανώσει τον δημόσιο τομέα με την θέσπιση τυπικών αξιοκρατικών κριτηρίων για τους δημόσιους υπαλλήλους, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν οι πελατειακές σχέσεις που ταλάνιζαν την χώρα. Ακόμη καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για τη μείωση της εγκληματικότητας και την εμπέδωση της τάξης στη χώρα, κυρίως στην ύπαιθρο με την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής και την εκκαθάρισή της από τα διεφθαρμένα στοιχεία, ενώ εκσυγχρονίσθηκε το νομοθετικό πλαίσιο των συναλλαγών και διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις
διευκόλυναν τις οικονομικές δραστηριότητες.
Ο Τρικούπης είχε βασικό άξονα της πολιτικής του την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων. Πήρε μέτρα για την αποπολιτικοποίηση των αξιωματικών,
εκσυγχρόνισε την εκπαίδευση (αυτή την περίοδο ιδρύεται η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων), αλλά και το υλικό και τον εξοπλισμό (τότε αγοράστηκαν από την Γαλλία τα τρία θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά»). Αυτός ο εκσυγχρονισμός του Ναυτικού θα καταστήσει την Ελλάδα την πιο ισχυρή ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μετά την «πτώση» του Τρικούπη στην περίοδο μέχρι και το 1900 ο εκσυγχρονισμός συνεχίζεται με πιο αργούς ρυθμούς λόγω της πτώχευσης του 1893 και της ανυπαρξίας συνεχιστή του τρικουπικού οράματος.
Εν τούτοις η ήττα στον Ελληνο-τουρκικό Πόλεμο του 1897 δημιούργησε νέους προβληματισμούς οι οποίοι οδήγησαν στο Κίνημα στου Γουδή (15 Αυγούστου 1909). Από εκεί θα ξεκινήσει μια νέα ανανεωτική προσπάθεια με πρωτεργάτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

 

Η Γαλλική Ναυτική Αποστολή υπό τον Υποναύαρχο Λεζέν (Lejeune) και η Ναυτική Εκπαίδευση
Η πρώτη σκέψη του Χ. Τρικούπη για να οργανώσει το Πολεμικό Ναυτικό ήταν να μετακαλέσει αλλοδαπούς αξιωματικούς. Η Γαλλική Αποστολή βρισκόταν στην
Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1884 με Αρχηγό τον Υποναύαρχο Charles Joseph-Laurent Lejeune και μέλη της τον αντιπλοίαρχο Marie-Leon Vidal, τον ναυπηγό
Adolphe-Francois-Eugene Dupont, τον φροντιστή Pierre-Marie Preaubert και τους κελευστές Verdolin και Rougeot. Η Γαλλική Ναυτική Αποστολή πραγματικά δούλεψε με ζήλο, ενώ οι χρηματικές απολαβές των μελών της λίγο διέφεραν από αυτές που έπαιρναν στην Γαλλία.
Η οργανωτική προσπάθεια της Αποστολής μεταφράστηκε σε μια πληθώρα νομοθετημάτων που αφορούσαν τον ιματισμό των στελεχών, τη μισθοδοσία, την
εκπαίδευση, τις λιμενικές αρχές, τη ναυτική στρατολογία, την οικονομική υπηρεσία, τη σύνταξη σηματολογίου, τον Γενικό Οργανισμό των πληρωμάτων του Στόλου, τη σύσταση Ναυτικού Νοσοκομείου, τη μισθοδοσία των τεχνιτών των συνεργείων του εργοστασίου του Ναυστάθμου, την κατάσταση των υπαξιωματικών κ.λπ.
Από τον Μάιο του 1882 έως τον Δεκέμβριο του 1884 λειτούργησε ναυτική σχολή στον πάρωνα «Άρης».
Τον Σεπτέμβριο του 1882 πραγματοποιήθηκε με τον πάρωνα «Άρης» ο πρώτος πραγματικός εκπαιδευτικός πλους δοκίμων. Το πλοίο επισκέφθηκε έντεκα λιμάνια της Μεσογείου και έφθασε μέχρι την Λισαβόνα. Η επιστροφή του «Άρης» στον Πειραιά έτυχε λαμπρής υποδοχής καθώς γύρω του έπλεαν λέμβοι με συγγενείς και φίλους των δοκίμων, από το καταδρομικό «Ναύαρχος Μιαούλης» και από τα ξένα πολεμικά παιανιζόταν ο εθνικός ύμνος, ενώ ο ίδιος ο βασιλέας παρακολουθούσε επί μίας ατμακάτου. Τον Δεκέμβριο του 1884 οι δόκιμοι μετατέθηκαν στον Στόλο και η Σχολή διαλύθηκε γιατί είχε αρχίσει να λειτουργεί στον ατμοδρόμωνα «Ελλάς» η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Τους τελευταίους μήνες του 1883 ανατέθηκε στον πλωτάρχη Ηλία Κανελλόπουλο, τμηματάρχη προσωπικού του Υπουργείου Ναυτικών, η σύνταξη των σχετικών οργανισμών και κανονισμών. Ο Κανελλόπουλος συνέταξε πέντε νομοσχέδια, που με βάση τις ανάλογες γαλλικές διατάξεις, κάλυπταν με λεπτομέρεια όλους τους τομείς λειτουργίας της Σχολής. Η αξία της εργασίας του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο οργανισμός αυτός διατηρήθηκε εν ισχύ 34 χρόνια, περισσότερα από κάθε άλλον. Τα θέματα εξετάσεων, εκπαίδευση, εκπαιδευτικών πλόων, αδειών, ποινών και εσωτερικής υπηρεσίας καθορίστηκαν με σαφήνεια. Το επιτελείο της Σχολής αποτελείται από τον διοικητή, τον
υποδιοικητή που εκτελεί και χρέη διευθυντή σπουδών, τέσσερις υποπλοιάρχους επιτηρητές, ιερέα, ιατρό και φροντιστή.
Τον Μάιο του 1884 έγιναν εισαγωγικές εξετάσεις για την κατάταξη 24 δοκίμων. Έλαβαν μέρος 45 υποψήφιοι και πέτυχαν 21, από τους οποίους 8 ήταν πρώην ναυτικοί υπότροφοι της Σχολής Ευελπίδων (έτσι ονομάζονταν οι αποφοιτήσαντες από την Σχολή του Στρατού που προορίζονταν για το Ναυτικό). Τον Ιούλιο ανέλαβε διοικητής της Σχολής και κυβερνήτης του «Ελλάς» ο
Κανελλόπουλος και στις 4 Αυγούστου εισήχθησαν οι νέοι δόκιμοι. Στις 8 Αυγούστου έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και δυστυχώς ο Λεωνίδας Παλάσκας, του οποίου το όραμα γινόταν πραγματικότητα, δεν πρόλαβε να ζήσει αυτήν την αλλαγή των καιρών...
Η λειτουργία της Σχολής ήταν ομαλή από τον πρώτο χρόνο. Τον Σεπτέμβριο έγινε ο πρώτος στρατιωτικός περίπατος, τον Νοέμβριο επιθεώρηση από τον Υπουργό των Ναυτικών, τον Ιούνιο οι εξετάσεις των δοκίμων παρουσία του Υπουργού των Ναυτικών και του Αρχηγού της Γαλλικής Αποστολής. Στη Σχολή δίδαξαν καταξιωμένοι στρατιωτικοί αλλά και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι εξασφαλίζοντας υψηλή ποιότητα στην παρεχόμενη εκπαίδευση. Εν τούτοις ψυχή της Σχολής ήταν ο Η. Κανελλόπουλος. Καθηγητής και συγγραφέας των περισσότερων εκπαιδευτικών βιβλίων για τα ναυτικά μαθήματα, έκανε τα πάντα για να αποκτήσει η Σχολή το απαιτούμενο εκπαιδευτικό επίπεδο.



Το εξώφυλλο του εκπαιδευτικού
συγγράμματος του Η. Κανελλόπουλου
«Μαθήματα Ονοματολογίας του
Ιστιοφόρου Πολεμικού Πλοίου».
Μουσείο ΣΝΔ
 Το 1885 μεταφέρθηκε η Σχολή στη στεριά, σε μια οικία στον Πειραιά, που ανήκε στον έμπορο Θεόφιλο Φεράλδη και χρησιμοποιούταν μέχρι τότε ως παράρτημα της Σχολής Ευελπίδων. Εκεί έμεινε 7 χρόνια.
Η Σχολή οργανώνεται όλο και περισσότερο καθώς βελτιώθηκε το επίπεδο των καθηγητών, ενώ το 1887, που συμπληρώθηκαν οι τέσσερις τάξεις, έφτασαν να
φοιτούν 64 δόκιμοι. Κάθε χρόνο εισάγονταν στη Σχολή κατά μέσο όρο 12 δόκιμοι, όπου επιλέγονταν από τετραπλάσιο αριθμό υποψηφίων. Απαγορεύτηκαν με
νόμο οι ατασθαλίες εισαγωγής αποτυχόντων υποψηφίων στη Σχολή και επιτράπηκε η φοίτηση αλλοδαπών των οποίων ο ένας γονέας ήταν Έλληνας ή Αλβανός.
Οι εκπαιδευτικοί πλόες γίνονταν μέχρι το 1889 με το «Ελλάς», ύστερα με άλλα πλοία σε ελληνικούς και μεσογειακούς λιμένες. Το 1889 γίνεται η πρώτη κοινωνική εκδήλωση της Σχολής, η οποία ήταν μια θεατρική εσπερίδα, όπου ηθοποιοί ήταν οι ίδιοι οι δόκιμοι. Στην εσπερίδα αυτή προσήλθαν πάρα πολλές οικογένειες του Πειραιά και των Αθηνών καθώς και όλοι οι μαθητές της Σχολής των Ευελπίδων και οι καθηγητές και των δύο Σχολών.
Το 1888 αποφοίτησαν οι πρώτοι δόκιμοι που ονομάστηκαν σημαιοφόροι και ο Ναύαρχος Lejeune κατά την αποχώρησή του το 1890 εξέφρασε την βεβαιότητα ότι με αυτούς τους νέους αξιωματικούς, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς την παρουσία ξένων αποστολών. Το 1890 παρέδωσε την Διοίκηση της Σχολής ο Η. Κανελλόπουλος και το 1895, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, αναρτήθηκε στο γραφείο του Διοικητή της Σχολής η εικόνα του τιμής ένεκεν.
Το 1891 αποφασίστηκε η επαναφορά της Σχολής στο «Ελλάς» μάλλον για οικονομικούς λόγους. Για να καλυφθούν οι όλο και αυξανόμενες ανάγκες της Σχολής έγιναν πολλές μετασκευές στο «Ελλάς», όπου αφαιρέθηκαν όλα τα πυροβόλα και οι ιστοί, εκτός του πρυμναίου, στον οποίο παρέμεναν μερικές κεραίες και επιστήλια για να εξασκούνται οι δόκιμοι στους χειρισμούς. Η Σχολή έμεινε στο «Ελλάς» για 13 έτη.
Ως εκπαιδευτικά πλοία χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 1902 οι ατμομυοδρόμωνες, γνωστοί με το όνομα «Ποταμοί» («Αλφειός», «Αχελώος», «Ευρώτας» και «Πηνειός», ναυπηγήσεως 1885) και τα επόμενα χρόνια το καταδρομικό «Ναύαρχος Μιαούλης» με το οποίο εκτελέστηκαν από το 1900 έως το 1902 οι υπερωκεάνιοι πλόες των δοκίμων, όπου περιλαμβάνονταν και αμερικανικοί λιμένες.
Το 1905 η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων απέκτησε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στην ξηρά. Το ότι η Σχολή έπρεπε να λειτουργεί στην ξηρά είχε αναγνωριστεί από χρόνια, αλλά η κακή οικονομική κατάσταση του Κράτους εμπόδιζε την πραγματοποίηση αυτής της κατεύθυνσης. Αυτό το πρόβλημα το έλυσε το κληροδότημα του Παντελή Βασσάνη. Ο Βασσάνης είχε γεννηθεί το 1830 στην Πορταριά της Θεσσαλίας από φτωχή οικογένεια.
Μετά από περιπλανήσεις βρέθηκε στην Αίγυπτο όπου και πλούτισε. Όταν πέθανε το 1891, κληροδότησε στο ελληνικό Κράτος το 60% της περιουσίας του, 48.000 λίρες Αγγλίας από τις οποίες 500.000 χρυσά φράγκα για την ανέγερση Ναυτικής Σχολής. Με τους τόκους των υπολοίπων θα στέλνονταν οι καλύτεροι μαθητές της για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό.
Οι ενέργειες ανέγερσης άρχισαν αμέσως το 1892, ενώ στις 10 Μαρτίου του 1901 έγινε η τελετή κατάθεσης του θεμέλιου λίθου παρουσία όλης της βασιλικής οικογένειας. Η ανέγερση τελείωσε το 1904 και στις 3 Οκτωβρίου 1905, μετά τον εκπαιδευτικού πλου και τη θερινή άδεια, οι δόκιμοι εγκαταστάθηκαν στις νέες εγκαταστάσεις. Τότε υπήρχαν τρία κτήρια, το κεντρικό, κατάλληλο για την πλήρη εξυπηρέτηση 40 δοκίμων, το οίκημα του διοικητή/ υποδιοικητή και το θεραπευτήριο. Το 1905 η Σχολή απέκτησε αυτοκίνητο για τη μεταφορά των καθηγητών. Τον αυτό χρόνο έγιναν στο αμφιθέατρο και τα εργαστήριά της για τα μαθήματα ηλεκτρισμού και εκρηκτικών Υλών του σχολείου τορπιλητών αξιωματικών.
Το 1911 για την εκτέλεση του δεύτερου όρου της διαθήκης Βασσάνη, ρυθμίστηκαν τα προσόντα και ο τρόπος επιλογής εκείνων που θα στέλνονταν για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Τα προσόντα αναθεωρήθηκαν το 1938 για να είναι δυνατή και η αποστολή μηχανικών αξιωματικών.
Οι απόφοιτοι της νέας Σχολής έβλεπαν την διαφορά από τους παλαιούς αξιωματικούς, των οποίων ο συντηρητισμός σταματούσε κάθε προσπάθεια ανανέωσης. Στον ατυχή Πόλεμο του 1897 η αναποτελεσματικότητα των παλαιών αξιωματικών έγινε εμφανής, με αποτέλεσμα να κλονιστεί ο σεβασμός
και η εκτίμηση των νεώτερων αξιωματικών προς το πρόσωπό τους. Έτσι λοιπόν το Κίνημα στου Γουδή το 1909 οδήγησε σε μια εκκαθάριση του σώματος των
αξιωματικών με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν οι 35 από τους 40 αρχαιότερους και να παραμείνουν μόνο τρεις μη προέλευσης Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Το Πολεμικό Ναυτικό αποκτούσε πλέον αξιωματικούς μορφωμένους και καταρτισμένους, οι οποίοι θα οδηγούσαν το Όπλο στις ναυτικές νίκες των Βαλκανικών Πολέμων.
Την περίοδο αυτή οργανώνονται και τα πληρώματα τα οποία συγκροτούνται από την κατηγορία των Μαχίμων και των Επικουρικών υπηρεσιών. Για να γίνει κάποιος ναύτης Γ΄ τάξεως έπρεπε να έχει συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, να ήταν 2 χρόνια παις ή μαθητευόμενος ναύτης ή να είχε απογραφεί ως εργάτης θάλασσας με ένα τουλάχιστον χρόνο υπηρεσίας. Ανάλογα προσόντα προβλέπονταν και για τους ναύτες Β΄ και Α΄ τάξεως. Οι ναύτες Α΄ τάξεως, ύστερα από υπηρεσία 6 μηνών και μετά από πρόταση του κυβερνήτη του πλοίου, μπορούσαν να εισαχθούν σε ειδικές ναυτικές σχολές στη θωρακοβαρίδα «Β. Όλγα», στην ατμοφρεγάτα «Ελλάς» και στον πάρωνα «Άρης». Σε αυτά τα πλοία λειτουργούσαν σχολές αρμενιστών, πηδαλιούχων και πυροβολητών. Τη διοίκηση των σχολών αυτών την είχε ο κυβερνήτης της θωρακοβαρίδος «Β. Όλγα», στις διαταγές του οποίου υπάγονταν και τα άλλα δύο πλοία. Την διδασκαλία των μαθημάτων την είχαν αναλάβει οι αξιωματικοί των διαφόρων επιστασιών των πλοίων, εκτός από τα πεζικά και το πυροβολικό που είχαν ανατεθεί από τον υπουργό των Ναυτικών σε αξιωματικούς του πεζικού και του πυροβολικού.
Το 1887 συστάθηκε στον Πόρο το Κεντρικό Προγυμναστήριο με σκοπό την γενική διδασκαλία των μαθητευόμενων ναυτών που κατατάσσονταν για πρώτη
φορά, τη βεβαίωση της ικανότητάς τους καθώς και την εξειδίκευσή τους στις διάφορες ειδικότητες. Στο Κεντρικό Προγυμναστήριο προβλεπόταν και η προσκόλληση πολεμικού ατμοκίνητου πλοίου με τετράγωνα πανιά για την εκπαίδευση των ναυτών. Ο κυβερνήτης του πλοίου θα ήταν διοικητής της σχολής και ο ύπαρχος υποδιοικητής. Το Κεντρικό Προγυμναστήριο χορηγούσε διπλώματα διδασκάλου, τεχνίτου μηχανικού, θερμαστού, δύτου, ξυλουργού, ιστιοποιού, διανάκτου, τυμπανιστών, μουσικών, εσχαρέων, διανομέων και αποθηκοφυλάκων, οπλιτών θωρακιτών, οιακιστών, πυροβολητών και ναυτοπαίδων (οι τέσσερις τελευταίες ειδικότητες διδάσκονταν στο πλοίο).
Αυτή την περίοδο εισάγεται και τελειοποιείται η εκπαίδευση στις νάρκες και τις τορπίλες. Ήδη τον Δεκέμβριο του 1868 ο μηχανικός Ιάσων Γ. Ζωχιός Β.Ν. ανακοίνωσε στο Υπουργείο Ναυτικών ότι γνώριζε τον τρόπο να φτιάξει «ύφαλες μηχανές» όπου μπορούν να βυθίσουν πλοία και ότι με τις ίδιες μηχανές θα μπορούσαν να προστατευτούν και τα λιμάνια. Ανέφερε ακόμη ότι αυτές τις μηχανές τις χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους. Σε αυτές ακόμη δεν είχε δοθεί κάποια ονομασία.
Από το 1880 άρχισε να λειτουργεί στον Πειραιά ειδικό σχολείο για τα υποβρύχια όπλα τα οποία τότε ονομάζονταν γενικά ναύκλαστρα. Το 1884 συστάθηκε Σχολή Τορπιλητών στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας για την εκπαίδευση αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών.
Τον Ιούνιο του 1887 πραγματοποιήθηκε και η πρώτη δοκιμή αμυντικής τορπίλης, τότε έτσι ονομάζονταν οι νάρκες, μεταξύ της νησίδας του Αγίου Γεωργίου και
του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας, παρουσία του αρμόδιου τμηματάρχη υποπλοιάρχου Θεοχάρη Θεοχάρους και του διοικητή του Ναυστάθμου πλοιάρχου Γεωργίου Σταματέλου με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Το 1886 συστάθηκε και η Διοίκηση Κινητής Άμυνας η οποία υπαγόταν στον Διευθυντή του Ναυστάθμου και σε αυτήν ενετάχθησαν τα τορπιλοβόλα για την εκπαίδευση του προσωπικού τους.
Το 1888 συστάθηκε η Σχολή Υποβρυχίου Αμύνης στην οποία ανήκαν τα σχολεία Σταθμού Αμύνης διάρκειας 4 μηνών για τις νάρκες, της Κινητής Αμύνης διάρκειας 2 μηνών για την εκπαίδευση στις επακόντιες και αυτόματες εκσφενδονιζόμενες τορπίλες και αυτό των μηχανικών τορπιλητών διάρκειας 4 μηνών. Οι απόφοιτοι αξιωματικοί ονομάζονταν «αξιωματικοί τορπιλητές» και τοποθετούνταν κυβερνήτες στα τορπιλοβόλα ή σε πλοία που διέθεταν τορπιλοσωλήνες.

 
Η Αγγλική Αποστολή υπό τον Ναύαρχο Τώφνελ (Tuffnell)
Παρόλο που η γαλλική αποστολή υπό τον Ναύαρχο Λεζέν, καθώς ελέχθη, προσέφερε τα μέγιστα στην οργάνωση και την ανύψωση της μαχητικής ικανότητας του Πολεμικού μας Ναυτικού, εν τούτοις οι πρόοδοι που συντελέστηκαν στο υλικό και στις μεθόδους χρησιμοποιήσεώς του κατά την διάρκεια της 25ετίας που μεσολάβησε από την αποχώρηση της Γαλλικής Αποστολής μέχρι τις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού, κατέστησε το έργο της παρωχημένο.
Οι αξιωματικοί και οι άνδρες του Ναυτικού παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, αλλά παρόλα αυτά κρίθηκε σκόπιμο όπως κληθεί βρετανική ναυτική αποστολή για την τελειότερη οργάνωση, ενώ το Ναυτικό προετοιμαζόταν παράλληλα να αποκτήσει και νέες μονάδες. Η Βρετανική Ναυτική Αποστολή υπό τον απόστρατο υποναύαρχο Lionel Grand Tufnell αφίχθη τον Δεκέμβριο του 1910.
Πράγματι η Βρετανική Αποστολή ξεκίνησε άμεσα το έργο της, το οποίο επιταχύνθηκε και από τα ήδη έμπειρα και εκπαιδευμένα στελέχη του Ναυτικού μας.
Τα γυμνάσια που πραγματοποιήθηκαν ήταν εντατικά και πρωτοφανή σε μέγεθος για την τότε ελληνική πραγματικότητα, καθώς συμμετείχαν πάνω από είκοσι πλοία με αποτέλεσμα να ανέβει κατακόρυφα η ικανότητα των στελεχών του Ναυτικού μας στην στολοδρομία. Η βρετανική αποστολή εισήγαγε τάχιστα τις νέες μεθόδους που εφήρμοζε ήδη το κραταιό Βρετανικό Ναυτικό. Επέφερε ολοκληρωτική αλλαγή στο σύστημα των ελιγμών καταργώντας τους δύσκολους πλαγιογώνιους ελιγμούς.
Η βρετανική αποστολή απλούστευσε το σύστημα εσωτερικού κανονισμού, εξετύπωσε εγχειρίδιο περί «Ναυτικής Τεχνικής» και «Εσωτερικού Κανονισμού» ενώ οργάνωσε και τη Σχολή Πυροβολικού κατά το αγγλικό σύστημα. Τέλος ο ίδιος ο Τώφνελ επεξεργάστηκε και εφάρμοσε το πρώτο σύγχρονο σηματολόγιο του Ναυτικού μας, προσφορά πολύ σημαντική, δεδομένου ότι το προηγούμενο σηματολόγιο ήταν απαρχαιωμένο.
Με την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού, ο Τώφνελ παρέμεινε ως τεχνικός σύμβουλος στο Υπουργείο των Ναυτικών μέχρι το τέλος του 1913, οπότε και επέστρεψε στην Αγγλία. Όλα τα στελέχη της Bρετανικής Aποστολής δούλεψαν με ζήλο και βοήθησαν με τις κατευθύνσεις τους στην οργάνωση του Ναυτικού μας σε όλους τους τομείς. Ένα Ναυτικό που επέπρωτο να κατανικήσει τον εχθρό, να απελευθερώσει τα νησιά του Αιγαίου και τελικά να εξασφαλίσει την ελληνική κυριαρχία στο Αρχιπέλαγος.


Ναυτικοί Δόκιμοι κατά το μάθημα της ξιφασκίας (τάξη του 1890).
ΦΩΤΟ: Μουσείο ΣΝΔ
 
Επίλογος
Η νίκη του Ελληνικού Στόλου επί του Οθωμανικού ήταν η κορύφωση μιας προσπάθειας εκπαίδευσης και οργάνωσης που ξεκίνησε ήδη από την απελευθέρωση της Ελλάδος και συνεχίστηκε μέχρι και τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων. Υπήρξαν αναβολές και καθυστερήσεις αλλά πώς, άραγε, θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Το πνεύμα του εκσυγχρονισμού πολλές φορές είχε να αντιπαρατεθεί με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Παρόλα αυτά όλα τα στελέχη του Ναυτικού διαπνέονταν από φιλοπατρία και αγάπη για το Ναυτικό μας. Άμεσα εστάλησαν άνθρωποι να εκπαιδευτούν στα σύγχρονα ναυτικά της Δύσης ούτως ώστε να μεταλαμπαδευτούν οι γνώσεις στο Ελληνικό Ναυτικό. Η ηγεσία του Πολεμικού μας Ναυτικού αναγνώρισε την αξία των στελεχών που σπούδασαν στο εξωτερικό χρησιμοποιώντας τα σε καίριες θέσεις για να οργανώσουν την εκπαίδευση και τη λειτουργία του.
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν τα λόγια του ναυάρχου Επαμεινώνδα Καββαδία, μετέπειτα αρχηγού Στόλου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία συνοψίζουν τους λόγους της νίκης μας στους Βαλκανικούς Πολέμους. «Εις τοιαύτην κατάστασιν ηθικού και υλικού εύρε τον Στόλον μας ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος τον Οκτώβριον του 1912. Ένα Ναυτικόν με παλαιάς παραδόσεις, αλλά με σύγχρονον πνεύμα και εκπαίδευσιν, έχον επίγνωσιν της ηθικής του υπεροχής έναντι του αντιπάλου. Ένα σώμα Αξιωματικών ενθουσιώδες, με πατριωτισμό και ζήλον, είχε κατορθώσει χάρις στην επιμονήν, την μόρφωσιν και την παραμέλησιν των ιδιωτικών του συμφερόντων, οσάκις δεν συμφέρωσιν εις την πολεμικήν παρασκευήν της χώρας, να προπαρασκευάσει από τον Στόλον των Ατμομυοδρομόνων του 1906 μίαν σύγχρονον Ναυτικήν δύναμιν [...]
Διαθέτομεν τα πλέον συγχρονισμένα όπλα και εξαρτήματα και, όπερ το σπουδαιότερον, γνωρίζομεν να τα χρησιμοποιούμεν».
http://perialos.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5.html
 

 
Βιβλιογραφία

Αντωνίου Δ., Η Γαλλική Αποστολή στην Ελλάδα(1884-1890), περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 559 (Δεκέμβριος 2006-Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2007).
Ανωνύμου, Η Χαραυγή της Παιδείας εις το νεώτερον Ναυτικόν των Ελλήνων, περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 360 (Μάρτιος- Απρίλιος 1973.
Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ο Ναυτικός Αγώνας (1912-3), Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Πειραιάς, 2005.
Δημητρακόπουλου Α., Αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α., Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Οι τάξεις Εισόδου 1884-1950, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Αθήνα, 2006.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977.
Καββαδία Ε., Αντιναυάρχου Β.Ν. ε.α., πρώην Αρχηγού Στόλου και Υφυπουργού των Ναυτικών, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον Έζησα, Πυρσός, Αθήνα, 1950.
Μαρκεζίνη Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1828-1964», τομ. 2ος,
Πάπυρος, Αθήνα, 1966.
Παΐζη-Παραδέλη Κ., Αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α., Τα Πλοία του Πολεμικού Ναυτικού. 1829-1999, Αστραία-Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Πειραιάς, χ.χ.
Ρούσκα Ι., Αντιπλοιάρχου (Δ) Π.Ν., Πόρος Ναύσταθμος και Εκπαιδευτήριο του
Πολεμικού Ναυτικού, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, Αθήνα 1989.
Ρούσσου Γ.,Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ελληνική Μορφωτική Εστία,
Αθήνα, 1975.
Τσαπράζη Ν., Πλοιάρχου (Ο) Π.Ν., Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνας, Ιστορική Υπηρεσία Ναυτικού, Αθήνα, 1991.
Φακίδη Ι., Αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α., Ιστορία της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (1845-
1973), Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος (επανέκδοση), Πειραιάς, 1996.
Φωκά Δ., Υποναυάρχου Β.Ν. ε.α., Ο Στόλος του Αιγαίου 1912-3. Έργα και Ημέραι,
Νηρεύς, Αθήνα, 1940.




Το Περί Αλός προτείνει:
Το πρώτο Ελληνικό Ναυτικό Περιοδικό. Πιέσατε ΕΔΩ
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤ. Πιέσατε ΕΔΩ

Βιβλίον Τορπιλλών του 1924! Πιέσατε ΕΔΩ




 


 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...