ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΟΥΝ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Περί Αλός
Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΛΟΥΔΟΒΙΚΕΙΟΥ-ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Ηλιόπουλου:  
"Ιστορία, Γεωγραφία και Στρατηγική της Ναυτικής
Ισχύος" Αθήναι (Α.Α. Λιβάνης) 2010.


ΦΩΤΟ: Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου

 
Η παρατηρηθείσα διά μέσου της Ιστορίας εσώτερη σχέση μεταξύ Ναυτικής Ισχύος, εμποροναυτικού χαρακτήρα ενός έθνους, φιλελευθέρου πνεύματος και τρόπου διακυβερνήσεως, αφενός, και επιτυχίας στο διεθνές σύστημα (ανάγνωθι: εθνική κυριαρχία / ασφάλεια, οικονομική ανάπτυξη / ευημερία, διεθνής υπόληψη / ενεργός παρουσία στα διεθνή πράγματα), αφετέρου, συνάγεται όχι μόνον εξ αντιδιαστολής προς τις Ηπειρωτικές Δυνάμεις αλλά, επίσης, εάν εξετασθούν οι (άκρως ενδιαφέρουσες και διδακτικές) περιπτώσεις εκείνες, όπου οι Χερσαίες /Ηπειρωτικές Δυνάμεις κατέβαλαν σε δεδομένη ιστορική συγκυρία προσπάθεια (ενίοτε αξιοθαύμαστη), προκειμένου να καταστούν και αυτές Ναυτικές (και Εμποροναυτικές) Δυνάμεις.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, απεδείχθη ότι, ακόμη και όταν ορισμένοι ηγέτες ή ιθύνοντες των Ηπειρωτικών Δυνάμεων εμφορούνταν από τις καλύτερες των προθέσεων και δεν εφείσθησαν κόπων και ενεργειών προς εκπλήρωσιν αυτών των προθέσεών τους, τα σχέδιά τους, ορώμενα σε βάθος χρόνου, δεν επέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ή, ακριβέστερα, τα όποια προς στιγμήν επελθόντα αποτελέσματα δεν άνθεξαν στον χρόνο, ακριβώς επειδή, τόσο σε επίπεδο συστημικής-κοινωνικής δομής όσο και σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας / ηγεμονικής ιδεολογίας της κοινωνίας, το κυρίαρχο πνεύμα ήταν όλως διαφορετικό.
Και εξηγούμε: Η μελέτη της Ναυτικής Ιστορίας αναδεικνύει, καταρχάς, αρκετές αξιοσημείωτες περιπτώσεις Δυνάμεων, οι οποίες, εσκεμμένως, έπαυσαν αίφνης ή αποφάσισαν να αναστείλουν την περαιτέρω εξέλιξή τους προς την κατεύθυνση της Ναυτικής Δυνάμεως, και τούτο διότι οι ιθύνουσες ελίτ φοβήθηκαν το ενδεχόμενο συστημικής/κοινωνικής μεταβολής, συνεπεία των αλλαγών που θα επέφερε η εξέλιξη αυτή, εάν, βεβαίως, ολοκληρωνόταν. Επί παραδείγματι, αυτή είναι η περίπτωση της Κίνας, η οποία, μίαν ημέρα των ημερών, και αφού είχε προηγηθεί μια πορεία πέντε αιώνων θεαματικής ναυτικής παρουσίας και αναπτύξεως, απεφάσισε, κατά διαταγήν του Αυτοκράτορα, να απαγορεύσει την ναυπήγηση παντός πλοίου και την διεξαγωγή εξωτερικού εμπορίου, ακριβώς επειδή η άρχουσα γραφειοκρατία των Μανδαρίνων δεν ήξερε πού θα καταλήξει όλη αυτή η υπόθεση και εφοβείτο ότι, εν τέλει, θα υπάρξει σοβαρή μετατόπιση των κέντρων λήψεως αποφάσεων και των δομών εξουσίας.
Εξ άλλου, μετά βραχύ διάστημα, συνέβη κάτι ανάλογο στην αυτή πάντοτε περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Κατά την εποχή του Σογκουνάτ Τοκουγκάβα (Shogunat Tokugawa, 1603-1867) στην Ιαπωνία ο Shogun[i] επέτυχε να αφαιρέσει τις ουσιαστικές εξουσίες του Αυτοκράτορα (Tenno), περιορίζοντας την ισχύ του τελευταίου στο θρησκευτικό-συμβολικό επίπεδο, και να επιβάλλει με αυταρχικές και αστυνομοκρατικές μεθόδους μία αυστηρότατη φεουδαρχική κοινωνική δομή, συγκείμενη από τις εξής τάξεις:
- Ευγενείς της Αυλής (Kuge)
- Ευγενείς Φεουδάρχες (Daimyo)
- Ακόλουθοι και Υπάλληλοι (Samurai)
- Λαός (Heimin)
- Παρίες (Eta / Hinin).[ii]
Δεν ήταν, ασφαλώς, συμπτωματικό ότι την περίοδο εκείνη, και συγκεκριμένα το 1639, οι ιαπωνικές ιθύνουσες τάξεις έλαβαν την απόφαση να στρέψουν τα νώτα τους προς την θάλασσα, να αποκοπούν από τον έξω κόσμο, και επέλεξαν ενσυνειδήτως να βασίσουν, εφεξής, την πορεία της χώρας και το κοινωνικό και πολιτικό σύστημά της στην ξηρά, στους πόρους και στις δυνατότητες που παρείχε η αγροτική οικονομία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την σοβαρή κοινωνικοοικονομική καθυστέρηση και, εν τέλει, απομόνωση της χώρας, τουλάχιστον μέχρι το 1853/54, οπότε η Ιαπωνία υποχρεώθηκε δια της βίας, υπό την απειλή των πυροβόλων του Αρχιπλοιάρχου Perry του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, να άρει το καθεστώς εθελουσίας απομονώσεώς της από το διεθνές περιβάλλον.[iii]
Ακόμη πιο εντυπωσιακή και πολλαπλώς διδακτική είναι, όμως, η περίπτωση της Ρωσσίας των Ρωμανώφ. Ως γνωστόν, ο Πέτρος Α΄ ο Μέγας (Πιοτρ Αλεξέϊεβιτς Ρωμανώφ, 1672-1725, Τσάρος και Μέγας Δουξ του Μεγάλου Δουκάτου της Ρωσσίας, 1682/89-1721,[iv] Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών, 1721-1725)[v]  έλαβε την ιστορική απόφαση να επενδύσει στην Ναυτική Ισχύ και ίδρυσε το Ρωσσικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό. Προς επίτευξιν, μάλιστα, του σκοπού αυτού όχι μόνον αξιοποίησε την πλούσια εμπειρία σπουδαίων δυτικών επαϊόντων της εποχής, τους οποίους μετεκάλεσε στην Αυλή του, αλλά και μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του (1710) από την Μόσχα στην νεοϊδρυθείσα (1703), πλησίον σπουδαίων υδατίνων διαύλων, Αγία Πετρούπολη, ακριβώς για να διασφαλίσει το ναυτικό και εμποροναυτικό μέλλον της Ευρασιατικής/Ηπειρωτικής Δυνάμεως, της οποίας ηγείτο.
Ενδεικτικό του ζήλου που τον διακατείχε ήταν και το ότι μετέβη ο ίδιος στην Δύση και εργάσθηκε, αποκρύπτοντας την αληθή του ταυτότητα, στα ναυπηγεία του Άμστερνταμ και του Ντέτφορντ, ούτως ώστε να αποκτήσει προσωπική εμπειρία της ναυτικής τέχνης των προηγμένων θαλασσίων λαών[vi].
Ο Πέτρος, λοιπόν, δεν εφείσθη προσπαθειών, προκειμένου να επιτύχει την μετατροπή της Ρωσσίας σε Ναυτική Δύναμη και Εμποροναυτικό Έθνος. Εν τούτοις, για την συντριπτική πλειονότητα των προσώπων που συναποτελούσαν τις ιθύνουσες ελίτ του κράτους και της κοινωνίας, όλα αυτά ουδέποτε έπαυσαν να αντιμετωπίζονται, κατά βάθος, ως ανεπιθύμητα «καινά δαιμόνια», ξένες ιδέες, απολύτως ακατάλληλες και μη συνάδουσες προς την φύση και την ιδιοπροσωπία της Αγίας Ρωσσίας. Αυτό είχε ως συνέπεια, τα αποτελέσματα των ενεργειών του μεταρρυθμιστή Μονάρχη, οσονδήποτε θεαματικά προς στιγμήν, να μην ανθέξουν σε βάθος χρόνου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η διαπίστωση αυτή ισχύει και για τιςπροσπάθειες που ανελήφθησαν κατά διαστήματα εν συνεχεία, μετά την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, από ηγήτορες του Ρωσσικού Έθνους που μοιράζονταν τις δικές του αντιλήψεις.
Maler: Peter der Grosse 1838.
ΦΩΤΟ: en.wikipedia.org

Έτσι, παρά τις περιοδικές αναλαμπές, όλως ιδιαιτέρως κατά τα τέλη του 18ου αι. υπό την πεφωτισμένη ηγεσία του Μεγάλου Ναυάρχου Ουσακώφ, το Ναυτικό δεν έπαυσε να θεωρείται από τους συντηρητικούς Ρώσσους ιθύνοντες ως μία «βασικά μη ρωσσική υπόθεση και πηγή ιδεών επικινδύνων για το υπάρχον σύστημα»[vii]. Και η αλήθεια είναι ότι πράγματι ήταν ή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πηγή επικινδύνων ιδεών για το τότε υφιστάμενο πολιτικοκοινωνικό σύστημα της αρτηριοσκληρωμένης Ηπειρωτικής Δυνάμεως.
Ειρήσθω εν παρόδω: Θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενδεικτικό του τρόπου αντοχής και επιβιώσεως ορισμένων πολιτισμικών σταθερών στο διάβα του χρόνου ότι, όταν π.χ. ο Στάλιν εκτελεί τους περισσοτέρους των Ναυάρχων του περί τα τέλη της δεκαετίας του ’30, κατά μίαν έννοια εγγράφεται στην συνέχεια μιας παμπάλαιας ρωσσικής παραδόσεως προληπτικής εξαφανίσεως των δυνητικών πηγών κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Η ιστορική ειρωνεία, βεβαίως, έγκειται στο ότι οι Ναύαρχοι που διέφυγαν την εκτέλεση ήσαν ακριβώς εκείνοι που πίστευαν ότι το Σοβιετικό Πολεμικό Ναυτικό ώφειλε να εκσυγχρονισθεί και να ακολουθήσει, σε γενικές γραμμές, την οδό αναπτύξεως του Βρεταννικού, του Γερμανικού και του Ιαπωνικού Πολεμικού Ναυτικού, πλην όμως, η ενασχόληση με αυτήν την χαρίεσσα παραξενιά της Ιστορίας θα εξέφευγε των ορίων του παρόντος πονήματος.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξ άλλου, η περίπτωση της Γερμανίας, αφότου κατέστη δυνατή η υπέρβαση της πολιτικής κατατμήσεως του γερμανικού έθνους σε πλειάδα μεγαλυτέρων και μικροτέρων κρατικών σχημάτων και η συγκρότηση μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας (Deutsches Reich, 1871), γεγονός το οποίο αποτέλεσε ουσιώδη μεταβολή των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών δεδομένων, αφης στιγμής μία νέα Χερσαία/Ηπειρωτική Δύναμη ανεδείχθη στο μέσον της Ευρώπης (Μitteleuropa).
Τις προαναφερθείσες αντιλήψεις διαπρεπών Βρεταννών ιστορικών, γεωπολιτικών και στρατηγιστών περί πιθανής (έως βεβαίας) υποχωρήσεως του «παγκοσμίου πολιτικού δυναμικού» των Ναυτικών Δυνάμεων (και δη της Μ. Βρεταννίας) έμοιαζαν, στην καμπή των δύο αιώνων, να συμμερίζονται ορισμένοι, επίσης διακεκριμένοι, Γερμανοί σύγχρονοί τους ερευνητές γεγονός το οποίο μάλλον ενίσχυε παρά διασκέδαζε τις ανησυχίες των πρώτων. Έτσι, ο πολύς Ratzel σημείωνε:
«Η σχέση μεταξύ Ναυτικής και Χερσαίας Δυνάμεως εξαρτάται από τον νόμο της πραγματικής Ναυτικής Ισχύος, εφόσον η σχέση αυτή προσδιορίζεται σε ένα χώρο ο οποίος δεν είναι προσιτός ει μη διά θαλάσσης. Οι θαλάσσιες επικοινωνίες είναι πρόσκαιρες και εφήμερες.
Αντιθέτως, μία πραγματική Ηπειρωτική Δύναμη, εκ του γεγονότος ότι στηρίζεται επί μιας χερσαίας επικρατείας, δεν θα καταρρεύσει παρά μόνον σε περίπτωση διεισδύσεως του εχθρού στο έδαφός της. Εκεί έγκειται η θαυμάσια αντίθεση μεταξύ της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσσικής: η πρώτη δεν μπορεί να γίνει νοητή χωρίς την Κυριαρχία των Θαλασσών και η δεύτερη έχει ανάγκη ένα στόλο μόνον και μόνον για να εξασφαλίσει επικοινωνίες σχετικώς δευτερευούσης σημασίας[viii]
Εξ αυτής της συλλογιστικής αφετηρίας ορμώμενος, ο Ratzel προέβαινε σε ορισμένες ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις:
«Το ιδανικό για μία μακρόπνοη πολιτική, που θα αποσκοπούσε στην Παγκόσμιο Ηγεμονία, εντοπίζεται στον συνδυασμό ηπειρωτικών και ναυτικών παραγόντων. Η ανάγκη διευρύνσεως είναι η ίδια σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Και έχουμε ήδη παρατηρήσει πόσον αναγκαία υπήρξε η απόκτηση χερσαίων μαζών για την πραγματοποίηση των σχεδίων μιας Ναυτικής Δυνάμεως[ix]
Για το μεγαλύτερο, τουλάχιστον, μέρος της υφηλίου ισχύει, κατά τον Γερμανό συγγραφέα, ότι «δεν υπάρχει Ναυτική Δύναμη η οποία κατόρθωσε να προσαρτήσει τα εδάφη που απαιτούνται για την Κυριαρχία επάνω στις τεράστιες μάζες ενός ωκεανού». Και η κατάκτηση χερσαίων εδαφών είχε, ήδη στην εποχή του, καταστεί πολύ δύσκολη υπόθεση, αφης στιγμής ο πλανήτης είχε καταστεί «τόσο στενόχωρος ώστε το όνειρο ενός συστήματος «αυτοκρατορικού δικτύου», που τρέφουν οι Βρεταννοί, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί», δοθέντος ότι «ένα τέτοιο σύστημα θα προσέκρουε στις σφαίρες επιρροής των άλλων Δυνάμεων, οι οποίες και θα το καταπολεμούσαν[x] Εξ αυτών συνήγετο ότι η πτώση της Γηραιάς Αλβιώνος ως Ηγεμονικής Δυνάμεως ήταν, πράγματι, επί θύραις:
«Εν αντιθέσει προς την Ηπειρωτική Πολιτική της Ρωσσίας στην Ασία και των ΗΠΑ στην Αμερική, η Ναυτική Πολιτική της Αγγλίας είναι ήδη, από τούδε, καταδικασμένη στην συρρίκνωση[xi]
Καθόσον αφορά, ειδικώτερα, στην Γερμανία, η ανωτέρω εκτεθείσα συλλογιστική την καθιστούσε σαφώς υποψήφια για την ανάληψη του ρόλου του Ηγεμόνα του διεθνούς συστήματος. Χερσαία Δύναμη (η Δύναμη στο Μέσον της Ευρώπης / die Macht an der Mitte Europas, κατά την εύστοχη διατύπωση του Gregor Schoellgen), νέα και ανερχόμενη, σφύζουσα δημογραφικής υγείας και οικονομικής ευρωστίας, διαθέτουσα μία άριστα οργανωμένη και αποτελεσματική Δημοσία Διοίκηση, είχε να επιδείξει ζηλευτούς ρυθμούς οικονομικής και δη, βιομηχανικής αναπτύξεως που αλματωδώς προσέγγιζαν τα ανάλογα επίπεδα της Μ. Βρεταννίας, ένα θαυμάσιο «ανθρώπινο κεφάλαιο», για να δανεισθούμε έναν όρο του συρμού έμψυχο υλικό» απεκαλείτο τότε), που σημείωνε θαυμαστά τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα, και, τέλος, μία εκπληκτικής αρτιότητας στρατιωτική μηχανή, οικοδομηθείσα, από εποχής Πρωσσίας ακόμη, επί τη βάσει της συστηματικής εκπαιδεύσεως και της παροιμιώδους πειθαρχίας. Εκείνο το οποίο απουσίαζε ήταν: η Κυριαρχία της Θαλάσσης και, βεβαίως, ο Στόλος.
Ο μετασχηματισμός της Γερμανίας σε Ναυτική Δύναμη προϋπέθετε, όμως, την απόκτηση Κυριαρχίας της Θαλάσσης, για να το διατυπώσουμε κατά την ορολογία της Ναυτικής Ιστορίας και Στρατηγικής, τουλάχιστον της θαλάσσιας περιοχής εκείνης που ευρίσκετο εγγύτατα της ηπειρωτικής χώρας και αποτελούσε συγχρόνως την (μόνη) φυσική έξοδο του γερμανικού (πολεμικού και εμπορικού) στόλου προς τις ανοικτές θάλασσες (τον Παγκόσμιο Ωκεανό, κατά Ratzel) αλλά και την μόνη δίοδο προς την βρεταννική θαλάσσια επικράτεια: της Βορείου Θαλάσσης.
Τούτο αποτελούσε κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση: Από εποχής Ναπολεοντείων Πολέμων, στο πλαίσιο της τότε ακολουθούμενης Ναυτικής Στρατηγικής της (Ναυτικός Αποκλεισμός και Άρνηση Θαλάσσης) έναντι της
Ναπολεοντείου Ευρώπης, η Μ. Βρεταννία ήλεγχε απολύτως την Β. Θάλασσα, έχοντας καταλάβει την προαναφερθείσα νήσο Ελιγολάνδη (1807), η οποία κείται δυτικώς των ακτών του Σλέσβιχ-Χολστάϊν (της βορειότερης περιοχής της ηπειρωτικής Γερμανίας) και ανήκε προηγουμένως στην Δανία (και η οποία έχει για την Β. Θάλασσα την στρατηγική σημασία που έχει, τηρουμένων των αναλογιών, η νήσος Σάσσων για τα Στενά του Οτράντο και την Αδριατική ή η Λήμνος για τα Στενά των Δαρδανελλίων και το Αιγαίο). Οι Γερμανοί ιθύνοντες, αντιλαμβανόμενοι την ανεκτίμητη αξία της νήσου για την δική τους Ναυτική Στρατηγική, επεδίωξαν επιμόνως και κατόρθωσαν να αποκτήσουν την κυριότητα της Ελιγολάνδης από τους Βρεταννούς, ανταλλάσσοντάς την, δυνάμει διμερούς συνθήκης υπογραφείσης το 1890, με την Ζανζιβάρη, μία από τις (ούτως ή άλλως, λιγοστές) αποικίες του Ράϊχ στην Γερμανική Ανατολική Αφρική (Deutsch-Ostafrika).[xii] Προκειμένου δε να επιτύχουν τον σκοπό τους, δεν δίστασαν να προβούν σε περαιτέρω παραχωρήσεις αποικιακών εδαφών στους Βρεταννούς (Ουγκάντα).[xiii]
Ευθύς μετά την απόκτηση της νήσου, πρώτιστη μέριμνα των Γερμανών ιθυνόντων και δη του ιδίου του Κάϊζερ Γουλιέλμου Β΄ (Wilhelm II. της πρωσσικής δυναστείας των Hohenzollern, 1859-1941, Αυτοκράτωρ της Γερμανίας: 1890-1914), ο οποίος έτρεφε ζωηρότατο ενδιαφέρον για τα ναυτικά πράγματα και ήταν εγνωσμένος θιασώτης των θεωριών του Mahan (τον οποίο, μάλιστα, προσεκάλεσε κάποτε στην Γερμανία, όπου τον υπεδέχθη με μεγάλες τιμές) – υπήρξε η μετατροπή της Ελιγολάνδης σε ισχυρή βάση της Kaiserliche Marine (του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού) με διττό ρόλο: αφενός μεν, την εξασφάλιση της άμυνας των γερμανικών ακτών της Βορείου Θαλάσσης, αφετέρου δε, την δράση ως ορμητηρίου επιθέσεως κατά της Μ. Βρεταννίας σε περίπτωση πολέμου.[xiv]
Γεωφυσική ναυτική βάση υπήρχε, πλέον το επόμενο βήμα ήταν η ναυπήγηση πολεμικού Στόλου. Ειρωνεία της Ιστορίας ή όχι, το έτος εκδόσεως του πολύκροτου έργου του Ratzel «Πολιτική Γεωγραφία» (1897) στον θώκο του
Υπουργού των Ναυτικών του Γερμανικού Ράϊχ ανήρχετο ο Ναύαρχος Αλφρέδος Φρειδερίκος φον Τίρπιτς (Alfred Friedrich von Tirpitz, 1849-1930), σπουδαίος αξιωματικός, με πλούσια θεωρητική παιδεία και άριστος γνώστης των ιδεών του Αμερικανού Mahan, και έσπευδε να εισαγάγει στο Ράϊχσταγκ (Reichstag: το Κοινοβούλιο του Ράϊχ) προς ψήφισιν τον πρώτο «Ναυτικό Νόμο». Ειρήσθω εν παρόδω ότι στο πρόσωπο του Τίρπιτς ο Γερμανός Μονάρχης είχε βρει έναν ενθουσιώδη ομοϊδεάτη αναφορικά με την πίστη στα κηρύγματα περί Ναυτικής Ισχύος.
Ο (πρώτος) Ναυτικός Νόμος επιχειρούσε να επιλύσει το μέγα δίλημμα που ταλάνιζε τους ιθύνοντες της Γερμανικής Ναυτικής Στρατηγικής τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (και επρόκειτο να τεθεί, εκ νέου, επί τάπητος και προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου).
Το δίλημμα αυτό είχε ως ακολούθως: Δεδομένης της δεινής ποσοτικής και ποιοτικής υπεροχής του Royal Navy (η ισχύς του οποίου υπερτερούσε, κατά 10%, έναντι του αθροίσματος της ισχύος των δύο αμέσως κατωτέρων πολεμικών στόλων της εποχής, ήτοι του γαλλικού και του γερμανικού, σύμφωνα με νόμο ψηφισθέντα από το Βρεταννικό Κοινοβούλιο) – και εν όψει της αντικειμενικής αδυναμίας της Γερμανικής Εθνικής Οικονομίας να επωμισθεί την κάλυψη, και μάλιστα εντός βραχυτάτου χρονικού διαστήματος, της διαφοράς ισχύος μεταξύ Βρεταννικού Βασιλικού Ναυτικού και Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού καθάπαντα τα πεδία συγκρίσεως των δύο στόλων η Ανωτάτη Ναυτική Διοίκηση (Oberkommando der Marine) ήταν υποχρεωμένη να επιλέξει μεταξύ δύο διαζευκτικών στρατηγικών επιλογών:
- Ναυτική Παρουσία / Προβολή Ισχύος ή
- Πολεμική Προπαρασκευή / Αποφασιστική Ναυμαχία.[xv]
Ή, με άλλους λόγους, οι ιθύνοντες της Γερμανικής Ναυτικής Στρατηγικής έπρεπε να επιλέξουν:
- είτε να προβούν στην ναυπήγηση στόλου συγκειμένου εκ καταδρομικών μεγάλης ακτίνας δράσεως, πλην όμως περιορισμένου οπλισμού, καταλλήλων μεν για την προστασία των εμπορικών και αποικιακών συμφερόντων της Γερμανίας παγκοσμίως, όχι όμως και για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας κατά Μείζονος Ναυτικής Δυνάμεως, και δη του κραταιού Royal Navy,
- είτε να ναυπηγήσουν, αντιθέτως, στόλο θωρηκτών, δηλαδή βραδυκίνητων μονάδων επιφανείας λίαν ηυξημένης ισχύος, αντενδεικνυομένων μεν για αποστολές Ναυτικής Παρουσίας και ταχείας Προβολής Ισχύος σε όλα τα μήκη και πλάτη των ανοικτών θαλασσών, τα οποία, όμως, θα διέθεταν τρομακτική δύναμη πυρός και, ως εκ τούτου, θα ήσαν σε θέση, όταν το απαιτούσε η περίσταση, να αναμετρηθούν με το Βασιλικό Ναυτικό σε μία Αποφασιστική Μάχη/Ναυμαχία (Decisive Battle / Entscheidungsschlacht).[xvi]
Επελέγη η οδός του Θωρηκτού Στόλου. Τον τελικώς ψηφισθέντα το 1898, χάρις στην ενεργό υποστήριξη του Γουλιέλμου, «Ναυτικό Νόμο» επρόκειτο να
ακολουθήσουν δύο ακόμη ομώνυμα νομοθετήματα (1900 και 1907 αντιστοίχως). Και τα τρία θα είχαν κρίσιμη σημασία για την τύχη της χώρας, κυρίως επειδή διεδήλωσαν, urbi et orbi, κατά τρόπον σαφή και αριδηλότατο, την μείζονα στρατηγική επιλογή της νέας Γερμανίας να αμφισβητήσει εμπράκτως την Ναυτική (και, άρα, Παγκόσμιο) Ηγεμονία της Μ. Βρεταννίας (εν προκειμένω, είναι λίαν ενδεικτικό ότι, όταν ο Τίρπιτς εισήγαγε στο Ράϊχσταγκ τον Ναυτικό Νόμο, δήλωσε ευθέως ότι αποσκοπούσε στην δημιουργία πολεμικού στόλου ο οποίος θα μπορούσε να βυθίσει τον αγγλικό «μεταξύ Ελιγολάνδης και βρεταννικών ακτών»).[xvii]
Ο στόλος των θωρηκτών μπορούσε να λειτουργήσει και ως Δύναμη Αποτροπής και, συνάμα, εργαλείο Ναυτικού Καταναγκασμού:
- αφενός μεν να προσδώσει πραγματική υπόσταση στην παράσταση απειλής που φιλοδοξούσε να αποτελέσει, για το Βρεταννικό Βασιλικό Ναυτικό, το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό, αποτρέποντας έτσι την ανάληψη
επιθετικής ενεργείας της Αγγλίας εις βάρος της Γερμανίας,
- αφετέρου δε να υποχρεώσει την Θαλασσοκράτειρα Αλβιώνα και, δευτερευόντως, τις λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής να αποδεχθούν την Γερμανία ως ισότιμο εταίρο στα διεθνή πράγματα και στο παίγνιο κατανομής ισχύος και επιρροής ή, με άλλους λόγους, κατά μία παροιμιώδη ρήση του Γερμανού Καγκελλαρίου von Buelow, να αναγνωρίσουν επιτέλους στην
(νεοεισελθούσα στην διεθνή σκηνή Ηπειρωτική Δύναμη) «μία θέση υπό τον ήλιο» (“einen Platz an der Sonne”).
Ωστόσο, το φιλόδοξο εκείνο Ναυτικό Πρόγραμμα του Γουλιέλμου και του Τίρπιτς έμελλε να έχει αποτελέσματα αντίθετα των αναμενομένων: Η εξέλιξη αυτή χαλύβδωσε την βούληση της Αλβιώνος να αναμετρηθεί, όπως τόσες φορές κατά το παρελθόν (και το μέλλον), με τον επίδοξο ηπειρωτικό Ηγεμόνα, αποσοβώντας την πραγματοποίηση των σχεδίων του. Άρα, αντί να δράσει ως αξιόπιστη αποτρεπτική απειλή, η ναυπήγηση θωρηκτού στόλου εκ μέρους της Γερμανίας προξένησε την αντίδραση της ηγεμονευούσης Ναυτικής Δυνάμεως (Μ. Βρεταννία) και, συνακολούθως, πρωτοβουλία της τελευταίας (σε ρόλο κλασσικού «Υπερποντίου Εξισορροπητή»), την «αντι-ηγεμονική συσπείρωση» των λοιπών Δυνάμεων εναντίον της Μεσευρωπαϊκής Ηπειρωτικής Δυνάμεως[xviii].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Ύπατος στρατιωτικός βαθμός και συνάμα πολιτικό αξίωμα, αποδιδόμενο στις ευρωπαϊκές γλώσσες ως «Στρατάρχης»
[ii] Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., τ. ΙΙ, σελ. 369.
[iii] Όρ. ανωτ., σελ. 369, 393.
[iv] Το 1682 ανακηρύχθηκε Τσάρος, από κοινού με τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη (Ιβάν) Ε΄, πλην όμως, την Αντιβασιλεία ασκούσε η αρχαιότερη ετεροθαλής αδελφή του Πέτρου Σοφία, μέχρι την ανατροπή της το 1689.
[v] Για τον Μ. Πέτρο, το έργο και την εποχή του όρα, δειγματοληπτικώς: Wittram, Reinhard, Peter I., Czar und Kaiser. Zur Geschichte Peter des Grossen in seiner Zeit, Goettingen (Verlag Vandenhoeck),1954. Massie, Robert K., Peter der Grosse. Sein Leben und seine Zeit, Frankfurt/M (Fischer), 1992.
Hughes, Lindsey, Russia in the Age of Peter the Great, New Haven (i.a.) (Yale University Press), 1998.
[vi] Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., τ. Ι, σελ. 273.
[vii] Till, όρ. ανωτ., σελ. 22.
[viii] Ratzel, όρ. ανωτ., σελ. 951.
[ix] Όρ. ανωτ.
[x] Όρ. ανωτ.
[xi] Όρ. ανωτ.
[xii] Kinder / Hilgemann, όρ. ανωτ., τ. ΙΙ, σελ. 387.
[xiii] Όρ. ανωτ.
[xiv] Όρ. ανωτ., σελ. 387 κ. εξ. Επίσης: Χριστοδουλίδης, Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία, Αθήνα
(Σιδέρης), τ. Β΄, 1991, σελ. 432.
[xv] Συναφώς όρα κατωτέρω, κεφάλαιο Δ, «Κυριαρχία των Θαλασσών», υποκεφάλαιο 4, «Η Αμυντική Προσέγγιση – Το Παράδειγμα της Γερμανικής Ναυτικής Ιστορίας.»
[xvi] Με άλλους όρους και, βεβαίως, εντός ενός διαφορετικού ιστορικού και γεωστρατηγικού
περιβάλλοντος, το δίλημμα περί ναυπηγήσεως ενός «αμυντικού» στόλου, συγκειμένου υπό ελαφρών καταδρομικών και αντιτορπιλλικών, ή ενός θωρηκτού στόλου με σαφώς επιθετική αποστολή ταλάνισε και την Ελληνική Πολιτική και Ναυτική Ηγεσία περί τις αρχές του 20ού αι. Συναφώς όρα: Βερέμης, ένθα ανωτ., σελ. 441.
[xvii] Χριστοδουλίδης, όρ. ανωτ.
[xviii] Συναφώς όρα κατωτέρω, κεφάλαιο Δ, «Κυριαρχία των Θαλασσών», υποκεφάλαιο 4, «Η Αμυντική Προσέγγιση – Το Παράδειγμα της Γερμανικής Ναυτικής Ιστορίας.» Για την έννοια και την λειτουργία του «Υπερποντίου Εξισορροπητή» όρα Mearsheimer, ένθ. ανωτ., κεφ. 7, σελ. 472-534.


Το Περί Αλός προτείνει σχετικό άρθρο:



Κυριαρχία των Θαλασσών.
Η έννοια και οι μορφές της Κυριαρχίας των Θαλασσών στην Ναυτική Ιστορία.
Πιέσατε ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...