Τις απορίες που στείλατε στο Περί Αλός σχετικά με την ενότητα ΑΛΣ+ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ τις κατηγοριοποιήσαμε λόγω της συνάφειάς τους σε τρία βασικά ερωτήματα.
Σας απαντά ο Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος – Αμυντικός Αναλυτής
ΟΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ:
- Τι σημαίνει για την Ελλάδα η ανακήρυξη ΑΟΖ;
- Η λαθρομετανάστευση θεωρείται μορφή «επέκτασης Ζωτικού Χώρου»;
- Θα μπορούσε η Ελλάδα και κάτω από ποιες προϋποθέσεις να ενισχύσει την θαλάσσια ισχύ της;
ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η ανακήρυξη ΑΟΖ;
Ο όρος ΑΟΖ προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Το 1982 με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή ως Σύμβαση του Montego Bay, καθορίστηκαν θέματα που ορίζουν τα όρια θαλάσσιας δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών. Ειδικότερα οι θαλάσσιες ζώνες αντιμετωπίστηκαν όχι μόνο ως μέσα ναυσιπλοΐας και αλιείας, αλλά και ως χώροι εξεύρεσης ενεργειακών πόρων και πρώτων υλών. Υπό αυτό το πρίσμα καθορίστηκε μια νέα ζώνη που ονομάστηκε ΑΟΖ, η οποία αποτέλεσε τη νέα ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας εντός της οποίας ένα παράκτιο κράτος (π.χ. Ελλάδα) μπορεί να εκμεταλλευτεί τα ύδατα, τον βυθό αλλά και το υπέδαφος, σε εύρος που εκτείνεται στα 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η πιο σημαντική απόρροια της ΑΟΖ αφορά την υφαλοκρηπίδα. Έτσι η ΑΟΖ με τη νέα διευρυμένη δικαιοδοσία της απορρόφησε και αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς της υφαλοκρηπίδας, το οποίο ενοποιήθηκε με τον βυθό της ΑΟΖ σε εύρος 200 ναυτικών μιλίων.
Με απλά λόγια από κάθε ελληνική ακτή, ηπειρωτική και νησιωτική, από κάθε ελληνική μικρονησίδα, βραχονησίδα εκτείνεται σε βάθος 200 ναυτικών μιλίων η ΑΟΖ εντός των υδάτων της οποίας μια χώρα ασκεί απόλυτη δικαιοδοσία όσον αφορά την εκμετάλλευση της επιφάνειας, του βυθού και που υπεδάφους κάτω από αυτόν. Όπου «συγκρούονται» τα όρια των ΑΟΖ μεταξύ δύο χωρών, τότε ακολουθείται η αρχή της μέσης γραμμής. Συνεπώς η Ελλάδα ως νησιωτική χώρα έχει εγκλωβίσει την Τουρκία (ηπειρωτική χώρα) απαγορεύοντας την πρόσβαση στις πλούσιες σε κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου, οι οποίες ανήκουν λόγω γεωγραφίας στην ελληνική ΑΟΖ. Το πρόβλημα της Τουρκίας μεγεθύνεται ιδιαίτερα λόγω της ύπαρξης του Καστελόριζου και των παρακείμενων νησιών, τα οποία έχουν τη δική τους ΑΟΖ. Επομένως η Άγκυρα επιδιώκει να «αφαιρέσει» το δικαίωμα της ΑΟΖ από μια σειρά ελληνικών νησιών όπως η Κρήτη, η Κάσος, η Κάρπαθος, η Ρόδος και το Καστελόριζο, επιδιώκοντας την επιβολή «ειδικού καθεστώτος» στην περιοχή της Μεσογείου! Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ έδαφος των οποίων αποτελούν δεκάδες νησιά και νησίδες στον Ειρηνικό Ωκεανό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις ηπειρωτικές ακτές, έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ για αυτά.
Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει στην ανακήρυξη ΑΟΖ με μια απλή δήλωση στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ. Ωστόσο δεν το πράττει διότι υφίσταται την στρατιωτική πίεση-απειλή της τουρκικής πλευράς, η οποία επισείει την απειλή πολέμου, καθώς διαφαίνεται ότι συνδέει την επέκταση των χωρικών υδάτων όπως και το ζήτημα της ΑΟΖ ως πράξη-αίτιο πολέμου, τόσο σε επίπεδο εκπεφρασμένης πολιτικής (απόφαση Εθνοσυνέλευσης) όσο και άτυπα, σύμφωνα με πληροφορίες, με την μορφή non paper (μη επίσημου εγγράφου), βάση του οποίου προειδοποιεί την Ελλάδα για τις συνέπειες. Η Αθήνα διατηρεί στάση αναμονής την οποία χαρακτηρίζει ως «στρατηγική ψυχραιμία»…
Η λαθρομετανάστευση μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή «επέκτασης Ζωτικού Χώρου»;
Μια από τις κορυφαίες απειλές (πιθανότατα η πλέον επικίνδυνη) που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα προέρχεται από την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Σε ετήσια βάση ασκείται πρωτοφανής δημογραφική πίεση από την αθρόα εισβολή δεκάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών στον ελληνικό χώρο. Σε βάθος δεκαετίας αφού συνεχιστεί ο ίδιος ρυθμός εισόδου (οι μελέτες προειδοποιούν για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των μεταναστευτικών ροών και όχι για μείωση) θα ανατραπεί πλήρως η πληθυσμιακή κατανομή γηγενούς και μη πληθυσμού στην χώρα, η οποία θα μετατραπεί σε ένα κράτος που θα έχει «καταληφθεί ειρηνικά» από εκατομμύρια επύλιδες προερχόμενους από άλλες γεωγραφικές περιοχές και φυλές. Σε βάθος εικοσαετίας ο γηγενής πληθυσμός θα έχει καταστεί «κυρίαρχη μειονότητα» – η οποία θα φθίνει – ενώ θα προστίθενται συνεχώς νέα κύματα λαθρομεταναστών, τα οποία θα συμπιέζουν παράλληλα και τις μάζες των πρώτων παράνομων που είχαν εισέλθει στην χώρα μας τις δεκαετίες 1990 και 2000, πυροδοτώντας κοινωνικές εκρήξεις και φαινόμενα βίας.
Η πληθυσμιακή βόμβα που βρίσκεται σε διαρκή έκρηξη στις χώρες της νότιας Ασίας (Ινδία, Μπαγκλαντές, Πακιστάν) της Μέσης Ανατολής, της βόρειας και της υποσαχάριας Αφρικής, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις επανεμφάνισης της θεωρίας του Lebensraum (Ζωτικός Χώρος) υπό νέα οπτική και εφαρμογή. Σήμερα αλλά και στο εγγύς μέλλον δεν είναι η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία που απαιτεί εδαφικό χώρο, εντός του οποίου θα διαβιώσουν και θα εκμεταλλευτούν το έδαφος οι υπεράριθμοι κάτοικοί της. Στην αυγή του 21ου αιώνα είναι πρωτίστως οι χώρες με υπερπληθυσμό (όπως οι προαναφερόμενες) οι οποίες δεν ενδιαφέρονται σοβαρά να προχωρήσουν σε έλεγχο των γεννήσεών τους. Επειδή οι συγκεκριμένες περιοχές αντιμετωπίζουν επίσης υπανάπτυξη και οι εσωτερικές συγκρούσεις ενισχύονται από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, οι υπεράριθμοι κάτοικοί τους έχουν ως κατευθυνόμενη διέξοδο την «ειρηνική εισβολή» στις χώρες της ΕΕ.
Η γεωγραφία του μεσογειακού χώρου υποδεικνύει στους λαθρομετανάστες τη χρησιμοποίηση (κατά κύριο λόγο) της χερσαίας παραλιακής οδού, μέσω της διαδρομής Αιγύπτου-Εγγύς Ανατολής-Μικράς Ασίας, καθώς και της ανατολικής πορείας με σημεία εκκίνησης τα εδάφη των Μπαγκλαντές-Ινδία-Πακιστάν-Αφγανιστάν και από εκεί μέσω Ιράν-Τουρκίας στα ελληνικά νησιά ή στην Θράκη. Εκτός αυτών υπάρχουν και ομάδες ανθρώπων που προέρχονται από συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες (Ιράκ, Παλαιστίνη, Κουρδιστάν, Ιράν) και ανήκουν στην κατηγορία των πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Ωστόσο ο αριθμός τους είναι κατά πολύ πιο μικρός (κλασματικός) σε σχέση με τον αριθμό των παράνομα εισερχομένων.
Συνεπώς ο ζωτικός χώρος που απαιτείται για τη διαβίωση των πληθυσμών αυτών δεν μπορεί να αποκτηθεί δια των όπλων, αλλά μέσω της εκούσιας αποστολής εκατομμυρίων υπεράριθμων κατοίκων υπό την ειρηνική ιδιότητα του λαθρομετανάστη. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την υπό άλλη μορφή εμφάνιση της θεωρίας του Lebensraum, καθώς συνδέεται η αναγκαστική μετάβαση πλεονάζοντος πληθυσμού σε μιαν άλλη γεωγραφική περιοχή, στην οποία στη συνέχεια οι νέοι ανεπιθύμητοι κάτοικοι, απαιτούν πολιτικά και άλλα δικαιώματα, θυμίζοντας στρατιώτες δύναμης κατοχής που έχουν αποστρατευθεί από τις χώρες τους και διεκδικούν ένταξη στο κοινωνικό σύστημα που «κατέκτησαν».
Το πρόβλημα με την λαθρομετανάστευση είναι ότι αποτελεί μια ασύμμετρη «επιχείρηση» αόριστης διάρκειας, η οποία δεν λήγει μόλις επιτευχθεί ο σκοπός της, αλλά συνεχίζεται και θα εντείνεται σε βάθος χρόνου. Αυτό συμβαίνει διότι η δημογραφική έκρηξη στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν τιθασεύεται με δέσμες μέτρων – όπως απέδειξε το παράδειγμα της Ινδίας – αλλά θα συνεχιστεί δημιουργώντας εκατοντάδες εκατομμυρίων νέων υπάρξεων σε ορίζοντα μόλις 20 ετών! Ο ζωτικός χώρος επέκτασης της λαθρομετανάστευσης ομοίως δεν περιορίζεται σε κάποια γεωγραφικά όρια, αλλά εκτείνεται σε μια τεράστια γεωπολιτική ζώνη, καλύπτοντας και απειλώντας την Ευρασία. Υπό αυτές τις συνθήκες αποκτούν μοναδική γεωστρατηγική αξία οι χώρες που βρίσκονται στις πύλες εισόδου (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Βουλγαρία) με την Ελλάδα να αποτελεί την πιο σημαντική μεταξύ αυτών καθώς δέχεται την ισχυρότερη ποσοτικά πίεση.
Συμπερασματικά η ασύμμετρη απειλή της λαθρομετανάστευσης πρέπει να εκληφθεί ως μια (προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες) μορφή εφαρμογής του δόγματος του Ζωτικού Χώρου που στοχεύει στην ειρηνική διείσδυση και μεσομακροπρόθεσμη κατάκτηση εδαφών, μεταφέροντας συνεχώς τους υπεράριθμους υπηκόους του τρίτου κόσμου προς τις νότιες χώρες της ΕΕ.
Θα μπορούσε η Ελλάδα σήμερα με δεδομένη την οικονομική κρίση να ενισχύσει την θαλάσσια ισχύ της;
Ουδείς αμφιβάλλει πως η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την σοβαρότερη και πιο επικίνδυνη κρίση της σύγχρονης ιστορίας της. Ακόμη και ως υποθετικό, το ανωτέρω ερώτημα, φαντάζει ουτοπικό, χωρίς ωστόσο να είναι. Η θαλάσσια ισχύς (σε γενικές γραμμές) είναι η σύνθεση του Εμπορικού και του Πολεμικού Ναυτικού συν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που βρίσκονται προς εκμετάλλευση εντός της ΑΟΖ. Η λύση στο ερώτημα αποτελεί μια εξίσωση με τρεις «αγνώστους»: α) Αν μπορεί η χώρα να εκμεταλλευτεί τους ενεργειακούς πόρους της ΑΟΖ, β) αν μπορεί να συνδέσει την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας με την σωστή εκμετάλλευση ολόκληρου του «φακέλου» που συγκροτούν οι πολυσχιδείς δραστηριότητες της Εμπορικής Ναυτιλίας (ανεξαρτήτως σημαίας) και γ) αν μπορεί το Πολεμικό Ναυτικό να συμβάλλει στην υποστήριξη των δύο προηγουμένων «αγνώστων» προστατεύοντας τους χώρους εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων και τις θαλάσσιες γραμμές μεταφοράς αυτών, καθώς επίσης και εκείνων των συμμαχικών-φιλικών χωρών που διέρχονται μέσω της ελληνικής ΑΟΖ.
Είναι σαφές ότι η λύση της εξίσωσης απαιτεί τόλμη και επιθετική διαπραγμάτευση, αρετές που μάλλον φαίνεται ότι έχουν σβηστεί από το πολιτικο-διπλωματικό υποσυνείδητο των σημερινών χειριστών. Αρχικά θα πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα στα οποία να δοθεί αντίστοιχα εξουσία, που θα τους επιτρέψει να χειριστούν λεπτά ζητήματα με προσδιορισμένο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια να συνδυαστούν οι δράσεις σε οικονομικό, πολιτικό-διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, προκειμένου να υπάρξει συντονισμός (εκ των άνω) προς επίτευξη των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Η ειλικρίνεια των απόψεων και ο ρεαλισμός των στοχεύσεων θα επιτρέψει σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς να συνεργαστούν στο πλαίσιο ενός κοινού εθνικού στόχου, υπερνικώντας αγκυλώσεις και «κατεστημένες» πρακτικές. Τότε και οι διεθνείς δρώντες θα αντιληφθούν ότι «κάτι έχει πλέον αλλάξει στο σάπιο βασίλειο» με αποτέλεσμα την αλλαγή του επιπέδου και των δυνατοτήτων διαπραγμάτευσης ακόμη περισσότερο υπέρ των εθνικών συμφερόντων.
Εν συντομία αρκεί να αποδείξουμε ότι μπορούμε να συνεργαστούμε – στο προαναφερόμενο πλαίσιο – βάσει σχεδιασμού που θα στηρίζεται σε πραγματικές στοχεύσεις και στη συνέχεια να απευθυνθούμε στον γεωπολιτικό μας περίγυρο, που θα μας παρακολουθεί, ζητώντας την αρωγή του. Ο δυνητικός πλούτος που κρύβεται εντός της ΑΟΖ σε συνδυασμό με την γεωστρατηγική θέση της χώρας και την απειλητική αυγή της ακμής της νέο-οθωμανικής ναυτικής ισχύος, θα οδηγήσει την Ελλάδα με τους κατάλληλους χειρισμούς να ξανα-ανακαλύψει στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα την δυναμική της ρήσης «Μέγα το της θαλάσσης κράτος».