Οι Γάλλοι
Αξιωματικοί του Ναυτικού αντιδρούν
εις την
νέαν σημαίαν της Επαναστάσεως
Περί Αλός
του Ηλία Μεταξά
Οικονομικού Αξιωματικού Ε.Ν
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέος Εξάντας»,
τ. 60,
σσ. 68-73, ΙΟΥΝ. 2018, Λέσχη Αρχιπλοιάρχων Ε.Ν.
Αναδημοσίευση
στο Περί Αλός με την έγκριση του συγγραφέως Η.Μ.
Ακολουθείται η ορθογραφία και η σύνταξη
του συγγραφέως.
ΦΩΤΟ: Steve Spartana. Lafayette College. www.flickr.com |
Οι θαλασσινοί εις όλον τον κόσμον ανέκαθεν
διέθεταν ανήσυχο και ανεξάρτητον πνεύμα. Ένα κλασσικόν παράδειγμα θάρρους και
αδιαφορίας προς τον θάνατον, προκειμένου να υποστηρίξουν τις ιδέες τους και τις
παραδόσεις τους, μας κληροδότησαν οι Γάλλοι Αξιωματικοί του ‘L’ Armee Navale de
Roi’ (Ο Ναυτικός Στρατός του Βασιλέως.) Έτσι έλεγαν πολύ παλαιά το Ναυτικόν
τους, όμως χρησιμοποιούσαν και τον όρον
‘Marine Royale’.
Ακόμη και μέχρι σήμερα από κεκτημένη
ταχύτητα, το λένε εν συντομία ‘La
Royale’. Αυτό μας φαίνεται απολύτως φυσιολογικόν διότι ο γράφων και οι ‘κληρούχες’
του, όποτε συζητούν περί της Στρατιωτικής τους θητείας, αναφέρουν απλώς τα δύο
γράμματα ‘B. N.’ Αυτό φυσικά δεν υποδηλοί καμμίαν πολιτικήν ή πολιτειακήν
προτίμησιν.
Μετά την Επανάστασιν της 14-07-1789
εδημιουργήθη μείζον θέμα σχετικώς με την νέαν γαλλικήν σημαίαν. Εις την γαλλικήν
γλώσσαν η λέξις σημαία αποδίδεται γενικώς με την λέξιν ‘drapeau’. Όμως όταν αναφέρονται
εις την ναυτικήν σημαίαν, αυτή που υψώνουν εις την πρύμνην του πλοίου,
χρησιμοποιούν τον όρον ‘pavillon’.
Οι Αξιωματικοί ηγωνίσθησαν σκληρά διά να διατηρήσουν την παραδοσιακήν τους σημαία,
η οποία έχει μίαν προϊστορίαν που αξίζει να καταγράψουμε.
Περί τα τέλη του 14ου αιώνος ο γαλλικός «semé»
(θυρεός) είχε κυανό πεδίον που έφερε πολλούς μικρούς χρυσούς ‘Fleurs - de -
Lis’ (κρίνους) η δε εραλδική επιστήμη
τον ωνόμαζε ‘France Ancien’ (Αρχαία Γαλλία). Όμως περί το 1407 ο Βασιλεύς Charles 5oς (1338-80) της Δυναστείας των
Valois,
ο επωνομαζόμενος ‘Σοφός’, περιόρισε τους κρίνους μόνον εις τρείς, αλλά
μεγαλυτέρου μεγέθους. Aυτόν τον θυρεόν η εραλδική τον χαρακτήριζε ως ‘France
Moderne’.
Οι βασιλικές κωπήλατες γαλέρες της Μεσογείου
ύψωναν πολυτελή και πανάκριβα ‘ensign’
και ‘pendants’
ερυθρού χρώματος τα οποία έφεραν πολλούς μικρούς χρυσούς κρίνους. Εις το
κέντρον ευρίσκετο ο βασιλικός θυρεός περιβαλλόμενος από το ‘περιδέραιον’ (που
ήταν η ανωτάτη τάξις) του παρασήμου του Αγίου Μιχαήλ.
Κατά τον 16ον αιώναν υπήρχαν δύο βασικά εθνικά
σύμβολα. Το ένα ήταν ο βασιλικός θυρεός, δηλαδή το βαθυκύανον τετραγωνισμένον
ασπίδιον που περιείχε τα τρία χρυσά ‘Fleurs de Lis’. Το άλλον σύμβολον ήταν ο λευκός
σταυρός επί κυανού πεδίου του Αγίου Γεωργίου τον οποίον οι Γάλλοι εσέβοντο
περισσότερο ως εθνικόν σύμβολον παρά ως βασιλικόν.
Ως προαναφέραμε και οι Άγγλοι έχουν τον σταυρόν
του Αγίου Γεωργίου ως εθνικόν τους σύμβολον,
αλλά αυτός είναι ερυθρός επί λευκού πεδίου. Κατ’ άλλην πηγήν τα σύμβολα της
Γαλλίας ήσαν δύο, διά μεν τον Βασιλέαν οι χρυσοί κρίνοι, διά δε την ιδίαν την χώραν
ο λευκός σταυρός του Αγίου Μιχαήλ. Αμφότερα επί κυανού πεδίου.
Τον 17ον αιώναν η Γαλλία ήρχισε να
αναπτύσεται ως ναυτική δύναμις και από το 1638 το Γαλλικόν Βασιλικό Ναυτικό
ύψωνε την ‘Pavillon Blanc’ (λευκή ναυτική σημαία). Αυτή ήταν σκέτη διότι το λευκόν
ήταν το χρώμα του Βασιλικού Οίκου των Βourbons. Πάντως, οι ζωγραφικοί πίνακες
της εποχής απεικονίζουν πλοία και με την ‘Pavillon Royale’. Δηλαδή την λευκήν
σημαίαν όχι σκέτην, αλλά με τους χρυσούς
βασιλικούς κρίνους. Όμως οι διάφορες Μοίρες είχαν και σημαίες με τα χρώματα των
δικών τους Επαρχιών, βεβαίως το λευκόν υπήρξε πάντοτε το κυρίαρχον χρώμα.
Το 1661 μία Διαταγή απηγόρευσε εις τα εμπορικά
πλοία να χρησιμοποιούν την ‘λευκήν σημαίαν’ και υπεχρεώθησαν να υψώνουν μόνον
την «L’ Ancien Pavillon de la Nation Francoise», δηλαδή την μπλέ σημαία με τον λευκόν
σταυρό του Αγίου Γεωργίου εις την μέσην, κατ’ άλλους τον σταυρόν του Αγίου Μιχαήλ.
Εις δε το κέντρον του σταυρού θα έπρεπε να προσθέσουν τον βασιλικόν θυρεόν με
τους τρείς κρίνους που προαναφέραμε. Όμως αυτή η σημαία δεν έγινε ποτέ
δημοφιλής.
Το 1670 μια νέα Διαταγή επέβαλε οι σημαίες
και οι επισείοντες των πολεμικών να είναι μόνον λευκές. Τοιουτοτρόπως δεν
υπήρχε πλέον η ανάγκη να αναγνωρίζονται
από τα διακριτικά σύμβολα εκάστης Επαρχίας όπως αναφέραμε.
Με την ιδίαν Διαταγήν κατηργήθη η ‘Ερυθρά
Σημαία Μάχης’. Πάντως το Εμπορικόν Ναυτικόν δεν ήταν ικανοποιημένον, έτσι από
τα τέλη του 17ου αιώνος και κατά τον
18ον ύψωναν σημαίες με διαφόρους συνδυασμούς του λευκού και του κυανού μέχρις
ότου εγενικεύθη η χρήσις των σκέτων λευκών.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι σημαίες δεν
είναι μόνον διακοσμητικές είναι και εξαιρετικώς χρήσιμες. Έλκουν την προέλευση
τους από τα λάβαρα που ύψωναν εις τις μάχες οι Βασιλείς και οι Πολέμαρχοι από
την αρχαιότηταν. Η παλαιοτέρα από τις σύγχρονες εθνικές σημαίες θεωρείται
εκείνη της Δανίας, η ‘Daneborg’ που χρονολογείται από το 1219. Ενδεχομένως οι
αμέσως μεταγενέστερες να είναι της Σουηδίας και της Ολλανδίας.
Τα Γαλλικά πλοία είχαν το ίδιον πρόβλημα
αναγνωρίσεως της εθνικότητος τους συγχεόμενα με τα Ολλανδικά, το έλυσαν με το
να το αγνοήσουν. Μερικές φορές οι Μοίρες της ‘εμπροσθοφυλακής’ ύψωναν σημαίες
με την λευκήν λωρίδα υπεράνω της κυανής, ενώ της ‘οπισθοφυλακής’ ύψωναν κυανές
σημαίες.
Εις τις 04-10-1789 η Επαναστατική
Εθνοσυνέλευσις είχε υιοθετήσει ως εθνικήν
σημαίαν του Βασιλείου της Γαλλίας τα χρώματα μπλέ, άσπρο και κόκκινο.
Όμως δεν είχαν ξεκαθαρίσει ποίαν διάταξιν θα είχαν αυτά τα χρώματα,
αναποφεύκτως εχρησιμοποιήθησαν διάφοροι τύποι. Τελικώς επεκράτησε εκείνη που
είχε τις τρείς χρωματιστές οριζόντιες λωρίδες και εις την δεξιάν πλευράν της
ήταν ψαλιδισμένη και εσχημάτιζε δύο ‘γλώσσες’.
Εις τις 27-05-1790 η παντοδύναμη
Επαναστατική Εθνοσυνέλευσις επέλεξε ως αντιπροσωπευτικά χρώματα της το κυανό,
το λευκό και το ερυθρό. Παρά το γεγονός ότι ήσαν τα παμπάλαια βασιλικά χρώματα,
οι Βουλευταί εψήφισαν ομοφώνως τον νόμον ο οποίος καθιέρωνε την ‘Tricolore’ ως
την νέαν σημαίαν της Επαναστάσεως, του Κράτους και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Στρατός υιοθέτησε τα τρία χρώματα διά
τις σημαίες του αμέσως με τόσον ενθουσιασμόν που δεν είχε επιδείξει ποτέ έως
τότε διά τις σημαίες των δικών του Συνταγμάτων. Ειδικώτερα το λευκό χρώμα
συνεβόλιζε το ‘Standard’ (λάβαρον), εκάστου Συνταγματάρχου και κατ’ επέκτασιν
και το Βασιλικόν Λάβαρον, διότι ως προαναφέραμε το λευκόν ήταν το χρώμα της
Μοναρχίας. Το ερυθρόν και το κυανόν ήσαν επίσης τα αντιπροσωπευτικά χρώματα της πόλεως των Παρισίων.
Η Επανάστασις ήθελε να αντικαταστήση όλα
τα προϋπάρχοντα σύμβολα με ένα ενιαίον λάβαρον το οποίον θα αντιπροσώπευε την
ιδίαν την Πατρίδαν τους και θα έδειχνε το ελεύθερο και ενωτικό πνεύμα του
Έθνους. Εξ άλλου αυτό ήταν και το σύνθημα της Επαναστάσεως: ‘Liberté, égalité,
fraternité’ και βεβαίως παραμένει μέχρι σήμερα.
Εις μίαν άλλην σύγχρονην πηγήν ανευρέθη
ένα σημαντικό στοιχείο. Ο Kαναδός ιστορικός πολυγραφότατος συγγραφεύς René Chartrand εις το βιβλίο του ‘Napoleon’s Sea Soldiers’,
London 1990, γράφει ότι οι βασιλικοί κρίνοι αντικατεστάθησαν από τον
περίφημον ‘φρυγικόν σκούφον της Μαριάνας’, ο οποίος έγινε το σύμβολον της
Επαναστάσεως. Τον έχουμε δεί αναρίθμητες φορές εις τα παλαιά χαρτονομίσματα των
γαλλικών φράγκων, εις τα γραμματόσημα, ζωγραφικούς πίνακες, αγάλματα, έγγραφα
του γαλλικού Δημοσίου κ.ο.κ.
Τον φρυγικόν σκούφον τον φορούσαν οι
Αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Υπονοούσε τον Οδυσσέαν, τον Κάστοραν και τον Πολυδεύκην.
Ήταν μεγάλος, κατέβαινε και σκέπαζε μέχρι τα αυτιά. Επίσης τον έλεγαν και ‘πιλεύς’
που προέρχεται από την λέξιν πίλος, αυτός ήταν σκέτο σκουφί. Και οι δύο τύποι
συμβόλιζαν την απελευθέρωσιν των δούλων. Δι ’αυτόν ακριβώς τον λόγον τον
υιοθέτησαν εις την Γαλλικήν Επανάστασιν. Αργότερα κατά την δεκαετίαν του 1810 τον υιοθέτησαν και αρκετές χώρες της
Νοτίου Αμερικής που είχαν επαναστατήσει διά να αποτινάξουν τον αποικιακόν ζυγόν
της Ισπανίας.
Ο Chartrand συνεχίζει και γράφει ότι ο σκούφος
επεκάθητο μιάς αγκύρας. Όμως δεν αναφέρει εις ποίαν από τις σημαίες που
περιγράψαμε πιό πάνω μπήκε, ούτε την συγκεκριμένην ημερομηνίαν. Ο René
Chartrand εν συνεχεία, αναφέρει ότι όταν το 1804 ο Napoléon Bonaparte
(1769-1821) αυτοανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ, ο σκούφος απαλείφθη και με την σειράν
του αντικατεστάθη από το Ναπολεόντειον Αυτοκρατορικό Στέμμα.
Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες, ούτε
κατέστη δυνατόν να το διασταυρώσουμε, βρήκαμε όμως το ‘Imperial Standard’ το
οποίον ήταν παρόμοιον με την γνωστήν μας Tρικολόρ με τις εξής διαφορές. Εις το
μέσον της λευκής καθέτου λωρίδος είχε τον αυτοκρατορικόν θυρεόν και η επιφάνεια
όλου του πεδίου ήταν γεμάτη με χρυσές μέλισσες, τις λεγόμενες αυτοκρατορικές.
Αυτό καθιέρωσε ως προσωπικόν του λάβαρον ο Ναπολέων 1ος, επωνομαζόμενος Μέγας,
όταν αυτοανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ το 1804 και το χρησιμοποίησε κατά την χρονική
περίοδο 1806 -15.
Το ίδιον λάβαρον εχρησιμοποίησε και ο ‘ανηψιός’
του Mεγάλου, ο Charles Louis Napoléon Bonaparte 3ος,
(1808-73), o επωνομαζόμενος Mικρός, διά την χρονική περίοδο 1852-71. Ήταν ο
εγγονός, από τον προηγούμενον γάμον της πρώτης συζύγου του Μεγάλου, της κυρίας
Josephine Marie Rose, χήρα του καρατομηθέντος Υποκόμητος Alexandre-François-Marie
de Beauharnais (1760-94), το γένος Tascher de la
Pagerie (1763-1814). Δηλαδή ήταν υιός της Hortense, θυγατρός της Josephine, και
ενός εκ των ανηψιών του Μεγάλου Ναπολέοντος, του Louis Bonaparte.
Ο δυστυχής Alexandre Beauharnais είχε
πολεμήσει εις την Αμερικανικήν
Επανάστασιν. Ήταν Στρατηγός. Αν και αριστοκράτης συνετάχθη με την
Επανάστασιν, τον θεωρούσαν ως ύποπτον. Είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Γαλλικής Εθνοσυνελεύσεως. Είχε αρνηθή να αναλάβη
Υπουργός Πολέμου. Είχε ορισθή Αρχιστράτηγος της Στρατιάς του Ρήνου. Κατά την διάρκειαν
της Τρομοκρατίας τον απεκεφάλισαν επειδή, τάχα, απέτυχε εις την άμυναν της
πόλεως του Μetz.
Μετά πέντε ημέρες ανήλθε εις την λαιμητόμο
(guillotine) και o ίδιος ο αιμοσταγής Μaximillien Marie Isidore de Robespierre
(1758-94). Ήταν Ιρλανδικής καταγωγής, επιτυχημένος
δικηγόρος, πολιτικός και δεσπόζουσα μορφή της Γαλλικής Επανάστασης.
Eπανακάμπτουμε εις το κύριον θέμα μας της σημαίας. Ο λαός απεδέχθη με θέρμη την νέαν ‘Tricolore’ εκτός από τους Βασιλόφρονες που ήσαν αγανακτησμένοι και αποφασισμένοι να δώσουν το προβάδισμα εις τον Βασιλέαν και όχι εις το Εθνος. Ιδιαιτέραν διαφωνίαν και αντίδρασιν επέδειξε το ‘Grand Corps’. Έτσι αποκαλούσαν τότε το Σώμα των Αξιωματικών του Ναυτικού.
Προσπάθησαν παντί σθένει, να διατηρήσουν
εις τα καράβια τους την ‘Pavillon Blanc’
(Λευκήν Ναυτικήν Σημαίαν), όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Οι Αξιωματικοί του
Ναυτικού, ψυχωμένα παληκάρια, δεν έκρυβαν την αντιπάθειαν τους προς τον νόμον
και χωρίς προσχήματα κατεφέροντο έναντίον της τρίχρωμης σημαίας. Είχαν και
αδιάσειστα επιχειρήματα ως εξής :
«Κάτω από την Pavillon Blanc
είχαν πολεμήσει οι Εθνικοί μας Ήρωες, Ναύαρχοι Duquesne, Tourville, Suffren
κ.α. και χάρισαν εις το Γαλλικόν Έθνος περίλαμπρες νίκες. Επομένως διά ποίον λόγον
να αλλάξουμε την Σημαία μας;
Μήπως παρουσιάζει κάτι
συγκεκριμένο εναντίον της Επαναστάσεως ;
Βεβαίως όχι.
Τα τρία χρώματα που εψήφισαν
τώρα, τι μας έχουν προσφέρει ;
Απολύτως τίποτε» [1]
Το Ναυτικόν είχε και άλλους δικούς του
λόγους να αποστρέφεται αυτά τα χρώματα,
διότι και η Ολλανδία είχε τα ίδια, καθώς και το Κρατίδιο του Αμβούργου. Τους
Στόλους αυτών των δύο κρατών είχαν καταναυμαχήσει οι Γάλλοι εις το παρελθόν. Η
άρνησις και η αντίδρασις του Ναυτικού προκάλεσε την δυσφορίαν και την καχυποψίαν
των υπολοίπων στρωμάτων του λαού.
Αναντιλέκτως η μεγάλη πλειοψηφία των
Αξιωματικών ήσαν αριστοκρατικής καταγωγής και βασιλόφρονες, οι οποίοι την
πλήρωσαν διά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Όμως πάνω από όλα ήσαν εγωισταί και υπερόπται. Αψηφώντας τον υψηλόν κίνδυνον να
οδηγηθούν εις την λαιμητόμον ηγωνίζοντο να διατηρήσουν εκείνα τα οποία
επίστευαν ως προνόμια τους.
Ειρήσθω εν παρόδω, ένα σχετικώς παρόμοιον
χαρακτηριστικόν γεγονός (μάλλον χαριτωμένον). Κατά τις τελευταίες ημέρες του Β΄
Π.Π. συνηντήθησαν κάποιοι Ανώτατοι Αξιωματικοί των τεσσάρων Συμμάχων με τους
αντιστοίχους τους Γερμανούς διά να συζητήσουν την παράδοσιν μεγάλων σχηματισμών
του Γερμανικού Στρατού. Η συνάντησις έγινε εις κάποιον οίκημα καταλλήλως
διαμορφωμένον.
Εις τους τοίχους είχαν αναρτήσει τις εθνικές
σημαίες τους. Τις είχαν συρράψει προχείρως κάποιες Σοβιετικές στρατιωτίνες. Από
λάθος, τις τρείς κάθετες λωρίδες της γαλλικής ‘Tricolor’ τις είχαν ράψει
οριζοντίως. Ο Γάλλος Στρατηγός με την Γαλατικήν του ευγένειαν, τις συνεχάρη διά
την ωραίαν ολλανδικήν σημαίαν.
Δηλαδή, το ιδιαίτερο, πνεύμα τους ως ένα σώμα
ελίτ. Την αυταρέσκειαν τους να διακρίνονται οι ίδιοι προσωπικώς αλλά και το
αγαπημένον τους Ναυτικόν. Το δικαίωμα τους να διατηρήσουν την παλαιάν τους
σημαία του Marine Royale.
Τον Οκτώβριο 1790 διεξήχθη μεγάλη
συζήτησις εντός της Εθνοσυνελεύσεως διά το μείζον θέμα της Pavillon. Ο επιφανής
πολιτικός, δυναμικός ρήτωρ και θεωρητικός της Επαναστάσεως Honoré Gabriel
Riqueti (1749-91), Κόμης του Mirabeau ήταν σφόδρα αντίθετος με την ήδη
καταργηθείσαν λευκήν σημαίαν, διότι εθύμιζε το τυρρανικό καθεστώς της απολύτου μοναρχίας.
Ένας άλλος αγορητής της δεξιάς, προφανώς διά να υποβαθμίση τα νέα
‘Επαναστατικά’ χρώματα είχε πει σκωπτικώς :
«Αφήστε εις τα παιδία τα κρόταλα
τους να παίζουν».
Όμως, ενώπιον της δημοσίας και εντόνου
αντιπαραθέσεως των πολυαρίθμων (έως τότε) Αξιωματικών καριέρας, ο Mirabeau
ηναγκάσθη να κάνη την ανάγκην
φιλοτιμίαν. Συνεβιβάσθη κάνοντας έναν ελιγμόν τακτικής υποχωρήσεως.
Εις τις 24-10-1790 η λευκή σημαία του
(μέχρι τότε) Βασιλικού Ναυτικού απέκτησε εις το άνω αριστερόν τεταρτημόριον
της, προς τον ιστόν, το λεγόμενον ‘Canton’, μίαν σημαιούλαν με τα ‘επαναστατικά’
χρώματα, αλλά εις κάθετον διάταξιν. Τα
τρία μέρη είχαν ίσον πλάτος, πρώτο προς τα αριστερά και προς τον ιστόν ήταν το ερυθρόν, εις την μέσην το λευκόν
και τελευταίον προς τα δεξιά το βαθυκύανον. Ήταν ο πρόδρομος της σημερινής
‘Tricolore’. Όλο το σχέδιο περιεβάλλετο από μίαν στενήν λευκήν λωρίδα, εν είδει
περιγράμματος. Υπήρχε ακόμη μία στενή λωρίς ως εξωτερικόν πλαίσιον. Η μισή ήταν
μπλέ και περιέβαλε το κόκκινον κάθετον
και το μισόν λευκόν τμήμα της ‘σημαιούλας’. Η άλλη μισή λωρίς ήταν κόκκινη και περιέβαλε αντιστρόφως το
μπλέ και το υπόλοιπον λευκόν ήμισυ τμήμα της ‘σημαιούλας’. Όλος ο σχεδιασμός
κατά κάποιον τρόπο εθύμιζε το ‘White Ensign’ του Βρετανικού Ναυτικού.
Αλλά η κατάστασις επί των Πολεμικών πλοίων
είχε αρχίσει να διαφοροποιείται. Η ‘Pavillon Blanc’ δεν αντιπροσώπευε πλέον τον
Ναύαρχον τους ή τον Βασιλέαν, άλλωστε αυτοί διέθεταν τα δικά τους ιδιαίτερα
διακριτικά γνωρίσματα. Αυτή η Σημαία συνεβόλιζε διά τους Ναυτικούς την ιδίαν
την Γαλλίαν διά τούτο της έδειχναν σχεδόν θρησκευτικόν σεβασμόν. Κατά την
περίοδο της τρομοκρατίας πάρα πολλοί Αξιωματικοί κατέληξαν εις την γκιλοτίνα,
άλλοι κατόρθωσαν να διαφύγουν εις την αλλοδαπήν ως ‘emigres’ (μετανάσται).
Σήμερα θα τους λέγαμε πολιτικούς πρόσφυγες.
Το 1791 η Γαλλική Εθνοσυνεύλεσις
κατήργησε το Σώμα Αξιωματικών και καθιέρωσε κάποιο άλλον νέον με χαμηλοβάθμους.
Δυστυχώς το Ναυτικόν απεδυναμώθη τραγικά. «Έχριζαν» Αξιωματικούς ωρισμένους
Υπαξιωματικούς, ακόμη και Ναύτες, με μοναδικόν κριτήριον την αφοσίωσιν τους εις
την αδελφοκτόνον Επανάστασιν. Επίσης κάποιους ‘παράξενους’ Αξιωματικούς από
κάποια ‘αδιευκρίνιστα’ εμπορικά πλοία. Ήταν ηλίου φαεινώτερον ότι λόγω της
απειθαρχίας η διάλυσις ευρίσκετο επί θύραις και ότι οι Γάλλοι θα ήταν αδύνατον
να επικρατήσουν εις την θάλασσαν κατά
των Βρετανών.
Εις τις 21-09-1792 η Εθνοσυνέλευσις
κατήργησε την Βασιλείαν και εγκαθίδρυσε την Πρώτην Δημοκρατίαν. Ο Βασιλεύς
απεκεφαλίσθη εις τις 21-01-1793. Ως σημαία της Δημοκρατίας παρέμεινε η
προηγουμένως περιγραφείσα με τα ‘οριζόντια επαναστατικά’ χρώματα της 04-
10-1789, αλλά και αυτή κατηργήθη εις τις 15-02-1794.
Εις τις 20-05-1794 με νέον Διάταγμα της η
Εθνοσυνέλευσις κατήργησε τον συνδυασμόν της ολόλευκης (πρώην βασιλικής) σημαίας,
με το Tricolore ‘σημαιάκι’ εις το Canton και καθιέρωσε την γνωστή μας ολόκληρη
Τρίχρωμην, αλλά με τα χρώματα της εις κάθετην διάταξιν.
Μετά από λίγες ημέρες απέπλευσε ο Γαλλικός
Στόλος υπό την Αρχηγίαν του Αντιναυάρχου Louis Thomas Villaret de Joyeuse (1750-1812)
διά να συνοδεύση εν ασφαλεία εις Γαλλικούς λιμένες μίαν μεγάλην νηοπομπήν
αποτελουμένην από 130 φορτηγά πλοία με πολύτιμα σιτηρά από τις Η.Π.Α.
Όμως, οι αγγελιαφόροι από το Παρίσι δεν
είχαν προλάβει να παραδώσουν εις τα πλοία του Στόλου τα αντίγραφα του Διατάγματος
περί καθιερώσεως της μεγάλης Tricolore. Επομένως όλα τα πολεμικά αγνοώντας την
μεταβολήν απέπλευσαν εξακολουθώντας να έχουν υψωμένον το κατ’ ευφημισμόν
‘French White Ensign’. Τοιουτοτρόπως η πρώτη και τελευταία φορά που επολέμησαν
με την «ιδιόμορφην» Pavillon ήταν κατά την περίφημην Ναυμαχία της Glorious
First of June 1794. Έτσι την ονόμασαν οι Βρετανοί, και έτσι την καθιέρωσαν να
εορτάζεται πανηγυρικώς.
Συμφώνως με το νέον ημερολόγιο το οποίον
είχε επιβάλλει η Επανάστασις ήταν η 13η Ημέρα, του μηνός Prairial, του 4ου
έτους της Επαναστάσεως. Οι Γάλλοι έχασαν αρκετά από τα πολεμικά τους και
υπέστησαν τακτικήν ήτταν, αλλά επέτυχαν τον στρατηγικό τους σκοπόν, διότι τα φορτηγά
τους πέρασαν τον αποκλεισμόν και το σιτάρι έφθασε εις τον πεινασμένον λαόν τους.
Εις τις 11-04-1814 έπεσε διά πρώτην φοράν
ο Napoléon και εστάλη εξόριστος εις την νήσον Elba. Με την παλινόρθωσιν της μοναρχίας
ανήλθε εις τον θρόνον ο Louis 18ος de Bourbon (1814-24) και επανέφερε την ‘Pavillon Blanc’.
Εις τις 20-03-1815 ο Βοναπάρτης ξαναμπήκε
εις το Παρίσι και ύψωσε την ‘Tricolore’. Εις τις 22-06-1815 ο Αυτοκράτωρ, μετά
το Waterloo, παρητήθη ξανά και εξωρίσθη διά παντός εις την νήσον της Αγίας
Ελένης, οπότε οι Bourbons επανέφεραν διά μίαν ακόμη φοράν την ολόλευκην
Βασιλικήν Σημαίαν. Εις την πόλη LYON οι Βοναπαρτισταί επί ένα μήνα ηρνούντο να
την υψώσουν.
Τον Ιούλιον 1830 μία νέα Επανάστασις
‘έριξε’ τον Charles 10ο (1824-30) και εγκατέστησε εις τον θρόνο τον Louis
Philippe 1ο (1830-48) της Δυναστείας της Orléans. Αυτός έκανε την έκπληξιν και
διά να δείξη ότι έχει δημοκρατικές ιδέες και
ότι διακόπτει με το ιστορικό παρελθόν του παλαιού Μοναρχικού Καθεστώτος,
κατήργησε την λευκήν βασιλικήν σημαίαν και επανέφερε την δημοκρατικήν Tricolore ως Εθνικήν Σημαίαν Ξηράς και
Θαλάσσης. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετόν διά να διατηρήση τον θρόνον του, μία άλλη
επανάστασις τον ‘έριξε’ εις τις 25-02-1848.
Ως γνωστόν, οι τρείς κάθετες λωρίδες της
Γαλλικής σημαίας έχουν το ίδιον πλάτος. Πάλι όμως το Ναυτικόν επέτυχε να δείξη
την ιδιαιτερότητα του. Επέτυχε να
θεσπισθή επισήμως ότι η κάθε μία από τις κάθετες λωρίδες εις την ναυτικήν σημαίαν
(Pavillon) θα είχε διαφορετικό φάρδος. Αυτό ίσως διαλανθάνει της προσοχής του
ευρυτέρου κοινού. Συγκεκριμένα το μπλέ κατέχει το 30% του ολικού μήκους της
σημαίας. Το άσπρο κατέχει το 33% και το κόκκινο, σαφώς πολύ πιο μεγάλο, κατέχει
το 37%. Το δε ‘Λάβαρον της Γαλλίας’, δηλαδή η μπλέ σημαία με τους χρυσούς (τέως
βασιλικούς) κρίνους, επανήλθε εις την παλαιάν χρήσιν που είχε από τις αρχές της
Μοναρχίας, συμβολίζει την ‘Province de France’ (Επαρχία της Γαλλίας) ή την ‘Région
Île-de-France’ (Περιοχή Νήσου της Γαλλίας). Φυσικά η λέξις νήσος έχει
μεταφορικήν και συμβολικήν έννοιαν, διότι η Γαλλία δεν είναι αληθινό νησί.
Όσον αφορά την ονομασίαν ‘Επαρχία της
Γαλλίας’ δημιουργεί σκέψεις πως και γιατί χαρακτηρίζεται με αυτόν τον τίτλο μία
τεραστία χώρα με τέτοιαν ιστορίαν και δη
από τους ιδίους τους Γάλλους συγγραφείς.
Η μόνη λογικοφανής εξήγησις είναι ότι κατά
την αρχαιότηταν απετέλει Επαρχίαν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά και κατά
τους ύστερους χρόνους ήταν πάλι Επαρχία της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του
Γερμανικού Έθνους». Αυτήν την είχε ιδρύσει ο Charlemagne (747-814 μ.Χ.). Ίσως
τηρώντας την ιστορικήν παράδοσιν να την απoκαλούσαν και δι’ αρκετούς αιώνες
μετά «Επαρχία».
Όσον αφορά την ‘Περιοχήν Νήσου της
Γαλλίας’, ήταν η αρχαία ονομασία της
ευρυτέρας περιοχής μέσα εις την οποίαν ευρίσκετο το Παρίσι, και έν τινι μέτρω
ομοιάζει εις τον χάρτην με νησί, ανάμεσα εις το πλήθος των άλλων περιοχών και επαρχιών.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι ανάλογον με τον παλαιότερον δικόν μας
όρον ‘Τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης’.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τα πλήρη ονόματα των ως άνω
ηρώων είναι : 1) Μαρκήσιος Abraham Duquesne (1610-88). 2)
Anne-Hilarion de Cotentin (1642-1701), Κόμης του Tourville.
3) Pierre André de Suffren Κόμης του Saint
Tropez (1729-88).
ΠΗΓΕΣ/ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Desroches,
Dictionaire des Termes Propres de Marine, Paris: 1687.
Eugene
Sue, Histoire de la Marine Française, F. Bonnaire, Paris: 1835.
G.
Laugnel, L’ Empereur Napoléon et la Marine Française, Paris: 1842.
Jurien
de la Gravière, Souvenirs d'un Amiral, Paris: 1860.
Bathild
Bouniol, Les
Marins Français, Bray: 1868.
Lacour
Gayet, La Marine Militaire sous Louis XVI, Paris:
1905.
Claude
Farrère, Histoire de la Marine Française, Flammarion, 1962.
Ernest
Harold Jenkins, A history of the French Navy, Naval Institute Press, Annapolis:
1973.
René
Chartrand, Napoleon’s Sea Soldiers, London:
1990.