Εκπαίδευση και προετοιμασία του προσωπικού των ενόπλων
δυνάμεων για λήψη αποφάσεων με τη χρήση σεναρίων-παιγνίων
Περί Αλός
Της
Δρ. Ιωάννας Κ. Λεκέα (BA, M.Sc, Ph.D)
με
συνεργάτες τους: Δρ. Νικόλαο Δούκα
Ανθυποσμηναγό
(Ι) Σωκράτη Καραμποΐκη
Ανθυποσμηναγό
(Ι) Χρήστο-Πάρη Χαρίτο
Ανθυποσμηναγό
(ΜΗ) Κωνσταντίνο Μυλωνάκη
Δημοσιεύθηκε
στην «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος
577, σελ. 83, ΙΟΥΝ-ΙΟΥΛ- ΑΥΓ. 2011
Εκδόσεις ΥΙΝ/ΓΕΝ. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός
με την έγκριση της «Ναυτικής
Επιθεωρήσεως».
Βολή CIWS
Type
730 από κινεζικό αντιτορπιλικό Type
052C,
κλάσεως Luyang II . ΦΩΤΟ: blog.londonconnection.com
|
Πρόλογος
Στην
εργασία αυτή θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τη σημασία της διδακτικής χρήσης
των παιγνίων στη μελέτη του πολέμου και συγκεκριμένα στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κρίσιμες καταστάσεις. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να
μας δώσει απαντήσεις σε διλήμματα που εμφανίζονται σε στρατηγικό, αλλά και σε
τακτικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα,
προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τις τεχνικές φιλοσοφικής ανάλυσης και της
θεωρίας ορθολογικής επιλογής στο πλαίσιο επίλυσης υποθετικών σεναρίων, ως
εργαλεία για την κατανόηση και ανάλυση των εφαρμοσμένων ηθικών ερωτήσεων.
Πιστεύουμε ότι τα ηθικά διλήμματα αντιμετωπίζονται επιτυχέστερα εάν χρησιμοποιήσουμε
σενάρια κατά την προετοιμασία του προσωπικού, δεδομένου ότι μπορούμε έτσι να
περιγράψουμε με ρεαλιστικό τρόπο πιθανές καταστάσεις τις οποίες καλούμαστε να
αντιμετωπίσουμε αποφασίζοντας ποιο είναι το βέλτιστο σχέδιο δράσης με τις
ελάχιστες δυνατές δυσμενείς συνέπειες.
Ο
στόχος μας αφενός είναι να δείξουμε ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση
ως προς την απεικόνιση της στρατιωτικής ηθικής, εάν θέλουμε μια αποτελεσματική,
ηθική ηγεσία και μια διεξαγωγή των εχθροπραξιών σύμφωνα με τους ηθικούς και
νομικούς κανόνες του πολέμου. Αφετέρου, σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω,
κάνουμε μια εισαγωγή στις βασικές έννοιες της θεωρίας παιγνίων, καθώς επίσης
και της εφαρμογής τους στη στρατηγική και τακτική λήψη αποφάσεων.
Έτσι,
προσπαθούμε να δείξουμε ότι, με τη χρήση της ορθολογικής επιλογής και της
θεωρίας παιγνίων ως βάση επίλυσης των σεναρίων, μπορούμε να καθορίσουμε τις
τακτικές επιλογές, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε κάθε πλευρά με τη χρησιμοποίηση
ενός διαδοχικού αλγορίθμου, o όποιος ορίζει μια αριθμητική αξία για κάθε μια πιθανή
έκβαση (με κριτήριο το πιθανό κέρδος ή της
απώλειας από μια ενέργεια), υπολογίζει όλες τις πιθανές στρατηγικές και τα
αποτελέσματα τους, βρίσκει τις καλύτερες επιλογές της κάθε πλευράς σε
στρατηγικό και τακτικό επίπεδο, και τελικά καθορίζει το αναμενόμενο αποτέλεσμα
του παιχνιδιού με την εξέταση του εάν η πιθανή έκβαση ευνοεί τον επιτιθέμενο
ή τον αμυνόμενο. Εν τέλει, δείχνουμε πώς η εκπαίδευση με τη χρήση σεναρίων
μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ηθικών επιχειρησιακών διλημμάτων με συγκροτημένο
τρόπο. Προς τούτο, στο υποθετικό σενάριο που αναφέρουμε πιο κάτω, εφαρμόζουμε
τη θεωρία παιγνίων στην ανάλυση των διαφορετικών δυνατοτήτων εμπλοκής με τον
αντίπαλο προκειμένου να υποστηριχθεί το επιχείρημά μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Εισαγωγή.
Η χρήση παιγνίων και σεναρίων για τη λήψη αποφάσεων: το ιστορικό-θεωρητικό
πλαίσιο
Η
πρώτη εκτεταμένη διαχείριση της θεωρίας παιγνίων είναι η Θεωρία Παιγνίων Οικονομικής Συμπεριφοράς[1] από
τους John von Neumann και Oskar Morgenstern
το 1944. Ο Neumann υποστήριξε πως υπάρχει διαφορά μεταξύ των διαφόρων
παιχνιδιών, ενώ το σκάκι και τα παιχνίδια στρατηγικής κατ’ αυτόν δεν είναι απλά
παίγνια. Το σκάκι είναι μια καλά καθορισμένη μορφή υπολογισμού. Μπορεί να μην
είναι όλοι ικανοί να βρουν τις απαντήσεις, αλλά θεωρητικά πρέπει να υπάρχει μια
λύση που μπορεί να ευρεθεί μέσα από μια ορθή διαδικασία προσέγγισης του προβλήματος.
Οι
θεωρητικές μέθοδοι παιγνίων παρέχουν έναν δομημένο τρόπο προκειμένου να
εξεταστεί πώς δύο παίκτες-αντίπαλοι θα δράσουν κάτω από τα διάφορα σενάρια σύγκρουσης.
Τα αποτελέσματα παρέχουν συχνά τη δυνατότητα να εξεταστεί το γιατί οι αντίπαλοι
στον πραγματικό κόσμο συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο.
Σε
μια υπεραπλούστευση της θεωρίας αυτής, υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες
θεωρητικών μεθόδων παιγνίων [2]:
1.
Κλασσικά παίγνια. Σε αυτά οι παίκτες, οι
στρατηγικές τους και οι αντιδράσεις τους είναι εντελώς καθορισμένες. Αυτοί οι
τύποι παιγνίων καταλήγουν σε μια εξίσωση μεταξύ δύο παικτών και εστιάζουν στο
πώς οι παίκτες θα συμπεριφερθούν.
2.
Επαναλαμβανόμενα παίγνια, στα οποία οι
αντίπαλοι αλληλεπιδρούν σε μια σειρά συγκρούσεων.
Αυτά τα παίγνια μελετώνται για να αποκτηθεί επίγνωση στο πώς οι παίκτες
συμπεριφέρονται και αντιδρούν σε συμπεριφορές του αντιπάλου και ποιες
στρατηγικές καταλήγουν σε θεμιτά ή αθέμιτα τελικά αποτελέσματα.
3.
Tabletop παίγνια που αποτελούνται από την προσομοίωση
μιας αντίδρασης του αντιπάλου σε δύο ή περισσότερους παίκτες χρησιμοποιώντας κανόνες,
δεδομένα και διαδικασίες σχεδιασμένες να απεικονίσουν μια διαμάχη. Το Tabletop
αναφέρεται στο είδος των παλαιότερων παιγνίων
πολέμου, στα οποία μια μάχη παιζόταν χρησιμοποιώντας σημάδια-μικρογραφίες και
χάρτες σε έναν πίνακα.
Αυτοί
οι τύποι παιχνιδιών είναι γενικά λιγότερο δομημένοι από τους προηγούμενους
τύπους παιγνίων και οι παίκτες έχουν έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό διαθέσιμων
στρατηγικών που μπορούν εύκολα να υπολογισθούν μέσω πινάκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
2
Στρατιωτική
ηθική, λήψη αποφάσεων και παίγνια
Η
χρήση παιγνίων στη μελέτη του πολέμου και στην εκπαίδευση για τη λήψη αποφάσεων
σε συνθήκες πίεσης μπορεί να παρέχει μεγάλη βοήθεια [3]. Μπορεί να
μας προσφέρει εργαλεία απαραίτητα για τη μελέτη των πρακτικών ζητημάτων, για
τις δαπάνες και τα κέρδη ενός πολέμου, για την αξιολόγηση των ηθικών ερωτημάτων
για τη χρήση της στρατιωτικής βίας στο πεδίο μάχης ή στα αστικά περιβάλλοντα,
όπου η προστασία των πολιτών είναι κρίσιμη (για παράδειγμα, βλέπε τις
ανταλλαγές πυρών σε εμπόλεμες ζώνες εντός κατοικημένων περιοχών).
Οι
στρατιωτικοί χρεώνονται με τη λήψη των δύσκολων αποφάσεων και σε αυτό το σημείο
η εικονική εμπειρία από τη χρήση παιγνίων σε συνάρτηση με τη θεωρία ορθολογικής
επιλογής αποδεικνύονται απαραίτητες στη στρατηγική και τακτική
λήψη αποφάσεων[4]. Τα οφέλη που μπορούμε να έχουμε από την εφαρμογή αυτού του πλαισίου,
μέσω του οποίου μπορούμε να εξετάσουμε τα διαθέσιμα σχέδια δράσης, περιλαμβάνει
απαντήσεις στις αβέβαιες καταστάσεις, ακόμη και πρόβλεψη των αντιδράσεων του
αντιπάλου για κάθε σειρά επιχειρησιακών ενεργειών που αποφασίζονται,
προσδιορισμό των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων για κάθε εναλλακτική
λύση και επιλογή εκείνου του σχεδίου δράσης, το οποίο ελαχιστοποιεί το κόστος,
ενώ παράλληλα μεγιστοποιεί τα οφέλη.
Με
άλλα λόγια, στο στρατηγικό επίπεδο, μπορούμε να εντάξουμε στο μάθημα της
φιλοσοφίας υποθετικά σενάρια για να εισάγουμε και να συζητήσουμε ζητήματα του
τύπου πότε είναι καλύτερο να αρχίσει (ή να τερματιστεί) ένας πόλεμος, ή ακόμα
και εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα εναλλακτικό πολιτικό ή διπλωματικό
σχέδιο δράσης σύμφωνα με τον υπολογισμό των προσδοκώμενων ωφελειών από τις
ενέργειές μας. Τα παίγνια μπορούν επίσης να
χρησιμοποιηθούν για να συζητηθούν και οι τακτικές επιλογές δεδομένου ότι
επιτρέπουν στους παίκτες να υπολογίσουν και να αξιολογήσουν αποτελεσματικά τις
ικανότητες και τις στρατιωτικές επιλογές του εχθρού, αξιολογώντας πως ένας
ευφυής (και λογικός) αντίπαλος είναι πιθανό να συμπεριφερθεί σε μια δεδομένη
κατάσταση και ποιά πλευρά είναι η πλέον πιθανή να υπερισχύσει.
Τα
σενάρια[5] που χρησιμοποιούμε για να μιμηθούμε τις πραγματικές καταστάσεις
περιλαμβάνουν πέντε στοιχεία:
1.
τους παίκτες,
ή τους υπευθύνους για τη λήψη αποφάσεων
2.
τις διαθέσιμες στρατηγικές σε
κάθε παίκτη
3.
τους κανόνες που
επηρεάζουν τη συμπεριφορά των παικτών
4.
τα αποτελέσματα, κάθε
ένα από τα οποία σχετίζονται με τις επιλογές που γίνονται από τους παίκτες σε
ένα δεδομένο σημείο του παιχνιδιού και
5.
το κέρδος του
κάθε παίκτη σχετίζεται με τα πιθανά αποτελέσματα των επιλογών του.
Αυτά
τα σενάρια προϋποθέτουν ότι κάθε παίκτης θα ακολουθήσει τις στρατηγικές που
οδηγούν στην πιο κερδοφόρα έκβαση. Έτσι, έχουμε ένα θεωρητικό πρότυπο για την
ανάλυση των καταστάσεων σύγκρουσης: δύο ή περισσότεροι παίκτες έχουν δικαίωμα
εφαρμογής μιας σειράς ενεργειών ή σε ελευθερία
ισοδύναμη με ένα σύνολο επιλογών και έχουν ορισμένες πληροφορίες (αν και
κανένας φορέας δεν έχει πλήρεις πληροφορίες). Κάθε φορέας έχει ένα σύνολο
προτιμήσεων για τις διαφορετικές πιθανές εκβάσεις και τα αποτελέσματα της
αλληλεπίδρασης εξαρτώνται από τις αποφάσεις όλων των παικτών. Εάν υποθέσουμε
ότι κάθε παίκτης έχει έναν στόχο, κατόπιν μπορούμε να προσπαθήσουμε να ορίσουμε
τις ενέργειες που θα τον οδηγήσουν στην πραγματοποίησή του. Η θεωρία παιγνίων
ορίζει σχέδια δράσης για την επίτευξη των ποθούμενων εκβάσεων, οι οποίες έχουν
συγκεκριμένες ιδιότητες βελτιστοποίησης.
Βολή
βλήματος RIM-7P
Sparrow
από το αεροπλανοφόρο
κλάσεως Nimitz
USS
«Abraham Lincoln»
(CVN72).
ΦΩΤΟ: wikimedia.org
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
3
Η
θεωρία του δικαίου πολέμου ως βάση ανάλυσης των ηθικών διλημμάτων
Στην
εργασία αυτή επελέγη ο σχολιασμός της διεξαγωγής του πολέμου από τη σκοπιά της
θεωρίας του δικαίου πολέμου. Η επιλογή αυτή βασίστηκε στο γεγονός ότι η θεωρία
αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με το ισχύον Διεθνές Δίκαιο, ενώ παράλληλα οι αρχές
που πρεσβεύει έχουν πίσω τους παράδοση αιώνων, αντικατοπτρίζοντας έτσι τους
αντίστοιχους ηθικούς κανόνες που σχετίζονται με τη διεξαγωγή του πολέμου πριν
τη θεμελίωση του Διεθνούς Δικαίου.
Βάσει
της θεωρίας του δικαίου πολέμου τη δίκαιη διεξαγωγή του πολέμου (jus
in bello) καθορίζουν οι εξής δύο αρχές:
α.
Η αρχή της διάκρισης
Σύμφωνα
με αυτήν οι εμπόλεμοι μπορούν να στραφούν μόνον εναντίον του προσωπικού της
αντίπαλης χώρας που έχει ενεργή συμμετοχή στις εχθροπραξίες. Έτσι δικαιολογείται
μεν η επίθεση στο στρατιωτικό προσωπικό της αντίπαλης χώρας προκειμένου να
διορθωθούν ή να προληφθούν οι άδικες πράξεις, όμως παράλληλα προστατεύονται οι
πολίτες, αφού η προσβολή τους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί νομικά ή ηθικά. Οι
άμαχοι απαγορεύεται να αποτελέσουν στόχο και η προστασία τους δικαιολογείται
από το γεγονός ότι είναι άοπλοι και δεν μετέχουν ενεργά στις εχθροπραξίες. Εάν
κάποιος πολίτης ή κάποια ομάδα πολιτών εμπλακεί άμεσα στις εχθροπραξίες ή
δημιουργηθεί αντιστασιακή ομάδα, τότε η προστασία αίρεται[6].
Και
το στρατιωτικό προσωπικό, όταν παραδοθεί, συλληφθεί ή αφοπλιστεί και δεν έχει
τη δυνατότητα να βλάψει, παύει να αποτελεί στόχο επίθεσης. Το Διεθνές Δίκαιο
ορίζει ότι οι αιχμάλωτοι πολέμου που δεν μπορούν να αντισταθούν δεν πρέπει να
φονεύονται ή να κακοποιούνται, κάτι που διατυπώνεται σαφώς στη Σύμβαση της Γενεύης
που υπεγράφη τη 12η Αυγούστου 1949, Περί μεταχειρίσεως των
αιχμαλώτων πολέμου (Άρθρα 13, 14, 19, 20).
Αποκλείονται επίσης ως στόχοι οι ιατροί, τα οχήματα και οι πάσης φύσεως
υγειονομικές εγκαταστάσεις[7].
Από
όσα προηγήθηκαν φαίνεται πόσο σημαντική είναι η αρχή της διάκρισης σε μάχιμους
και αμάχους. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σχετικώς εύκολο να
διακρίνει κανείς τις δύο αυτές κατηγορίες. Ο πόλεμος όμως στις μέρες μας
διεξάγεται συχνά μέσα σε πόλεις και συνεπώς αφορά ένα μεγάλο τμήμα του άμαχου
πληθυσμού, οπότε και η παραπάνω διάκριση φαίνεται να μην ισχύει πλέον καθολικά.
Βέβαια, λόγω της προστασίας που, όπως διαπιστώσαμε, παρέχει το διεθνές δίκαιο
στους αμάχους, αλλά και λόγω της ηθικής διάστασης της απαγόρευσης προσβολής των
πολιτών, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ούτως ώστε η αρχή της
διάκρισης να τηρείται.
Αυτή
δεν επιτρέπεται να παραβιάζεται παρά μόνο όταν συντρέχουν συγκεκριμένες και
ειδικές συν- θήκες που η επικινδυνότητα των συνεπειών τους μπορούν
ίσως να επιτρέψουν μία εξαίρεση, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει η μέγιστη
προσπάθεια να περιοριστούν οι δυσμενείς συνέπειές της[8].
Ένας
άλλος λόγος παραβίασης της αρχής αυτής υπάρχει, όταν η επίθεση κατά των αμάχων
γίνεται χωρίς να υπάρχει πρόθεση, αλλά για κάποιο λόγο στην υπό επίθεση περιοχή
βρέθηκαν άμαχοι χωρίς αυτό να ήταν αναμενόμενο. Τέλος, πολλές φορές για να
δικαιολογηθεί η παραβίαση της αρχής γίνεται επίκληση στη στρατιωτική αναγκαιότητα[9]
και στην αρχή του διπλού αποτελέσματος. Έτσι, όταν πλήττεται ένας στόχος, ως
επακόλουθο μπορεί να σκοτωθούν αθώοι χωρίς ωστόσο αυτό να ήταν πρόθεση του
επιτιθέμενου.
Στο
σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι η αρχή της διάκρισης απαιτεί από
τους εμπόλεμους να σταθμίσουν προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά των ενεργειών
τους. Οι συνέπειες μια πράξης στους άμαχους πρέπει να υπολογίζονται με τη μεγαλύτερη
δυνατή ακρίβεια και υπευθυνότητα.
β.
Η αρχή της αναλογικότητας
Εφαρμόζεται
στην περίπτωση που τα επακόλουθα της προσβολής στρατιωτικών και νόμιμων στόχων επεκτείνονται
στον άμαχο πληθυσμό.
Σύμφωνα
με την αρχή της αναλογικότητας, όταν εκτελείται μια πράξη, ο εκτελών ευθύνεται
όχι μόνον για τις σκοπούμενες συνέπειες, αλλά και για τις προβλέψιμες
παράπλευρες συνέπειες της πράξης του.
Για
το λόγο αυτό η αρχή της αναλογικότητας έχει εφαρμογή όταν πληρούνται κάποιες
προϋποθέσεις: πρώτον,
η ίδια η πράξη πρέπει να είναι τουλάχιστον ηθικώς
ουδέτερη και οπωσδήποτε να μην είναι ηθικώς απαράδεκτη, δεύτερον,
αυτός που αποφασίζει και εκτελεί την πράξη πρέπει να επιθυμεί τα ηθικώς αποδεκτά
αποτελέσματα (να μην επιδιώκει τις άσχημες συνέπειες που δεν μπορούν να
αιτιολογηθούν ηθικώς), τρίτον,
πρέπει να μην χρησιμοποιούνται ηθικώς
απαράδεκτα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ακόμα και
εάν αυτό είναι καλό και τέταρτον,
το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα πρέπει να είναι ίσο ή και να υπερβαίνει τις αρνητικές
συνέπειες μιας ενέργειας[10].
Η
αρχή της αναλογικότητας εμφανώς σχετίζεται με τη λήψη αποφάσεων επί ουσιαστικών
θεμάτων της στρατιωτικής πρακτικής. Αυτό συμβαίνει επειδή η
αρχή αυτή καθορίζει πότε, εάν και μέχρι ποίων ορίων μπορεί να γίνει καταφυγή
στα όπλα και τη βία. Η αρχή αυτή θέτει ερωτήματα όπως: Πόσο σημαντικός είναι ο
Χ στρατιωτικός στόχος; Πόσες παράπλευρες απώλειες μπορεί να επιφέρει ο
βομβαρδισμός του Χ στρατιωτικού στόχου; Με ποιά όπλα και με ποιό τρόπο μπορούν
οι απώλειες αυτές να ελαχιστοποιηθούν[11]; Αν και οι εμπόλεμοι δεν είναι δυνατό
να φτάσουν σε απολύτως βέβαια συμπεράσματα από τέτοιους υποθετικούς
συλλογισμούς, ωστόσο οφείλουν να υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεών τους όσο
καλύτερα και ακριβέστερα μπορούν και ανάλογα με τα συμπεράσματά τους να
ενεργούν προσπαθώντας να πετύχουν αυτό που επιδιώκουν με τις λιγότερες δυνατές
άσχημες ή επιβλαβείς συνέπειες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
4
Σενάριο
λήψης αποφάσεων σε επιχειρησιακό επίπεδο. Πώς θα επιτεθούμε σε
ύποπτους στόχους; Πώς θα συσχετίσουμε τους ηθικούς και δικαιικούς κανόνες
διεξαγωγής των επιχειρήσεων με την ζητούμενη αποτελεσματικότητα της αποστολής,
ώστε να λάβουμε επιχειρησιακές
αποφάσεις;
Η
χρήση παιγνίων-σεναρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση σε λήψη
αποφάσεων στις τακτικές επιχειρήσεις δεδομένου ότι επιτρέπει στο εμπλεκόμενο
στρατιωτικό προσωπικό να υπολογίσει και να αξιολογήσει αποτελεσματικά τις
ικανότητες και τις στρατιωτικές επιλογές του αντιπάλου. Αυτές οι εφαρμογές
είναι ιδιαίτερα σημαντικές όταν οι επιχειρήσεις λαμβάνουν χώρα σε κατοικημένες
περιοχές, όπου ενδέχεται να υπάρχουν παράπλευρες συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό.
Το παρακάτω σενάριο παρουσιάζει τις ηθικές δυσκολίες που ορισμένες φορές
προκύπτουν κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Ας
υποθέσουμε ότι ως υπεύθυνος των επιχειρήσεων αποφασίζετε να χτυπήσετε έναν
σημαντικό ύποπτο στόχο σε μια κατοικημένη περιοχή. Ο στόχος προσδιορίζεται ως
πιθανή μονάδα εκπαίδευσης στελεχών τρομοκρατικής οργάνωσης. Μέσα στο κτίριο
υπάρχουν ύποπτοι τρομοκρατικών επιθέσεων.
Κοντά
στο κτίριο υπάρχει ένα νοσοκομείο και μια παιδική χαρά, και άνθρωποι διασχίζουν
συχνά την περιοχή.
Έχετε
δύο επιλογές:
πρώτον,
να χτυπήσετε το στόχο με ένα όπλο ακριβείας και
δεύτερον,
να στείλετε επίγειες δυνάμεις για να συλλάβουν τους
υπόπτους και να καταλάβουν το κτίριο.
Εάν
επιλέξετε να βομβαρδίσετε ή να χτυπήσετε το στόχο από απόσταση με όπλα
ακριβείας, υπάρχει πιθανότητα να σκοτωθούν άμαχοι που τυχαίνει να βρίσκονται
στην περιοχή. Εάν επιλέξετε να εισβάλετε στο κτίριο χρησιμοποιώντας τις
επίγειες δυνάμεις, διατρέχετε τον κίνδυνο απωλειών μεταξύ των στρατιωτών σας.
Η
θεωρία παιχνιδιών μπορεί να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε τους κινδύνους που
τίθενται από κάθε μια από τις επιλογές μας. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να
υπολογίσουμε οποιεσδήποτε πιθανές απειλές στους στρατιώτες και τους πολίτες που
συμβαίνει να είναι στην περιοχή κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιχείρησης.
Σε
αυτήν την περίπτωση, υποθέτουμε ότι στο στρατηγικό επίπεδο η απόφαση της
στρατιωτικής εμπλοκής έχει ήδη ληφθεί και βρισκόμαστε αντιμέτωποι τώρα με ένα
δίλημμα στο επιχειρησιακό επίπεδο. Αυτό αφορά το πώς θα επιτεθούμε στους
τρομοκράτες: μια επίθεση με ένα όπλο ακριβείας θα έχει υψηλή πιθανότητα
επιτυχίας, αλλά παράλληλα και υψηλό κίνδυνο παράπλευρων απωλειών, ενώ εάν σταλούν επίγεια στρατεύματα, προστατεύονται
μεν οι
άμαχοι, ωστόσο αυξάνεται κατακόρυφα το ρίσκο για
το συμμετέχον στρατιωτικό προσωπικό.
Παίκτες-Κανόνες
Οι
παίκτες στο σενάριό μας είναι οι ύποπτοι και το στρατιωτικό προσωπικό που θα
σχεδιάσει και θα εκτελέσει την επιχείρηση.
Για
το στρατιωτικό προσωπικό ισχύουν οι αρχές δικαίου που αναφέραμε και αναλύσαμε
στην ενότητα 3[12].
Στρατηγικές
επιλογές
Οι
διαθέσιμες στρατηγικές αφορούν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους
μπορούν οι στρατιωτικές δυνάμεις να επιτεθούν και να καταστρέψουν το
ύποπτο κτίριο. Ένας τρόπος είναι να χρησιμοποιηθεί ένα όπλο ακριβείας, το οποίο
εγγυάται σχεδόν την επιτυχία της επιχείρησης και την ολοκληρωτική καταστροφή
του ύποπτου κτιρίου. Εντούτοις, αυτή η στρατηγική είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα
προκαλέσει θύματα μεταξύ των αμάχων και έχει το μειονέκτημα ότι
οι ύποπτοι δεν μπορούν να ανακριθούν και να παρέχουν πρόσθετα στοιχεία για τις
τρομοκρατικές πράξεις.
Στο
συγκεκριμένο σενάριο, οι εκπαιδευόμενοι πρέπει να αναλογιστούν κατά πόσο οι
κανόνες και το ηθικό και δικαϊκό πλαίσιο που καθορίζει τη διεξαγωγή του πολέμου
μπορούν να ισχύσει και στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας. Η τακτική της
προληπτικής εξουδετέρωσης υπόπτων[13] έχει ως αντικειμενικό στόχο όχι μόνο την
εξουδετέρωση των ίδιων των τρομοκρατών, αλλά και όλων εκείνων που τους παρέχουν
επιχειρησιακή ή άλλη βοήθεια και στρατιωτική υποστήριξη. Υπάρχουν τρεις τρόποι
να αντιμετωπίσει κανείς τη στοχοποίηση και θανάτωση των υπόπτων:
ως
μία νόμιμη και ηθικώς αποδεκτή επίθεση[14]
ως
μία πράξη που παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και που μπορεί να
δικαιολογηθεί μόνο κάτω από πολύ αυστηρά κριτήρια και σε συγκεκριμένες
περιπτώσεις[15], και
ως
μία πράξη ηθικώς απαράδεκτη, καθώς κάθε
είδους βία, ακόμη και στον πόλεμο, είναι καταδικαστέα. Αυτή η θέση ανήκει στους
οπαδούς του ειρηνισμού[16] και την αναφέρω στο σημείο αυτό για σκοπούς
πληρότητας της παρουσίασης. Καθώς δεν θεωρούμε ότι είναι ρεαλιστικό να αναμένει
κανείς ότι θα υπάρξει πόλεμος δίχως απώλειες ή ότι στο μέλλον
θα παύσουν να διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις, δεν θα επιμείνουμε στην
ανάλυση της συγκεκριμένης τοποθέτησης.
Γενικώς,
τα κτυπήματα αυτού του είδους σκοπεύουν να αποδυναμώσουν τις τρομοκρατικές
οργανώσεις, να περιορίσουν τις κινήσεις τους και να εμποδίσουν όσους ανήκουν σε
αυτές να επιχειρήσουν νέες τρομοκρατικές επιθέσεις μεγαλύτερης δυναμικότητας.
Εάν μάλιστα εξετάσει κανείς την προληπτική προσβολή και καταστροφή των ύποπτων
στόχων με όπλα ακριβείας θα διαπιστώσει ότι υπερτερεί, καθώς δεν επιφέρει
εκτεταμένες δυσμενείς συνέπειες
στον άμαχο πληθυσμό, ενώ παράλληλα προστατεύει και τους στρατιώτες από
συμπλοκές που μπορούν να αποφευχθούν, γεγονός που μειώνει το κόστος των
επιχειρήσεων όχι μόνο σε οικονομικούς
όρους, αλλά και σε όρους ανθρωπίνων ζωών[17].
Η προσέγγιση αυτή πράγματι είναι άκρως ρεαλιστική: inter
arma silent
leges (στον
πόλεμο ο νόμος σιωπά). Οι αντίπαλοι οργανώνουν τη
στρατηγική τους και αποφασίζουν τις τακτικές τους ενέργειες με τρόπο ώστε να
νικήσουν στον πόλεμο με τις λιγότερες δυνατές συνέπειες.
http://perialos.blogspot.gr/2012/08/blog-post_23.html
[1] Neumann, John von/
Morgenstern, Oskar, Theory of Games and Economic Behavior,
New
Jersey: Princeton University Press, 1944.
[2] Rasmusen, Eric, Games
and Information: An Introduction to Game Theory, Malden,
Massachusetts/Oxford: Blackwell Publishers Inc, 2001, σελ. 67 έως
271.
[3] Hargreaves-Heap,
Shaun P./Varoufakis, Yanis, Game Theory: A Critical Introduction,
London, New York: Routledge, 1995, σελ.1 έως 40. Επίσης, Brown,
Michael E., Rational Choice and Security Studies: Stephen Walt and
His Critics, Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, 2000, σελ. 1 έως 14. Τέλος, Myerson, Rogers B., Game Theory: Analysis of
Conflict,
Cambridge, Massachusetts: Harvard
University Press, 1997, σελ. 1 έως 35.
[4] Gintis, Herbert, Game
Theory Evolving, Princeton: Princeton University Press, 2000, σελ. 357-399. Επίσης,
Hastie, Raid/Dawes, Robyn M., Rational Choice in an Uncertain World: The Psychology of
Judgement and Decision Making, Thousand Oaks/London/New Delhi: Sage Publications,
2001, σελ. 47 έως 72. Τέλος
Straffin, Philip D., Game Theory and Strategy, Washington, DC: The
Mathematical Association of America, 1996, σελ. 27
έως 31._
[5] Osborne, Martin J., Introduction
to Game Theory, Oxford: Oxford University Press, 2003, σελ. 1 έως
338.
[
6] Σύμβαση της Γενεύης Περί
προστασίας των πολιτών εν καιρώ πολέμου της
12ης
Αυγούστου
1949, Άρθρο 5.
[7]
Σύμβαση της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 Περί
βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία
ενόπλους δυνάμεις, Άρθρα
19-21, 24, 35, 36, 38. Βλέπε και τη Σύμβαση της Γενεύης της 12ης Αυγούστου
1949 Περί βελτιώσεως της τύχης
των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των κατά θάλασσαν ενόπλων δυνάμεων, ιδίως τα Άρθρα 22-45, όπως
και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι στις
Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης
Αυγούστου 1949, Άρθρα 12-31,
καθώς και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΙΙ στις Συμβάσεις
της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, Άρθρα 9-12.
[8]
Βλέπε σχετικώς τον αρνητικό σχολιασμό των περιπτώσεων του βομβαρδισμού της
Χιροσίμα και του Ναγκασάκι που δεν μπορούν να αιτιολογηθούν ηθικώς ή νομικώς, Wakin, Malham
M., War,
Morality and the Military Profession, Colorado:
Westview Press, 1979, σελ. 285 έως 298, καθώς και Rawls, John/
Freeman, Samuel,
Collected Papers, Cambridge, Ma:
Harvard University Press, 2001, σελ. 565 έως 572.
[9] Christopher, Paul, The
Ethics of War and Peace: an Introduction to Legal and Moral Issues,
Upper Saddle River, New Jersey: Prentice-Hall Inc., 1999, σελ.157 έως
178.
[10] Walzer Michael, Just
and Unjust Wars, A Moral Argument with Historical Ιllustration,
Harmondsworth, Middlesex: Penguin Books, 1984, σελ.151 έως 159.
[11] Greenwood, Christopher,
Command
and the Laws of Armed Conflict, United Kingdom: Strategic & Combat Studies
Institute, 1994, σελ. 22 έως 31.
[12] Supra, Κεφάλαιο 3ο.
[13] Ben-Naftali, Orna/
Michaeli, Keren R., Justice-Ability: A Critique of the Alleged Non-Justiciability
of Israel’s Policy of Targeted Killings, από το Journal of International Criminal
Justice, Τόμος 1, Τεύχος 2, Οξφόρδη, 2003,
σελ. 368 έως 405,. Ακόμη,
Fitzpatrick, Joan, Speaking Law to Power: The War against Terrorism and Human
Rights, από το European
Journal of International
Law, Τεύχος 2, Φλωρεντία, 2003, σελ. 241 έως 264.
[14] Addicott, Jeffrey,
2002. “The Yemen Attack: Illegal Assassination or Lawful Killing?”, άρθρο διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://jurist.law. pitt.edu/forum/forumnew68.php
.
[15] Patterson,
Eric/Casale, Teresa, Targeting Terror: The Ethical and Practical Implications
of Targeted Killing, από το International Journal of Intelligence and
CounterIntelligence, Τόμος18, Τεύχος 4, Abingdon, 2005, σελ. 638 έως 652.
[16] Regan, Richard J.,
Just War, Principles and Cases, Washington D.C.: The Catholic University of
America Press, 1996, σελ. 4.
[17] Gross, Emanuel,
Self-defense against Terrorism-What Does It Mean? The Israeli Perspective, από το Journal
of Military Ethics Τόμος 1, Τεύχος 2, Abingdon, 2002, σελ. 96 έως 97. Ακόμη,
Shanahan, Timothy, Philosophy 9/11. Thinking about the War on Terrorism,
Chicago: Open Court Publishing Company, 2005, σελ. 183 έως 202.