ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Τεχνικές και τακτικές καινοτομίες που υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό



Α΄ΜΕΡΟΣ

Περί Αλός

Του Ιωάννη Παλούμπη 
Αντιναυάρχου ε.α. Π.Ν.

Ομιλία που διεξήχθη στο ΝΜΕ, στις 21/1/2012, κατά την
διάρκεια της ημερίδας: «Το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό
μεταξύ της Εθνικής Ολοκλήρωσης και Τεχνολογικής
Εξέλιξης, 1821-1941». Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό «Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας», τ. 77, σ. 14,
έκδ. του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, ΟΚΤ. – ΔΕΚ. 2011.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ

Κυρίες και Κύριοι.
Θεωρώ εξαιρετικά τιμητικό γεγονός τη συμμετοχή μου σ’ αυτό το συνέδριο μαζί με επιστήμονες καθηγητές από και το χώρο της ναυτικής και γενικότερης ιστορίας και εκλεκτούς συναδέλφους.
Στόχος μας είναι να διερευνήσουμε την πορεία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και την ικανότητά του για αφομοίωση των διεθνών τεχνολογιών αιχμής, κατά το διάστημα από την ανασύσταση του ελληνικού έθνους ως κρατικής οντότητας το 1830, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οπότε θεωρείται ότι είχαν ολοκληρωθεί οι δομές που διαμορφώνουν τα ναυτικά όλου του κόσμου μέχρι σήμερα.
Οι ένοπλες δυνάμεις σε όλο τον κόσμο, στενά προσκολλημένες στην αποστολή τους θεωρούνται συντηρητικά τμήματα των κοινωνιών μέσα στις οποίες υπάρχουν και με δυσκολία αποδέχονται τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής τους. Η δική μου λοιπόν ταπεινή εισήγηση σήμερα, σκοπό έχει να αποδείξει ότι το ελληνικό πολεμικό ναυτικό, όχι μόνο στο προσδιοριζόμενο από το πλαίσιο του συνεδρίου χρονικό διάστημα, αλλά διαχρονικά, παρουσιάζει μιαν αφομοιωτική τάση, μια ροπή υιοθέτησης των τεχνικών και τακτικών καινοτομιών, με στόχο πάντοτε την καλύτερη επιτέλεση της αποστολής του και τη διατήρηση της τεχνικής και τακτικής υπεροχής έναντι των πιθανών του αντιπάλων.
Οι ενότητες που, θα θίξουμε απόλυτα τηλεγραφικά λόγω ελλείψεως χρόνου και οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύουν αυτή την ανοιχτή αντίληψη του ελληνικού ναυτικού είναι οι ακόλουθες:

1. Το πρώτο ναυτικό όπλο, το έμβολο.

2. Το Βυζαντινό «υγρόν πυρ»

3. Η τακτική χρησιμοποίηση των πυρπολικών.

4. Το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο σε επιχειρήσεις, η Καρτερία

5. Το πρώτο πολεμικό πλοίο με στρεπτά πυροβόλα, ο Βασιλεύς Γεώργιος.

6. Η πρώτη τορπιλική επίθεση υποβρυχίου, ο Δελφίν στις 9 Δεκεμβρίου 1912.

7. Η πρώτη πτήση ναυτικής συνεργασίας στις 23 Ιανουαρίου 1913.

8. Το εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων της Ναυτικής Αεροπορίας.

9. Οι ελληνικές νάρκες Μωραΐτη.

10. Τα κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας-επιφανείας EXOCET.

11. Τα υποβρύχια τύπου 209 (Γλαύκος)

12. Η τακτική χρησιμοποίηση των Ταχέων Σκαφών.

13. Ελικόπτερα Seahawk

14. Τα υποβρύχια τύπου 214 (Παπανικολής)

 



Έμβολο τριήρους «Ολυμπιάς». ΦΩΤΟ: Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου

Το έμβολο 
Δεδομένου ό,τι τα πολεμικά πλοία της αρχαίας εποχής απλώς μετέφεραν μαχητές επί των καταστρωμάτων ή των λοιπών υπερκατασκευών τους, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός ότι το έμβολο ήταν το πρώτο καθαρά ναυτικό όπλο. Το έμβολο ήταν γνωστό από την Μινωική περίοδο και εμφανίζεται αργότερα στις Πεντηκοντόρους και στις προηγηθείσες Διήρεις. Εκεί όμως που αποκτά υπόσταση και γίνεται γνωστό ως το κατ’ εξοχήν ναυτικό όπλο ήταν κατά την εφαρμογή του στις Τριήρεις μετά το 700 π.Χ. όταν πρωτοεμφανίζεται αυτός ο τύπος του πλοίου.
Επρόκειτο για μια ξύλινη επιμεταλλωμένη ή πλήρως μεταλλική προεξοχή μήκους περίπου 2 μέτρων η οποία εξείχε ως φυσική προέκταση της τρόπιδας του πλοίου με βάρος περίπου 200 κιλών.
Η χρήση του εμβόλου ποτέ δεν γενικεύτηκε στις ναυμαχίες, αντίθετα μάλιστα σπάνια μαρτυρείται η εννοείται η χρήση του κι αυτό έγινε αφορμή να αμφισβητηθεί εντελώς από ορισμένους ερευνητές. Κατά μαρτυρία του Ηροδότου πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη ναυμαχία της Αλαλίας το 540 π.Χ. μεταξύ ελλήνων αποίκων της Κορσικής και συμμαχίας Καρχηδονίων - Τυρρηνών που ήθελαν να τους διώξουν. Οι έλληνες νίκησαν αλλά με μεγάλες απώλειες και ζημιές στα έμβολά τους.

Η χρήση των εμβολοφόρων Τριήρεων γενικεύτηκε ως το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα. Οι ναυμαχίες στη διάρκεια των οποίων αναφέρεται ως βεβαία η χρήση του εμβόλου είναι οι: Λάδης, του Αρτεμισίου, Σαλαμίνας και του Ευρυμέδοντα.


Η χρήση του εμβόλου ήταν μια παρακινδυνευμένη ενέργεια διότι υπήρχε κίνδυνος να μην μπορούν να απεμπλακούν τα πλοία μετά τον εμβολισμό. Προτιμούσαν λοιπόν την εισπήδηση (ρεσάλτο) και χρησιμοποιούσαν το έμβολο όταν θεωρούσαν ότι το ρεσάλτο δεν θα επετύγχανε. Η χρήση του εμβόλου προϋπέθετε υπεροχή στην ικανότητα χειρισμών διότι ο εμβολισμός δεν γινόταν κάθετος αλλά περισσότερο με γωνία προς την πρύμη του εμβολιζομένου.

Το Βυζαντινό «Υγρόν πυρ»
Ανακαλύφθηκε περίπου το 672 μ.Χ. και αποδίδεται από τον χρονικογράφο Θεοφάνη στον Καλλίνικο, ένα αρχιτέκτονα από την Ηλιούπολη της σημερινής Συρίας. Ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πλοίων που έφεραν σίφωνες και υγρό πυρ. Κάποιοι θεωρούν πως δεν ήταν ανακάλυψη ενός συγκεκριμένου προσώπου αλλά εξέλιξη ενός όπλου από διάφορους επιστήμονες της εποχής.

Το υγρόν πυρ ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αδυνατισμένοι από τους μακρούς πολέμους τους στην Περσία, οι Βυζαντινοί στάθηκαν αδύναμοι να αποκρούσουν αποτελεσματικά τις Μουσουλμανικές (Αραβικές) κατακτήσεις οι οποίες μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα μιας περίπου γενεάς είχαν κυριεύσει την Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και το 672 μ.Χ. ξεκίνησαν να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη.

Το υγρόν πυρ χρησιμοποιήθηκε με εξαιρετικά αποτελέσματα εναντίον των Αραβικών στόλων και απώθησε τις δύο πολιορκίες της πρωτεύουσας. Αναφορές για μετέπειτα χρήση του υγρού πυρός εναντίον των Σαρακηνών είναι σποραδικές, αλλά το όπλο αυτό εξασφάλισε ένα αριθμό νικών ειδικά στη φάση της επέκτασης των Βυζαντινών αργότερα τον 9ο και 10ο αιώνα.

Χρήση του υγρού πυρός έγινε και στις εμφύλιες συγκρούσεις κυρίως στην επανάσταση των θεματικών στόλων το 727 και στην μεγάλης κλίμακας εξέγερση του Θωμά του Σλαύου 821–823 μ.Χ.

Οι επαναστατικοί στόλοι νικήθηκαν από τον Αυτοκρατορικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός.

Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρόν πυρ εναντίον των Ρως που επέδραμαν στον Βόσπορο το 941 και το 1043 καθώς και εναντίον των Βουλγάρων 970–971 όταν τα πλοία των Βυζαντινών με υγρόν πυρ μπλόκαραν τις εκβολές του Δούναβη.

Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται η χρήση των πλοίων με υγρόν πυρ δεν έγινε δυνατό να αποτραπεί η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1203 από τους Φράγκους της τετάρτης σταυροφορίας.

Αργότερα στην οριστική κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Μουσουλμάνους, είτε είχε ξεπερασθεί και ξεχασθεί, είτε οι Βυζαντινοί είχαν στερηθεί των εδαφών που τους έδιναν τις πρώτες ύλες για την κατασκευή του, όπως τον Καύκασο τον Ανατολικό Εύξεινο κλπ.

Το υγρόν πυρ, λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκό ή πυρ σκευαστόν, ενώ στη Δύση έμεινε να ονομάζετα ελληνικόν πυρ, ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που εφευρέθηκε τον 7ο αιώνα. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες είχε την ιδιότητα να μη σβήνει στο νερό.

Αγνοούμε μέχρι σήμερα την ακριβή σύστασή του. Τα συστατικά και οι διαδικασίες παραγωγής, αλλά και εξαπόλυσής του ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η αναζήτηση της χαμένης φόρμουλας έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρόν πυρ. Εν τούτοις θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα αποτελούμενο από διάφορα μέρη τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση. Πέραν του υγρού καθ’ εαυτού το σύστημα περιελάμβανε τους πυρφόρους δρόμωνες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία. Τον σίφωνα που την εξαπέλυε και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματος των λεγομένων σιφωναρίων.

Κατά μία εκδοχή για τη φόρμουλα της εμπρηστικής ύλης το κύριο συστατικό ήταν νιτρικό κάλιο, ουσιαστικά δηλαδή ήταν μια μορφή πρώιμης πυρίτιδας. Άλλες σκέψεις οδήγησαν στο φωσφορούχο ασβέστιο ή και μίγμα των δύο. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι το υγρόν πυρ βασίζεται στο πετρέλαιο κατεργασμένο ή μη. Οι Βυζαντινοί είχαν εύκολη πρόσβαση σε ακατέργαστο πετρέλαιο από φυσικές πηγές στην Ανατολική ακτή του Ευξείνου Πόντου. Το προϊόν αυτό αποκαλούσαν νάφθα ή μηδικό έλαιο. Πιθανόν να προσέθεταν και διάφορες ρητίνες ως πηκτικό του μίγματος.

Τακτική χρησιμοποίηση πυρπολικών 
Δεν ήταν άγνωστη η χρήση των πυρπολικών ήδη από την αρχαιότητα. Οι κάτοικοι της Τύρου κατά την πολιορκία της πόλης από τον Μεγάλο Αλέξανδρο χρησιμοποίησαν πυρπολικά για να κάψουν τον ξύλινο μόλο που κατασκεύαζαν οι Μακεδόνες προκειμένου να φτάσουν στην πόλη και να την κυριεύσουν.



Ομοίωμα πυρπολικού με σκαμπαβία.
Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Αρ. Συλλογής: 218
ΦΩΤΟ: commons.wikimedia.org Badseed

Η παλαιότερη ιστορική αναφορά της χρήσης των πυρπολικών γίνεται το 415–413 π.Χ. και αφορά τη χρησιμοποίησή τους από τους Συρακουσίους εναντίον του Αθηναϊκού στόλου κατά τη Σικελική εκστρατεία. Τα χρόνια που ακολούθησαν εξακολούθησαν να θεωρούνται αποτελεσματικά όπλα κυρίως ενάντια στις γαλέρες. Η εφεύρεση του υγρού πυρός το 673 μ.Χ. από τους Βυζαντινούς επισκίασε τα πυρπολικά, η χρήση των οποίων συναντάται και πάλι κατά τις σταυροφορίες. Η εφεύρεση της πυρίτιδας και του κανονιού έριξε σε δεύτερη μοίρα τη χρήση των πυρπολικών. Το 1770 οι Ρώσοι με την εθελοντική συνδρομή του Ψαριανού Βαρβάκη κατέστρεψαν τον τουρκικό στόλο στο Τσεσμέ κάνοντας χρήση πυρπολικών. Για τη βοήθειά του αυτή ο Βαρβάκης αμείφθηκε πλουσιοπάροχα από την Τσαρίνα Αικατερίνη και εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες.

Σε όλες όμως τις ιστορικές αναφορές γίνεται λόγος για εκπίπτοντα φλεγόμενα σκάφη τα οποία αφήνονται σε κατάλληλες θέσεις και παρασύρονται από τα ρεύματα ή τον άνεμο εναντίον εχθρικού αγκυροβολημένου στόλου.

Η καινοτομία στη χρήση των πυρπολικών κατά την ελληνική επανάσταση του 1821 έγκειται αφ’ ενός στην τελειοποίηση της κατασκευής τους και αφ’ ετέρου στην κατευθυνόμενη πλεύση τους μέχρι την προσκόλλησή τους στο εχθρικό πλοίο, επ’ αγκύρα ή εν πλω.

Επομένως το πυρπολικό, ως ναυτικό όπλο των ελλήνων ήταν κανονικό πλοίο επανδρωμένο. Κατά την πυρπόληση έπρεπε να οδηγηθεί προσήνεμα από τον στόχο και να προσκολληθεί στέρεα με ειδικές αρπάγες. Στη συνέχεια ετίθετο πυρ και το πλήρωμα 20–25 άνδρες φρόντιζε έγκαιρα να διαφύγει με τη βοηθητική βάρκα, τη σκαμπαβία, από μια μικρή ξύλινη πόρτα στην πρύμη του σκάφους.

Τα πυρπολικά στην επανάσταση οφείλουν την πρώτη κατασκευή τους και την τελειοποίησή τους στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα, τον επονομαζόμενο Πατατούκο, ο οποίος από μικρός δούλευε σε Ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών. Ο Κωνσταντίνος Νικόδημος, ένας άλλος Ψαριανός, τελειοποίησε την κατασκευή του πυρπολικού.

Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους, αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω της εξαιρετικής ναυτοσύνης των πληρωμάτων που κατόρθωναν να λαμβάνουν θέσεις προσήνεμα των αντιπάλων. Τα πληρώματα των τουρκικών πλοίων καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση αλλά προσπαθούσαν μόνο να σωθούν.

Από το 1824 που άρχισε η παρέμβαση του Αιγυπτιακού στόλου οι συνθήκες χρήσης έγιναν δυσμενέστερες διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα από εκπαιδευτές Γάλλους αξιωματικούς του Ναυτικού.

Σε κάθε περίπτωση τα πυρπολικά και η τακτική τους χρήση, όπως διαμορφώθηκε από τον Μιαούλη, αποτέλεσαν το ναυτικό τακτικό όπλο που συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στην επιτυχή εκπλήρωση των στόχων του επαναστατικού ναυτικού των ελλήνων. Κατά τη διάρκεια του αγώνα έγιναν 59 επιθέσεις πυρπολικών από τις οποίες οι 39 ήσαν επιτυχείς, 19 απέτυχαν και 1 αμφισβητείται.

Το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο σε επιχειρήσεις , η Καρτερία
Η Καρτερία ήταν το πρώτο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο στην ιστορία που χρησιμοποιήθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ναυπηγήθηκε το 1825 στο αγγλικό ναυπηγείο Greenland Dock (South) στο Rotherhithe του Λονδίνου.



Ατμήλατος Κορβέτα "Καρτερία".
Ο οπλισμός της αποτελείτο από 4 πυροβόλα των 68 λιβρών
και 4 καρρονάδες Paixhans των 68 λιβρών.
Κατασκευή: Δημήτρης Μάρας, Μικροναυπηγός,
Μηχανολόγος Μηχανικός M.Sc.
ΦΩΤΟ: www.greekshipmodels.com


Ήταν το πρώτο από τα έξι όμοια πλοία που παραγγέλθηκαν την κατασκευή του οποίου επέβλεψε ο Frank Hastings πρώην αξιωματικός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού στην υπηρεσία τότε της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να είναι το μόνο που παραδόθηκε σε σχετικά καλή κατάσταση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ναυπήγησης.
Η παραγγελία του χρηματοδοτήθηκε από το φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου.
Η Καρτερία ήταν σκάφος 400 τόνων τροχήλατη κανονιοφόρος κινούμενη από δύο ατμομηχανές. Εναλλακτικά είχε τέσσερις ιστούς στους οποίους αναρτούσε αντίστοιχα ιστία και φυσικά πρόσθετους φλόκους.

Έφερε 4 κανόνια των 68 λιβρών. Στο κατάστρωμα είχε ειδικό φούρνο στον οποίο ερυθροπύρωνε τα βλήματα των πυροβόλων ώστε να ενεργούν και ως εμπρηστικά και να ενισχύεται έτσι η καταστρεπτική τους ικανότητα. Η χρήση των πυροβόλων είχε τελειοποιηθεί από τον ίδιο τον κυβερνήτη Frank Hastings ο οποίος διέθετε πολλές και σημαντικές για την εποχή του γνώσεις για τα πυροβόλα και την πυροβολική.

Το πλοίο τέθηκε σε επιχειρησιακή ετοιμότητα το 1826. Υπήρξε το πρώτο παγκοσμίως ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο με πολεμική δράση. Το πρώτο ατμοκίνητο που ναυπηγήθηκε ήταν το αμερικανικό USS Demologos το οποίο τέθηκε σε λειτουργία το 1814 και διέθετε 30 πυροβόλα, αλλά δεν έλαβε ποτέ μέρος σε ναυμαχία.

Η Καρτερία υπό τον Hastings έδρασε επιτυχώς σε αρκετές περιπτώσεις με πλέον επιτυχημένη επιχείρηση την επιδρομή στο λιμάνι της Ιτέας στον Κορινθιακό κόλπο, στις 29/30 Σεπτεμβρίου 1827 κατά την οποία βύθισε ή ανατίναξε 9 οθωμανικά πλοία.

Το πρώτο πολεμικό πλοίο με στρεπτά πυροβόλα , ο Βασιλεύς Γεώργιος
Η εμπειρία του Κριμαϊκού πολέμου εισήγαγε στο Βρετανικό Ναυτικό το δόγμα «Turn the gun, not the ship» δηλαδή στρέψατε το πυροβόλο και όχι το πλοίο. Μέχρι τότε τα πολεμικά πλοία ήταν ιστιοφόρα και έφεραν πυροβόλα με σταθερή κατεύθυνση στο εγκάρσιο. Το δόγμα ήταν «όσο το δυνατόν περισσότερα πυροβόλα» στις δύο πλευρές του πλοίου (Broadsides).

Το 1855 ο Πλοίαρχος του Βρετανικού Ναυτικού Cowper Phipps Coles επιστρέφοντας από τον Κριμαϊκό πόλεμο κατοχύρωσε την ιδέα του, που είχε εκεί εφαρμοσθεί με επιτυχία, της δημιουργίας ενός στρεφόμενου πυροβόλου, του οποίου η ομοχειρία προστατευόταν από ένα πυργίσκο.

Το Βρετανικό Ναυαρχείο, υπό την πίεση της κοινής γνώμης περισσότερο παρά από τάση υιοθέτησης των καινοτομιών, αποφάσισε να πειραματισθεί με την ιδέα του Coles και να κατασκευάσει ένα τύπο πολεμικού πλοίου που ονομάσθηκε «Turret ship». Δεδομένου όμως ό,τι οι μηχανές πρόωσης εκείνη την εποχή ήσαν ακόμη αδύναμες δεν ήταν δυνατόν να εισαχθούν σε ωκεανοπόρα πολεμικά πλοία, τα οποία εξακολουθούσαν να είναι αμιγώς ιστιοφόρα.


Θωρακοβάρις «Βασιλεύς Γέωργιος».
ΦΩΤΟ: Αντιναυάρχου ΠΝ ε.α. Κ. ΠΑΪΖΗ-ΠΑΡΑΔΕΛΗ,
«Τα ΠΛΟΙΑ του ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ 1829-1999»,
εκδ.Αστραία, σελ. 43.

Από την άλλη πλευρά ο συνδυασμός ιστών, ιστίων, εξαρτίας και ικανοποιητικών τομέων βολής για τα πυροβόλα των πύργων δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Έτσι αποφασίστηκε η ιδέα του πύργου με το στρεπτό πυροβόλο να εφαρμοσθεί σε πλοία παράκτιας άμυνας που έφεραν μηχανές πρόωσης και έλικες.

Ο Coles δυσαρεστήθηκε από την απόφαση του Βρετανικού Ναυαρχείου και αποφάσισε να ναυπηγήσει μόνος του ένα πολεμικό πλοίο με δύο τύπους πρόωσης, μηχανές και ιστία, όπως άλλωστε ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή, να το εξοπλίσει με στρεπτά πυροβόλα εντός πύργων και να αποδείξει έτσι ότι θα μπορούσε να αποτελέσει κανονικό πλοίο εντασσόμενο στον στόλο.

Η παραγγελία δόθηκε από τον Coles στο ναυπηγείο Laird Brothers’ Merseyside yard. Ο ίδιος ο Coles συνέταξε τις προδιαγραφές του πλοίου οι οποίες συνάντησαν την σφοδρή κριτική του Ναυαρχείου με το αιτιολογικό ότι δημιουργούσαν ένα πλοίο βαρύ, με κέντρο βάρους ψηλά, με μικρό ύψος καταστρώματος από την επιφάνεια της θάλασσας, μόλις 8 ft, δηλαδή 2,4 μ.

Το πλοίο που ονομάστηκε HMS Captain διέθετε δύο πύργους των δύο πυροβόλων 12 ιντσών και δύο πύργους με μονά πυροβόλα των 7 ιντσών.

Λόγω πλημμελούς επιτήρησης κατά την ναυπήγηση τελικά έγινε 747 τόνους βαρύτερο, το ύψος του καταστρώματος από τη θάλασσα ήταν μόνο 6 πόδια και 6 ίντσες (1,98 μ.), το βύθισμα μεγάλωσε κατά 22 ίντσες (0,56 μ.) και το κέντρο βάρους ανυψώθηκε κατά περίπου 10 ίντσες.

Το πλοίο μετά επιτυχείς δοκιμές εντάχθηκε στον Βρετανικό στόλο τον Απρίλιο του 1870.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1870 ο στολίσκος της Μάγχης έπλεε στον Βισκαϊκό και το HMS Captain βρισκόταν στη γραμμή έχοντας ως επιβάτη τον ίδιο τον Coles. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα το πλοίο έπαιρνε κλίσεις 18 μοιρών και διατάχθηκε μείωση της ιστιοφορίας. Πριν προλάβει να εκτελεστεί η διαταγή του κυβερνήτη το πλοίο αναποδογύρισε και πήρε μαζί του περίπου 480 ζωές. Μόνο 18 άτομα σώθηκαν από το πλήρωμα έχοντας επιβιβασθεί σε μια βάρκα που κατόρθωσε να απελευθερωθεί.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είχε σχέση με αυτές τις εξελίξεις στο Βρετανικό Ναυτικό καθώς μόλις και μετά βίας τότε είχε αρχίσει να προσαρμόζεται στη βιομηχανική επανάσταση. Τη δεκαετία του 1860 τρία ήταν τα κύρια γεγονότα στη χώρα: η ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄ το 1863, η επιστροφή των Ιονίων Νήσων το 1864 και η Κρητική επανάσταση 1866-68 την οποία η Ελλάδα ενίσχυσε κρυφά.

Το τουρκικό ναυτικό ήταν ισχυρότατο με πολλές ατμοκίνητες ελικοφόρες Φρεγάτες αγγλικής και γαλλικής κατασκευής. Αντίθετα το ελληνικό ναυτικό, με τα λίγα πλοία του, περιοριζόταν σε καθήκοντα αστυνόμευσης ακτών και παρέτασσε μόνο τον ατμοδρόμωνα των 32 πυροβόλων ΑΜΑΛΙΑ και 6 ατμοημιολίες τύπου ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ με ένα πυροβόλο των 3 ιντσών καθεμία.

Η αποτυχία της Κρητικής επανάστασης ώθησε την Κυβέρνηση Κουμουνδούρου στην εσπευσμένη παραγγελία δύο πλοίων. Στην Τεργέστη παραγγέλθηκε ο Θωρακοδρόμων Βασίλισσα Όλγα με πανιά και ατμό και το 1868 στην Αγγλία, στο ναυπηγείο Thames Iron Works–London το Θωρηκτό Βασιλεύς Γεώργιος, επί του οποίου σχεδιάστηκε η τοποθέτηση στρεπτών πυροβόλων.

Ήταν πράγματι εκπληκτική η απόφαση της τότε ηγεσίας του Πολεμικού Ναυτικού να παραγγείλει ένα πλοίο τόσο πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής, όταν μάλιστα η σχεδίαση προκαλούσε εκείνη την περίοδο θύελλα αντικρουόμενων απόψεων και σχολίων στο Βρετανικό Ναυτικό. Έτσι ο Βασιλεύς Γεώργιος παραγγέλθηκε στα πρότυπα του HMS Captain μικρότερο στο μήκος κατά το 1/3 και έφερε δύο αντί τέσσερα πυροβόλα εντός κλειστού πύργου πρώραθεν της καπνοδόχου.

Ο Βασιλεύς Γεώργιος κατέπλευσε τελικά στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1870 υπό τις επευφημίες και ενθουσιασμό του λαού.

Το Θωρηκτό υπηρέτησε πιστά και επιτυχώς τις ανάγκες του ελληνικού ναυτικού και έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως το δεύτερο πλοίο μετά το HMS Captain με στρεπτά πυροβόλα. Δεδομένου του άτυχου τέλους του βρετανικού πλοίου μπορεί να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός ότι ο Βασιλεύς Γεώργιος ήταν το πρώτο πλοίο με στρεπτά πυροβόλα που σταδιοδρόμησε σε στόλο. ΄Ελαβε μέρος στον άτυχο πόλεμο του 1897, αρχικά στον βομβαρδισμό του φρουρίου της Πρεβέζης και αργότερα στις επιχειρήσεις του Αιγαίου.
http://perialos.blogspot.gr/2013/10/blog-post.html
 

Για το Β΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
 
 

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...