ECJbX0hoe8zCbGavCmHBCWTX36c

Φίλες και φίλοι,

Σας καλωσορίζω στην προσωπική μου ιστοσελίδα «Περί Αλός» (Αλς = αρχ. ελληνικά = η θάλασσα).
Εδώ θα βρείτε σκέψεις και μελέτες για τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας που γράφτηκε στις θάλασσες, μέσα από τις οποίες καθορίστηκε η μορφή του σύγχρονου κόσμου. Κάθε εβδομάδα, νέες, ενδιαφέρουσες δημοσιεύσεις θα σας κρατούν συντροφιά.

Επιβιβαστείτε ν’ απολαύσουμε παρέα το ταξίδι…


Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου
Συγγραφεύς - Ερευνήτρια Ναυτικής Ιστορίας




Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 Β' ΜΕΡΟΣ


Β’ ΜΕΡΟΣ

Ιωάννης Παλούμπης
Αντιναύαρχος Π.Ν. ε. α.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ τ.64 σελ. 16,
ΙΟΥΛ-ΣΕΠ 2008, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.

….συνέχεια από το Α’ ΜΕΡΟΣ








Θυρεός του αντιτορπιλικού
Βασίλισσα Όλγα (D-15)
Ναυτικό Μουσείο Χανίων.
ΦΩΤΟ: el.wikipedia.org


ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ

Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν λίγες από τις τεχνικές αδυναμίες των κυρίων πλοίων του Ναυτικού, των αντιτορπιλικών, ώστε να είναι δυνατόν να εκτιμηθεί καλλίτερα στη συνέχεια η παράθεση των επιχειρήσεων.
Οι δυνατότητες του πυροβολικού, ιδίως της νυκτερινής βολής, με το δεδομένο της έλλειψης RADAR ήσαν μειωμένες σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η χρήση φωτιστικών βλημάτων εναντίον στόχου που διατηρούσε επιμελή συσκότιση, μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον μπορούσε να έχει.

Την ημέρα, καταβαλλόταν προσπάθεια να αντισταθμισθούν οι κινήσεις του πλοίου λόγω θαλάσσης και εφαρμοζόταν κλιμάκιο αποστάσεων όπως ακριβώς και στο πυροβολικό του Στρατού ξηράς. Η αντιαεροπορική βολή εξετελείτο από πυροβόλα διαμετρήματος έως και 40 χιλ. με υψηλότερη ταχυβολία. Η σκόπευση επιτυγχανόταν με εσχάρες ανοικτής σκοπεύσεως.
Από πλευράς ανθυποβρυχιακών όπλων, τα πλοία διέθεταν βομβοβόλα και αφετήρες για άφεση βομβών βάθους. Στερούνταν όμως εντοπιστικών συσκευών υποβρυχίων.
Από την κήρυξη του πολέμου ήταν προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατή η ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων επιφανείας από το ελληνικό Ναυτικό. Η σύγκριση των ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων ιδίως στο θέατρο της Αδριατικής δεν επέτρεπε ούτε σκέψη προς αυτή την κατεύθυνση.

Το ιταλικό ρεύμα ανεφοδιασμού του μετώπου της Αλβανίας ξεκινούσε από το Μπάρι και το Μπρίντιζι και κατευθυνόταν στα Αλβανικά λιμάνια του Δυρραχίου, των Αγίων Σαράντα και της Αυλώνας. Οποιαδήποτε λοιπόν επιθετική προσπάθεια εκ μέρους του Ναυτικού έπρεπε να προσανατολισθεί στην παρεμπόδιση και ει δυνατόν, διακοπή αυτού του ρεύματος. Τέτοιου είδους επιθετικές επιχειρήσεις όμως δεν ήταν δυνατόν να αναληφθούν από πλοία επιφανείας και ήταν ενδεικτικό το γεγονός ότι τέτοιο εγχείρημα προσβολής δεν είχε επιχειρήσει ούτε ο βρετανικός Στόλος, με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από τον ελληνικό.

Παρά ταύτα, η μεγάλη πίεση που υφίστατο στην αρχή ο ελληνικός στρατός στην Αλβανία, αλλά αργότερα και οι νίκες του, δημιούργησαν ένα κλίμα δυσμενές για το Ναυτικό, αφ’ ενός γιατί δεν μοιραζόταν την αρχική πίεση μαχόμενο δίπλα στον στρατό, αφ’ ετέρου, αργότερα, γιατί δεν είχε κατορθώσει κάτι το λαμπρό, κάτι το ξεχωριστό όπως ο Στρατός.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αποφασίσθηκε πολύ νωρίς η εμφάνιση των ελληνικών πλοίων στα παράλια της Αλβανίας - Ηπείρου.
Κατά τις πρώτες ημέρες της εχθρικής επίθεσης το αριστερό της ελληνικής παράταξης πιεζόταν σκληρά από τις ιταλικές δυνάμεις οι οποίες προήλαυναν κατά μήκος της ηπειρωτικής ακτής. Το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε επειγόντως από το ΓΕΝ να ανακουφισθούν οι ελληνικές δυνάμεις από τη θάλασσα.
Ως ανταπόκριση το ΓΕΝ μέσω του Αρχηγού Στόλου διέταξε τα αντιτορπιλικά «Ψαρά» (Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Κώνστας) και «Σπέτσαι» (Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Ασημάκης) το πρωί της 31ης Οκτωβρίου να βομβαρδίσουν συγκεκριμένους εχθρικούς στόχους επί της ξηράς με σκοπό να επιφέρουν πλήγματα στον αντίπαλο και να συμβάλλουν έτσι στην ελληνική άμυνα.
Ο Βρετανός Ναυτικός ακόλουθος Υποναύαρχος Turle, στον οποίον γνωστοποιήθηκε η επιχείρηση για λόγους αποφυγής ενδεχομένων αμοιβαίων παρεμβολών, συνέστησε να μην εκτελεσθεί η αποστολή διότι εκρίνετο ως λίαν παρακινδυνευμένη, εκτός εάν πράγματι τα αναμενόμενα αποτελέσματα άξιζαν τον κόπο και τον κίνδυνο.
Πρόσθεσε την σύσταση του Βρετανού αρχηγού των ναυτικών δυνάμεων Μεσογείου Ναυάρχου Cunningham, ότι τα πλοία επιφανείας δεν προσφέρονταν για επιχειρήσεις στην Αδριατική, αλλά μόνο με δράση υποβρυχίων μπορεί να παρεμβληθεί κάποιο εμπόδιο στις μεταφορές των Ιταλών προς Αλβανία, ακόμα όμως κι αυτή η δραστηριότητα εμπεριέχει κινδύνους δεδομένου ότι αυτός είχε χάσει μέσα σε 4 ½ μήνες 7 από τα υποβρύχιά του.
Η επιθυμία όμως του Ναυτικού να συμβάλλει στη συγκράτηση της ιταλικής προέλασης επί της παραλιακής οδού Άνω Σαγιάδες - Κάτω Σαγιάδες - Σιρίρτι – Φιλιάτες και παράλληλα να τονωθεί το ηθικό των μαχομένων τμημάτων του Στρατού με την παρουσία των ναυτικών μονάδων, συνέτειναν στην ανάληψη της παράτολμης επιχείρησης.
Ο βομβαρδισμός έλαβε χώρα από απόσταση 10 - 17 χιλ. μέτρων με το πρώτο φως της ημέρας. Επρόκειτο περί αμέσου βομβαρδισμού, χωρίς παρατηρητή και οι στόχοι είχαν καθορισθεί από τον επιβαίνοντα στα πλοία Αντισυνταγματάρχη Παπαβασιλείου σε συνεργασία με τους Κυβερνήτες. Παρατηρήθηκαν ορισμένες πυρκαγιές στις περιοχές των στόχων. Τα αποτελέσματα της βολής, όπως αναμενόταν, ήσαν ακαθόριστα.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης δεν παρατηρήθηκε καμία εχθρική αντίδραση.
Παρά το γεγονός ότι είχε δοθεί η πληροφορία πως ο Βρετανικός Στόλος θα ενεργούσε δυτικότερα και Βρετανικά αεροσκάφη θα ίπταντο προς κάλυψη των δύο αντιτορπιλικών, δεν έγινε αντιληπτή καμία τέτοια παρουσία.
Κατά τον πλουν επιστροφής στο πλάτος των Παξών έγινε αντιληπτό αναγνωριστικό αεροσκάφος, το οποίο στην αρχή εξελήφθη ως βρετανικό, πλην όμως αργότερα πιστοποιήθηκε ως ιταλικό. Αυτός ο εντοπισμός έγινε αφορμή να μην εισπλεύσουν τα πλοία στον Κορινθιακό πριν από την έλευση του σκότους.
Παρά τα πενιχρά ή έστω ακαθόριστα αποτελέσματα της πρώτης αυτής περιπέτειας των δύο αντιτορπιλικών, το κλίμα συνέχιζε να υπάρχει δυσμενές και ο Αρχηγός Στόλου προβληματιζόταν ποιες και τι είδους επιθετικές επιχειρήσεις θα μπορούσε να αναλάβει στο στενό του Οτράντο.
Με το δεδομένο ότι οι μεταφορές συγκέντρωσης πλησίαζαν στο τέλος τους και μειωνόταν η απασχόληση των αντιτορπιλικών, η μόνη επιθετική ενέργεια που θα μπορούσε να σχεδιασθεί ήταν η νυκτερινή επιδρομή αντιτορπιλικών στην Αδριατική, η παραμονή στη γραμμή των ιταλικών συγκοινωνιών επί τρίωρο περίπου, με την ελπίδα συνάντησης κάποιας εχθρικής νηοπομπής εφοδίων.
Το εγχείρημα προϋπέθετε τα επιδρομικά να περάσουν νύχτα το φράγμα του Αράξου κατά την άνοδο και να επιστρέψουν στον Πατραϊκό πριν από το ξημέρωμα. Παραμονή στο Ιόνιο με το φως της ημέρας χωρίς αεροπορική κάλυψη εθεωρείτο θανάσιμη.
Με το σχέδιο αυτό απαιτείτο ανάπτυξη ταχύτητας μεγαλύτερης από 25 κόμβους και επομένως μόνο τα έξι αντιτορπιλικά 2 τύπου «Όλγας» και 4 τύπου «Ύδρας» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου συγκλήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο για να αποφασίσει επ’ αυτού του ζητήματος.
Οι διάλογοι που διεξήχθησαν ήσαν χαρακτηριστικοί ανθρώπων που δεν κατανόησαν ποτέ το ρόλο και την αποστολή του Ναυτικού. Προερχόμενοι οι περισσότεροι από το Στρατό Ξηράς, ακόμη και Υφυπουργός των Ναυτικών ήταν ο πρώην Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, διατηρούσαν σαφώς δυσμενή εντύπωση για το Ναυτικό, το οποίο θεωρούσαν ως «όπλο πολυτελείας». Η επιχειρηματολογία των δύο Ναυάρχων Α/ΓΕΝ και ΑΣ ότι υπήρχε πιθανότης απλώς να παρενοχληθεί το ιταλικό ρεύμα εφοδιασμού και όχι να διακοπεί, ενώ διακυβεύονταν πάρα πολλά για το ελληνικό Ναυτικό, δεν έπεισε κανένα.
Ζητούσαν «θυσίες» αδιαφορώντας για τις πραγματικές αλλά σιωπηρές υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε το Ναυτικό και έδειχναν ότι είχαν ασυγχώρητη άγνοια της πραγματικότητας.
Ιδιαίτερα ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών, πρώην Υποστράτηγος Παπαδήμας, σε μια έξαρση προσβλητικής για το Ναυτικό στάσης, αλλά ενδεικτικής συνάμα και του δικού του επιπέδου γνώσης των πραγμάτων του πολέμου, αποτεινόμενος στους συσκεπτομένους ανέφερε: «έφθασε ο καιρός να δείξει επί τέλους το “όπλο πολυτελείας” στον κόσμο την παρουσία του. Εάν δεν μπορεί να εξέλθει ανοιχτά στην Αδριατική και να σταματήσει τις ιταλικές μεταφορές προς την Αλβανία, μου είναι τελείως περιττό»

Σε σχετική διερεύνηση ο Βρετανός Ναύαρχος της Μεσογείου Cunningham απάντησε ότι δεν μπορούσε να διαθέσει δυνάμεις για την κάλυψη εξ αποστάσεως σε περίπτωση εξόδου σημαντικού τμήματος του ιταλικού στόλου από τον Τάραντα.

Παρά το ενδεχόμενο της απώλειας των αντιτορπιλικών, χάριν της αμφίβολης πιθανότητας καταστροφής 2 - 3 μεταγωγικών, η επιχείρηση σχεδιάσθηκε για τη νύχτα 14/15 Νοεμβρίου από 5 αντιτορπιλικά τα «Γεώργιος», «Όλγα», «Ψαρά», «Κουντουριώτης», «Ύδρα». Ο Αρχηγός Στόλου θα επέβαινε στο «Βασίλισσα Όλγα».
Κατά την ρυμούλκηση μέσα στον ισθμό της Κορίνθου το «Κουντουριώτης» προσέκρουσε στα τοιχώματα και στρέβλωσε την αριστερή του έλικα. Ο ΑΣ διέταξε την επιστροφή του στον ΝΣ και συνέχισε με τα 4.
Η παράτολμη επιχείρηση συνεχίσθηκε χωρίς να σημειωθεί καμία συνάντηση και κανένα άλλο επεισόδιο. Τα πλοία ανέβηκαν προς Βορράν μέχρι περίπου του παραλλήλου του Σάσσωνα, έστριψαν προς Δυσμάς και παρέμειναν επ’ αρκετόν με πορεία προς Μπρίντιζι, δεν συνάντησαν τίποτε, παρά το λαμπρό σεληνόφως και έλαβαν πορεία επιστροφής προς Νότο.
Η κοινή γνώμη και ο Τύπος υποδέχθηκαν την επιδρομή των ελληνικών αντιτορπιλικών με χαρά και ενθουσιασμό. Η επιχείρηση επαινέθηκε περισσότερο απ’ ό,τι άξιζε.
Στους συμμαχικούς κύκλους άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, ενώ οι Άγγλοι την χαρακτήρισαν “ακραίως ορμητική και ριψοκίνδυνη”.
Σε Πολεμικό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου συζητήθηκε και πάλι το θέμα της ανάληψης επιθετικών επιχειρήσεων επιφανείας στο στενό του Οτράντο. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα της εισήγησης του Αρχηγού του ΓΕΝ Ναυάρχου Σακελλαρίου, το οποίο εμπεριέχει και την αξιολόγηση των μαχίμων μονάδων του Ναυτικού. Έλεγε ο Ναύαρχος:

«Όταν ο Στρατός μας μαχόμενος γράφει με το αίμα του τις ωραιότερες σελίδες της Εθνικής μας Ιστορίας, είναι σκληρό για το Βασιλικό Ναυτικό να αναγκάζεται να δικαιολογεί την περιορισμένη συμμετοχή του στον πόλεμο αυτό.
Eπειδή το μεγαλύτερο μέρος των παρισταμένων είναι στρατιωτικοί, θα πρέπει να γίνει γενική εισήγηση για τη χρησιμοποίηση του Β.Ν. η οποία πιθανώς να διαφεύγει της στρατιωτικής νοοτροπίας των παρισταμένων.
Και εν πρώτοις, λέγοντας Ναυτικό πρέπει να τονίσω, ότι, εκτός από τα μικρά σκάφη παράκτιας άμυνας και τα οχυρά, έχουμε μάχιμα πλοία: 2 αντιτορπιλικά άρτια, νεότατης βρετανικής κατασκευής και 4 αντιτορπιλικά ιταλικής κατασκευής, τα οποία κακώς παραγγέλθηκαν, γιατί η πολιτική σκοπιμότητα τότε επέβαλλε στο Ναυτικό την παραγγελία αυτή. Πρέπει να εντυπωθεί σε όλους ότι αυτός είναι ο μάχιμος Στόλος μας.
Τα 6 υποβρύχιά μας σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα ήταν εκτός υπηρεσίας. Εμείς τα χρησιμοποιούμε εντατικά, αν και η ζωή τους έχει φθάσει στο όριο. Βέβαια με λίγη καλή θέληση, προσθέτουμε στα παραπάνω και 4 αντιτορπιλικά τύπου ″Λέων″ ηλικίας 30 ετών, αλλά η απόδοσή τους είναι συνάρτηση της ηλικίας τους. Επιπλέον, όλα τα αντιτορπιλικά μας παρ’ όλες τις εντατικές μας προσπάθειες στη Βρετανία και στη Γαλλία δεν φέρουν μηχανήματα ανθυποβρυχιακής έρευνας, τα οποία πολύ θα αύξαναν την απόδοσή τους. Ο γηραιός “Αβέρωφ” μόνο ιστορική σημασία έχει.
Ο μαχόμενος Στρατός μας, οργανωμένος σε μεραρχίες, σώματα στρατού κλπ, αποτελεί πλήρες οργανικό συγκρότημα που μπορεί να αναμετρηθεί πλήρως με τον εχθρό, που είναι οργανωμένος με τον ίδιο τρόπο. Πιθανόν εδώ το προσωπικό να είναι πολυπληθέστερο ή εκεί το υλικό ογκωδέστερο ή άρματα μάχης να μην είναι χρησιμοποιήσιμα ή το ορειβατικό πυροβολικό να αποδίδει περισσότερο από το βαρύ στα ορεινά εδάφη. Πάντως, ο Στρατός μας έχει τα μέσα να αναμετρηθεί με τον εχθρό.

...........................................................................

Όταν κανείς αναλογισθεί, ότι μέχρι τώρα έχουν μεταφερθεί περίπου 60.000 άνδρες. περισσότερα κτήνη και ανάλογο υλικό χωρίς να σημειωθεί καμία απώλεια, χάρη στα μέτρα που έλαβε το Β.Ν. διερωτώμαι αν το ηθικό του Στρατού θα μπορούσε να διατηρηθεί τέτοιο, σε περίπτωση που κάτι απ’ τα παραπάνω χανόταν κατά τις μεταφορές.

...........................................................................

Τελικά να μου επιτραπεί να τονίσω, ότι το Ναυτικό έχει άχαρο ρόλο στους πολέμους.
Όλοι είμεθα επηρεασμένοι από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τότε όμως είχαμε πλοία, τον “Αβέρωφ” ένα από τα ισχυρότερα καταδρομικά μάχης της εποχής, 14
αντιτορπιλικά και αντιπάλους των οποίων η ισχύς δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς της παρούσης ώρας. Ποτέ Ναυτικό και Επιτελείο δεν βρέθηκαν σε πιο δυσχερή θέση. Να βαρύνεται με τόσες υποχρεώσεις και να μην έχει τα μέσα.

...........................................................................

Το Ναυτικό, όταν είναι παρόν, δεν καθιστά την παρουσία του απαραίτητη, μόνον όμως όταν λείψει θα αντιληφθεί όλος ο κόσμος τι του προσέφερε. Κανένας δεν αισθάνθηκε την παρουσία του το 1922. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε ότι ο Κεμάλ θα υπέγραφε στην Αθήνα τους όρους της ειρήνης, τους οποίους θα μας επέβαλλε μετά την καταστροφή

Παρά τα εύγλωττα επιχειρήματα του Ναυάρχου Σακελαρίου πάρθηκε η απόφαση για δεύτερη επιδρομή που ορίσθηκε για τη νύχτα της 15/16 Δεκεμβρίου.
Λόγω διαθεσιμότητας των λοιπών αντιτορπιλικών σε επιχειρήσεις στο Βορειο-ανατολικό Αιγαίο, η επιδρομή ανατέθηκε στα Αντιτορπιλικά «Ψαρά», «Σπέτσες» και «Κουντουριώτη». Στον «Κουντουριώτη» επέβη και ο Αρχηγός του Στόλου.
Βόρεια της Λευκάδας το «Σπέτσαι» σήμανε ότι λόγω βλάβης του ανεμιστήρα ενός λεβητοστασίου αδυνατούσε να αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη των 27 κόμβων δηλαδή 7 κόμβους μικρότερη της μεγίστης ταχύτητας των δύο άλλων αντιτορπιλικών.
Ο ΑΣ αφού αμφιταλαντεύθηκε το διέταξε να επιστρέψει και να τους αναμείνει στην Πάτρα, συνέχισε δε τον πλουν προς Βορράν με τα άλλα δύο.
Ο κυματισμός ήταν ογκώδης και έβρεχε τα καταστρώματα των πλοίων καθιστώντας δυσχερή την εξυπηρέτηση και επομένως τη χρήση των πυροβόλων 1 και 4. Το ψύχος ήταν αισθητό. Τα δύο πλοία συνέχισαν τον πλουν μέχρι 3 - 4 μίλια βορείως του Σάσσωνα.
Ίσως και λόγω της κακοκαιρίας δεν συνάντησαν τίποτε, παρά το γεγονός ότι παρέμειναν πλέον του διώρου απέναντι από τις κατεχόμενες Αλβανικές ακτές επί της γραμμής μεταφορών από την Ιταλία.
Επέστρεψαν στον Πατραϊκό άπρακτοι.
Η Τρίτη επιδρομική ενέργεια των ελληνικών αντιτορπιλικών στην Αδριατική έλαβε χώρα την 5η Ιανουαρίου 1941 και χαρακτηρίσθηκε από την ισχυρή κακοκαιρία που συνάντησαν τα πλοία.
Σ’ αυτή έλαβαν μέρος τα 5 διαθέσιμα αντιτορπιλικά «Βασ. Όλγα», «Βασ. Γεώργιος», «Σπέτσαι», «Ψαρά», «Κουντουριώτης». Στο Όλγα επέβη ο Α.Σ. Στο Ιόνιο έπνεε σκληρός Νοτιοδυτικός άνεμος και τα πλοία κοπίαζαν πολύ μέχρι σημείου που ο Α.Σ αναγκάσθηκε να ελαττώσει την ταχύτητα στους 23 κόμβους.
Μετά τη Λευκάδα πλέοντας προς Βορράν ο καιρός χειροτέρευε. Ισχυρές λαίλαπες, χιονόνερο και βροχή διαδέχονταν διαστήματα αιθρίας. Η επικρατούσα αποθαλασσία μεταβαλλόταν σταδιακά σε ισχυρό Νότιο κυματισμό. Στο πέλαγος επικρατούσε ερημιά, δεν συνάντησαν κανένα πλωτό μέσον, ούτε έγιναν αντιληπτά κάποια φώτα που να προδίδουν την παρουσία σκάφους.

Ο Α.Σ αποφάσισε να προκαλέσει βομβαρδίζοντας τον κόλπο της Αυλώνας. Επειδή όμως πάνω στον Σάσσωνα υπήρχαν πυροβολεία διέταξε την εκτέλεση έμμεσης βολής από απόσταση περίπου 15 χιλ. μέτρων περνώντας τις τροχιές των βλημάτων πάνω από τη νότια άκρα του όρμου. Επεδίωκε με τον τρόπο αυτό να αποκαλύψει την παρουσία του και να προκαλέσει τον εχθρό, αν βέβαια υπήρχε εκεί, σε έξοδο.
Στις 23:00 της 5ης Ιανουαρίου ο στολίσκος έφθασε στην κατάλληλη θέση και το κάθε αντιτορπιλικό έβαλλε από τρεις ομοβροντίες. Την ώρα του βομβαρδισμού ενέσκηψε λαίλαπα με βροχή και τα πλοία κλυδωνίζονταν βίαια. Καμιά απάντηση δεν δόθηκε στην ελληνική επίθεση και δεν εκδηλώθηκε η παραμικρή εχθρική αντίδραση.
Λόγω του επακμάσαντος καιρού και του ισχυρού νοτίου κυματισμού τα πλοία επέστρεψαν με κόπο μέχρι τον Πατραϊκό.
Έτσι έληξαν οι επιδρομές αυτές οι οποίες βέβαια δεν ήσαν άξιες της τόσης διαφήμισης που έτυχαν, ούτε απετέλεσαν σοβαρό πολεμικό εγχείρημα.
Έδειξαν όμως δύο πράγματα. Πρώτον ότι το Ναυτικό δεν φοβόταν να διακινδυνεύσει και δεύτερον ότι η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της χώρας είχε άγνοια του κατά θάλασσα πολέμου.


Το υποβρύχιο ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1) . ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος

ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΡΥΧΙΩΝ
Πριν αναφερθώ στις επιχειρήσεις των Υ/Β στο Ιόνιο - Αδριατική θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι από τα 6 Υ/Β του ελληνικού Ναυτικού, το ένα, ο Γλαύκος, από της κηρύξεως του πολέμου βρισκόταν σε μακρά επισκευή και απεδόθη στην ενέργεια μόλις τον Απρίλιο του 1941 χωρίς να λάβει καθόλου μέρος στον ελληνο – ιταλικό πόλεμο. Νομίζω πως η φράση του Ναυάρχου Σακελλαρίου που διαβάσαμε παραπάνω αποδίδει καλύτερα από κάθε άλλο σχολιασμό την κατάσταση των ελληνικών υποβρυχίων. «... σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα ήταν εκτός υπηρεσίας»

Από την πρώτη ημέρα του πολέμου διατέθηκαν τα δύο υποβρύχια Παπανικολής και Νηρεύς στην Ναυτική Αμυντική Περιοχή με έδρα την Πάτρα για εγκατάσταση περιπολιών στο Ιόνιο. Διάχυτος ήταν ο φόβος ιταλικής αποβατικής ενέργειας στις Δυτικές ακτές της χώρας.
Τα δύο υποβρύχια διατάχθηκαν να περιπολήσουν εσωτερικά του δακτυλίου Λευκάδας - Κεφαλονιάς - Ζακύνθου.
Τα δύο υποβρύχια ανακλήθηκαν και κατέπλευσαν στον Ναύσταθμο στις 6 Νοεμβρίου έχοντας μια σειρά ζημιών που μείωναν τη μαχητική τους ικανότητα.
Έχοντας υπόψη τις δυσχέρειες συντονισμού που παρατηρήθηκαν στην πρώτη έξοδο των υποβρυχίων σχεδιάσθηκε και εκτελέσθηκε μια σειρά 21 περιπολιών στο Ιόνιο και την Αδριατική, με αντικειμενικό σκοπό την κατά το δυνατόν αποκοπή του ιταλικού ρεύματος ανεφοδιασμού προς την Αλβανία.
Από το σύνολο των 21 αυτών περιπολιών θα αναφερθώ με λίγα λόγια στις τέσσαρες απ’ αυτές που είχαν επιτυχή αποτελέσματα.

Ο “Παπανικολής” με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ιατρίδη ύστερα από τρικυμιώδη πλου έφθασε στο στενό του Οτράντο νωρίς το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου. Την 22α Δεκεμβρίου στις 0135, πλέοντας εν επιφανεία αντελήφθη μικρό πετρελαιοκίνητο σκάφος σε απόσταση 400 μέτρων από την πλώρη του. Λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις για την περίπτωση που επρόκειτο για πλοίο παγίδα, τακτική που είχε ευρέως εφαρμοσθεί και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, πλησιάζει και καλεί το πλήρωμα να εγκαταλείψει το σκάφος και να επιβεί στο Υ/Β παραλαμβάνοντας όλα τα ναυτιλιακά του έγγραφα. Η ενέργεια εκτελέσθηκε γρήγορα και μεταξύ των εγγράφων ο Ιατρίδης ανεκάλυψε μια απόρρητη ιταλική διαταγή που περιείχε οδηγίες πλου από το Μπρίντιζι προς την Αυλώνα.
Ο Ιατρίδης κράτησε αιχμάλωτο το πλήρωμα, πυρπόλησε το πετρελαιοκίνητο και απομακρύνθηκε ταχέως από τον τόπο της πυρκαγιάς.
Την 24η Δεκεμβρίου το μεσημέρι, εκμεταλλευόμενος τις πληροφορίες που είχε μάθει, αντιλαμβάνεται νηοπομπή αποτελούμενη από 12 εμπορικά, 6 αντιτορπιλικά και πλήθος αεροσκαφών (15 - 20) βομβαρδιστικών και αναγνωριστικών. Στις 12:24 επιτίθεται με βολή δέσμης 4 τορπιλών, αλλά 6 λεπτά μετά την επίθεση αρχίζει η καταδίωξή του με αθρόα βολή βομβών βάθους εναντίον του. Η καταδίωξη συνεχίζεται για 9 ώρες. Στις 21:26 αντιλαμβάνεται ότι ξέφυγε από τους διώκτες του και αναδύεται με το πλήρωμα να βρίσκεται στα όρια της σωματικής και της ψυχικής αντοχής του από την πολύωρη καταδίωξη.
Οι τορπίλες του υποβρυχίου βύθισαν το ιταλικό ατμόπλοιο “Firenze” (3952τ).
Ο “Πρωτεύς” με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Χατζηκωνσταντή απέπλευσε από τον Ναύσταθμο την 26η Δεκεμβρίου με τομέα περιπολίας το στενό του Οτράντο μπροστά από τον κόλπο της Αυλώνας. Από τότε κανένα σήμα δεν ελήφθη από το Υ/Β. Στις 10 Ιανουαρίου ιταλικός ραδιοφωνικός σταθμός μετέδωσε την είδηση ότι στις 29 Δεκεμβρίου κατά τις 10:00 ιταλικό τορπιλοβόλο που συνόδευε νηοπομπή είχε εμβολίσει και βυθίσει υποβρύχιο, 11 μίλια δυτικά του Σάσσωνα.
Το Υ/Β είχε επιτεθεί με τορπίλες κατά της νηοπομπής και είχε βυθίσει το ιταλικό μεταγωγικό “Sardegna” (11.452τ). Ο συνδυασμός του ιταλικού ανακοινωθέντος και της έλλειψης οποιασδήποτε είδησης από τον Πρωτέα οδήγησαν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι το ελληνικό Υ/Β αφού βύθισε το ιταλικό μεταγωγικό εμβολίσθηκε και απωλέσθηκε αύτανδρο.
Ο “Κατσώνης” με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Σπανίδη εισήλθε στον τομέα του έξω από το Δυρράχιο την 24η Δεκεμβρίου έπειτα από κοπιώδη πλου με ελάχιστη
ορατότητα και σφοδρότατη κακοκαιρία.
Το πρωί της 26ης επιτίθεται με τορπίλες ανεπιτυχώς σε εμπορικό πλοίο από μεγάλη απόσταση, μεγαλύτερη των 10.000 μέτρων. Το εμπορικό έστρεψε εκτός και πλησίασε τις Γιουγκοσλαβικές ακτές. Το Υ/Β απομακρύνθηκε και συνέχισε την περιπολία του υπό σφοδρή επακμάζουσα κακοκαιρία την γνωστή ως “μπόρα” της Αδριατικής.
Το μεσημέρι της 29ης Δεκεμβρίου αντιλαμβάνεται φορτηγό πλοίο εναντίον του οποίου επιτίθεται δια τορπιλών πάλιν ανεπιτυχώς.
Την 31η Δεκεμβρίου στις 08:20 αντιλαμβάνεται ένα μικρό πετρελαιοφόρο εναντίον του οποίου επιτίθεται με τορπίλες και πάλιν όμως ανεπιτυχώς παρά την μικρή απόσταση των περίπου 500 μέτρων.
Ο κυβερνήτης τελών σε διέγερση από τις συνεχείς ατυχίες του διατάζει ανάδυση και επίθεση με το πυροβόλο. Το πλήρωμα του πετρελαιοφόρου, πανικόβλητο εγκαταλείπει το πλοίο και πέφτει στη θάλασσα. Από τις βολές του πυροβόλου προκαλείται πυρκαγιά και το πετρελαιοφόρο βυθίζεται καιόμενο. Το Υ/Β διαφεύγει εν τάχει υποπτευόμενο ότι θα είχαν ειδοποιηθεί οι ιταλικές αρχές για την επίθεση και γι αυτό το λόγο εγκαταλείπει τους ναυαγούς που καλούσαν σε βοήθεια.
Το ιταλικό πετρελαιοφόρο που βυθίστηκε από τον “Κατσώνη” ήταν το “Quinto” (531τ) και η βύθισή του έγινε μέσα στα γιουγκοσλαβικά χωρικά ύδατα.
Ο “Τρίτων” με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Γ. Ζέπο εισήλθε στον τομέα περιπολίας του τα μεσάνυχτα 19/20 Μαρτίου. Το πρωί της 23ης Μαρτίου αντιλαμβάνεται νηοπομπή που έπλεε προς το Δυρράχιο. Το Υ/Β επιτίθεται με βολή δέσμης 4 τορπιλών οι τρεις από τις οποίες εξερράγησαν επί του προπλέοντος επιβατηγού.
Υφίσταται σκληρή δίωξη και βάλλονται εναντίον του 17 βόμβες βάθους. Μετά 7 περίπου ώρες κατορθώνει να απαλλαγεί από τους διώκτες του και μετά μία ώρα
αναδύεται και εξέρχεται του τομέως επιστρέφοντας στη βάση του.
Το βυθισθέν ιταλικό επιβατηγό ήταν το πετρελαιοκίνητο “Carnia” (5.451τ).
Με στόχο τη συντόμευση της παρουσιάσεως δεν θα παρουσιαστούν οι λοιπές 17 περιπολίες των υποβρυχίων στην Αδριατική και το Ιόνιο. Θα αναφερθούν μόνο
μερικές γενικές παρατηρήσεις που απορρέουν ως στατιστικά συμπεράσματα από τη σημαντική αυτή δραστηριότητα του Ναυτικού.

• Ο χρόνος δράσεως των ελληνικών Υ/Β στην Αδριατική ήταν συνολικά 146 ημέρες.

• Τα Υ/Β παρέμειναν εκτός βάσεως 169 ημέρες και στους τομείς περιπολίας τους 63.

• Τα συνολικώς επιτευχθέντα αποτελέσματα ήσαν βύθιση 4 πλοίων και ενός πετρελαιοκινήτου, ενώ απωλέσθηκε ένα Υ/Β.

Θα επιθυμούσα στο σημείο αυτό να επεκτείνω τη σκέψη για να γίνει πληρέστερα κατανοητό το επιθετικό πνεύμα που διακατείχε το Πολεμικό Ναυτικό του ’40. Η
αναλογία των Υποβρυχίων Ελλάδος Ιταλίας ήταν, 1:20. Εάν η Ιταλική Ναυτική Διοίκηση χρησιμοποιούσε τα Υποβρύχιά της όπως το Ελληνικό Ναυτικό, η Ελλάδα θα είχε περισσότερα από 80 εμπορικά πλοία βυθισμένα, με ανάλογα αποτελέσματα σε ανθρώπινες απώλειες και χαμένο στρατιωτικό υλικό.
Είναι γνωστό και εύκολα αντιληπτό ότι η στατιστική διαχείριση των ναυτικών επιχειρήσεων εν καιρώ πολέμου αναδεικνύει τα ψυχρά αποτελέσματα. Παράλληλα όμως αποκρύπτει την ανθρώπινη πλευρά των κόπων, των θυσιών, των ηρωισμών.
Γνωρίζω ότι αδικώ την μνήμη των απωλεσθέντων, αλλά και τις αγωνίες και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες όσων επέζησαν, πλήν όμως δεν θα ήταν δυνατόν στα χρονικά περιθώρια αυτής της παρουσίασης να πράξω διαφορετικά. Σας παρακαλώ να αναλογισθείτε ότι πίσω από τα στατιστικά στοιχεία υπάρχουν θυσίες και ανθρώπινες αγωνίες, υπάρχουν ανθρώπινες ζωές που διακυβεύονταν ανά πάσα στιγμή και κάποιες φορές χάνονταν στους σκοτεινούς βυθούς των θαλασσών.

Επίλογος.
Ο Απρίλης του 1941 ήταν σκληρός για την Ελλάδα. Η αναμενόμενη από καιρό επίθεση της Γερμανίας στα βόρεια σύνορα ξεκίνησε στις 6 του μήνα με στόχο να τελειώσει γρήγορα την Ελληνική υπόθεση, ώστε απερίσπαστη να βαδίσει προς Ανατολάς. Ήταν διττή η Γερμανική πρόθεση, αφ` ενός να κλείσει ένα μέτωπο, που θα μπορούσε να αποτελέσει αγκάθι στη δεξιά πλευρά της προς Ανατολάς πορείας, αφ` ετέρου να απαγκιστρώσει τη σύμμαχό της, τη φασιστική Ιταλία, από μια ταπεινωτική ήττα, που έδινε ελπίδες σ` όλο τον κόσμο πως οι δυνάμεις του άξονα δεν ήσαν ανίκητες.
Η χώρα βρέθηκε απέναντι σε δύο ισχυρότατους στρατούς τον Γερμανικό και τον Ιταλικό, πίσω από τους οποίους διαγούμιζαν, σαν ύαινες, Βουλγαρικές και Αλβανικές ορδές.
Το Πολεμικό Ναυτικό της εποχής ανακάλυπτε για πρώτη φορά το σκληρό πρόσωπο του πολέμου μέσα από τις ακατάπαυστες Γερμανικές αεροπορικές επιδρομές, που έκαναν την προηγούμενη περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου να μοιάζει με εποχή αθωότητας.
Η μεταφορά του πολέμου από τη Γερμανική αεροπορία σε όλες τις λιμενικές εγκαταστάσεις και οι επιθέσεις στα πολεμικά και εμπορικά πλοία στα λιμάνια και τα αγκυροβόλια του Σαρωνικού, άρχισε αμέσως από το πρωί της 6ης Απριλίου με αεροπορικές αναγνωρίσεις προάγγελους των επιδρομών που άρχισαν από το βράδυ της ίδιας μέρας. Η ισχνή αεροπορική κάλυψη από τα ελάχιστα αεροσκάφη διώξεως που είχαν διατεθεί από την Αγγλία, δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει αποτελεσματικά τα Γερμανικά βομβαρδιστικά και μετά τις πρώτες μέρες του πολέμου και την προέλαση προς Νότον των Γερμανικών στρατευμάτων, εξαφανίστηκε τελείως. Έτσι, ως μόνα αμυντικά μέσα παρέμεναν οι πυροβολαρχίες της αντιαεροπορικής άμυνας, σκορπισμένες σε επίκαιρα σημεία πάνω απ` το λιμάνι του Πειραιά και τον Ναύσταθμο και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα των ίδιων των πλοίων.
Προφανής σκοπός των αεροπορικών επιθέσεων, αφ` ενός η μετάδοση παραλυτικού τρόμου ώστε να εξαφανισθεί κάθε διάθεση αντίδρασης, αφ` ετέρου η αποκοπή της οδού διαφυγής του μικρού Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος που υποχωρούσε κι αυτό προς Νότον.
Παράλληλα με τους βομβαρδισμούς τα Γερμανικά αεροσκάφη πόντιζαν και μαγνητικές νάρκες στις εισόδους των λιμένων και τις προσβάσεις των αγκυροβολίων επιφέροντας απερίγραπτη σύγχυση και προσθέτοντας ένα ακόμα θανάσιμο κίνδυνο στην ασφάλεια των πλοίων.
Όπως συνέβη σε όλα τα κρατικά κλιμάκια έτσι και το Ναυτικό άργησε να πάρει τις αποφάσεις του. Σ’ αυτό συνέτεινε και η έλλειψη κάθε οργανωμένης κρατικής αρχής εντεταλμένης να λαμβάνει αποφάσεις. Οι συνέπειες της βραδύτητας αυτής συνοψίζονται παρακάτω:

• Αντιτορπιλικό Βασ. Γεώργιος. Δεν κατορθώθηκε η επισκευή του. Έπεσε στα χέρια του εχθρού.

• Αντιτορπιλικό Ύδρα. Βυθίστηκε στο Σαρωνικό.

• Αντιτορπιλικό Ψαρά. Βυθίστηκε στο αγκυροβόλιο Μεγάρων.

• Αντιτορπιλικό Λέων. Βυθίστηκε στη Σούδα.

• Τορπιλοβόλο Προύσα. Βυθίστηκε στην Κέρκυρα.

• Τορπιλοβόλο Θύελλα. Βυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.

• Τορπιλοβόλο Κυδωνίαι. Βυθίστηκε στη Μονεμβασία.

• Τορπιλοβόλο Δωρίς. Βυθίστηκε στο Πόρτο Ράφτη

• Τορπιλοβόλο Αλκυόνη. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.

• Τορπιλοβόλο Κίος. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.

• Τορπιλοβόλο Αίγλη. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.

• Τορπιλοβόλο Αρέθουσα. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.

• Τορπιλοβόλο Κύζικος. Αυτοβυθίστηκε στον Ναύσταθμο.

• Τορπιλοβόλο Πέργαμος. Αυτοβυθίστηκε στον Ναύσταθμο.

• Βοηθητικό Τένεδος. Βυθίστηκε στο Σαρωνικό.

• Βοηθητικό Αύρα. Προσαράχθηκε στη Βουλιαγμένη.

• Θωρηκτό Κιλκίς. Βυθίστηκε στα αβαθή του Ναυστάθμου.

• Εκπαιδευτικό Άρης. Παρέμεινε στον Ναύσταθμο, ως πολύ βραδύ για να ακολουθήσει το Στόλο.

• Βοηθητικό Πλειάς. Βυθίστηκε στο Κρυονέρι.

• Ναρκαλιευτικό Αλιάκμων. Βυθίστηκε στον Κορινθιακό.

• Ναρκαλιευτικό Νέστος. Βυθίστηκε στον Κορινθιακό.

• Δύο τορπιλάκατοι Θόρνικροφτ. Βυθίστηκαν.

• 11η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα 7 Φέρι, 4 καταστράφηκαν στη Μονεμβασία. Ένα καταστράφηκε σε αερομαχία πάνω από τη Σκύρο.

• 12η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα τρία Ντορνιέ που είχαν παραμείνει στο Ναυτικό ως υδροπλάνα, ένα ήταν υπό επισκευή, ένα αποτεφρώθηκε στα Παλούκια, το τρίτο έφθασε στην Αλεξάνδρεια.

• 13η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα 9 Άνσον, απωλέσθησαν 4 στο έδαφος από αεροπορική επίθεση. Τα υπόλοιπα 5 έφθασαν στην Αλεξάνδρεια.


Οι Σημαιοφόροι Γ. Ψαλλίδας, Κ. Ζωτιάδης και Γ. Οικονομόπουλος
στους πλωτήρες του υδροπλάνου Fairey IIIF στο Βαλτούδι του
Βόλου, τον Δεκέμβριο του 1940. ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.

Όσο κι αν φαίνεται τυπολατρική η παρατήρηση, θα πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής, η έλλειψη εθνικών σχεδίων για τα διάφορα σενάρια εξέλιξης των πολεμικών επιχειρήσεων.
Δεν θα ασχοληθούμε με την έλλειψη σχεδίων του Στρατού, για συγκρότηση οργανωμένης αντίστασης προς τον κατακτητή, επάνω στα βουνά της χώρας υπό την αιγίδα του. Η έλλειψη αυτών ακριβώς των σχεδίων συνετέλεσε, με μεγάλη πιθανότητα, ώστε η επιθυμία για αντίσταση των Ελλήνων πατριωτών που γύριζαν από τα μέτωπα μετά την κατάρρευση, να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κομμουνιστικό κόμμα, που μόνον αυτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις διέθετε ανάλογη οργάνωση. Η κομμουνιστική αντίσταση που αναπτύχθηκε στα βουνά και που βιαίως μονοπώλησε, κατά μεγάλο ποσοστό, την παρουσία στην Ελληνική ύπαιθρο, είχε τα γνωστά δραματικά επακόλουθα της δεκαετίας του ΄40.

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση θα πρέπει να επισημανθεί η έλλειψη αναλόγων σχεδίων από την πλευρά του Ναυτικού. Ο ρόλος της ύπαρξης των σχεδίων είναι να μη χρειάζεται η σύγκληση συσκέψεων, κάθε φορά που υπάρχει μια πολεμική εξέλιξη, για να ληφθούν αποφάσεις εν θερμώ, με σύγχυση, σε στενότητα χρόνου και με όλους τους προσωπικούς παράγοντες να επηρεάζουν τους συσκεπτόμενους και αποφασίζοντες. Αντίθετα, ο σκοπός των σχεδίων είναι ο προγραμματισμός μιας σειράς ενεργειών που ακολουθούνται αυτομάτως, ανεξάρτητα από την φυσική παρουσία, ή μη, των διοικούντων. Η έλλειψη τέτοιων σχεδίων που να προέβλεπαν την τύχη των πλοίων του Στόλου σε περίπτωση κατάληψης της χώρας, η έλλειψη απόφασης για συνέχιση του αγώνα, η αναβλητικότητα στις αποφάσεις και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επέφεραν τις απώλειες που εμφανίστηκαν στον πίνακα.

Το Πολεμικό Ναυτικό, παρά τις αδυναμίες του, μεταστάθμευσε σύσσωμο, όσο απέμεινε, στην Αίγυπτο και απετέλεσε την πλέον συμπαγή Ελληνική Κρατική οντότητα, που πολεμούσε στο πλευρό των συμμάχων κατά των φασιστικών δυνάμεων κατοχής της χώρας. Τα έξι αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας με τα πληρώματά τους απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα γύρω από τον οποίο στήθηκε πάλι η Πολεμική Αεροπορία και συνέχισε να πολεμά. Τα καταστρώματα των πλοίων, του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού, απετέλεσαν την προέκταση του εθνικού εδάφους, που παρέμεινε ελεύθερο χάρις στην ευψυχία των Αξιωματικών και των πληρωμάτων και έδινε υπόσταση στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου να διαπραγματεύεται ως ίσος με τις λοιπές συμμαχικές αρχές.
Η περίοδος του Απριλίου του ΄41 έμεινε στη συνείδηση των ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού σαν η εποχή που, το Σώμα, μόνο αυτό απ΄ όλο το Ελληνικό κράτος, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και ακολούθησε τον δρόμο της τιμής, συνεχίζοντας τον πόλεμο μέχρι την τελική νίκη.
http://perialos.blogspot.gr/2013/10/40_29.html
 

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Η συμβολή του Πολεμικού Ναυτικού στο Έπος του ΄40


Α’ ΜΕΡΟΣ

Ιωάννης Παλούμπης
Αντιναύαρχος Π.Ν. ε. α.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ τ.64 σελ. 16,
ΙΟΥΛ-ΣΕΠ 2008, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος.
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ.

Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε από τον Αντιναύαρχο ε.α. Ιωάννη Παλούμπη στην Πνευματική Εστία Παπάγου και στον Ναυτικό Όμιλο της Ελλάδος.


ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος


Φίλες και Φίλοι,

Κατ’ αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Πνευματικής Εστίας Παπάγου για την τιμή που μου έκαμαν να με ορίσουν ως ομιλητή στην επέτειο μιας τέτοιας μεγάλης εθνικής ημέρας.
Το να επιχειρεί κανείς να μιλήσει στο προάστιο του Παπάγου για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, είναι ήδη μια πρόκληση, γιατί πρόκειται για ένα προάστιο που πολλοί κάτοικοί του έζησαν το Αλβανικό έπος, που όλοι σχεδόν το διδάχθηκαν σε παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων και που το ίδιο το όνομα του προαστίου προέρχεται από τον πρωτεργάτη της νίκης, τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Την ημέρα του Αλβανικού έπους, του λαμπρού, του εκτυφλωτικού, του ανεπανάληπτου, φαντάζει δύσκολη μια παρουσίαση του έργου του Ναυτικού που, φαινομενικά τουλάχιστον, δείχνει λιγότερο λαμπρό, λιγότερο απίστευτο. Αν ήταν και λιγότερο ηρωικό, λιγότερο παράτολμο, θα το κρίνετε σεις από τα στοιχεία που θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω.

Κυρίες και Κύριοι.
Στις 15 Αυγούστου του 1940, ανήμερα της Μεγαλόχαρης, στις 08:25 το πρωί, το Πολεμικό Ναυτικό είχε τους πρώτους του νεκρούς και τραυματίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον τορπιλισμό και τη βύθιση του Ευδρόμου «Έλλη», που μόλις είχε αγκυροβολήσει έξω απ’ το λιμάνι της Τήνου, για να μετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις.
Η απροειδοποίητη και άνανδρη επίθεση παρέμεινε στην διεθνή ναυτική ιστορία ως μνημείο έλλειψης γενναιοφροσύνης και φιλοτιμίας αντιπάλου και στιγμάτισε περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης.
Παράλληλα αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας σειράς προκλήσεων κατά της Ελλάδας που στόχο είχαν να προλειάνουν το δρόμο για τη σχεδιαζόμενη επίθεση και να ενσπείρουν τον τρόμο στον ελληνικό λαό και τις ένοπλες δυνάμεις του. Πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο. Χαλύβδωσαν τις ψυχές των ανδρών του Ναυτικού, αλλά και όλων των Ελλήνων, που περίμεναν την ευκαιρία της εκδίκησης.
Από την επομένη ήδη μέρα ήταν γνωστό πως η τορπίλη είχε εκτοξευθεί από ιταλικό υποβρύχιο. Είχαν άμεσα βρεθεί τμήματα των τορπιλών που χρησιμοποιήθηκαν.
Οι ιταλικές κατασκευαστικές εγγραφές επάνω σε όλα τα ευρεθέντα τμήματα δεν άφηναν καμία αμφιβολία για την προέλευση των τορπιλών και την εθνικότητα του υποβρυχίου. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, το Ναυτικό και η τότε κυβέρνηση, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παραμείνει η χώρα όσο το δυνατόν μακρύτερο χρονικό διάστημα έξω από τη δίνη του πολέμου δεν ανακοίνωσαν το παραμικρό, αλλά συνέχισαν με εντατικότερους ρυθμούς την προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων και της χώρας γενικότερα, για τον πόλεμο που αναπότρεπτα ερχόταν.
Είχα πάντα την άποψη πως ο πόλεμος στη θάλασσα είναι ο πλέον απάνθρωπος, αν μπορεί κανείς να πει πως υπάρχει και ανθρώπινος πόλεμος. Με τη σκέψη αυτή εννοώ πως το να βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα πλοίο σε μάχη είναι έξω απ’ την ανθρώπινη φύση και απαιτεί πολύ περισσότερο γερά νεύρα, απ’ ό,τι αν είσαι στην ξηρά ή στον αέρα.
Ο μαχητής του στρατού αισθάνεται ότι κινδυνεύει, μάχεται, βλέπει τον κίνδυνο, βλέπει τον αντίπαλο, εν ανάγκη κρύβεται, οπισθοχωρεί, τρέχει, πέφτει, σηκώνεται, επιτίθεται, αμύνεται. Με μια φράση δρα και αντιδρά φυσιολογικά και σε μεγάλο βαθμό νιώθει πως η επιβίωσή του εξαρτάται από τη δική του ικανότητα και προσαρμογή στη μάχη.
Ο αεροπόρος από την άλλη πλευρά, ακόμη περισσότερο, ενσωματώνεται σαν εγκέφαλος στο οπλικό σύστημα μάχης το οποίο έχει στη διάθεσή του και γνωρίζει πως όσο πληρέστερη και τελειότερη είναι η προσαρμογή του στο σύστημα που πιλοτάρει, τόσο περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης έχει.
Ο ναύτης, αντίθετα, βρίσκεται περιορισμένος στον στενό, σε μερικές περιπτώσεις ασφυκτικό χώρο ενός πλοίου. Ο πόλεμος γι αυτόν, ενώ το πλοίο δέχεται επίθεση από αέρα, επιφάνεια ή κάτω απ’ την επιφάνεια, είναι να βρίσκεται χωμένος στα έγκατα του πλοίου και να παρακολουθεί τις θερμοκρασίες των καυσαερίων του προωστηρίου σκεύους, ή να φορτώνει πυρομαχικά στους ανελκυστήρες των αναχορηγιών τροφοδοσίας των πυροβόλων, ή να παρακολουθεί την μεταλλική ή μη χροιά της ανακλωμένης ηχούς που του κουδουνίζει στα ακουστικά η εντοπιστική συσκευή υποβρυχίων, ή, πολλά διαζευκτικά ή, συνιστώσες ενός πολύπλοκου οπλικού συστήματος, που είναι το πολεμικό πλοίο. Σ’ αυτό το σύστημα ο καθένας έχει ένα ρόλο, που τις περισσότερες φορές δεν έχει άμεση σχέση με τη μάχη. Δεν έχει την πολυτέλεια να αντιδρά ανάλογα με την εξέλιξη της μάχης, ούτε ακόμα έχει την πολυτέλεια να πανικοβληθεί, να νιώσει δηλαδή ένα πολύ ανθρώπινο συναίσθημα. Γνωρίζει δε πως αν χτυπηθεί το πλοίο του, δεν θα προφτάσει να βγει πάνω απ’ τα αλλεπάλληλα, ήδη πλημμυρισμένα και θεοσκότεινα καταστρώματα, να αντικρύσει έστω πριν πεθάνει, φως και θάλασσα.
Δεν θα προχωρήσω περισσότερο αυτή τη σκέψη, αφήνοντάς σας να φαντασθείτε πως μεγεθύνονται τα αντίστοιχα συναισθήματα μέσα σ’ ένα υποβρύχιο, έχοντας πρόσθετα από πάνω του 300 - 600 πόδια θάλασσας, δηλαδή μια πρόσθετη πίεση 10 - 20 ατμοσφαιρών.

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 τα ιταλικά στρατεύματα, χωρίς να τηρήσουν ούτε την τρίωρη προθεσμία που είχαν θέσει με το τελεσίγραφό τους στον Έλληνα Πρωθυπουργό, παραβίασαν την ελληνική μεθόριο και επιτέθηκαν στις ελληνικές προφυλακές σε τρία σημεία στον τομέα της Ηπείρου. Το ελληνικό Ναυτικό βρισκόταν κι αυτό στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρουσιάζοντάς σας τη σύγκριση των αντιπάλων ναυτικών δυνάμεων θα περιορισθώ σε πολύ λίγα στοιχεία που φαντάζομαι θα είναι εύληπτα και ενδεικτικά και θα αποφύγω τις εξειδικευμένες συγκρίσεις ισχύος πυρός, σε σχέση με ταχύτητες και θωρακίσεις.
Έτσι κατά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου οι στόλοι Ελλάδας και Ιταλίας είχαν την κάτωθι σύνθεση.

 


 
Παραφράζοντας το λογοπαίγνιο του Ξέρξη πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών ότι «…τα βέλη των Μήδων θα σκοτείνιαζαν το φως του ήλιου…» θα μπορούσε κανείς να αναφέρει με παράθεση πολύ ρεαλιστικών και μετριοπαθών στοιχείων, ότι απλώς παρατάσσοντας τα ιταλικά πλοία στο Σαρωνικό, το ένα κολλητά στο άλλο κατά την έννοια του μήκους των, θα έφθαναν τα 13,5 ναυτικά μίλια και θα μπορούσαν μόνο κατ΄αυτό τον τρόπο, να προξενήσουν έμφραγμα στο νευραλγικό κέντρο της χώρας και ασφυξία μέχρι παραλύσεως σε όλες τις ζωτικές της λειτουργίες.
Ένα άλλο στοιχείο που θα ήταν ενδεικτικό είναι η σύγκριση του γενικού εκτοπίσματος των δύο αντιπάλων Ναυτικών . 1 : 45
Για να αποκτήσουμε την πλήρη εικόνα σας παραθέτω τη σύγκριση των αεροπορικών δυνάμεων που έλαβαν μέρος στον ελληνο– ιταλικό πόλεμο.

 

Έχοντας παρουσιάσει τις συγκρίσεις των αντιπάλων δυνάμεων ναυτικών και αεροπορικών θα επιθυμούσα να κάνω μια διευκρίνιση γνωστή και ευνόητη στους στρατιωτικούς και τους έχοντες ασχοληθεί με την στρατιωτική ιστορία. Στην παράθεση των δυνάμεων ξηράς δεν έχει πολύ νόημα να συγκρίνεται το σύνολο των στρατιωτικών μονάδων των αντιπάλων, αλλά μόνο οι μονάδες που παρατάσσονται αντιμέτωπες σε ένα δεδομένο θέατρο πολέμου.
Για τις ιταλικές αεροπορικές δυνάμεις παρέθεσα μόνο τις δυνάμεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και τελικά χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Ελλάδας.
Τέλος η κινητικότητα των ναυτικών δυνάμεων καθιστά τόσο απλό το ζήτημα μετακίνησης και προσανατολισμού των πολεμικών ναυτικών μοιρών, που είθισται να παρατίθεται στη σύγκριση το σύνολο των ναυτικών δυνάμεων των αντιπάλων. Αυτό ακριβώς ακολούθησα στην παρουσίασή μου.
Για να γίνει αντιληπτό το έργο που αναλάμβανε το Ναυτικό το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα ήθελα να παραθέσω την Αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού ως κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων αυτούσια όπως ισχύει μέχρι σήμερα ελάχιστα τροποποιημένη.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
«Η διεξαγωγή των αναγκαίων αεροναυτικών επιχειρήσεων και έργων εν ειρήνη και εν πολέμω, δια την εξασφάλιση ανοικτών των θαλασσίων οδών επικοινωνιών προς χρήση υπό των ημετέρων δυνάμεων και απαγόρευση των αντιστοίχων ευκολιών στον αντίπαλο. Η παράλληλη ανάληψη έργων προβολής δυνάμεως στην ξηρά προς υποβοήθηση των επιχειρήσεων του Στρατού, επί τω σκοπώ: συμβολής στην αποτροπή εχθρικής επιθέσεως, στην διατήρηση της ακεραιότητας της χώρας και στην εν γένει προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.»
Προς εκτέλεση της ανωτέρω Αποστολής δεν είναι καθόλου εύκολο, μέσα στα χρονικά πλαίσια μιας επετειακής ομιλίας, να παρουσιασθούν όλες οι επιχειρήσεις που ανελήφθησαν και διεξήχθησαν από τα Πλοία και τις Υπηρεσίες του Ναυτικού, καθώς και τις τρεις Αεροπορικές Μοίρες Ναυτικής Συνεργασίας, που δρούσαν υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.
Έτσι καταβλήθηκε προσπάθεια να ομαδοποιηθούν υπό τις κάτωθι κατηγορίες:
Επιχειρήσεις Πολεμ. Ναυτικού

• Προκαταρκτικές ενέργειες. Άμυνα ακτών.

• Προστασία μεταφορών συγκεντρώσεως και εφοδιασμού.

• Επιθετικές επιχειρήσεις επιφανείας.

• Επιθετικές επιχειρήσεις Υποβρυχίων.

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚEΣ ΕΝEΡΓΕΙΕΣ
AΜΥΝΑ ΑΚΤΩΝ
Οι πρώτες ενέργειες με την κήρυξη του πολέμου ήταν η λήψη μέτρων αμυντικής θωράκισης των εσωτερικών θαλασσίων οδών και των προσβάσεων στις κατάλληλες για αποβατικές ενέργειες ακτές, εναντίον αντιπάλου πολύ μεγαλύτερης πολεμικής ισχύος. Έτσι αναλήφθηκαν:

1. Εγκατάσταση περιπολιών από δύο υποβρύχια στο Ιόνιο με έμφαση στον Πατραϊκό κόλπο. Ήταν εμφανής ο φόβος του ΓΕΝ για ανάληψη επιθετικών ιταλικών ενεργειών εναντίον των δυτικών ελληνικών ακτών.

2. Πόντιση αμυντικών ναρκοπεδίων. Τα σχέδια των αμυντικών ναρκοπεδίων γνωστοποιήθηκαν από το ΓΕΝ αμέσως μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης», όταν έγινε φανερή η πρόθεση της Ιταλίας να επιτεθεί κατά της Ελλάδος. Το μεγαλύτερο σε μήκος ναρκοπέδιο ήταν αυτό που προστάτευε την πρόσβαση του Πειραιά και είχε σχεδιασθεί με απλή σειρά ναρκών από το ακρωτήριο Τούρλος της Αίγινας μέχρι τη νησίδα Φλέβες αφήνοντας ναυτιλιακή είσοδο – έξοδο προς και από το λιμάνι του Πειραιά, ανατολικώς των Φλεβών.

3. Το ίδιο συνέβαινε δυτικώς Αιγίνης όπου ποντίσθηκε το ναρκοπέδιο Μεθάνων - νησίδας Μονής.

4. Η θαλασσία οδός που προσδιορίζεται από τον Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό ήταν ζωτικής σημασίας για τις θαλάσσιες μεταφορές προς και από την Βόρεια Ελλάδα διότι απέφευγε τις ανοιχτές περιοχές του Καφηρέα και του Βορείου Αιγαίου. Εκτός από τις ταραγμένες θάλασσες αποφεύγονταν και πολύ πιθανές περιοχές ενέδρας ιταλικών υποβρυχίων εκ των σταθμευόντων στα Δωδεκάνησα.

5. Η προστασία της θαλασσίας οδού εξασφαλίσθηκε από τα αμυντικά ναρκοπέδια Βορείου και Νοτίου Ευβοϊκού σε συνδυασμό με ανθυποβρυχιακά φράγματα τα οποία χειρίζονταν θυρόπλοια.

6. Στον Πατραϊκό ποντίσθηκε το ναρκοπέδιο Αράξου - Νησίδος Θολή το οποίο σε συνδυασμό με ανθυποβρυχιακό φράγμα που ανοιγόκλεινε με θυρόπλοιο προστάτευε την πόλη και το λιμάνι των Πατρών.

7. Το ανθυποβρυχιακό φράγμα του Ρίου ήλεγχε την πρόσβαση στον Κορινθιακό κόλπο, μία εξίσου ζωτική για τις μεταφορές θαλάσσια αρτηρία.

Η πόντιση των ναρκοπεδίων έγινε με πολλές δυσχέρειες δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα προπολεμικά αντίστοιχα γυμνάσια είχαν γίνει μόνο με το «Έλλη». Στην προκειμένη περίπτωση εκτός από το μισό ναρκοπέδιο Αιγίνης - Φλεβών που ποντίσθηκε από τέσσερα αντιτορπιλικά, όλα τα λοιπά ναρκοπέδια και ανθυποβρυχιακά φράγματα ποντίσθηκαν από μικρά βοηθητικά πλοία της Διεύθυνσης Τορπιλών- Ναρκών με προστασία λίγων αντιτορπιλικών, εν μέσω πληθώρας δυσχερειών, με αξιομνημόνευτη όμως εμμονή στην εκπλήρωση της αποστολής που τους ανατέθηκε.
Μετά την κατάληψη των Αγίων Σαράντα, στις 6 Δεκεμβρίου και οι δύο ακτές του στενού της Κερκύρας βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια και άμεση πρόβαλε η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του λιμανιού για τον ανεφοδιασμό του στρατού ο οποίος με την προέλασή του απομακρυνόταν συνεχώς από το λιμάνι της Πρέβεζας.
Το λιμάνι όμως των Αγίων Σαράντα, λόγω γειτνίασης με τις ιταλικές ακτές ήταν εκτεθειμένο σε άμεσο και διαρκή κίνδυνο προσβολής του, όχι μόνο από αεροσκάφη, αλλά και από πλοία επιφανείας και υποβρύχια. Επιβαλλόταν η σχετική προάσπισή του από επιθέσεις από τη θάλασσα και αποφασίστηκε η πόντιση ναρκοπεδίου μεταξύ του ακρωτηρίου Αγία Αικατερίνη της Κέρκυρας και της άκρας Κεφαλή της ηπειρωτικής ακτής.
Η επιχείρηση εκτελέσθηκε τη νύχτα της 18ης Δεκεμβρίου από τρία μικρά βοηθητικά που ενεργούσαν ως ναρκοθέτιδες.
Δυσχέρειες στο σύνολο των ναυτικών επιχειρήσεων προστέθηκαν και από την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων σε ό,τι αφορούσε τη σβέση των φάρων και φανών του φαρικού δικτύου της χώρας. Η ενέργεια υλοποιήθηκε από την Υπηρεσία Φάρων κατόπιν διαταγής του ΓΕΝ με σκοπό να αποφευχθεί η χρήση των φάρων από τα εχθρικά πλοία, ενώ τα ελληνικά ήσαν σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι γνώριζαν τα θαλασσινά περάσματα.

Για να γίνουν αντιληπτές οι δυσκολίες που το μέτρο εισήγαγε στη ναυτιλία θα πρέπει να αναφερθεί πως τα πλοία εκείνης της εποχής, πολεμικά και εμπορικά, δεν είχαν RADAR, γιατί δεν είχε ακόμα εφευρεθεί.
Έτσι για την ασφαλή πλοήγηση τη νύχτα, μοναδική παρέμενε η εμπειρία και η εγρήγορση των αξιωματικών γεφύρας. Όταν την σημερινή εποχή των GPS που παρέχουν το στίγμα του πλοίου με ακρίβεια μέτρου, την εποχή της ύπαρξης δύο τουλάχιστον RADAR ανά πλοίο, την εποχή των ηλεκτρονικών χαρτών και των πολλαπλών ναυτιλιακών βοηθημάτων, τα πλοία προσαράζουν σε υφάλους, μπορεί κανείς να φαντασθεί με πόσο κόπο και ένταση ταξίδευαν τα πλοία τότε, χωρίς μάλιστα φαρικό δίκτυο.



Αεροσκάφη Dornier Do 22Kg στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Αεροπλάνα αυτού του τύπου ανήκαν στην 12η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας και ήταν τα πιο σύγχρονα υδροπλάνα που διέθετε το 1940 η Ελληνική Αεροπορία. ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ
Όταν μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» έγινε φανερή η πρόθεση της Ιταλίας να επιτεθεί κατά της Ελλάδας, το ΓΕΝ προέβη στην ταχύτερη δυνατή συμπλήρωση των προκαταρκτικών φάσεων της κινητοποίησης. Σε συνεννόηση με το Γενικό Στρατηγείο οργάνωσε τη μεταφορά στη Θράκη των στρατιωτικών τμημάτων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που βρισκόταν στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου.

Η μεταφορά αυτή με τα δεδομένα:

1. Του τορπιλισμού της «Έλλης» που φανέρωσε τις Ιταλικές προθέσεις,

2. Της ιταλικής ναυτικής και αεροπορικής ισχύος και

3. Της γειτνίασης των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων όπου στάθμευαν ικανές ναυτικές μονάδες τορπιλακάτων και υποβρυχίων, εύλογα θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο εχθρικών ιταλικών ενεργειών. Έτσι εάν αφηνόταν για μετά την αναμενόμενη ιταλική επίθεση θα αποτελούσε πολύ επικίνδυνο εγχείρημα.

Η μεταφορά έγινε με προσομοίωση πολεμικών συνθηκών και έδωσε την ευκαιρία στις μονάδες του στόλου που προστάτευαν τα δρομολόγια να δοκιμάσουν τις τακτικές προστασίας και τα όπλα τους. Για τη μεταφορά εκτελέσθηκαν 13 δρομολόγια επιβατηγών πλοίων 4 - 5 τη φορά σε τρεις ημερομηνίες 7, 14 και 24 Σεπτεμβρίου, μόνο φυσικά κατά τη διάρκεια του σκότους, ώστε να μην τα αντιληφθεί η ιταλική αναγνωριστική αεροπορία.

Μετά την κήρυξη του πολέμου η πρωτεύουσα αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού διαγραφόταν σαφής και αποκλειστική:

«Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ»
Η επιτυχής πραγματοποίηση των μεταφορών αυτών αποτελούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Επιχειρήσεων του Στρατηγείου με σκοπό την αντιμετώπιση της ιταλικής επίθεσης. Λεπτομερές σχέδιο θαλασσίων μεταφορών συγκεντρώσεως είχε καταρτισθεί πριν από τον πόλεμο.

Σ’ αυτό δεν περιλαμβανόταν η χρησιμοποίηση του λιμανιού του Πειραιά για την επιβίβαση των στρατευμάτων, αφού αναμένονταν με βεβαιότητα και μάλιστα τις πρώτες ημέρες του πολέμου, σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από την ιταλική αεροπορία. Από την Αττική είχαν επιλεγεί ως λιμένες φορτώσεως ο Ωρωπός και η Χαλκίδα. Έτσι προσθέτως αποφεύγονταν διελεύσεις εμφόρτων μεταγωγικών από την ευπρόσβλητη, από υποβρύχια, περιοχή του Σουνίου.

Μετά τη διαπίστωση των πρώτων ημερών του πολέμου ότι η εχθρική παρουσία και αντίδραση, ναυτική και αεροπορική, ήταν υποτονική και με δεδομένες τις ευκολίες φορτοεκφόρτωσης που παρουσίαζε το λιμάνι του Πειραιά, κρίθηκε σχετικά ασφαλής η χρησιμοποίησή του και ενεργοποιήθηκε ως το σημαντικότερο κέντρο επιβίβασης και ανεφοδιασμού.

Για να γίνει αντιληπτό το τεράστιο έργο ευθύνης και συνοδείας που επωμίσθηκε το Ναυτικό θα παρατεθούν τα συγκεντρωτικά στοιχεία των στρατιωτικών μεταφορών συγκεντρώσεως που έλαβαν χώρα από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1941.


Πρόσθετα από τις προβληθείσες μεταφορές το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε από το ΓΕΝ την μεταφορά, από 17 έως 26 Νοεμβρίου, της V Μεραρχίας από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη. Η μεταφορά αυτή παρουσίαζε σοβαρές δυσχέρειες που οφείλονταν αφ’ ενός στη γειτνίαση των ιταλικών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων των Δωδεκανήσων, αφ’ ετέρου στον όγκο των προς μεταφορά τμημάτων της Μεραρχίας.
Τα τμήματα περιελάμβαναν: 532 Αξιωματικούς, 17.309 οπλίτες, 7.001 κτήνη, 5.424 φόρτους κτηνών, 30 ορειβατικά πυροβόλα και περισσότερα από 100 αυτοκίνητα.
Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε αφού ξεπεράσθηκαν πολλά εμπόδια και εχθρικές εμφανίσεις.
Έτσι συνολικά από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρθηκαν:

• Άνδρες 85.289

• Κτήνη 30.195 Σημειωτέον ότι στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται μόνο τα συγκροτημένα στρατιωτικά τμήματα που μεταφέρθηκαν υπό την κάλυψη των συνοδών του ΠΝ. Εκτός όμως απ’ αυτούς μεταφέρθηκε από τα νησιά σημαντικός αριθμός στρατευθέντων, είτε με τα κανονικά δρομολόγια τα οποία κι αυτά εκτελούνταν με τη συνοδεία πλοίων του ΠΝ, είτε με πετρελαιοκίνητα της μικρής ακτοπλοΐας, υπό όρους που εγγυώνταν, όσο ήταν δυνατόν, την ασφάλεια του πλου.

Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπό την προστασία πάντοτε των πλοίων του ΠΝ και των αεροσκαφών των τριών Μοιρών Ναυτικής Συνεργασίας, μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα το πλήθος του παντοειδούς πολεμικού υλικού, οπλισμού, πυρομαχικών, μεταφορικών μέσων, όσων αποτελούσαν την εμπόλεμη σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων και όσων ακόμη αποστέλλονταν μεταγενέστερα για συμπλήρωση των κενών και τον ανεφοδιασμό του μαχομένου Στρατού.

Μία άλλη κατηγορία μεταφορών των οποίων θα έπρεπε να εξασφαλισθεί η ασφαλής διεκπεραίωση ήταν οι μεταφορές ανεφοδιασμού.
Το Ημερήσιο Ρεύμα Εφοδιασμού, το ΗΡΕ όπως είναι γνωστό στα επιτελεία υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων, συγκροτείται από μεγάλες συγκεντρώσεις εφοδίων και πολεμικού υλικού που προωθούνται καθημερινά μέχρι τη γραμμή των πρόσω και είναι εκείνα τα εφόδια που κάνουν τα άρματα να κινούνται, τα αεροπλάνα να πετούν, τα πλοία να πλέουν, τα κανόνια
να βάλλουν, τις στρατιές να μάχονται, τον πόλεμο να εξελίσσεται.
Στα πλαίσια αυτά, των μεταφορών ανεφοδιασμού, αναλήφθηκε από το Ναυτικό ο ασφαλής πλους των γεμάτων με στάρι και παντοειδή υλικά φορτηγών, από τα
Δαρδανέλια στον Πειραιά και η συνοδεία των ίδιων, κενών φορτίου από τον Πειραιά στα Δαρδανέλια.
Παράλληλα με τις μεγάλες μεταφορές ανεφοδιασμού της χώρας και την προστασία που παρείχετο ακόμα και στις θαλάσσιες συνδέσεις των νησιών με τον ηπειρωτικό κορμό, ένα συνεχές ρεύμα παντοειδούς υλικού διετηρείτο προς την Ήπειρο για τη χρήση του Στρατού. Τρόφιμα, πυρομαχικά, βενζίνες και άλλα καύσιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης, ανταλλακτικά, υγειονομικά είδη και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο μαχόμενος Στρατός μεταφέρονταν με επίτακτα μηχανοκίνητα και μικρά ιστιοφόρα αρχικά προς την Πρέβεζα αργότερα προς Ηγουμενίτσα, Αγίους Σαράντα και Πάνορμο, κοντά στη Χειμάρρα. Γι αυτές τις πολύ σημαντικές μεταφορές δεν διασώθηκαν στατιστικοί πίνακες ώστε να εκτιμηθεί η συμβολή αυτών των αφανών πλοιαρίων τα οποία, υπό την αιγίδα και κατεύθυνση των υπηρεσιών του Ναυτικού, έπλεαν την ημέρα καλυπτόμενα από τις ακτές και τις νησίδες του Κορινθιακού και της Αιτωλοακαρνανίας και φρόντιζαν να καταπλέουν στους προορισμούς τους περί το λυκόφως ώστε να ξεφορτώνουν τη νύχτα.
http://perialos.blogspot.gr/2013/10/40.html


Για το Β΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ πιέσατε ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...